ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 759
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1356/2008)
28 Σεπτεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΩΝΙΑΣ,
2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΕΛΕΤΙΕΣ,
3. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΛΕΤΡΑΣ,
4. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ,
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΕΣΙΟΥΡΗΣ,
6. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΗΣ,
7. ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
8. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές, μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας στα Όπλα του Στρατού Ξηράς (αιτητές 1-6) και στο Ναυτικό Μάχιμο και Μηχανικό (αιτητές 7 και 8), επιδιώκουν την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών που έγινε με απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερ. 1.7.08. Ως αποτέλεσμα της προαγωγής αυτής τα ενδιαφερόμενα μέρη προήχθηκαν σε Αντισυνταγματάρχες από την ίδια ημερομηνία αντί των αιτητών.
Στο επίκεντρο της διαφοράς είναι η ερμηνεία των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90 όπως έχουν τροποποιηθεί (εφεξής «οι Κανονισμοί»). Η ερμηνεία των Κανονισμών, που θα αναφερθούν στη συνέχεια, καθίσταται αναγκαία στη βάση των ακόλουθων γεγονότων.
Οι αιτητές κρίθηκαν ότι πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις των Κανονισμών για κρίση με αποτέλεσμα να κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ως προακτέοι κατ΄ εκλογήν. Αποτελεί εισήγηση του κ. Οικονομίδη ότι η ορθή ερμηνεία των σχετικών Κανονισμών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κρίσεις των Αξιωματικών για σκοπούς προαγωγής ισχύουν μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του έτους μέσα στο οποίο γίνονται αυτές οι κρίσεις. Λόγω του μη διαθέσιμου αντίστοιχων κενών θέσεων Αξιωματικών μέσα στο 2007, παρόλον ότι κατά την τακτική ετήσια κρίση Αξιωματικών του 2007 είχαν κριθεί ως προακτέοι κατ΄ εκλογήν διάφοροι Αξιωματικοί, ο Υπουργός Άμυνας προήγαγε εντός του 2008, από τα ενδιαφερόμενα μέρη σε Αντισυνταγματάρχες, τρεις Ταγματάρχες Όπλων του Στρατού Ξηράς, ένα Ταγματάρχη Σώματος Υλικού Πολέμου και ένα Ταγματάρχη Σώματος Στρατολογικού, βασιζόμενος στις κρίσεις των Αξιωματικών που έγιναν μέσα στο 2007 και χωρίς να είχε προηγηθεί κρίση Αξιωματικών το 2008. Κατά την άποψη των αιτητών, εάν υπήρχαν κρίσεις Αξιωματικών το 2008, η κατάσταση θα μπορούσε να διαφοροποιείτο εφόσον ορισμένοι που κατά το 2007 είχαν κριθεί ως προακτέοι κατ΄ εκλογήν, θα μπορούσαν να κρίνονταν ως προακτέοι κατά αρχαιότητα ή και να παρέμεναν στον ίδιο βαθμό, οπότε και θα δινόταν ενδεχομένως προβάδισμα σε άλλους ομόβαθμους τους Αξιωματικούς.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ήγειρε διά της γραπτής αγορεύσεως του δύο προδικαστικές ενστάσεις ως προς το έννομο συμφέρον των αιτητών. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι Αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς και έτσι ανήκουν σε διαφορετικό Σώμα ή Όπλο και είναι εγγεγραμμένα σε διαφορετική Επετηρίδα από τους αιτητές, οι πρώτοι έξι από τους οποίους είναι εγγεγραμμένοι στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Όπλων του Στρατού Ξηράς σ΄ άλλες υποδιαιρέσεις του ίδιου όπλου, ενώ οι υπ΄ αρ. 7 και 8, είναι σε εντελώς άλλο Σώμα. Η δεύτερη ένσταση σχετίζεται με τις εικασίες που το Δικαστήριο καλείται να κάμει σε σχέση με το προβλέψιμο της επιτυχίας και προαγωγής των αιτητών σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Ακόμη και αν ακυρωθεί, δηλαδή, η υπό κρίση διοικητική πράξη, αποτελεί απλώς και μόνο ενδεχόμενο οι αιτητές να κριθούν ως προακτέοι κατ΄ εκλογήν κατά τις κρίσεις του 2008. Κατά τα υπόλοιπα, ο καθ΄ ου υποστηρίζει την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης θεωρώντας ότι οι Κανονισμοί δεν επιδέχονται ερμηνείας ως η εισήγηση των αιτητών και ήταν λογικό λόγω αντικειμενικών δυσκολιών η διαδικασία για την προαγωγή να μην ήταν δυνατό να ολοκληρωθεί μέσα στο 2007. Εκείνο που απαιτείται, κατά τον κ. Κωμοδρόμο, είναι η σύγκληση του Συμβουλίου Κρίσεων μια φορά το χρόνο και όχι η διενέργεια προαγωγών σε κάθε χρόνο αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση των όποιων προαγωγών η ύπαρξη κενών θέσεων.
Σε σχέση με τις προδικαστικές ενστάσεις παρατηρείται ότι αυτές ηγέρθηκαν μόνο στην αγόρευση του καθ΄ ου και όχι, ως θα έπρεπε, στην ίδια την ένσταση, κατά παρέκκλιση του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και της σχετικής στο θέμα νομολογίας. (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257). Το έννομο συμφέρον αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και μόνο όπου υπάρχει τέτοιο συμφέρον είναι δυνατό το Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση των υπολοίπων θεμάτων που εγείρονται σε σχέση με την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης. Μάλιστα, σύμφωνα και με την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Α.Κ. Χατζηϊωάννου και Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και εγειρομένων συνταγματικών θεμάτων, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος. Ήταν επομένως άκρως λανθασμένο για τον καθ΄ ου, να μην εγείρει την αμφισβήτηση του εννόμου συμφέροντος επί της ενστάσεως, ιδιαίτερα, όταν με βάση νομολογία (Constantinou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 174), η αμφισβήτηση του εννόμου συμφέροντος μεταφέρει το βάρος απόδειξης στον αιτητή.
Παρά την πιο πάνω διαπίστωση, οι αιτητές διά της αρχικής αγορεύσεως τους είχαν οι ίδιοι θέσει και εξετάσει το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος τους. Και βεβαίως απάντησαν στις προδικαστικές αυτές ενστάσεις με τη δική τους απαντητική αγόρευση. Έχοντας δε υπόψη ότι το θέμα του εννόμου συμφέροντος είναι όντως θεμελιακό παρά την παράβαση του Καν. 7 και κατά πάγια νομολογία εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, ως θέμα δημόσιας τάξης (Χ"Χάννας ν. Δημοκρατίας (αρ.2) (2001) 4 ΑΑΔ 421), το ζήτημα θα αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση που σχετίζεται με τη μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος λόγω του γεγονότος ότι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη ανήκουν σε διαφορετικές Επετηρίδες και επομένως δεν είναι δυνατό να προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, παρατηρείται πράγματι ότι στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, η Ολομέλεια αποδέχθηκε την εισήγηση ότι οι Αξιωματικοί Όπλων δεν μπορούν να προσβάλουν την προαγωγή Αξιωματικών Σωμάτων ενόψει του ότι οι διάφοροι Κανονισμοί προβλέπουν τον καταρτισμό ξεχωριστών Επετηρίδων για κάθε Κλάδο, κάθε Σώματος, ούτως ώστε ο διαχωρισμός των κενών θέσεων να επηρεάζει το έννομο συμφέρον ατόμων που δεν ανήκουν στο ανάλογο Σώμα και δεν είναι εγγεγραμμένοι στην ανάλογη Επετηρίδα. Η προσέγγιση αυτή ακολουθήθηκε πρωτοδίκως στην Παπαχριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 960/03, ημερ. 4.11.04, αλλά και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Κυριάκος Χατζησωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 92/06, ημερ. 22.12.08, που επικύρωσε την πρωτόδικη απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Ως προς το σημείο αυτό ο κ. Οικονομίδης απαντά, χωρίς να διαφωνεί με τη σχετική νομολογία, ότι εκείνο το οποίο προσβάλλεται στην ουσία εδώ είναι η ίδια η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού να προβεί στις προαγωγές και δεν προσβάλλονται απλώς οι συγκεκριμένες προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στη βάση συγκρίσεων. Από αυτή την άποψη, επικαλούμενος την απόφαση της Ολομέλειας στη Νεοκλή Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Άμυνας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 120, εισηγήθηκε ότι παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής διότι υπάρχει έννομο συμφέρον όταν απορρέει από τη σύνθετη διοικητική ενέργεια, η πιθανότητα μεταβολής της υπηρεσιακής κατάστασης υπάρχοντος επομένως ενδιαφέροντος για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας του Υπουργού.
Όπως απορρέει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν κριθεί προακτέοι κατ΄ εκλογήν. Η κατανομή των θέσεων για τις οποίες έγινε εισήγηση από τον Αρχηγό και εγκρίθηκαν από τον Υπουργό (Παραρτήματα 5 και 6 στην ένσταση), περιελάμβαναν έξι θέσεις Αντισυνταγματάρχη που δόθηκαν στο Στρατό Ξηράς, ήτοι τέσσερις για τους Αξιωματικούς Όπλων, μια για το Σώμα Υλικού Πολέμου και μια για το Στρατολογικό Σώμα. Ως εκ τούτου, κατά την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, τρεις από αυτούς κατέλαβαν τη θέση Αντισυνταγματάρχη Όπλων Στρατού Ξηράς, ένας στο Σώμα Υλικού Πολέμου και ένας στο Στρατολογικό.
Κρίνεται ότι οι αιτητές διατηρούν έννομο συμφέρον διότι εκείνο που πρώτιστα προσβάλλεται είναι η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη εντός του 2008 με κρίσεις που έγιναν τον προηγούμενο χρόνο. Η νομιμότητα της πράξης αυτής ελέγχεται, προηγείται δε από κάθε λογική και νομική άποψη της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου θέματος εφόσον, αν αυτή είναι παράνομη, αναγκαστικά θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η Επετηρίδα η οποία, όπως εκφράστηκε στη Ζαβρός - πιο πάνω - δεν αποτελεί απλώς ένα κατάλογο αρχαιότητας, αλλά εμπεριέχει και διαβάθμιση της αξίας του Αξιωματικού ο οποίος διαβαθμιζόμενος ως προακτέος κατ΄ εκλογήν, αποκτά προτεραιότητα στην κατάταξη στους πίνακες έναντι άλλων Αξιωματικών που κρίθηκαν προακτέοι κατά αρχαιότητα ή παραμένοντες στον ίδιο βαθμό. Λέχθηκε βέβαια στη Χατζησωτηρίου - πιο πάνω - ότι ο διαχωρισμός των Αξιωματικών σε Όπλα και Σώματα επηρεάζει το έννομο συμφέρον ούτως ώστε να μην δικαιούνται οι πρώτοι να προσβάλουν την προαγωγή των δεύτερων και αντίστροφα. Τα δεδομένα όμως τόσο της Ζαβρός όσο και της Χατζησωτηρίου ήταν διάφορα της παρούσας υπόθεσης. Εκεί δεν είχε τεθεί ζήτημα εξέτασης νομιμότητας των ίδιων των προαγωγών σε σχέση με την καθ΄ αυτή εφαρμογή των Κανονισμών ή της ερμηνείας τους. Ούτε έγινε στη Χατζησωτηρίου αναφορά στην Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) - πιο πάνω - όπου λέχθηκε ότι: «Το συμφέρον των αιτητών για την προσβολή της απόφασης που αποτελεί την τελική έκφραση σύνθετης διοικητικής ενέργειας πηγάζει από τη μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης, το ενδιαφέρον για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας .. για την κατ΄ εξαίρεση προαγωγή των ομοιόβαθμων τους και το δικαίωμα για ίση μεταχείριση. Το αντικείμενο της αναθεώρησης είναι η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού καθώς και εκείνων που προηγήθηκαν.».
Έπεται, ότι η κρίση που έγινε ως προς τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση των αιτητών, άσχετα από την αποφασισθείσα κατανομή θέσεων επειδή ακριβώς έχουν ενδιαφέρον να ελέγξουν τη σύννομη άσκηση της εξουσίας που παρέχεται στον Υπουργό. Δεν γίνεται έτσι ανεπίτρεπτος παρεμπίπτων έλεγχος της κατανομής των θέσεων. Η τυχόν παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης διατρέχει το εύρος της διαμόρφωσης της κρίσης του Υπουργού που είχε βέβαια συνέπειες ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των αιτητών.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση έχει σχέση με την πιθανολόγηση του προάξιμου των αιτητών ακόμη και σε περίπτωση που θα ακυρωνόταν η προσβαλλόμενη πράξη. Αυτή η προδικαστική ένσταση θα πρέπει επίσης να απορριφθεί εφόσον από τη στιγμή που οι αιτητές έχουν το έννομο συμφέρον να προσβάλλουν την απόφαση του Υπουργού από την άποψη ότι είχαν κριθεί προακτέοι κατ΄ εκλογήν, έχουν ταυτόχρονα και το συμφέρον να διεκδικούν σε νέα διοικητική πράξη διαφορετική μεταχείριση προς το συμφέρον τους, εφόσον η προαγωγή που έγινε ήδη έχει επηρεάσει τις προοπτικές προαγωγής που ήταν εγγενείς με την κρίση ότι αυτοί ήταν προακτέοι και μάλιστα κατ΄ εκλογήν. Όπως έχει αποφασιστεί σε σωρεία υποθέσεων η προαγωγή σημαίνει περιορισμό θέσεων και άρα μείωση των προοπτικών προαγωγής κάθε προσοντούχου ο οποίος ως εκ τούτου έχει έννομο συμφέρον. (δέστε Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1601 και Λουκία Α. Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189). Στην Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) - πιο πάνω - λέχθηκε ότι εφόσον προδιαγράφεται με βεβαιότητα σε χρονικό σημείο μελλοντικό ο επηρεασμός συμφέροντος, τότε υφίσταται και δικαίωμα προσφυγής. Υπέδειξε ο κ. Οικονομίδης, και ορθά, ότι σε περίπτωση νέας κρίσης με βάση τα δεδομένα που θα ισχύουν κατά το έτος της κρίσης, είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί το προάξιμο εκάστου των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών.
Όπως έχει αναφερθεί στην αρχή του σκεπτικού, η ουσία του επιχειρήματος των αιτητών είναι ότι οι Κανονισμοί προβλέπουν για μια αλλεπάλληλη χρονική διαδικασία που στόχο έχει την καταγραφή της κρίσης των αξιωματικών προς προαγωγή μέσα στο έτος που γίνεται αυτή η κρίση. Κατά τον κ. Οικονομίδη, οι Κανονισμοί, λογικά ερμηνευόμενοι, πρέπει να οδηγούν στο αποτέλεσμα ότι δεν νοείται προαγωγή σε έτος διάφορο από το έτος της κρίσης, με αποτέλεσμα η προαγωγή στην επίδικη περίπτωση των ενδιαφερομένων μερών μέσα στο 2008, να πάσχει θεμελιακά εξ αιτίας του γεγονότος ότι η προαγωγή αυτή βασίστηκε σε κρίσεις που έλαβαν χώραν το 2007. Δεν αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής (το επιβεβαιώνει άλλωστε ρητά ο κ. Οικονομίδης στην απαντητική γραπτή αγόρευση), το γεγονός ότι το Συμβούλιο Κρίσεων συνήλθε το Νοέμβριο του 2007, αντί τον Απρίλιο του 2007, όπως προδιαγράφει ο Καν. 37(3). Αυτό θέτει τέρμα στην επεξήγηση των λόγων που εξ αντικειμένου, κατά τον κ. Κωμοδρόμο στη δική του αγόρευση, οδήγησαν στη σύγκληση του Συμβουλίου Κρίσεων το Νοέμβριο του 2007, λόγοι που κατά το δικηγόρο των καθ΄ ων οφείλονταν στα προβλήματα υγείας του τότε Υπουργού Άμυνας. Αυτά, κατά τον κ. Κωμοδρόμο, κατέστησαν λογικά ανέφικτη την ολοκλήρωση της διαδικασίας κρίσεως εντός του 2007, με αποτέλεσμα η όλη διαδικασία να τελειώσει τον επόμενο χρόνο το 2008, στη βάση δε των κρίσεων του 2007 είναι που ο Υπουργός αποφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών. Το ζητούμενο στην προσφυγή είναι κατά πόσο ήταν δυνατή τέτοια κρίση εντός του 2008, στη βάση στοιχείων του 2007.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι διαδικασίες και οι χρονικοί περιορισμοί που τίθενται στους διάφορους Κανονισμούς που απαντώνται στο Μέρος ΧΙ, είναι ενδεικτικές και όχι αποσβεστικές και επομένως ο κ. Οικονομίδης δέχεται ότι οι κρίσεις για το έτος 2007, θα ήταν δυνατό να γίνουν και μετά τον Απρίλιο του 2007. Διαφωνία υπάρχει, όμως, ως προς τη χρησιμοποίηση των κρίσεων του έτους 2007, για να γίνουν προαγωγές το επόμενο έτος.
Σύμφωνα με τον Καν. 37(3), το Συμβούλιο Κρίσεων που είναι υπεύθυνο για τις κρίσεις Αξιωματικών μέχρι και το βαθμό Αντισυνταγματάρχη περιλαμβανομένου, συγκροτείται και συνέρχεται σε τακτική σύνοδο μια φορά το χρόνο την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου και εκτάκτως οποτεδήποτε είναι αναγκαίο. Στη βάση του Καν. 37(5), η κρίση του Συμβουλίου περατώνεται σε ένα μήνα και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 15 Μαΐου, το ίδιο δε προνοείται και για την έκτακτη συνεδρία του Συμβουλίου, το οποίο επίσης περατώνει την κρίση του εντός μηνός από την ημερομηνία συγκρότησης του. Με βάση τον Καν. 41(1)(β), οι διαβαθμίσεις των κρίσεων από το Συμβούλιο Κρίσεων είναι: (i) προακτέοι κατ΄ εκλογήν, (ii) προακτέοι κατά αρχαιότητα και (iii) παρεμένοντες στον ίδιο βαθμό. Με βάση τον Καν. 42, συντάσσονται πίνακες των κριθέντων ανάλογα με τη διαβάθμιση τους, οι οποίοι και κυρώνονται από τον Υπουργό εντός 15 ημέρων από την ημερομηνία της υποβολής τους. Αν υπάρχει διαφωνία από τον Υπουργό, ο επηρεαζόμενος Αξιωματικός παραπέμπεται στο Συμβούλιο Επανακρίσεων. Μετά την κύρωση από τον Υπουργό, οι κρίσεις γνωστοποιούνται στους ενδιαφερομένους μέσα σε 10 ημέρες. Πρόσθετα, με βάση τον Καν. 46(1), οι προαγωγές για πλήρωση των αντίστοιχων κενών θέσεων γίνονται από τους οριστικοποιημένους πίνακες των προακτέων εντός ενός μηνός από τον Υπουργό και πάντοτε στη βάση της αρχής ότι εκείνοι που κρίθηκαν προακτέοι κατ΄ εκλογήν, προηγούνται εκείνων που κρίθηκαν προακτέοι κατά αρχαιότητα. Τέλος, με βάση τον Καν. 46(4), ανεξάρτητα από την προαγωγή που γίνεται εντός μηνός από τον Υπουργό, αν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους μέσα στο οποίο έγιναν οι κρίσεις των Αξιωματικών κενωθούν με οποιοδήποτε τρόπο θέσεις, σε αυτές προάγονται με απόφαση του Υπουργού εκείνοι οι Αξιωματικοί που έχουν σειρά προαγωγής με βάση τους πίνακες.
Κρίνεται ορθή η θέση του κ. Οικονομίδη ότι οι Κανονισμοί προνοούν για μια διαδικασία η οποία παρά το γεγονός ότι δεν περιέχουν αποσβεστικές προθεσμίες, εν τούτοις περιέχουν τέτοιες χρονικές αλληλοσυνδέσεις που καθιστούν αναγκαία την ολοκλήρωση των κρίσεων εντός του ιδίου έτους που συγκροτείται και συνέρχεται το Συμβούλιο Κρίσεων. Σκοπός και φιλοσοφία των Κανονισμών 36-46, είναι η διενέργεια προαγωγών με βάση κρίσεις που συμβαίνουν εντός του έτους, βοηθητικό δε προς την κατεύθυνση αυτή είναι και το γεγονός ότι το Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτείται και συνέρχεται κάθε χρόνο καταρτίζοντας πίνακες προακτέων ετήσια. Έμμεσα προκύπτει και από τον Καν. 46(4), ότι οι προαγωγές συντελούνται εντός του έτους ή εν πάση περιπτώσει αφορούν κενές θέσεις που δημιουργούνται εντός του έτους μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου. Άλλωστε, η επιφύλαξη του Καν. 46(4), προνοεί ότι πριν από την προαγωγή οποιουδήποτε Αξιωματικού που διενεργείται στη βάση της ύπαρξης κενών θέσεων οποτεδήποτε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου εντός του έτους που έγιναν οι κρίσεις Αξιωματικών, είναι δυνατό να υποβληθεί από τον Αρχηγό δεόντως αιτιολογημένη έκθεση προς τον Υπουργό αναφορικά με την ύπαρξη γεγονότων που πιθανόν να εμποδίζουν την προαγωγή κάποιου. Αναμφίβολα όλα αυτά σχετίζονται με τη διαρκή επίβλεψη και επόπτευση της επιχειρησιακής ικανότητας των Αξιωματικών και της καταλληλότητας αυτών για προαγωγή, εξ ου και γίνεται ετήσια αξιολόγηση.
Ο κ. Κωμοδρόμος, ο οποίος δέχεται στη σελ. 14 της γραπτής του αγόρευσης ότι με τις προθεσμίες που τίθενται με τους Κανονισμούς «επιδιώκεται η ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους», επικαλείται το γεγονός ότι ο Καν. 45(1) καθιστά εφικτή την προαγωγή Αξιωματικού που κρίθηκε προακτέος, μόνο εφόσον υπάρχει κενή θέση στο βαθμό για τον οποίο προορίζεται, εισηγείται δε περαιτέρω ότι οι Κανονισμοί δεν αποκλείουν τη χρησιμοποίηση των κρίσεων του ενός έτους για προαγωγές στο επόμενο έτος, ιδιαίτερα εφόσον ελλείπει τέτοια ρητή διάταξη. Ο κ. Οικονομίδης αντίθετα θεωρεί ότι εφόσον δεν προκύπτουν κενές θέσεις εντός του έτους στο οποίο λαμβάνουν χώραν οι κρίσεις, τότε απλά δεν γίνονται προαγωγές, εφόσον τον επόμενο χρόνο θα γίνουν νέες κρίσεις οπότε και τα δεδομένα δυνατόν να διαφοροποιηθούν.
Η θέση του δικηγόρου των αιτητών κρίνεται ορθή και ως συνάδουσα με το όλο πνεύμα, αλλά και το λεκτικό των Κανονισμών που έχουν προαναφερθεί. Αποτελεί, άλλωστε, παραδεκτό γεγονός ότι οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών που διενεργήθηκαν με την προσβαλλόμενη πράξη του Υπουργού αφορούσαν τουλάχιστον ορισμένες κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν και εντός του 2008. Η αποδοχή των θέσεων των καθ΄ ων θα ισοδυναμούσε με παραγνώριση των νέων κρίσεων που γίνονται κατ΄ έτος, εξουδετερώνοντας έτσι πλήρως τις κρίσεις που έγιναν από το Συμβούλιο Κρίσεων τον προηγούμενο χρόνο. Ο Καν. 45(1) συνδέει ακριβώς την προαγωγή με την κένωση θέσεων και εφόσον με βάση τον Καν. 46(2), οι προαγωγές των Αξιωματικών γίνονται «... μέσα σε ένα μήνα από την οριστικοποίηση των πινάκων κρίσεων που αναφέρονται στον Κανονισμό 42», έπεται ότι η όλη διαδικασία κρίσεως, επανακρίσεως, ακόμη και της υποβολής έκθεσης από τον Αρχηγό προς τον Υπουργό αναφορικά με την ύπαρξη προβλημάτων που εμποδίζουν την προαγωγή, (πάντοτε με χρονικό ορόσημα την 31η Δεκεμβρίου του έτους), αποκτά νόημα στη βάση άρρηκτης σύνδεσης μεταξύ κρίσεων και θέσεων εντός του ιδίου έτους.
Είναι δε και ορθή η ερμηνεία του συνηγόρου των αιτητών ως προς τον Καν. 44(7), ο οποίος προνοεί ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επανακρίσεων που έχουν τυχόν επιφέρει μεταβολές στους καταρτισθέντες με βάση τον Καν. 42 πίνακες, ισχύουν μέχρι να εκδοθεί διαταγή για συγκρότηση και σύγκληση τακτικής ή έκτακτης συνόδου νέου Συμβουλίου Κρίσεων. Η διάταξη αυτή θα πρέπει να ιδωθεί περιοριστικά ως προς την ερμηνεία της, διαφορετικά συγκρούεται με την αναγκαιότητα να γίνεται κρίση Αξιωματικών ετησίως με στόχο τη διενέργεια προαγωγών στη βάση αυτής της κρίσης. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επανακρίσεων πρέπει να θεωρούνται ότι αναφέρονται μόνο στις μεταβολές που τυχόν επέρχονται στους πίνακες διοριστέων, γι΄ αυτό και η πρόνοια του Καν. 44(7), απαντάται μόνο στο Μέρος ΧΙΙ που περιέχει μόνο τον Καν. 44 και αφορά αποκλειστικά το Συμβούλιο Επανακρίσεων και τη διαδικασία ενώπιον αυτού. Πρόσθετα, αυτή η περιοριστική ερμηνεία συγκλίνει και με την πρόνοια του Καν. 44(3), ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων συγκροτείται και συνέρχεται μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για υποβολή προσφυγών κατά των κρίσεων, οι οποίες αρχίζουν εντός του μηνός Απριλίου και περατώνονται εντός ενός μηνός, με δεκαπενθήμερες περαιτέρω προθεσμίες για τα επόμενα προβλεπόμενα στάδια.
Ο κ. Κωμοδρόμος εισηγήθηκε ότι ο Καν. 37(3), για τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων μια φορά το χρόνο σημαίνει ότι οι πίνακες παραμένουν σε ισχύ μέχρι την επόμενη σύνοδο που λαμβάνει χώραν τον επόμενο χρόνο. Αυτό, όμως, δεν αναφέρεται ρητά στον ίδιο τον Κανονισμό, σ΄ αντίθεση με τον Καν. 44(7), που αναλύθηκε πιο πάνω. Έπεται ότι το νόημα του Καν. 37(3), πρέπει να αναζητηθεί ως ζήτημα συμπερασματικής λογικής από την τελεολογική ερμηνεία όλων των Κανονισμών, οριοθετώντας έτσι το στόχο και σκοπό τους, και, που κατά το Δικαστήριο, είναι, όπως προηγουμένως, αναφέρθηκε, τη γρήγορη, δηλαδή, διεκπεραίωση της όλης διαδικασίας, έτσι ώστε η κρίση να ισχύει για τις προαγωγές που θα λάβουν χώραν εντός του ιδίου έτους.
Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι αιτητές έχουν δίκαιο και στα δύο επόμενα νομικά σημεία που εγείρουν που αφορούν την εκ μέρους των καθ΄ ων κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, εφόσον ενήργησαν υπό το κράτος λανθασμένης αντίκρυσης του δικαιώματος τους, καθώς και την πλάνη περί το νόμο εφόσον λανθασμένα ερμήνευσαν τους σχετικούς Κανονισμούς κατά τον τρόπο που εξηγήθηκε πιο πάνω.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ