ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1949/2006)
9 Ιουλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡ. ΧΡ.,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΣΕΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Π. Λεωνίδου, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής είχε διοριστεί στην Αστυνομία στις 03.09.2001 και στις 2.9.2004, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις στη Λεμεσό ενώ εκτελούσε περιπολία για έλεγχο Τροχαίας, ανέκοψε δύο ιδιωτικά αυτοκίνητα σε διαφορετικές ώρες και εισέπραξε από τους οδηγούς αντίστοιχα το ποσό των Λ.Κ.15 για 2 τροχαία χωρίς την έκδοση εξώδικου ή απόδειξη πληρωμής και χωρίς να έχουν διαπραχτεί κάποια αδικήματα. Επίσης στις 4.9.2004 ο αιτητής είχε προβεί σε ψευδείς καταχωρήσεις σε επίσημα έγγραφα, εναντίον οδηγών ιδιωτικών αυτοκινήτων, για αδικήματα παράβασης σήματος τροχαίας, χωρίς να έχουν διαπραχθεί τέτοια αδικήματα.
Διορίστηκε Ερευνών Αξιωματικός προς εξέταση των πιο πάνω περιστατικών ο οποίος, με την ολοκλήρωση της έρευνας, εισηγήθηκε την πειθαρχική δίωξη του αιτητή.
Ακολούθως ο αιτητής κατηγορήθηκε ότι ενώ ήταν μέλος της Αστυνομίας ενήργησε κατά τρόπο απρεπή ή επιζήμιο για τη πειθαρχία ή κατά τρόπο που εύλογα θα ήταν δυνατό να δυσφημίσει την Αστυνομία με αποτέλεσμα την καταχώριση της Πειθαρχικής Υπόθεσης με αριθμό 15/2004 εναντίον του για αδικήματα ανάρμοστης συμπεριφοράς, ψεύδους ή απόκρυψης αλήθειας, διαφθοράς και καταδίκης για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση των Περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989-2004.
Σημειώνω συναφώς ότι ο αιτητής είχε διωχθεί και ποινικά για τη συμπεριφορά του αυτή με αποτέλεσμα να καταδικαστεί στις 16.5.2005 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην ποινική υπόθεση 2790/05.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας μετά από έγκριση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, αποφάσισε όπως την Πειθαρχική Υπόθεση εναντίον του αιτητή εκδικάσει Πειθαρχική Επιτροπή λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσης, αλλά και των περιστάσεων κάτω από τις οποίες είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής, στην πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, αντιμετώπιζε αρχικά συνολικά 7 κατηγορίες. Η μία κατηγορία που στο πειθαρχικό έντυπο είχε τον αριθμό 6 και αφορούσε την κατηγορία διαφθοράς αποσύρθηκε.
Στις 30.6.2005, η Πειθαρχική Επιτροπή μετά από παραδοχή του αιτητή στις κατηγορίες εναντίον του, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα που συνέθεταν τις κατηγορίες που είχε παραδεχθεί, τη φύση τους, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή καθώς και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις προεκτάσεις της συμπεριφοράς του αιτητή για το κύρος και την πειθαρχία του Αστυνομικού Σώματος, έκρινε ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να επιβάλει την ποινή της απόλυσης στις τρεις από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ( ήτοι στις κατηγορίες 1, 3 και 7).
Ο αιτητής στη συνέχεια εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφασή της Πειθαρχικής Επιτροπής στο Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας προβάλλοντας ως κύριο λόγο έφεσης ότι η ποινή της απόλυσης που του είχε επιβληθεί ήταν, υπό τις περιστάσεις, λανθασμένη και έκδηλα υπερβολική.
Στις 27.7.2006 το Συμβούλιο Εφέσεων απέρριψε την έφεση του αιτητή και επικύρωσε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής καταγράφοντας στο σχετικό πρακτικό της απόφασής του, μεταξύ άλλων, και τα πιο κάτω:
«Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ομόφωνα ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι πολύ σοβαρά, η συμπεριφορά που επέδειξε ο εφεσείων είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς ανάρμοστη προς τη θέση και στο λειτούργημα που ασκεί οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας. Τα ίδια ισχύουν και για το γεγονός ότι διέπραξε ποινικό αδίκημα για το οποίο βρέθηκε ένοχος από ποινικό Δικαστήριο, το οποίο του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο μηνών, την οποία εξέτισε.
Η ποινή που επιβάλλεται υπό τις περιστάσεις θα πρέπει να συνάδει με τη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε, να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και να περιέχει το στοιχείο της αναμόρφωσης. Μελετώντας τα γεγονότα της υπόθεσης, όλους τους μετριαστικούς παράγοντες όπως έχουν αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου του εφεσείοντα, τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις, τις συνέπειες που έχει η επιβληθείσα ποινή, και μη παραγνωρίζοντας την έλλειψη προηγούμενων καταδίκων , τόσο για ποινικά αδικήματα όσο και για πειθαρχικά αδικήματα, όπως επίσης και την παραδοχή και απολογία του, καταλήγουμε ότι η μόνη ποινή που αρμόζει υπό τις περιστάσεις είναι εκείνη της απόλυσης.
Σαν τελική κατάληξη, αποφασίζουμε ότι τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν μας επιτρέπουν να ασκήσουμε τις εξουσίες που έχουμε για μείωση της ποινής γιατί ορθά επιβλήθηκε η ποινή της απόλυσης στις κατηγορίες 1, 3 και 7. Η απόφαση επικυρώνεται, η έφεση απορρίπτεται»
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής ζητά:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση ημερομηνίας 27/07/2006 με την οποία απέρριψαν την έφεση του Αιτητή κατά της Απόφασης της πειθαρχικής επιτροπής ημερομηνίας 30/06/2005 και επιβεβαίωσαν και/ή επικύρωσαν την ποινή της απόλυσης, είναι άκυρη παράνομη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος» .
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιον Εφέσεων της Αστυνομίας απέρριψε τους λόγους έφεσης του με το δικαιολογητικό της αποτροπής, χωρίς ωστόσο να ληφθούν υπόψη οι μετριαστικοί παράγοντες, οι νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής ποινής και η αρχή της αναλογικότητας. Υποβάλλει συναφώς ότι στο σκεπτικό της απόφασης δεν υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία που να αποτυπώνει με πιο τρόπο και σε ποιο βαθμό λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές συνθήκες και οι μετριαστικοί παράγοντες του Αιτητή, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί η αυστηρότερη ποινή δηλαδή εκείνη της απόλυσης. Από μόνη της η αιτιολογία της αποτροπής και της πειθαρχίας δεν είναι αρκετή, κατά τον αιτητή, για να απορριφθεί η έφεσή του και να επικυρωθεί η απόφαση της επιβολής του τιμωρητικού μέτρου της απόλυσης, τη στιγμή μάλιστα που είχε τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στις 16.5.2005, για τη συμπεριφορά του.
Από την άλλη πλευρά, οι καθών η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Αναφορικά με την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της απόλυσης, τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο συνυπολόγισαν, κατά την κρίση μου, νόμιμα τα όσα προτάθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή προς μετριασμό της ποινής, τονίζοντας παράλληλα τη σοβαρότητα των αδικημάτων εκείνων καθώς είχαν έμμεση σχέση με την υπηρεσία του αιτητή ως μέλους του Αστυνομικού Σώματος, όπου η εντιμότητα, η πειθαρχία και η υποταγή στο νόμο αποτελούν απαραίτητες ιδιότητες .
Περαιτέρω σημειώνω ότι τα όσα υποστηρίχτηκαν απο τον αιτητή αφορούν στην εκτίμηση της βαρύτητας στοιχείων που συνυπολογίστηκαν και δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση.
Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή ότι το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής (Δέστε: Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Lambrou v. Republic (1972)3 C.L.R. 379, 386, Mythyllos v. Republic. (1982) 3 C.L.R. 698, 705, 706, Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ 508, Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας(2000) 3 Α.Α.Δ. 515).
Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση, στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το αρμόδιο διοικητικό όργανο (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. 1929-1959, σελ. 414, όπου σχετικά με το επίδικο ζήτημα αναφέρονται «... ότι εις την πειθαρχική διαδικασία, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι του ελέγχου του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ... ... ». Δέστε, επίσης, την απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 517/2004, Γεώργιος Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 18.2.2005).
Κατά συνέπεια και έχοντας κατά νου τη φύση των αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί από μέλος του Αστυνομικού Σώματος, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν νόμιμη και αιτιολογημένη. Η Πειθαρχική Επιτροπή νόμιμα, κατά την κρίση μου, επέβαλε την επίδικη τιμωρία καταγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα και παρέχοντας πλήρη και επαρκή αιτιολογία για την επιλογή της συγκεκριμένης τιμωρίας. Για τους ίδιους λόγους και στη βάση του ίδιου αιτιολογικού για το επίδικο μέτρο τιμωρίας, το Συμβούλιο Εφέσεων επικύρωσε την απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής και απέρριψε την έφεση του αιτητή.
Περαιτέρω σημειώνω ότι στον Καν. 49 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) προβλέπεται ότι «πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον μέλους της Αστυνομίας για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε». Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν τίθεται θέμα οτι ο αιτητής έχει δικαστεί πειθαρχικά για το ίδιο αδίκημα . Το ότι μια πειθαρχική διαδικασία στηρίχθηκε στα ίδια γεγονότα για τα οποία ένα πρόσωπο έχει καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο δεν συνιστά παραβίαση των σχετικών κανονισμών. Συγκεκριμένα η έβδομη κατηγορία αφορούσε στην καταδίκη του αιτητή για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση της παραγράφου 20 του πειθαρχικού κώδικα, επειδή ο αιτητής είχε καταδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Ποινική Υπόθεση 2790/05. Η καταδίκη του ήταν για το αδίκημα κλοπής από δημόσιο λειτουργό και κατάχρησης εξουσίας, εφόσον εισέπραξε το ποσό των Λ.Κ.45 από πρόσωπα που διέπραξαν τροχαίες παραβάσεις χωρίς να εκδώσει τα αντίστοιχα εξώδικα ή αποδείξεις και οικειοποιούμενος το ποσό αυτό. Σχετικά με την εν λόγω κατηγορία και τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή, κατά την εξέταση των λόγων έφεσης εναντίον της απόφασης της πειθαρχικής επιτροπής, ότι ήδη ο πελάτης του εξέτισε ποινή φυλάκισης δύο μηνών και επομένως ότι αποτελούσε στοιχείο που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του δικηγόρου του αιτητή θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από την πειθαρχική επιτροπή και να είχε θεωρηθεί ως μετριαστικός παράγοντας, το Συμβούλιο Εφέσεων απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση σημείωσε, μεταξύ άλλων, στο σχετικό πρακτικό της απόφασής του και τα εξής :
«Ο Νομοθέτης έχει καθορίσει ως πειθαρχικό αδίκημα την καταδίκη για ποινικό αδίκημα με εξαίρεση τα μη σοβαρά τροχαία αδικήματα. Επομένως ο καθορισμός της καταδίκης για ποινικά αδικήματα ως πειθαρχικό αδίκημα τείνει να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπρέπεια της Αστυνομίας, δίδοντας τη δυνατότητα στην Ηγεσία της Αστυνομίας να τιμωρεί τέτοιες πράξεις κατά τον τρόπο που καθορίζεται στους Κανονισμούς. Είναι αδιανόητο μέλη της Αστυνομίας που έχουν σαν ρόλο και αποστολή να εφαρμόζουν τους νόμους και να καταγγέλλουν ή συλλαμβάνουν τους παρανομούντες να παραβιάζουν οι ίδιοι τους νόμους και να μη παρέχεται εξουσία για πειθαρχική τους δίωξη πέραν της ποινικής».
Με βάση τα πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να επιβάλλει τη δικαστική παρέμβαση στην προσβαλλόμενη απόφαση και ως εκ τούτου απορρίπτω την προσφυγή, με €1.200.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.