ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 621/2008)
16 Ιουλίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ,
2. COMMERCIAL VALUE AAE,
Αιτήτριες,
- ΚΑΙ -
1. ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Μαρκίδης με Κ. Καλλή, για τις Αιτήτριες.
Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτήτριες επιδιώκουν με την παρούσα προσφυγή τη διακήρυξη της απόφασης του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 17.4.08, ως άκυρης, παράνομης και ως στερουμένης οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Με την προσβαλλόμενη απόφαση ο Διοικητής για τους λόγους που επεξηγεί στην εξασέλιδη επιστολή του, που κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες με επιστολή του Κ.Σ. Πουλλή, Ανώτερου Διευθυντή, Διεύθυνση Ρυθμίσεως και Εποπτείας Τραπεζικών Ιδρυμάτων, είχε αναστείλει, με υπόβαθρο τα γεγονότα που ακολουθούν, την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφων των αιτητριών σε ποσοστό 19,55% του μετοχικού κεφαλαίου της Universal Bank Plc (εφεξής «η τράπεζα»), μέχρι την 31.12.08 και σε περίπτωση μη λήψης της αναγκαίας άδειας, επ΄ αόριστον.
Με την καταχώριση της προσφυγής, οι αιτήτριες αιτήθηκαν και την έκδοση προσωρινού διατάγματος με μονομερή αίτηση τους ημερ. 21.4.08, η οποία αφού επεδόθηκε στους καθ΄ ων με βάση τις οδηγίες του Δικαστηρίου, εκδικάστηκε στις 3.6.08 και απορρίφθηκε στις 9.6.08. Τα όσα αποτέλεσαν το υπόβαθρο των γεγονότων για σκοπούς της έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης, παραμένουν ισχυρά και ως γεγονότα για την κυρίως προσφυγή και επομένως μπορούν να μεταφερθούν εδώ τα όσα εκεί καταγράφηκαν ως το κοινό κατ΄ ουσίαν έδαφος επί του οποίου προέκυψε η διαφορά.
Οι αιτήτριες, που ανήκουν στον Όμιλο Εταιρειών ΑΣΠΙΣ που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, ζήτησαν στις 31.7.06 με σχετική επιστολή τους (Παράρτημα 1 στην ένσταση), την έγκριση αιτήματος τους για υποβολή από κοινού δημόσιας πρότασης με στόχο την εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού στο κεφάλαιο της τράπεζας. Συνυποβλήθηκαν με την επιστολή αριθμός αναγκαίων στοιχείων, η δε Κεντρική Τράπεζα ενέκρινε το αίτημα με επιστολή του τότε Διοικητή της ημερ. 26.1.07 (Παράρτημα ΙΙΙ στην αίτηση) για την εξαγορά κατ΄ ελάχιστον του 20% και κατά μέγιστον του 50% πλέον 1 μετοχής του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 17 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97 (εφεξής «ο Νόμος»), αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα.
Η Κεντρική Τράπεζα επανήλθε στις 10.5.07 με επιστολή της (Παράρτημα IV στην ένσταση), προς τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της αιτήτριας 1 στην Αθήνα (ο οποίος και είχε υπογράψει την αίτηση ημερ. 31.7.06 και εκ μέρους της αιτήτριας 2), γνωστοποιώντας σ΄ αυτόν τη θέση ότι ενόψει του γεγονότος ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης της Ελληνικής Δημοκρατίας είχε στις 27.4.07 προχωρήσει με δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των αιτητριών για διάφορους λόγους, η Κεντρική Τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα επανεξέτασης της έγκρισης που είχε δοθεί στις 26.1.07 και η οποία δόθηκε με βάση τα τότε δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών αποτελεσμάτων της χρήσης 2005 και του πρώτου εξαμήνου του 2006.
Ακολούθησε η από τις αιτήτριες δημοσίευση στην ιστοσελίδα του ΧΑΚ στις 17.5.07, της θέσης ότι η εκούσια δημόσια πρόταση είχε λήξει επιτυχώς στις 15.5.07 με την εξασφάλιση ποσοστού 22.18% στο κεφάλαιο της τράπεζας. Μνημονεύοντας το γεγονός αυτό, η Κεντρική Τράπεζα, σε νέα επιστολή της ημερ. 1.6.07 προς τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της αιτήτριας 1 (Παράρτημα V), αναφέρει στις αιτήτριες ότι για οποιαδήποτε πρόθεση αύξησης της συμμετοχής στο κεφάλαιο της τράπεζας, πέραν από το ποσοστό που εξασφαλίστηκε από τη δημόσια πρόταση και που είχε λήξει στις 15.5.07, θα απαιτείτο η προηγούμενη έγκριση της.
Σε διάφορα διαστήματα όπως αναφέρεται στην παρ. 7 της προσφυγής, οι αιτήτριες πώλησαν και στη συνέχεια αγόρασαν αριθμό μετοχών κατά τρόπο ώστε η κοινή συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της τράπεζας να είχε μειωθεί το Σεπτέμβριο 2007 στο 4.54%, για να ανέλθει όμως το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου στο 29.54%. Στην πραγματικότητα ήταν η αιτήτρια 2 που αρχικά πώλησε από την επένδυση της ποσοστό 18.8%, ενώ η αιτήτρια 1 κατείχε αρχικά ποσοστό 1.46% το οποίο αργότερα αυξήθηκε στα 4.54%. Ως εκ τούτου και με παραδεκτό το γεγονός ότι οι αιτήτριες δεν κοινοποίησαν τη μείωση του κεφαλαίου που κατείχαν στην Κεντρική Τράπεζα, η τελευταία αντλώντας πληροφορίες από δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο για τις αυξομειώσεις του κεφαλαίου, απέστειλε την υπό ημερ. 30.11.07 επιστολή (Παράρτημα VI στην ένσταση), καταγράφοντας τη θέση της ότι δεν λήφθηκε η προηγούμενη έγκριση της με βάση το άρθρο 17(1) για την αύξηση της συμμετοχής των αιτητριών στην τράπεζα, ζήτησε δε τις αναγκαίες εξηγήσεις. Ακολούθησε εκτεταμένη αλληλογραφία και συναντήσεις των εμπλεκομένων, οι οποίες δεν απέληξαν σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη συνεννόηση, με αποτέλεσμα η Κεντρική Τράπεζα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στις 17.4.08 η οποία και κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες (Παράρτημα XI στην ένσταση).
Παρά το γεγονός ότι στην προσφυγή καταγράφονται 15 συνολικά νομικοί λόγοι προς ακύρωση της απόφασης, στη γραπτή αγόρευση τους οι συνήγοροι των αιτητριών τους εγκατέλειψαν όλους πλην εκείνου που αναφέρεται στη λανθασμένη, κατά την άποψη τους, ερμηνεία του άρθρου 17 του Νόμου και που εν πολλοίς επαναφέρει την ίδια επιχειρηματολογία που είχε αναπτυχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Πριν όμως το Δικαστήριο ασχοληθεί με την ουσία της προσφυγής, όπως αυτή περιορίστηκε, θα πρέπει να ασχοληθεί με την προδικαστική ένσταση που ήγειραν οι καθ΄ ων και η οποία βασίζεται στην εκ μέρους των αιτητριών πώληση αριθμού μετοχών τους στην τράπεζα μετά την έκδοση της απόφασης ημερ. 9.6.08, για το προσωρινό διάταγμα, με αποτέλεσμα το ποσοστό τους στην τράπεζα να μειωθεί στο 5,4358%. Με αυτή τη μείωση του ποσοστού κάτω του 10%, είναι η θέση των καθ΄ ων ότι οι αιτήτριες στερούνται πλέον εννόμου συμφέροντος να προωθούν την προσφυγή, εφόσον αυτές θα πρέπει να διατηρούν έννομο συμφέρον σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από την έγερση της προσφυγής μέχρι και την έκδοση της απόφασης. Επομένως, παρά το γεγονός ότι κατά την έγερση της προσφυγής οι αιτήτριες είχαν έννομο συμφέρον, η μεταγενέστερη εκ μέρους τους ιδιόβουλη πώληση τέτοιου ποσοστού μετοχών ώστε το συμφέρον τους στην τράπεζα να μειωθεί κάτω του 10%, τους αποστέρησε το δικαίωμα ψήφου σ΄ αυτήν, χωρίς να ευθύνεται γι΄ αυτό η επίδικη απόφαση.
Αποτελεί διαχρονική τοποθέτηση της νομολογίας ότι το έννομο συμφέρον ενός αιτητή πρέπει να υπάρχει όχι μόνο κατά την καταχώρηση της προσφυγής, αλλά και να διατηρείται σε όλα τα στάδια της μέχρι και την τελική εκδίκαση της, ακόμη και κατ΄ έφεση. Προσφεύγων ο οποίος παρά την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αρχικά, παύει για διάφορους λόγους να το διατηρεί στην πορεία, δεν δικαιούται να προχωρεί την προσφυγή του. (δέστε Άννα Κύρου Μαραθεύτη ν. Δήμου Λεμεσού (2003) 3 Α.Α.Δ. 228). Το έννομο συμφέρον συναρτάται και από την επέλευση ζημίας από την πράξη της διοίκησης και επομένως εάν παύει να υφίσταται η έλευση τέτοιας ζημιάς μετά βεβαιότητας ή αν η ζημιά αυτή δεν συντελέστηκε ήδη, τότε ο προσφεύγων στερείται του δικαιώματος να συνεχίσει να προσβάλλει την πράξη εφόσον τα συμφέροντα του παύουν να θίγονται άμεσα από αυτή. (δέστε Αντώνης Γιαννάκη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 263). Η πιθανότητα έλευσης ηθικής ή υλικής ζημιάς πρέπει επίσης να τεκμηριώνεται ώστε να διατηρείται στον αιτητή έννομο συμφέρον το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, ενεστώς και συγκεκριμένο. (δέστε Wahad ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 622, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας).
Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, 12η έκδ., εξηγείται στις σελ. 82-87, παρ. 456-459, ότι έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως υπάρχει όταν η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη, ο δε προσφεύγων την υφίσταται υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από το δίκαιο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην παρ. 457:
«Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σωρευτικά σε τρία χρονικά σημεία (Σ.Ε. 280/1996): (α) Κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, (β) κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, δηλαδή κατά την κατάθεση της και (γ) κατά την πρώτη συζήτηση της. (Σ.Ε. 2973/1989, 182, 379/1998).»
Εξηγείται, επίσης, ότι το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης ή της άσκησης της προσφυγής, εκλείπει, όταν για διάφορους λόγους διακόπτεται «... ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη .., όπως όταν ο αιτών έχασε μετά την έκδοση της πράξης την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη ..». Στη δε παρ. 459, εξηγείται ότι εάν το έννομο συμφέρον εξέλειπε πριν από την καταχώρηση της προσφυγής τότε αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν δε εξέλειπε μετά την άσκηση της προσφυγής, τότε η δίκη θεωρείται ότι καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου.
Το άρθρο 17(1) του πιο πάνω Νόμου έχει ως εξής:
«Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε είτε με οποιοδήποτε συνεργάτη ή συνεργάτες να έχει τον έλεγχο οποιασδήποτε τράπεζας που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή της μητρικής της εταιρείας εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.»
Το πιο πάνω άρθρο, όπως είναι κοινός τόπος, πρέπει να συνδυαστεί και με το ερμηνευτικό άρθρο 2 σε σχέση με τον ορισμό του «ελέγχου», όπου αναφέρεται, ότι «έλεγχος» σε σχέση με εταιρεία ή τράπεζα, θεωρείται ότι υπάρχει όταν πρόσωπα έχουν στην ιδιοκτησία τους μετοχικό κεφάλαιο τράπεζας σε ποσοστό τουλάχιστο 10% ή την ικανότητα να ορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την εκλογή της πλειοψηφίας των διοικητικών συμβούλων της. Ενυπαρχόντως, επομένως, ποσοστού μετοχικού κεφαλαίου τουλάχιστον 10%, η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να εποπτεύει τον έλεγχο που ασκείται από τέτοια πρόσωπα. Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, με τη δημόσια πρόταση οι αιτήτριες εξασφάλισαν ποσοστό 22.18%. Με αυτό το ποσοστό είχαν βεβαίως έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση του Διοικητή για αποστέρηση του δικαιώματος τους να χρησιμοποιήσουν το 19.5% του ποσοστού των μετοχών τους στην τράπεζα, απόφαση στην οποία ήχθη ο Διοικητής επειδή θεώρησε ότι δεν είχε ληφθεί εκ νέου η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας όταν μετά από διάφορες αγοραπωλησίες μετοχών η κοινή συμμετοχή των αιτητριών στο κεφάλαιο της τράπεζας είχε μειωθεί το Σεπτέμβριο του 2007, στο 4,54%, για να ανέλθει όμως στη συνέχεια στο 29.54%, πέραν, δηλαδή, του 10%.
Οι αιτήτριες μετά τις 9.6.08 πώλησαν οικειοθελώς μετοχικό συμφέρον τέτοιου ποσοστού ούτως ώστε κατά την ημερομηνία καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων τους, δηλαδή, στις 8.1.09 να ήταν δεκτό και από τους ίδιους, στη σελ. 4, ότι το ποσοστό τους στην τράπεζα είχε μειωθεί στο 5.4358%. Η παραδοχή αυτή έγινε μετά την καταχώρηση της ένστασης την 1.6.08, στην οποία και επισυνάπτεται ως τεκμ. ΧΙΙΙ, επιστολή ημερ. 13.6.08 της αιτήτριας 2 προς την Κεντρική Τράπεζα ενημερώνοντας την ότι υπήρχε πρόθεση να προχωρήσουν σε πώληση 1.845.571 μετοχών στην τράπεζα με αποτέλεσμα το ποσοστό της να κατέλθει από 17,6353% σε 5,4358%. Εφόσον το αντικείμενο της προσφυγής είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης των καθ΄ ων με την οποία αποστερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου σε ποσοστό 19.55%, η μεταγενέστερη μείωση του ποσοστού των αιτητριών κάτω του 10%, συνεπάγεται τη μη διατήρηση οποιουδήποτε ελέγχου στην τράπεζα εντός της εννοίας του άρθρου 2 του Νόμου και επομένως εκλείπει η διατήρηση εννόμου συμφέροντος στην προώθηση της προσφυγής. Η συνέχιση της προσφυγής, ακόμη και η τυχόν επιτυχία της, δεν θα ήταν παρά αλυσιτελής εφόσον με ιδία βούληση των αιτητριών έπαυσαν να έχουν τέτοιο ποσοστό μετοχών στο κεφάλαιο της τράπεζας που να τους δίνει οποιοδήποτε έλεγχο και επομένως να υπόκεινται στην εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του Νόμου.
Οι αποφάσεις που παραθέτουν οι καθ΄ ων στη γραπτή τους αγόρευση, είναι απόλυτα εφαρμόσιμες διότι η αρχή που έχει καθορίσει η νομολογία δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει πώληση ακινήτου μεταξύ της ημερομηνίας της προσβαλλόμενης πράξης και της συζήτησης της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτή πράγματι ήταν η περίπτωση στην Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 189, όπου η ιδιοκτησία του επηρεαζομένου τεμαχίου γης μεταβιβάστηκε στην πορεία και πριν την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης σε πρόσωπο άλλο από τον προσφεύγοντα. Στη Μαυρουδής ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, την οποία επίσης μνημονεύουν οι καθ΄ ων, η Ολομέλεια ανέφερε, σε συνθήκες που αφορούσαν ανόρυξη φρέατος χωρίς να αποδειχθεί οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των πηγών των εφεσειόντων, ότι:
«Το απαιτούμενο συμφέρον πρέπει, όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση, να ενυπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από την έγερση μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής.»
Στη Μαραθεύτη - πιο πάνω - έγινε δεκτό ότι αποκλειόταν πλέον η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος λόγω ανυπαρξίας οποιασδήποτε άδειας διαίρεσης του ακινήτου της εφεσείουσας η οποία δεν υφίστατο πλέον βλάβη ή επηρεασμό στα δικαιώματα της, η απλή δε προσδοκία για ενδεχόμενο όφελος δεν τη νομιμοποιούσε στη βάση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος να προωθεί την προσφυγή. Στη Χριστοδούλου - πιο πάνω - η μεταβίβαση δομήσιμου εμβαδού καθιστούσε τον εφεσείοντα μη δικαιούχο με αποτέλεσμα να μην υφίστατο πλέον έννομο συμφέρον. Στη δε Wahad - πιο πάνω - το θέμα τέθηκε με αναφορά σε απέλαση από την άποψη ότι η ανάκληση και ακύρωση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης του αιτητή δεν άφηναν οτιδήποτε προς συζήτηση εφόσον προσβαλλόταν πράξη που είχε ήδη ανακληθεί. Παρέμενε μόνο η πιθανότητα διατήρησης της προσφυγής εν ζωή νοουμένου ότι ο αιτητής πιθανολογούσε εκ πρώτης όψεως υλική ή ηθική ζημιά, η οποία όμως δεν είχε τεκμηριωθεί με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια. Στην εντελώς πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 151/06, ημερ. 2.4.09, επαναβεβαιώθηκε η θέση ότι «Για να μπορεί να εξετασθεί θέμα νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης προέχει η διατήρηση εννόμου συμφέροντος.». Η αποδοχή εκ μέρους της εφεσείουσας όρων που είχε εισηγηθεί η Πολεοδομική Αρχή, στην αίτηση της για πολεοδομική άδεια, της αφαιρούσε το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της.
Προστίθεται ότι δεν υπάρχει πουθενά ισχυρισμός περί οποιουδήποτε καταλοίπου ζημίας λόγω της προσβαλλόμενης πράξης για το διάστημα μεταξύ της έκδοσης της και της μείωσης του ποσοστού των αιτητριών κάτω του 10%. Στην απαντητική αγόρευση τους οι αιτήτριες ουδέν σχετικό εισηγούνται, ούτε κατά τις διευκρινίσεις επιχείρησαν να θέσουν το θέμα διαφορετικά. Επομένως, δεν υπάρχει πλέον σύνδεση συμφέροντος αιτητών με το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης. Όπως τέθηκε και στη Γεωργίου ν. Παναγή (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, το έννομο συμφέρον πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος, δεν εξομοιώνεται δε με αγώγιμο δικαίωμα, ενώ συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος. Διαπιστώνεται συνεπώς κατάργηση της δίκης λόγω έλλειψης αντικειμένου.
Ανεξάρτητα από την επιτυχία της προδικαστικής ένστασης που οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της προσφυγής, είναι ορθό να εξεταστεί και η ουσία της προσφυγής όσον αφορά τους χειρισμούς της Κεντρικής Τράπεζας και την απόφαση της που βασίστηκε στο σχετικό άρθρο 17(1) του Νόμου. Όπως έχει αναφερθεί και πριν, οι συνήγοροι των αιτητριών προωθούν την ίδια επιχειρηματολογία όπως και κατά το στάδιο της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, όσον αφορά το λανθασμένο, το παράλογο και το αυθαίρετο της ερμηνείας που έχει δοθεί από την Κεντρική Τράπεζα στο πιο πάνω άρθρο. Η ουσία των επιχειρημάτων είναι ότι από τη στιγμή που είχε δοθεί η άδεια στις 26.1.07 για εξαγορά μετοχικού κεφαλαίου μεταξύ 20%-50% πλέον 1 μετοχή, η μεταγενέστερη μείωση της συμμετοχής των αιτητριών στο κεφάλαιο της τράπεζας κάτω από το 10% ή ακόμη και το 22.18% που είχε εξασφαλιστεί από τη δημόσια πρόταση, δεν προϋποθέτει για απόκτηση κεφαλαίου άνω του 10% νέα έγκριση από την Κεντρική Τράπεζα. Τέτοια θέση θα δημιουργούσε παράλογα αποτελέσματα εφόσον, για παράδειγμα, εάν έχει δοθεί σε ένα αιτητή γραπτή έγκριση κατοχής 10% των μετοχών σε μια νομική οντότητα, αλλά μετά την απόκτηση του ποσοστού αυτού πωληθεί μια και μόνο μετοχή, τότε ο αιτητής θα πρέπει να υποβάλει νέο αίτημα για να λάβει νέα γραπτή έγκριση για την επανάκτηση της μιας και μοναδικής αυτής μετοχής.
Το Δικαστήριο δεν έχει ακούσει οτιδήποτε το διαφοροποιητικό ώστε να δικαιολογείται απόκλιση από τη θέση που έχει καταγράψει στις 9.6.08 στο σκεπτικό της απόρριψης του αιτήματος για προσωρινό διάταγμα. Το σκεπτικό εκείνο υιοθετείται πλήρως και για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης και παρά το γεγονός ότι η συζήτηση εκεί είχε γίνει στα πλαίσια της εξέτασης της κατ΄ ισχυρισμόν έκδηλης παρανομίας, εν τούτοις η θέση της Κεντρικής Τράπεζας κρίνεται και για σκοπούς της εξέτασης της ουσίας ως εύλογα επιτρεπτή και λογικά αναδυόμενη τόσο από το συνδυασμό των άρθρων 2 και 17(1) του Νόμου, όσο και από το όλο ιστορικό και τα δεδομένα της υπόθεσης.
Η εποπτεία που ασκεί η Κεντρική Τράπεζα επί προσώπων που ελέγχουν εμπορικές τράπεζες έχει στόχο τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος. Εξ ου και χρειάζεται η προηγούμενη έγκριση της, εκεί και όπου σκοπείται η απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου τουλάχιστο 10% στο μετοχικό κεφάλαιο τράπεζας. Η έγκριση που δόθηκε εδώ στις 26.1.07 αποκαλύπτει, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο της έγκρισης, ότι δόθηκε υπό το φως όλων των δεδομένων, οικονομικών και άλλων στοιχείων, που είχαν συνυποβληθεί με την αίτηση των αιτητριών ημερ. 31.7.06, για την εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού στην τράπεζα. Τα δεδομένα αυτά περιελάμβαναν πλήρεις μελέτες οικονομικού και στρατηγικού σχεδιασμού για τα έτη 2006-2010, ετήσιο δελτίο της αιτήτριας 1 για το 2004-2005, τριμηνιαίες οικονομικές καταστάσεις της ίδιας εταιρείας, ετήσιες ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για την αιτήτρια 2, για τα έτη 2004-2005, παρόμοιες καταστάσεις για την αιτήτρια 1 και διάφορες επιστολές για τη φερεγγυότητα των αιτητριών από το Υπουργείο Ανάπτυξης της Ελλάδας. Πρόσθετα, η έγκριση ημερ. 26.1.07, δόθηκε με σκοπό την «διατύπωση εκούσιας δημόσιας πρότασης για την απόκτηση κατ΄ ελάχιστον του 20% και κατά μέγιστο του 50% πλέον 1 μετοχής του μετοχικού κεφαλαίου της Universal Bank Public Ltd ......». Στην πορεία δημιουργήθηκαν τα εξής δεδομένα που ήταν ενώπιον της Κεντρικής Τράπεζας. Πρώτο, η δημόσια εξαγορά έκλεισε επιτυχώς σε ποσοστό 22.18% και επομένως οι αιτήτριες απέκτησαν αυτό το ποσοστό στο κεφάλαιο της τράπεζας. Δεύτερο, διαπιστώθηκε, όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 10.5.07, ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης της Ελληνικής Δημοκρατίας είχε στις 27.4.07 δεσμεύσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ασφαλιστικής τοποθέτησης των αιτητριών, διενεργώντας έλεγχο στα οικονομικά τους στοιχεία.
Ο σκοπός του εποπτικού ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας δεν θα λογιζόταν ως αποτελεσματικός, εάν ο έλεγχος αυτός εξαντλείτο μόνο στην έγκριση δεδομένου ποσοστού συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο μιας τράπεζας. Είναι φανερό ότι η έγκριση για τις αιτήτριες δόθηκε με βάση συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία που ίσχυαν το δεδομένο χρόνο της υποβολής τους, η δε δημόσια εκούσια πρόταση εξαγοράς απέφερε συγκεκριμένο ποσοστό συμμετοχής με αποτέλεσμα η όλη έγκριση που είχε δοθεί να είχε επιτελέσει το σκοπό της. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που στην επιστολή της 10.5.07, η Κεντρική Τράπεζα κατέστησε σαφές ότι είχε το δικαίωμα επανεξέτασης της έγκρισης που είχε δοθεί στις 26.1.07, αλλά κυρίως με την επιστολή της ημερ. 1.6.07, οι αιτήτριες ενημερώθηκαν ότι οποιαδήποτε αύξηση του ποσοστού συμμετοχής πέραν του 22.18%, θα προϋπέθετε την προηγούμενη έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας. Δεν υπάρχει τίποτε το παράλογο στη θέση αυτή της Κεντρικής Τράπεζας και κατ΄ επέκταση ούτε στην προσβαλλόμενη πράξη να αποστερηθούν οι αιτήτριες του δικαιώματος ψήφου σε ποσοστό 19.55% εφόσον κάθε διαφοροποίηση του ποσοστού συμμετοχής, προϋποθέτει την εξέταση δεδομένων και στοιχείων το συγκεκριμένο χρόνο που υποβάλλεται η αίτηση. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα που δόθηκε στις αιτήτριες με την έγκριση να συμμετάσχουν στο κεφάλαιο της τράπεζας μεταξύ ποσοστού 20%-50% συν 1 μετοχή δεν ήταν έγκριση επ΄ αόριστον, αλλά ήταν έγκριση που έληξε με την τελεσφόρηση της εκούσιας δημόσιας πρότασης εξαγοράς που απέφερε το ποσοστό των 22.18%.
Όπως εξηγήθηκε και στην απόφαση ημερ. 9.6.08, οι σχετικές νομοθεσίες που διέπουν τα της Κεντρικής Τράπεζας και των τραπεζικών εργασιών, δίνουν τη δυνατότητα σ΄ αυτήν να γνωρίζει και άρα να ελέγχει ανά πάσα στιγμή, ποια άτομα ή νομικές οντότητες κατέχουν πέραν του 10% με ανάλογες ψήφους σε γενική συνέλευση που επηρεάζουν και την ικανότητα των μετόχων αυτών, είτε από μόνοι τους, είτε με συνεργάτες, να ορίζουν την εκλογή της πλειοψηφίας των διοικητικών συμβούλων. Η ικανότητα των προσώπων που θεωρούνται ότι ασκούν έλεγχο στην τράπεζα, είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την Κεντρική Τράπεζα και γι΄ αυτό έχουν καθοριστεί κριτήρια επάρκειας όπως τα εξειδικεύουν οι συνήγοροι της Κεντρικής Τράπεζας στη γραπτή τους αγόρευση σελ. 7-8, παρ. 5.7. Περιλαμβάνουν την οικονομική ευρωστία των ατόμων, φυσικών ή νομικών, που επιθυμούν συμμετοχή, την ακεραιότητα, εντιμότητα και φήμη των προσώπων που θα διευθύνουν την τράπεζα, τη διαφάνεια τυχόν δεσμών μεταξύ της τράπεζας και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, την καταλληλότητα του επιχειρηματικού σχεδίου και της στρατηγικής που θα αναπτυχθεί και την αποσόβηση κινδύνου χρησιμοποίησης της τράπεζας για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Όλα τα πιο πάνω δεδομένα που ισχύουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δίνεται η έγκριση, δεν ισχύουν κατ΄ ανάγκην και σε άλλη χρονική στιγμή, ιδιαίτερα όταν, όπως έγινε και εδώ, οι συμμετέχουσες στο κεφάλαιο της τράπεζας, δηλαδή, οι αιτήτριες, πώλησαν μεγάλο ποσοστό της συμμετοχής τους ώστε το Σεπτέμβριο του 2007, μετά την εξασφάλιση του ποσοστού του 22.18% από τη δημόσια πρόταση, αυτό να είχε μειωθεί στο 4.54%. Επομένως, με τη μείωση του ποσοστού συμμετοχής κάτω του 10% (μείωση που εν πάση περιπτώσει οι αιτήτριες απέτυχαν να γνωστοποιήσουν στην Κεντρική Τράπεζα), έπαυσε να υφίσταται η ανάγκη ελέγχου από την Κεντρική Τράπεζα. Η μεταγενέστερη όμως, κατά βούληση, αύξηση το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου της συμμετοχής στο κεφάλαιο στο 29.54%, ήταν αναμφίβολα μια αύξηση που έλαβε χώρα σε νέο χρονικό σημείο με νέα δεδομένα, ξεπερνώντας ακόμη και το ποσοστό που είχε ληφθεί κατά τη δημόσια εξαγορά, και επομένως εύλογα η Κεντρική Τράπεζα ανέμενε την υποβολή αίτησης για έγκριση. Η αποτυχία των αιτητριών να υποβάλουν τέτοια αίτηση είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Πράξη, εν πάση περιπτώσει, που παρείχε πάντοτε τη δυνατότητα στις αιτήτριες να υποβάλουν ανά πάσα στιγμή αίτηση για έγκριση και που δεν ισοδυναμούσε συνεπώς με ακύρωση της δυνατότητας της χρήσης του ποσοστού του 19.55% επ΄ αόριστον, αλλά αφορούσε αναστολή μέχρι τη συμμόρφωση των αιτητριών με την υποβολή αίτησης για έγκριση.
Η ερμηνεία που δόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα στο άρθρο 17(1) του Νόμου, ήταν συνεπώς απόλυτα λογική και επιτρεπτή, το δε Δικαστήριο κρίνοντας ότι η προσέγγιση αυτή ήταν εντός των εξουσιών της Κεντρικής Τράπεζας δεν προέβηκε, όπως διατείνονται οι αιτήτριες στην απαντητική αγόρευση τους, σε διεύρυνση νομοθετικής διάταξης δημιουργώντας έτσι μια νέα κατάσταση πραγμάτων που είναι εκτός του υφισταμένου νομοθετικού πλαισίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητριών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.