ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1673/2007)

 

 

23 Ιουλίου, 2009

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

 

MILON MIAH,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Κρ. Παπαλοϊζου, για τον Αιτητή.

 

Λ. Γρηγορίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και ήρθε στην Κύπρο, μέσω κατεχομένων, παράνομα στις 30/04/2003. Στις 21/10/2003 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Κλήθηκε σε συνέντευξη στις 13/08/2004 από αρμόδιο λειτουργό, κατά τη διάρκεια της οποίας ισχυρίστηκε ότι ήταν υποστηρικτής του κόμματος BNP και ότι δεχόταν απειλές από το αντίθετο κόμμα. Ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση του προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης κρίνοντας ότι ο αιτητής ήταν γενικά αναξιόπιστος γιατί απέκρυψε προσωπικά του έγγραφα και έδωσε ψευδή στοιχεία ταυτότητας. Το ίδιο αναξιόπιστοι κρίθηκαν οι ισχυρισμοί του όσον αφορά την πολιτική του τοποθέτηση αφού στην αίτηση του είχε γράψει ότι ήταν μέλος του κόμματος Awami League και ότι διωκόταν χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Επίσης κρίθηκε ως ψευδής ο ισχυρισμός ότι προσπάθησε να αναφέρει το πρόβλημα του στην Αστυνομία, αλλά δεν μπόρεσε γιατί δεν είχε χρήματα. Όταν ρωτήθηκε αν κάποιος του ζήτησε λεφτά απάντησε αρνητικά. Ως ένα επιπρόσθετο παράδειγμα των αναληθών ισχυρισμών του αιτητή θεωρήθηκε ο προβληθής ισχυρισμός ότι "εργαζόταν" για το κόμμα BNP μαζεύοντας ψήφους, αλλά ταυτοχρόνως δεν γνώριζε πότε έγιναν οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές στη χώρα του.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου κατόπιν εξέτασης των στοιχείων που είχε ενώπιον της, απέρριψε την αίτηση με απόφαση της ημερ. 08/11/2004.

 

Ο αιτητής καταχώρισε διοικητική προσφυγή μέσω δικηγόρου στις 04/05/2006. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αφού μελέτησε τη σχετική έκθεση από αρμόδιο λειτουργό, εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 20/09/2007 επικυρώνοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η απόφαση απεστάλη στον αιτητή στις 29/11/2007 και με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της.

 

Ο αιτητής θέτει ως πρώτο λόγο ακυρώσεως ότι η απόφαση είναι προϊόν πλημμελούς έρευνας. Πιο συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής επαναλαμβάνει τα γεγονότα και τα στοιχεία του φακέλου του αιτητή χωρίς να διεξάγει πραγματική έρευνα για το αληθές τους, υιοθετώντας απλά τους νομικούς και ουσιαστικούς λόγους που εκτέθηκαν στην έκθεση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προβάλλει περαιτέρω τον ισχυρισμό ότι αυθαίρετα οι καθ'ων η αίτηση έκριναν ότι δεν απεδείχθη βάσιμος λόγος όπως προβλέπει το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 για την παραχώρηση του καθεστώτος παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, αφού δεν τον κάλεσαν ενώπιον τους να τεκμηριώσει το αίτημα του.

 

Ο αιτητής επίσης εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και ότι δεν εφαρμόστηκε ορθά ο Νόμος. Παραπονείται ότι έγινε κακή μετάφραση από διερμηνέα ο οποίος δεν γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα. Επίσης λέει ότι απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις με σαφήνεια και ότι το γεγονός ότι δεν θυμόταν συγκεκριμένες ημερομηνίες ήταν επουσιώδες. Δικαιολογεί την οποιαδήποτε αντίφαση επειδή δεν ήταν γνώστης επαρκώς της αγγλικής γλώσσας.

 

Η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση αντιτείνει ότι η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε επαρκώς όλα τα περιστατικά και πραγματικά γεγονότα. Επίσης αξιολόγησε τους ισχυρισμούς του αιτητή και τους λόγους της προσφυγής του σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και την επάρκεια και περιεκτικότητα της αιτιολογίας που δόθηκε στον αιτητή πρωτοβάθμια. Δεν απαγορεύεται η ανάθεση της έρευνας και η συλλογή στοιχείων σε λειτουργό και δεν εξετάζεται κατά πόσο η έρευνα έχει διεξαχθεί ή όχι από την ίδια την Αρχή, εφόσον αυτή είναι πλήρης. Επίσης πρόβαλε ότι ο αιτητής δεν στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, αφού είχε την ευκαιρία να αναπτύξει τις θέσεις του στην υποχρεωτική συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Στη δευτεροβάθμια διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 28Ζ του Νόμου 6(Ι)/2000, η διεξαγωγή συνέντευξης είναι δυνητική και στην περίπτωση του αιτητή δεν κρίθηκε αναγκαία εφόσον δεν είχαν προβληθεί νέα στοιχεία. Τέλος εισηγήθηκε ότι το βάρος απόδειξης και τεκμηρίωσης των λόγων βρισκόταν στους ώμους του αιτητή και δεν το είχε αποσείσει.

 

Μελετώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εύλογα διαπιστώνεται ότι η κρίση της αναξιοπιστίας του αιτητή ήταν ευλόγως η αναμενόμενη. Με βάση τις παρατηρήσεις και διαπιστώσεις που προβάλλονται στην απόφαση η κρίση της αξιοπιστίας ήταν ορθή. Η έρευνα ήταν πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Zahmatkesh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 376, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου ούτε προχωρά σε επανεκτίμηση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. (Βλ. επίσης Samson v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390). Αυτό είναι ουσιαστικά που επιζητεί ο αιτητής από το παρόν Δικαστήριο να κάμει.

 

Ούτε το παράπονο του αιτητή ότι δεν έτυχε ακρόασης δεν έχει έρεισμα. Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, το άρθρο 28Ζ του Νόμου                       Ν. 6(Ι)/2000 επιτρέπει όπως διεξαχθεί η διαδικασία ενώπιον της Αρχής, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς. Η Αρχή εξετάζει κάθε διοικητική προσφυγή ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό. Η δε δυνατότητα κλήσης σε προσωπική συνέντευξη, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του άρθρου 28Ζ, ασκείται από την Αρχή. Ακόμη και σε περίπτωση υποβολής νέων στοιχείων η Αρχή έχει απόλυτη ευχέρεια είτε να καλέσει τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη είτε σε ακροαματική διαδικασία.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν βρίσκω ότι έχει παραβιαστεί οποιαδήποτε πρόνοια του άρθρου 28Ζ, αφού η διαδικασία έχει διεξαχθεί μέσα στα προβλεπόμενα νομοθετικά πλαίσια.

 

 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.000,00 σε βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                            Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο