ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1087/2008]
7 Σεπτεμβρίου, 2009
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MAJA EVAKOVIC
Aιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ' ων η αίτηση
Χρ. Χριστοφόρου για την αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσδιορίζεται, ως το αντικείμενο της προσφυγής, η κατ' ισχυρισμό άρνηση ή παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να εξετάσουν και/ή να απαντήσουν στην επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας ημερομηνίας 16.4.07. Με αυτή την επιστολή ο δικηγόρος της αιτήτριας αφού αναφέρεται σε ορισμένα από το μακρύ ιστορικό της παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, μαζί με αυτά και στο γεγονός ότι προηγούμενη αίτηση της για περαιτέρω χορήγηση άδειας παραμονής απορρίφθηκε, αφού αναφέρθηκε και σε ορισμένα κατ' ισχυρισμό στοιχεία, διατυπώνει ως ακολούθως το αίτημά της:
«.θα θέλαμε να σας παρακαλέσουμε εκ μέρους της όπως εξετάσετε αίτημα της και δώσετε σχετικές οδηγίες εις την αρμόδια υπηρεσία όπως δεχθεί την υποβολή αιτήσεως για ανανέωση της άδειας παραμονής της ή υποβολή αιτήσεως υπό καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος συμφώνως της πρόσφατης νομοθεσίας Ν. 8(Ι)/2007.».
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για αίτημα για οποιασδήποτε μορφής άδεια και σημειώνω πως και στις αγορεύσεις του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια τονίζει αυτή την ιδιαιτερότητα. Αφού αναφέρθηκε και στην Pang. Enosis Epist. Chimikon v. M. Education (1983) 3 CLR 745 σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση νέας απάντησης αν για το ίδιο αίτημα είχε ήδη δοθεί αιτιολογημένη απάντηση (βλ. και Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 ΑΑΔ 777), εξήγησε πως το αίτημα, όπως αυτό είχε διατυπωθεί, απέβλεπε στο να του δοθεί, με την αναφερόμενη απάντηση, δυνατότητα υποβολής αίτησης για ανανέωση της άδειας παραμονής της ή για υποβολή αίτησης να της αναγνωριστεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν, με τη μορφή προδικαστικής ένστασης, πως δόθηκε απάντηση με την επιστολή ημερομηνίας 25.10.07 η οποία ρητώς αναφέρεται στην επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας, ημερομηνίας 16.4.07. Με αυτή την επιστολή επισημαινόταν πως η αιτήτρια βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο από τις 17.12.04, πως αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς επανειλημμένες ειδοποιήσεις όπως αναχωρήσει, οι οποίες και επισυνάφθηκαν, και πως είχε ήδη κηρυχθεί αναζητούμενο πρόσωπο. Περαιτέρω, με αναφορά σε άλλη προσφυγή της αιτήτριας, την 23/08 κατά της ίδιας της «απόφασης» την οποία υποτίθεται πήρε η διοίκηση με την επιστολή ημερομηνίας 25.10.07, την οποία απέσυρε ενόψει προδικαστικής ένστασης πως δεν περιλάμβανε εκείνη η επιστολή εκτελεστή διοικητική πράξη, εισηγούνται ότι αδικαιολόγητα τώρα επικαλείται παράλειψη.
Θεωρώ πως η προσφυγή είναι αβάσιμη. Ασφαλώς η επιστολή ημερομηνίας 25.10.07 συνιστούσε απάντηση. Δήλωνε πως η αιτήτρια θα έπρεπε να εγκαταλείψει, χωρίς άλλο, τη Δημοκρατία και σημειώνω πως δεν είχε τότε ασκηθεί προσφυγή κατά της άρνησης χορήγησης περαιτέρω άδειας παραμονής. Εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή παραγνωρίζει και την πάγια νομολογία μας σε σχέση με τους όρους κάτω από τους οποίους παραδεχτώς εγείρεται ζήτημα μη συμμόρφωσης προς το Άρθρο 29 του Συντάγματος, στο οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια αναφέρεται. Για να είναι επιτρεπτή η ανάληψη δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατ' επίκληση του Άρθρου 29, θα πρέπει το ζήτημα που εγείρεται με το αίτημα του πολίτη να αφορά σε εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην Ιωάννης Καμπούρης ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, Προσφυγή 716/02, ημερομηνίας 2.9.03, είχα την ευκαιρία να αναφερθώ στη νομολογία όπως αυτή παγιώθηκε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Εδώ, κατά τις ίδιες τις θέσεις της αιτήτριας, με την επιστολή της δεν υπέβαλε αίτηση επί της ουσίας αλλά επιδίωκε να της επιτραπεί να υποβάλει τέτοια αίτηση. Η όποια, λοιπόν, απάντηση επί αυτού του αιτήματος δεν θα ήταν αφ' εαυτής καθοριστική δικαιωμάτων αφού η υποβολή τέτοιας αίτησης δεν τελεί υπό την προϋπόθεση της έγκρισης από τη διοίκηση.
Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.