ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                               

                (Υποθ. αρ.439/2009)

27 Αυγούστου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146, 11, 12, 14, 15, 28, 29, 30, 32, 33, 35, 152 και 155 του Συντάγματος

 

                                        1. SIMA AVANI,

2. MARAL MEHRABI PARI,

 

Αιτήτριες,

 

ν.

 

                             ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ

                              ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ, ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                              ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

                          2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Σ. Σωφρονίου και Τ. Σιγάλας, για τις Αιτήτριες.

Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο κεντρικός πυρήνας του υποβληθέντος αιτήματος με την παρούσα προσφυγή είναι ο παραμερισμός και η ακύρωση δυο αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής η Αρχή) με τις οποίες απορρίφθηκε αίτηση ασύλου. Περαιτέρω αμφισβητείται η ορθότητα εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης των αιτητριών.

 

Γεγονότα:

Η Sima Avani (Αιτήτρια αρ. 1) και η Maral Mehrabipari (Αιτήτρια              αρ. 2), που κατάγονται από το Ιράν, αφίχθηκαν για πρώτη φορά νόμιμα στην Κύπρο στις 17/01/2001, ως τουρίστριες, για να συναντήσουν το σύζυγο της πρώτης και πατέρα της δεύτερης αιτήτριας, ονόματι Masoud Mehrabipari. Ο τελευταίος είχε έρθει στη Δημοκρατία ως τουρίστας αλλά στη συνέχεια παρέμεινε παράνομα. Στις 26/09/2002 όλη η οικογένεια απελάθηκε λόγω παράνομης παραμονής στη βάση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και τα στοιχεία τους καταχωρήθηκαν στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων.

 

Κατά το 2004, οι Αιτήτριες αφίχθηκαν εκ νέου στην Κύπρο μέσω των κατεχομένων και στις 04/11/2004 αιτήθηκαν για πολιτικό άσυλο. Στις 08/08/2007 εγκρίθηκε η σχετική αίτηση τους και στις 20/05/2008 εκδόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, ως αιτήτριες ασύλου, η οποία ίσχυε μέχρι 20/11/2008. Ο φάκελος των Αιτητριών που ανοίχθηκε στο όνομα του Masoud Mehrabipari, του οποίου η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε στις 28/09/2006 και όπου οι δύο Αιτήτριες παρουσιάζονταν ως εξαρτώμενα πρόσωπα, έκλεισε και οι Αιτήτριες αποτάθηκαν μόνες τους.

 

Στις 26/10/2006 η Αιτήτρια αρ. 1 υπέβαλε εκ νέου αίτηση ασύλου συμπεριλαμβάνοντας και την Αιτήτρια αρ. 2, μαζί με το έντυπο των προσωπικών της στοιχείων στην Υπηρεσία Ασύλου, επισυνάπτοντας αντίγραφα πιστοποιητικών βάφτισης της ιδίας και της κόρης της ως χριστιανών από την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου. Οι Αιτήτριες κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη στις 18/12/2007, ενώ στις 29/01/2007 πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνέντευξη. Η Αιτήτρια αρ. 1 προσκόμισε επίσης ιατρικά πιστοποιητικά σχετικά με σοβαρή οφθαλμολογική ασθένεια της κόρης της, ισχυρισμός ο οποίος είχε εξεταστεί στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης του συζύγου και κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει δικαίωμα προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Στις 05/05/2007, μετά από απορριπτική εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης.

 

Στις 22/02/2007 οι Αιτήτριες καταχώρισαν διοικητική προσφυγή μέσω του δικηγόρου τους. Στις 26/02/2007 καταχωρήθηκε και δεύτερη διοικητική προσφυγή από την οργάνωση Future Worlds Center, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι η Αιτήτρια αρ. 1 είχε ζητήσει διαζύγιο, διατροφή και αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης. Στις 08/08/2007 έγινε αποδεκτή αίτηση των Αιτητριών για έκδοση προσωρινής άδειας παραμονής ως αιτήτριες ασύλου μέχρι 20/11/2008. Στο μεταξύ στις 26/03/2008 εκδόθηκε το διαζύγιο της Αιτήτριας αρ. 1 με το σύζυγο της, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει παράνομα στην Κύπρο. Στις 27/02/2009 η Αρχή, μετά από μελέτη που υπέβαλε λειτουργός της που διεξήγαγε έρευνα αναφορικά με τους λόγους που προέβαλαν οι Αιτήτριες, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή και ενημέρωσε με επιστολή σχετικώς τις Αιτήτριες. Η Αρχή ενημέρωσε επίσης το δικηγόρο των Αιτητριών με επιστολή ημερ. 03/03/2009.

 

Στη συνέχεια, το δικηγορικό γραφείο Σ. Σωφρονίου εκ μέρους των Αιτητριών, απέστειλε προς την Αρχή επιστολή ημερ. 06/04/2009, στην οποία επισύναψε αντίγραφο του διαζυγίου της Αιτήτριας αρ. 1, καθώς και επιστολή από το «Larnaca Congregation of Jehovah's Witnesses» ημερ. 24/03/2009. Με την εν λόγω επιστολή ζητήθηκε εξέταση εκ νέου ή επανεξέταση του αιτήματος ασύλου λόγω διαφοροποίησης ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Αιτήτριας Αρ. 1. Στις 08/04/2009, η Αρχή αποφάσισε ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία, δεν αποτελούν νέα, που να δικαιολογούν επανάνοιγμα του φακέλου. Στις 14/04/2009 οι Αιτήτριες μετέβηκαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης με σκοπό να υποβάλουν αίτηση για παράταση της άδειας παραμονής τους. Εκεί όταν διαπιστώθηκε ότι διαμένουν παράνομα στη Δημοκρατία και επειδή η αίτηση τους για άσυλο είχε απορριφθεί οριστικά, συνελήφθηκαν και στις 15/04/2009 εκδόθηκαν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

1η προδικαστική ένσταση

Οι Καθ'ων η αίτηση με την πρώτη τους προδικαστική ένσταση ισχυρίζονται ότι η μόνη απόφαση της Αρχής που καθόρισε τις έννομες συνέπειες για τις Αιτήτριες και προσδιόρισε οριστικώς το καθεστώς τους, ως αιτήτριες ασύλου, είναι η εκδοθείσα στις 27/02/2009 απόφαση. Η βάση του υποβληθέντος αιτήματος ήταν η αλλαγή θρησκείας από το μουσουλμανισμό στο χριστιανισμό. Η δεύτερη απόφαση της Αρχής ημερ. 08/04/2009 είναι βεβαιωτική της πρώτης, συνεπώς, όπως προβλήθηκε, στερείται εκτελεστότητας. Στο μεσοδιάστημα των δυο αυτών αποφάσεων τέθηκε, μέσω του συνηγόρου των Αιτητριών προς την Αρχή, το στοιχείο της προσχώρησης της Αιτήτριας 1 στο δόγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά. Η βεβαίωση φέρει ημερ. 23/04/2009 και αποκαλύπτει ότι η Αιτήτρια 1, που βαπτίστηκε στις 15/03/2008, εκφράζει φόβους για τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή της αν απελαθεί στο Ιράν.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (6) του άρθρου 28Ζ του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 (στο εξής ο Νόμος), το κατά πόσο τα στοιχεία που υποβάλλονται από ένα αιτητή, μετά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων, πόσο μάλλον στην προκείμενη περίπτωση που είχε ήδη εκδοθεί και η απόφαση, αποτελούν «νέα στοιχεία» βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής να κρίνει .

 

Η αρνητική απόφαση της Αρχής, που στην εξεταζόμενη υπόθεση αρνήθηκε ουσιαστικά να επανεξετάσει τη διοικητική προσφυγή για τον προβληθέντα λόγο ότι η Αιτήτρια αρ. 1 ασπάσθηκε τις πεποιθήσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά, εμμένοντας στην προηγούμενη απόφαση της, βρίσκω ότι ήταν υπό τις περιστάσεις, εύλογη.

 

Η Αιτήτρια είχε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, βαφτιστεί στις 15/03/2008, ενώ είχε αρχίσει κατήχηση από το 2005 και η απόφαση της Αρχής εκδόθηκε στις 27/02/2009. Αναμενόταν από την Αιτήτρια αρ.1, που επωμιζόταν το βάρος απόδειξης σύμφωνα με την παράγραφο 196 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, να ενημερώσει την Αρχή κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης της και πριν την έκδοση της τελικής απόφασης για την εξέλιξη αυτή, αντί να θεμελιώσει νέο αίτημα προσκομίζοντας τη βεβαίωση εκ των υστέρων. Ταυτοχρόνως, παρατηρώ ότι προς την κατεύθυνση της σωστής και έγκυρης ενημέρωσης της Αρχής κινήθηκε η Αιτήτρια 1 όταν, μέσω της Future World Center γνωστοποίησε με επιστολή ημερ. 15/04/2008, την έκδοση του διαζυγίου της.

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 08/04/2009, που εκδόθηκε από την Αρχή χωρίς έρευνα, είναι βεβαιωτική, άρα μη εκτελεστή.

 

2η προδικαστική ένσταση

Οι Καθ'ων η αίτηση με τη δεύτερη τους προδικαστική ένσταση εγείρουν θέμα εκτελεστότητας της πράξης σύλληψης των Αιτητριών που προσβάλλεται με το αιτητικό (Β) της προσφυγής.

 

Έχει νομολογιακά κριθεί ότι η σύλληψη αποτελεί διοικητικό μέτρο που αποβλέπει στην εκτέλεση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και υπό την έννοια αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. (Βλέπε Brian John Semmens, υποθ. αρ. 811/2001, ημερ. 07/10/2002 και Faisal Madadal v. Δημοκρατίας κ.α., υποθ. αρ. 534/2005, ημερ. 24/01/2007).

 

Οι Αιτήτριες απώλεσαν την ιδιότητα των αιτητριών ασύλου και το παρεπόμενο δικαίωμα παραμονής τους στη Δημοκρατία, μετά την απόρριψη της ιεραρχικής τους προσφυγής. Σύμφωνα με το άρθρο 29(2Β) του Νόμου η έκδοση εκτελεστής απόφασης επί της διοικητικής προσφυγής επιφέρει και την άμεση εκτέλεση της απόφασης της Αρχής Προσφύγων.

 

Η διακριτική ευχέρεια των Αρχών ενός κυρίαρχου κράτους να μην επιτρέπουν την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος τους δεν καταργείται από το γεγονός ότι τα δικαιώματα του αλλοδαπού υπόκεινται σε δικαστική αναθεώρηση που εκκρεμεί. (Βλέπε Moyo and another v. Republic (1988) 3(Α) C.L.R. 1203 και Mohammad Ebrahimi v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., υποθ. αρ. 148/2005, ημερ. 03/03/2006).

 

Η άδεια παραμονής των Αιτητριών είχε λήξει από τις 20/11/2008 και το αίτημα τους για επανάνοιγμα του φακέλου τους επίσης είχε απορριφθεί. Συνεπώς κατά τη σύλληψη τους οι Αιτήτριες είχαν ήδη καταστεί απαγορευμένες μετανάστριες αφού διέμεναν παράνομα στη Δημοκρατία, οπότε το ίδιο ίσχυε και στις 15/04/2009 που εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον τους σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, Κεφ. 105.

 

Ούτε το άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο επικαλούνται οι Αιτήτριες, απαγορεύει την κράτηση προσώπων με σκοπό την απέλαση τους. Η κράτηση και το διάταγμα απέλασης τους εν πάση περιπτώσει είναι για λόγους άλλους εκτός του πεδίου εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου                   (Ν. 6(Ι)/2000).

 

Συνακόλουθα βρίσκω ότι και η δεύτερη ένσταση των καθ'ων η αίτηση είναι βάσιμη.

 

Η προσφυγή

Θα προχωρήσω τώρα με την εξέταση των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν με την παρούσα προσφυγή, σε συνάρτηση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε πριν την έκδοση της απόφασης της Αρχής.  Υποστηρίζουν οι αιτήτριες ότι η απόφαση επί της διοικητικής τους προσφυγής πάσχει ως αναιτιολόγητη και παράλληλα προβάλλουν ότι το περιεχόμενο της εξέτασης κατά τη συνέντευξη δεν είχε τα εχέγγυα δίκαιης αξιολόγησης και κρίσης των αιτητριών.  Οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, λέχθηκε τέλος, δεν θα μπορούσαν ν΄απαντηθούν από τους μισούς χριστιανούς.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση επικαλέστηκαν σειρά αποφάσεων, που καθόρισαν την περιορισμένη δυνατότητα επέμβασης του Δικαστηρίου όταν διαπιστωθεί όταν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα και τους περί Προσφύγων Νόμους (2000-2004), Ν.6(Ι)/2000, και ταυτοχρόνως υποστηρίχθηκε, ορθώς, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε θέματα εκτίμησης των γεγονότων που συνθέτουν μια υπόθεση. (βλ.Harpest Singh ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 393 και Shahadat ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 573.

 

Θεωρώ σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ibrahim Ince ν. Δημοκρατίας, (2006)3 Α.Α.Δ. 609.

 

Στη σελίδα 612:

«Επισημαίνουμε πως το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της, όπως έχει επανειλημμένως λεχθεί, αλλά υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.»

 

Μελετώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και την απόφαση της Αρχής, εύλογα διαπιστώνεται ότι η κρίση σε σχέση με την αναξιοπιστία  των Αιτητριών ήταν ευλόγως η αναμενόμενη.

 

Δόθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση περισσή προσοχή στον τρόπο απάντησης των θεμάτων που πρόβαλε η Αιτήτρια 1, ως υποστηριχτικών της προβολής ανησυχίας για τη ζωή της στο Ιράν.  Εξηγείται με σαφήνεια και επάρκεια, στην απόφαση, γιατί δεν γίνονται πιστευτοί οι ισχυρισμοί της που έχουν σχέση με τον τρόπο αντιμετώπισης της από το κράτος του Ιράν, όταν είχε επιστρέψει προσωρινά στη χώρα της.  Αντιφάσεις εντοπίζει η αρμοδία αρχή ακόμη και για το λόγο που ώθησε την Αιτήτρια 1 και την οικογένεια της να εγκαταλείψουν το Ιράν.

 

΄Εχω με μεγάλη προσοχή διεξέλθει το μέρος της απόφασης της Αρχής που ασχολείται με το θέμα της μεταστροφής των Αιτητριών από το μουσουλμανισμό στο Χριστιανισμό.  Δεν μου διαφεύγει η ιδιαιτερότητα του θέματος.  Η γνησιότητα των θρησκευτικών συναισθημάτων δεν συνδέεται πάντα με θεωρητικές γνώσεις αλλά με τις γενικότερες εμπειρίες ζωής.

 

Τα στοιχεία όμως που περιλαμβάνονται στην απόφαση ότι αποτέλεσαν ενδεικτικά  της αποτυχίας της Αιτήτριας 1 να υποστηρίξει ικανοποιητικώς τη γνησιότητα της πίστης της, είναι αρκούντως ενισχυτικά της κατάληξης της Αρχής, περί αναξιοπιστίας.  Οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν ως προς τη γνώση για το χριστιανισμό ενισχύουν την πιο πάνω κατάληξη.  Στο συμπέρασμα στοιχειοθέτησης σοβαρής αμφιβολίας ως προς τη γνησιότητα του προβληθέντος ισχυρισμού περί προσηλυτισμού της Αιτήτριας 2, που κατέληξε η Αρχή, με βάση τους δοθέντες λόγους, ιδιαιτέρως το επίπεδο απόδειξης, βρίσκω ότι ήταν εντός του πλαισίου άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας και δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης.  Πλείστοι ουσιώδεις ισχυρισμοί έμειναν ατεκμηρίωτοι, σε βαθμό που η επί τούτου κρίση των Καθ΄ων η αίτηση, περί αναξιοπιστίας, να θεωρείται ως ευλόγως επιτρεπτή.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με €1000 έξοδα σε βάρος των αιτητριών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το άρθρο 146(4)(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                   Κ.Παμπαλλής,

                                                                              Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο