ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1994/2006 και 2274/2006)
17 Σεπτεμβρίου, 2009
[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1994/2006)
ΜΩΥΣΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 2274/2006)
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΣΙΑΝΤΗΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Ρ. Βραχίμης, για τον Αιτητή στην 1994/2006.
Α. Παπασιάντης, για τον Αιτητή στην 2274/2006.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση και στις δύο προσφυγές.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 στην 1994/2006.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Με τις συνεκδικασθείσες παρούσες προσφυγές, οι οποίες καταχωρήθηκαν από διαφορετικούς αιτητές, προσβάλλεται η ορθότητα και/ή νομιμότητα της ίδιας απόφασης της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 15.9.2006, με την οποία προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί των αιτητών στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού Λειτουργού στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από την 15.8.2006. Με την προσφυγή αρ. 1994/2006 επροσβάλλετο αρχικά η προαγωγή δέκα συνολικά προσώπων, ενώ με την προσφυγή αρ. 2274/2006 επροσβάλλετο η προαγωγή οκτώ προσώπων. Σημειώνεται όμως ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ζητήθηκε από το Δικαστήριο και εγκρίθηκε σχετικό αίτημα των αιτητών όπως διαχωριστεί η υπόθεσή τους σε σχέση με κάποια από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, εναντίον των οποίων οι προσφυγές αποσύρθηκαν και ως αποτέλεσμα οι δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές παρέμειναν και εκδικάστηκαν σε σχέση και σε ό,τι αφορά μόνο την προσβολή της προαγωγής δύο ενδιαφερομένων μερών, των ίδιων σε κάθε προσφυγή, ήτοι των Γιαννάκη Μάρκου και Κυριακής Παναγιώτου.
Σημειώνεται επίσης ότι, μετά την πιο πάνω εξέλιξη, κατέστη άνευ αντικειμένου σχετική προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί από την καθ΄ης η αίτηση στην προσφυγή αρ. 2274/2006, με την οποία εζητείτο η απόρριψη της προσφυγής ως προσβάλλουσας συλλήβδην τη νομιμότητα πέντε ξεχωριστών διοικητικών πράξεων.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η διαδικασία πλήρωσης των επίδικων μόνιμων θέσεων, άρχισε κατόπιν υποβολής γραπτού αιτήματος προς την καθ΄ης η αίτηση, ημερομηνίας 10.1.2005, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, λόγω κενώσεως πέντε θέσεων από προαχθέντες προκατόχους τους. Ακολούθησαν, διάφορες αναβολές στην εξέταση του θέματος από την καθ΄ης η αίτηση, λόγω του ότι μεσολάβησε η υποβολή και άλλων αιτημάτων για πλήρωση άλλου αριθμού των ιδίων θέσεων, και επίσης επειδή επίκειτο η επανεξέταση προαγωγών στις ίδιες θέσεις, οι οποίες είχαν ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Τελικά, η καθ΄ης η αίτηση, αφού κάλεσε και το Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων να παραστεί κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 2.8.2006, αποφάσισε όπως προσφέρει προαγωγή στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κατά τη συνεδρία εκείνη, ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων είχε προβεί σε συστάσεις για προαγωγή κάποιων από τους υποψηφίους στους οποίους δεν περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1994/2006, αλλά περιλαμβανόταν ο αιτητής στην 2274/2006.
Νομικοί ισχυρισμοί στην Προσφυγή αρ. 1994/2006
Προωθώντας το αίτημά του γι΄ ακύρωση της επίδικης απόφασης της καθ΄ης η αίτηση, ο αιτητής στην προσφυγή αυτή προέβαλε τέσσερις κύριους λόγους, τους οποίους θα εξετάσω με τη σειρά:
α. Εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση πάσχει, επειδή δεν προηγήθηκε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα και/ή επειδή είναι αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων.
Αυτή η εισήγηση του αιτητή σχετίζεται με τον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων για τους υποψηφίους από την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, σε αντίθεση με την προσέγγιση στην οποία είχε προβεί ο Διευθυντής του Τμήματος. Συγκεκριμένα, κατά την εμφάνιση του ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση κατά την οποία έδωσε τις συστάσεις του, ο Διευθυντής, είχε αναφέρει και τα εξής:
"Λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και τις πιο πρόσφατες ισοπεδωτικές εξελίξεις στην εφαρμογή του, έκρινα ότι η συγκριτική αξία των υποψηφίων αποδίδεται καλύτερα αν δοθεί βαρύτητα στις αξιολογήσεις των τελευταίων δέκα χρόνων."
Η ίδια η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή όμως, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, προσήγγισε το θέμα των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων ως εξής:
"Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές / Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, στα οποία απέδωσε μεγαλύτερη σημασία."
Σύμφωνα με τον αιτητή, διαφαίνεται από τις πιο πάνω περικοπές ότι, ενώ ο Διευθυντής δεν έδωσε σημασία στις αξιολογήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών αφού οι υποψήφιοι είχαν όλοι βαθμολογηθεί "Εξαίρετοι", η καθ΄ης η αίτηση παρεξέκλινε χωρίς αιτιολογία από την προσέγγιση του Διευθυντή και αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις αξιολογήσεις προηγούμενων ετών. Αυτή η θέση ελέγχεται ως ανακριβής σε δύο βασικά της σημεία: Κατά πρώτον δεν αναφέρεται στο προαναφερθέν πρακτικό ότι ο Διευθυντής δεν έδωσε σημασία στις αξιολογήσεις των τελευταίων τεσσάρων ετών. Απλά έκρινε ότι θα ήταν καλύτερα αν εδίδετο βαρύτητα όχι μόνο στις πρόσφατες εκθέσεις, αλλά σε όλες τις εκθέσεις των τελευταίων δέκα χρόνων, χωρίς να παραγνωρίζεται ή αποκλείεται καμιά απ΄ αυτές. Κατά δεύτερο, η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, δεν είναι ακριβές ότι δεν έλαβε υπόψη τις αξιολογήσεις που προέκυπταν από τις εκθέσεις προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις εκθέσεις των υποψηφίων "στο σύνολό τους". Αυτό σημαίνει τόσο παλαιότερες όσο και πρόσφατες. Είναι όμως γεγονός ότι παρουσιάζεται η Επιτροπή να έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εκθέσεις - αξιολογήσεις των τελευταίων ετών. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι επιλήψιμο. Αντίθετα, μια τέτοια προσέγγιση συνάδει προς τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος. Μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662, στη σελίδα 666, αναφέρθηκαν και τα εξής:
".για σκοπούς προαγωγής προσμετρά το σύνολο της υπηρεσίας τους περιλαμβανομένης και της βαθμολόγησης τους (αξιολόγησης τους) σε όλα τα στάδια της υπηρεσίας. Φυσικό είναι να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στις τελευταίες εκθέσεις που κατοπτρίζουν την εξέλιξη των υποψηφίων."
Ως προς το ειδικότερο θέμα του στοιχείου της αρχαιότητας, στο οποίο κάνει ειδική μνεία ο αιτητής, όπως διαπιστώνεται, τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν του αιτητή σε αρχαιότητα κατά δύο έτη και τέσσερις μήνες. Χωρίς βέβαια να υπερτονίζεται ή δίδεται υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο τούτο, σίγουρα λαμβάνεται υπόψη, ιδιαίτερα εκεί όπου όλοι οι υποψήφιοι εμφανίζονται να είναι εξαίρετοι. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις αρ. 1258/2006 και 1273/2006 Χρ. Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 26.3.2008, λέχθηκαν και τα εξής:
"Το ότι η αρχαιότητα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εξαίρετους υπαλλήλους όπως στην προκειμένη περίπτωση, συνεπάγεται και μεγαλύτερη πείρα, με αποτέλεσμα την επαύξηση της αξίας του αρχαιότερου, έχει καθιερωθεί από σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 371). Η πείρα, παρά το ότι δεν περιλαμβάνεται στα τρία ξεχωριστά κριτήρια του Άρθρου 35(β)10 που η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη, ωστόσο πρέπει να συνεκτιμάται ως στοιχείο που ανακύπτει από τους φακέλους των υποψηφίων και συμβάλλει στη γενικότερη αξία τους.."
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
β. Εισήγηση ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν ακολούθησε τις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος, χωρίς να δώσει προς τούτο επαρκή αιτιολογία, και ότι έλαβε απόφαση αντίθετη με τα στοιχεία των Υπηρεσιακών Εκθέσεων χωρίς επαρκή αιτιολογία.
Ο νομικός αυτός ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή, εμφανώς στερείται υποβάθρου εξέτασης από το Δικαστήριο, με δεδομένο ότι, όπως διαπιστώνεται από το τηρηθέν πρακτικό, ούτε ο ίδιος ο αιτητής, ούτε και τα ενδιαφερόμενα μέρη περιλαμβάνονταν μεταξύ των υποψηφίων τους οποίους συνέστησε ο Διευθυντής. Συνακόλουθα, ο ίδιος στερείται εννόμου συμφέροντος όπως εγείρει και προωθήσει παράπονο που αφορά παραγνώριση σύστασης του προϊσταμένου του Τμήματος.
Ως προς τη γενικότερη θέση του αιτητή περί λήψης απόφασης από την καθ΄ης η αίτηση η οποία αντιστρατεύεται τα στοιχεία που προέκυπταν από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, παρατηρώ τα εξής:
Κατ΄ αρχήν τυγχάνει θεμελιώδης αρχή του διοικητικού δικαίου ότι το Δικαστήριο που ασκεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία δεν ακυρώνει απόφαση διοικητικού οργάνου, εάν αυτή είχε ληφθεί σύμφωνα με το νόμο, τη νομολογία και τα γεγονότα της συγκεκριμένης περίπτωσης, υπό το φως των οποίων η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ουδέποτε υποκαθιστά τη δική του κρίση με την κρίση του αρμοδίου οργάνου της διοίκησης αναφορικά με την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή. (Βλ. πχ. Κλ. Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) ΑΑΔ 1318). Εδώ, τα ενδιαφερόμενα μέρη και ο αιτητής μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, δεν τύγχαναν σύστασης από το Διευθυντή ούτε ο αιτητής ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως έχει προαναφερθεί, υπερείχαν σε αρχαιότητα. Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο αιτητής έχει αποδείξει την έκδηλη υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων μερών έτσι ώστε το Δικαστήριο να εδικαιολογείτο όπως παρέμβει στα του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής.
Αναπόφευκτα και αυτός ο λόγος ακύρωσης αποτυγχάνει.
γ. Ισχυρισμός ότι η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με πλάνη περί τα πράγματα.
Αυτός ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης εδράζεται στην ίδια βάση και επιχειρηματολογία με το θέμα που εξετάστηκε προηγουμένως και σχετίζεται με τον τρόπο μεταχείρισης και αξιοποίησης από την καθ΄ης η αίτηση των υπηρεσιακών εκθέσεων που οδήγησε, κατά τον αιτητή, σε παραγνώριση στοιχείων ευνοϊκών για τον αιτητή. Ισχύουν σε σχέση με το θέμα τούτο τα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως και συνακόλουθα ούτε αυτός ο λόγος δεν μπορεί να επιτύχει.
δ. Η κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ των υποψηφίων.
Και αυτός ο ισχυρισμός στρέφεται με διαφορετικό τρόπο ενάντια στην προσέγγιση της καθ΄ης η αίτηση αναφορικά με την αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων και της εν γένει αξίας των υποψηφίων. Επομένως, έχει ήδη απαντηθεί αρνητικά για τον αιτητή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αρ. 1994/2006 δεν μπορεί να επιτύχει.
Νομικοί ισχυρισμοί στην προσφυγή αρ. 2274/2006.
Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 2274/2006 ήγειρε και προώθησε δύο κυρίως λόγους για τους οποίους και επιζητεί την ακύρωση της επίδικης πράξης της καθ΄ης η αίτηση.
α. Ο ισχυρισμός περί παραγνώρισης από την καθ΄ης η αίτηση της σύστασης του αιτητή η οποία έγινε από το Διευθυντή του Τμήματος, χωρίς ειδική αιτιολογία.
Όπως έχει προαναφερθεί, ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, ως προϊστάμενος του Τμήματος, προέβη ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής στις δικές του παρατηρήσεις για τους υποψηφίους και συνέστησε για προαγωγή κάποιους εξ αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο αιτητής και όχι τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Επιτροπή όμως δεν προήγαγε τον αιτητή. Κατά την αγόρευσή του, ο αιτητής ανέπτυξε τη νομολογία η οποία αναφέρεται στη σημασία η οποία πρέπει να αποδίδεται στις συστάσεις προϊσταμένου Τμήματος και ως προς την αναγκαιότητα απόδοσης ειδικής αιτιολογίας από το αποφασίζον όργανο όταν αυτό δεν ακολουθεί τις συστάσεις. Εισηγήθηκε δε ότι εδώ η καθ΄ης η αίτηση δεν έδωσε καθαρή, πειστική και επαρκή αιτιολογία και βασίστηκε σε λανθασμένο υπόβαθρο ως προς την αξία των υποψηφίων, λαμβανομένων υπόψη των βαθμολογιών των τελευταίων δέκα ετών και των επιπρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων που κατέχει ο αιτητής.
Όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι συστάσεις του προϊσταμένου ενός Τμήματος αποτελούν ένα ουσιωδέστατο, πρωτογενές και ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης το οποίο άπτεται της αξίας των υποψηφίων. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο που λαμβάνει την απόφαση, έχει υποχρέωση να τις ακολουθήσει ή να δώσει σαφείς και ειδικούς λόγους για τυχόν παραγνώρισή τους. (Βλ. Ολυμπία Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387 και Δημοκρατία ν. Μιχ. Ψωμά, ΑΕ1979, ημερομηνίας 17.10.1997).
Αναφορικά προς το θέμα του είδους, της ποιότητας και της έκτασης της απαιτούμενης αιτιολογίας σε περιπτώσεις παραγνώρισης συστάσεων προϊσταμένου, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση στην υπόθεση Φιλοθέη Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 788/1997, ημερομηνίας 30.11.1998, το αποτέλεσμα της οποίας επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση 2756, ημερομηνίας 9.11.2001, και στην οποία παρέπεμψε το παρόν Δικαστήριο η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση. Σε εκείνη την περίπτωση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία την οποία είχε δώσει η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή για την παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας. Το κείμενο του τηρηθέντος πρακτικού σ΄ εκείνη την περίπτωση είχε ως εξής:
"Η Επιτροπή αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της νόμιμα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και έχοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης, καθώς και τα νομολογημένα κριτήρια στο σύνολο τους, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τις συστάσεις του Διευθυντή..."
Εξετάζοντας δε την ουσία της ορθότητας της Επιτροπής η οποία είχε ληφθεί κατά παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή στην υπόθεση Μουρτζή (ανωτέρω), το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Επιτροπή στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας αν θα υιοθετήσει ή αν θα παρεκκλίνει από τη σύσταση του προϊσταμένου, πρέπει να ενεργήσει με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια. Η αρχαιότητα δε, ως ένα από τα τρία κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του προϊσταμένου όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία.
Όπως δε ορθά τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 ΑΑΔ 71, σε περιπτώσεις απόκλισης από τη σύσταση του Διευθυντή, το θέμα της επάρκειας ή μη της δοθείσας αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης και δεν είναι ζήτημα έκτασης του λεκτικού που χρησιμοποιήθηκε ως αιτιολογία, αλλ΄ είναι θέμα ουσίας περιεχομένου, ώστε να ικανοποιούνται τα κριτήρια της διοικητικής δικαιοσύνης.
Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το τηρηθέν πρακτικό στο οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως, απέδωσε ως εξής την παρέκκλιση της καθ΄ης η αίτηση από τις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος:
"... Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα-, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ΄ αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τις συστάσεις του Διευθυντή και έκρινε ότι οι παρακάτω υπερέχουν των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, από 15.8.06:..."
Η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή όμως δεν περιορίστηκε στο πιο πάνω γενικόλογο λεκτικό ως εξήγηση για την παρέκκλισή τους από τις συστάσεις του Διευθυντή. Προχώρησε και αιτιολόγησε τη δική της προσέγγιση την οποία σύγκρινε με εκείνη του Διευθυντή ως εξής:
". Συγκρίνοντας τους επιλεγέντες με τους υποψηφίους που συστήθηκαν από το Διευθυντή, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτοί υπερέχουν έναντί τους σε αρχαιότητα και είναι ισοδύναμοι σε αξία. Σ΄ ό,τι αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι οι επιλεγέντες, πλην της Παναγιώτου Κυριακής, η οποία διαθέτει Πτυχίο Εργοδηγού Δομικών Έργων, δε διαθέτουν οποιαδήποτε άλλα προσόντα, ενώ οι συστηθέντες Πήττας Αριστόδημος και Ιωάννου Γεώργιος διαθέτουν Απολυτήριο Τεχνικής Σχολής, τριετούς κύκλου σπουδών, το οποίο είναι πρόσθετο προσόν συνεχιζόμενης μεταλυκειακής εκπαίδευσης, και ο Παπασιάντης Κώστας διαθέτει Πτυχίο Συγκοινωνιακών και Υδραυλικών Έργων - Κ.Α.Τ.Ε.Ε., τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Η Επιτροπή, αφού συνεκτίμησε τα εν λόγω προσόντα με όλα τα άλλα στοιχεία, τους προσέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε όμως ότι αυτά από μόνα τους δεν μπορούν να ανατρέψουν την κρίση της ότι οι επιλεγέντες είναι οι καταλληλότεροι για προαγωγή. ..."
Όπως διαπιστώνεται από τα πιο πάνω αποσπάσματα από τα τηρηθέντα πρακτικά, η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, όχι μόνο αιτιολόγησε με λεπτομέρεια και με βάση ικανοποιητικά στοιχεία τους λόγους παρέκκλισής της από τις συστάσεις του Διευθυντή, αλλ΄ επιπρόσθετα δικαιολόγησε με την ίδια λεπτομέρεια και σαφήνεια και τους λόγους ουσίας που την οδήγησαν στη λήψη διαφορετικής απόφασης με βάση και με αναφορά σε αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία προέκυπταν από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων. Προκύπτει δε ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα και σε εύρος υπηρεσίας των ενδιαφερομένων μερών συνιστούσε πράγματι καλό λόγο για απόκλιση από τις συστάσεις του Διευθυντή. Από την άλλη, τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή, δεδομένου ότι, όπως ορθά παρατήρησε και η Επιτροπή, είναι πρόσθετα εκείνων που προβλέπονταν από το Σχέδιο Υπηρεσίας, λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλ΄ όπως έχει νομολογηθεί, συνιστούν παράγοντα οριακής σημασίας (Δημοκρατία ν. Κακκουρή κ.ά. (1993) 3 ΑΑΔ 598).
Κατά την άποψή μου τόσο κατά τον τύπο, όσο και κυρίως κατά την ουσία του πράγματος, η καθ΄ης η αίτηση εδικαιολόγησε επαρκώς και με αποδεκτή πληρότητα την παρέκκλισή της από τις συστάσεις του Διευθυντή και η ληφθείσα απόφασή της είναι επίσης δικαιολογημένη με βάση όλα τα στοιχεία που είχε η Επιτροπή ενώπιόν της, στοιχεία που δεν καταδείκνυαν έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερομένων μερών ώστε να καθιστούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της καθ΄ης η αίτηση τρωτή και υποκείμενη σε ακύρωση.
β. Εισήγηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης ως προς τη μη ύπαρξη υπεροχής του αιτητή σε αξία έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Αυτός ο προβληθείς λόγος ακύρωσης έχει απαντηθεί προηγουμένως στο πλαίσιο εξέτασης άλλου θέματος. Αρκεί να αναφερθεί και εδώ ότι η καθ΄ης η αίτηση δεν ενήργησε υπό συνθήκες που ισοδυναμούσαν με ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα, αλλ΄ αντίθετα η απόφασή της συνιστούσε εύλογη και επιτρεπτή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της καθ΄ης η αίτηση, ενώ ο αιτητής απέτυχε ν΄ αποδείξει έκδηλη υπεροχή του έναντι των ενδιαφερομένων μερών.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές αποτυγχάνουν και αναπόφευκτα απορρίπτονται με €1.000 έξοδα εναντίον ενός εκάστου αιτητή και υπέρ της καθ΄ης η αίτηση.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ