ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 204/2008)
18 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΜΑΡΔΑΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Μ. Αντωνίου (κα.), για τον Αιτητή.
Θ. Ραφτοπούλου (κα.) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά:
1. Δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 3.12.2007 με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της Επιτροπής Προσωπικού τους, αποφάσισαν ότι η πείρα του αιτητή, εκτός της Τράπεζας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλη για σκοπούς συμπλήρωσης της πείρας που απαιτείται σύμφωνα με τις πρόνοιες των παραγράφων 2.3.1 και 2.3.3 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγιών, για την προαγωγή του στη θέση του Λειτουργού Α τάξης, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
2. Δήλωση και/ή διαταγή του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 22.1.2008 η οποία ακολούθησε την επιστολή ημερ. 3.12.2007 (η οποία περιέχει την πρώτη προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση) με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της Επιτροπής Προσωπικού τους, αποφάσισαν και/ή πληροφόρησαν τον αιτητή ότι για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή ημερ. 22.1.2008 η πείρα του κρίθηκε ως μη κατάλληλη για σκοπούς μείωσης της πείρας που απαιτείται για προαγωγή του στη θέση Λειτουργού Α τάξης, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Στην ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση περιλαμβάνεται και προδικαστική ένσταση σύμφωνα με την οποία οι προσβαλλόμενες, με την παρούσα προσφυγή, πράξεις δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις αλλά προπαρασκευαστικές πράξεις και/ή γνώμες και πληροφορίες οι οποίες επομένως δεν μπορούν να προσβληθούν με προσφυγή. Το ζήτημα αυτό συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών και εγκρίθηκε από το δικαστήριο, να εξεταστεί προδικαστικά. Προς τούτο οι δύο πλευρές καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις. Προηγήθηκε η γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι ήγειραν την προδικαστική ένσταση και ακολούθησε η γραπτή αγόρευση του αιτητή.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία υπό το φως θεμελιωμένων αρχών της νομολογίας ως προς το τι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και τι συνιστά προπαρασκευαστική πράξη. Σχετικές είναι οι σελ. 116-128 του συγγράμματος Ν. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, (2η έκδοση, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη).
Στις περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004, στο Παράρτημα αναφορικά με τους όρους και τα σχέδια υπηρεσίας, που αφορούν στην παράγραφο 7 των Οδηγιών, στις παραγράφους 2.3.1. και 2.3.2. αναγράφεται ότι οι θέσεις Λειτουργού Α τάξης και Λειτουργού Β τάξης είναι συνδυασμένες. Οι Λειτουργοί Β τάξης που επιδεικνύουν καλή/μέση επίδοση καθίστανται προάξιμοι στη θέση Λειτουργού Α τάξης εφόσον έχουν εξαετή τουλάχιστον πείρα. Στις περιπτώσεις Λειτουργών που κατέχουν ανώτερα ή επιπρόσθετα προσόντα η απαιτούμενη ελάχιστη πείρα που απαιτείται μπορεί να μειωθεί ως εξής: (α) για εγκεκριμένο διδακτορικό τίτλο μέχρι και τρία χρόνια, (β) για εγκεκριμένο μεταπτυχιακό τίτλο κατά ένα χρόνο και (γ) και για οποιοδήποτε άλλο εγκεκριμένο προσόν κατά ένα χρόνο. Στην παράγραφο 2.3.3. του ιδίου παραρτήματος αναγράφεται ότι Λειτουργοί Β τάξης θα προάγονται στη θέση Λειτουργού Α τάξης εφόσον έχουν επιδείξει ικανοποιητική επίδοση και έχουν δεκαετή τουλάχιστον πείρα.
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής προσλήφθηκε στην υπηρεσία των καθ΄ ων η αίτηση στις 16.4.2007 στη θέση Λειτουργού Β τάξης. Στις 18.9.2007 πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή Προσωπικού αποφάσισε να αναγνωρίσει την πείρα Λειτουργών Β τάξης που αποκτήθηκε σε άλλο Οργανισμό, εκτός της Τράπεζας, η οποία ήταν άμεσα σχετιζόμενη με τα καθήκοντα που εκτελούνται από τους Λειτουργούς της Τράπεζας, για σκοπούς προαγωγής τους στη θέση Λειτουργού Α τάξης. Κλήθηκε συναφώς, ο αιτητής, να υποβάλει τα σχετικά στοιχεία γραπτώς προς τους αρμοδίους. Ο αιτητής με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ημερ. 3.10.2007 παρέθεσε τα σχετικά στοιχεία που του ζητήθηκαν με τη δέσμευση να παρουσιάσει πιστοποιητικό για συμμετοχή του σε ερευνητικό πρόγραμμα, κατά την περίοδο Ιουνίου 2005 - Απριλίου 2007, μόλις το εξασφαλίσει. Η Επιτροπή Προσωπικού με επιστολή της ημερ. 3.12.2007 πληροφόρησε τον αιτητή ότι τα στοιχεία του, αναφορικά με την πείρα του εκτός της Τράπεζας, αξιολογήθηκαν και ότι αποφασίστηκε πως η σχετική πείρα του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλη για σκοπούς συμπλήρωσης της πείρας που απαιτείται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραγράφους 2.3.1. και 2.3.3..
Επακολούθησε συνάντηση του αιτητή με τη Γραμματέα Επιτροπής Προσωπικού καθώς και αλληλογραφία στην οποίαν ο αιτητής ανέλυσε εκτενώς τα προσόντα και την πείρα του και ζήτησε περαιτέρω αιτιολόγηση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 3.12.2007. Η Επιτροπή Προσωπικού με επιστολή της ημερ. 22.1.2008 πληροφόρησε τον αιτητή για τις βασικές αρχές βάσει των οποίων αξιολογείται η πείρα όλων των Λειτουργών Β τάξης και επίσης ότι η πείρα του κρίθηκε μη κατάλληλη για σκοπούς μείωσης της πείρας που απαιτείται για προαγωγή στη θέση Λειτουργού Α τάξης, καθότι μέρος της πείρας του ως Ειδικού Επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου αποκτήθηκε ταυτόχρονα με την περίοδο των σπουδών του για απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου, ενώ η υπόλοιπη περίοδος (της απασχόλησής του ως Ειδικού Επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου) ήταν μικρότερη του ενός έτους και δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψιν.
Η δημιουργία της Επιτροπής Προσωπικού προνοείται από το άρθρο 22 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002. Η Επιτροπή αποτελείται από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ως Πρόεδρο, τον Υποδιοικητή και τέσσερα άλλα μέλη που διορίζονται από το Συμβούλιο της Τράπεζας για θητεία τριών ετών. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 22 η Επιτροπή Προσωπικού μπορεί να εκχωρεί αρμοδιότητες της σε Υπεπιτροπές αποτελούμενες από τουλάχιστον τρία άτομα.
Από τα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού ημερ. 12.11.2007, η οποία επισυνάφθηκε ως Παράρτημα Ε στην ένσταση, φαίνεται ότι η Επιτροπή Προσωπικού, αφού μελέτησε τα πρακτικά Υπεπιτροπής, την οποία συνέστησε για την εξέταση του ζητήματος της πείρας των επηρεαζομένων Λειτουργών, αποφάσισε να υιοθετήσει τις αρχές και τους συλλογισμούς της Υπεπιτροπής και κατέληξε σε αποφάσεις όσον αφορά την αναγνώριση της πείρας επηρεαζομένων Λειτουργών Β τάξης. Επίσης σύστησε στο Διοικητή την προαγωγή κάποιων απ΄ αυτούς. Αναφορικά με τον αιτητή, καταγράφηκε στα πρακτικά ότι «η πείρα του εκτός Τράπεζας δεν αναγνωρίζεται. Με βάση τα προσόντα, την πείρα και την απόδοσή του συστήνεται η προαγωγή του από 16.4.2012.» Προστίθεται ότι οι προαναφερόμενες συστάσεις γίνονται σύμφωνα με τις πρόνοιες των προαναφερομένων παραγράφων 2.3., 2.3.1. και 2.3.2. και υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο αιτητής θα πληροί την πρόνοια για «καλή/μέση επίδοση».
Καθοδηγητική είναι, μεταξύ άλλων, η απόφαση στην υπόθεση Papacharalambous and Another v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2132. Στην υπόθεση εκείνη τονίστηκε ότι για να συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη μια αξιολόγηση ενός υποψηφίου θα πρέπει να επηρεάζει τις προοπτικές προαγωγής του όπως π.χ. στις περιπτώσεις όπου ο υποψήφιος για προαγωγή τοποθετείται σε συγκεκριμένη θέση σε κατάλογο προαξίμων υποψηφίων. Για να είναι εκτελεστή μια πράξη θα πρέπει να έχει νομικές συνέπειες οι οποίες μπορούν να διακριβωθούν αντικειμενικά. Εάν όμως η αξιολόγηση ή η έκθεση που γίνεται για ένα υποψήφιο δεν είναι, από μόνη της, καθοριστική του δικαιώματος του για προαγωγή, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται πλήρως από τις υποθέσεις που αφορούν καταλόγους προακτέων όπως είναι οι αποφάσεις στις Υποθέσεις 961/04, Ξενοφώντος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.3.06 και άλλες στις οποίες με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή. Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι και οι δύο προσβαλλόμενες πράξεις, τόσον η αρχική ημερ. 30.12.2007 (η οποία ομολογουμένως δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη) όσον και η διευκρινιστική δεύτερη ημερ. 22.1.2008, δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις επειδή δεν είναι καθοριστικές του δικαιώματος προαγωγής του αιτητή, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα και δεν επηρεάζουν τις προοπτικές και το δικαίωμα προαγωγής του αιτητή. Είναι προφανές ότι η προαναφερόμενη Επιτροπή Προσωπικού, ακολουθώντας τις εισηγήσεις της προαναφερόμενης Υπεπιτροπής, έκρινε απλά ότι η πείρα του αιτητή δεν μπορούσε να αναγνωριστεί με βάση κάποια κριτήρια που η Επιτροπή είχε θέσει για σκοπούς εφαρμογής των προαναφερόμενων οδηγιών και σύστησε, απλά, την προαγωγή του από 16.4.2012, υπό την προϋπόθεση μάλιστα ότι αυτός θα έχει καλή ή μέση επίδοση, κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Είναι προφανές ότι, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ούτε καθορίστηκε οριστικά ούτε τροχιοδρομήθηκε η προαγωγή του σε κάποιο μελλοντικό χρόνο, αλλά απλά έγινε σύσταση ότι αυτός θα είναι προάξιμος από κάποια μελλοντική ημερομηνία, υπό κάποια προϋπόθεση.
Έγινε επίσης εισήγηση ότι η παρούσα περίπτωση είναι περίπτωση σύνθετης διοικητικής πράξης στην οποία δεν συμπληρώθηκε το δεύτερο μέρος και ως εκ τούτου το πρώτο μέρος κατέστη εκτελεστό. Δεν συμφωνώ ούτε και με αυτή την εισήγηση καθότι είναι μεν θεμελιωμένο ότι τελική απόφαση σε σύνθετη διοικητική πράξη απορροφά το αντικείμενο όλων των προπαρασκευαστικών πράξεων, οι οποίες συγχωνεύονται με αυτή (δέστε: Ηλία ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884), όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν έχει εκτελεστότητα (όπως στην προκείμενη περίπτωση), καθίσταται εκτελεστή επειδή δεν εκδόθηκε άλλη τελική απόφαση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω γίνεται δεκτή η προδικαστική ένσταση, αναφορικά και με τις δύο προσβαλλόμενες πράξεις, και κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.