ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1859/2006)
28 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Π. Πολυβίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα της χειρουργικής θώρακα, από 1.7.2006.
Ένας από τους λόγους που εγείρονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), βασίστηκε στη διαμόρφωση της κρίσης της στο Νόμο περί Παροχής Ίσων Ευκαιριών για την Επαγγελματική Αποκατάσταση των Παθόντων και των Τέκνων Εγκλωβισμένων του 2004 (Ν.87(Ι)/2004), ο οποίος κρίθηκε από την Ολομέλεια ως αντισυνταγματικός.
Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι ο Ν.87(Ι)/2004 δεν υπήρξε με κανένα τρόπο καθοριστικός παράγων, ούτε και η αιτιολογία επί της οποίας η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ως του καταλληλότερου για προαγωγή. Οι λόγοι πρόκρισης του ενδιαφερόμενου μέρους αναφέρθηκαν από την Επιτροπή λεπτομερώς. Αλλά, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής ως παράνομη και πάλι δεν μπορεί να ακυρωθεί η απόφαση γιατί ακριβώς αυτή στηρίζεται σε άλλο νομικό έρεισμα (βλέπε Θεοδουλίδου διά του πατρός και κηδεμόνα της Α. Θεοδουλίδη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2605).
Πράγματι, στην υπόθεση Κίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734, κρίθηκε ότι ο Νόμος 87(Ι)/2004 είναι πανομοιότυπος με τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997 και 1998 (Ν.55(Ι)/97) (και τον τροποποιητικό Νόμο 100(Ι)/98), ο οποίος κρίθηκε αντισυνταγματικός στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534. Η διαφορά που εντοπίζεται στους δύο νόμους είναι η αντικατάσταση της πρόνοιας που υπήρχε στο Νόμο 100(Ι)/98, σύμφωνα με την οποία ποσοστό μέχρι 10% των κενών θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πληρούνταν από προσοντούχους υποψήφιους που ανήκαν στην καθοριζόμενη στο Νόμο τάξη, που περιλάμβανε τους παθόντες και τέκνα εγκλωβισμένων, ανεξαρτήτως από τη συγκριτική τους αξία έναντι των άλλων υποψηφίων. Αντίθετα, στο Νόμο 87(Ι)/2004 δεν υπάρχει η ποσόστωση του 10%.
Στην υπόθεση Κίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, διευκρινίστηκε ότι στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, ο Νόμος 100(Ι)/98 κρίθηκε αντισυνταγματικός, όχι για την πρόνοιά του αναφορικά με την ποσόστωση, αλλά για το σύνολο των διατάξεών του που δημιουργούσαν διάκριση, αναφορικά με την εφαρμογή από διοικητικό όργανο των αξιολογικών κριτηρίων για την πρόσληψη ή προαγωγή υποψηφίων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα μεταξύ των υποψηφίων που ανήκαν στην τάξη που δημιουργούσε ο Νόμος και των υπολοίπων υποψηφίων. Τονίζεται ότι ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος 1/90 ειδικά, αλλά και όλοι οι νόμοι που προβλέπουν για την αξιολόγηση υποψηφίων για κενές θέσεις, πρώτου διορισμού ή προαγωγής, στο δημόσιο τομέα, διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να συνάδουν με το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος. Δίδεται δηλαδή ισότιμη ευκαιρία σε όλους τους πολίτες να διεκδικήσουν τις θέσεις στη βάση των αξιολογικών κριτηρίων που προβλέπει ο Νόμος. Οποιαδήποτε πρόνοια του νόμου που εκθεμελιώνει ή μεταβάλλει αυτή τη βάση αναπόφευκτα προσκρούει στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.
Δεν συμφωνώ με την επιχειρηματολογία της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους καθ΄ων η αίτηση ότι ο Νόμος 87(Ι)/2004 δεν υπήρξε με κανένα τρόπο καθοριστικός παράγων αποφασιστικής σημασίας. Είναι αλήθεια ότι η Επιτροπή στο σχετικό πρακτικό εξήγησε με κάποια λεπτομέρεια την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά περαίνει ότι ο επιλεγείς καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου 87(Ι)/2004. Η αναφορά αυτή ασφαλώς και μολύνει την όλη απόφαση αφού δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο βαθμό ο Νόμος αυτός επηρέασε την κρίση της Επιτροπής.
Ούτε πρόκειται εδώ για περίπτωση εσφαλμένης νομικής αιτιολογίας η οποία δεν επάγεται ακυρότητα αν είναι δυνατόν η πράξη να στηριχτεί ή αιτιολογηθεί με άλλους λόγους, όπως έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η περίπτωση. Ούτε πρόκειται για επίκλιση διάταξης που δεν έχει σχέση με το ρυθμιζόμενο θέμα ή είναι αντισυνταγματική και η οποία δεν επάγεται ακυρότητα εφ΄ όσον η πράξη βρίσκει επαρκές έρεισμα σε άλλη νομοθετική διάταξη, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Θεοδουλίδου διά του πατρός και κηδεμόνα της Α. Θεοδουλίδη και άλλοι ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Στην παρούσα περίπτωση, όπως είπα και πιο πάνω, δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί η επίδραση που είχε ο Νόμος περί Παθόντων και ποιο ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης της Επιτροπής. Δεν πρόκειται για διαφορετική αιτιολογία, αλλά για ένα επιπρόσθετο παράγοντα τον οποίο η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν, άγνωστο σε ποιο βαθμό.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.200 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ