ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χρυσοστόμου Ελένη και Άλλοι ν. Αικατερίνης Δημητρίου Κωνσταντινίδου και Άλλων (1999) 3 ΑΑΔ 13
Ασπρομάλλης Γιώργος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 4 ΑΑΔ 915
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(Υπόθεση Αρ. 403/2008)
29 Ιουνίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας («η ΕΕΥ»), ημερομηνίας 28.1.08 για προαγωγή του Γαβριήλ Γεωργίου στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για την Τέχνη. Ο αιτητής είχε αποκλειστεί από τον κατάλογο προτεινόμενων επειδή θεωρήθηκε ότι δεν κατείχε βασικό προσόν.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, κατόπιν εξέτασης των πέντε αιτήσεων που υποβλήθηκαν, έκρινε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε την πρόνοια 3(3) του Σχεδίου Υπηρεσίας που προνοούσε τα ακόλουθα:
«3. Εκπαιδευτική υπηρεσία δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ετών από τα οποία:
(α) τα δυο να ήσαν σε θέση όχι κατώτερη από εκείνη του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και
(β) τα πέντε τουλάχιστο στη Μέση Εκπαίδευση.»
Ο λόγος αποκλεισμού του αιτητή αποτυπώνεται στα πιο κάτω:
«Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με αρ. φακ. Γ.Ε./Αριθ. Φακ. 46(Α)/67/34 ημερ. 20/11/2003 και την απόφαση τουΑνώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 527/01 ημερ. 30/5/2002, υπηρεσία στην Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπηρεσία για τους σκοπούς που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής της Επιτρόπου Διοικήσεως με αρ. φακ. Α/Π 408/2007 και ημερ. 16/7/2007, ενόψει, όμως της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεδομένου ότι δεν έχει αλλάξει το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο λήφθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου η Επιτροπή έκρινε ότι ο κος Γεωργίου δε νομιμοποιείται να είναι υποψήφιος.»
Η ένσταση που υπέβαλε ο αιτητής μέσω επιστολής του δικηγόρου του, απορρίφθηκε από την ΕΕΥ η οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρει,
«(ii) Η Επιτροπή δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι η πιο πάνω περίοδος απασχόλησής του έχει αναγνωριστεί για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, με βάση τους σχετικούς κανονισμούς (ΚΔΠ382/97). Η περίοδος αυτή, όμως, αποτελεί μέρος της προϋπηρεσίας του, εφόσον ήταν πριν από το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία (σύμφωνα με το άρθρο 2 ΚΔΠ 382/97). Η προϋπηρεσία αυτή, λαμβάνεται υπόψη σε διαδικασίες προαγωγής ως μέρος της αρχαιότητάς του, που είναι ένα από τα κριτήρια που προσμετρούν στη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, όμως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη με την έννοια του απαιτούμενου προσόντος, εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί «εκπαιδευτική υπηρεσία 15 τουλάχιστον ετών» και «υπηρεσία» ερμηνεύεται ως «εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία.»
Η ΕΕΥ αφού ετοίμασε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων, τους κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη στις 28.1.08. Μετά το πέρας των συνεντεύξεων, λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προδικαστική ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή επειδή δεν κατέχει απαιτούμενο προσόν δεν ευσταθεί. Από τη στιγμή που αμφισβητείται σοβαρά και αποτελεί επίδικο ζήτημα η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα, ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την αναθεώρηση της εν λόγω απόφασης. (Ελένη Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 13).
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο αποκλεισμός του στηρίχτηκε σε μια πεπλανημένη ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας που ορίζει «εκπαιδευτική υπηρεσία» και όχι «εκπαιδευτική υπηρεσία στη δημόσια εκπαίδευση της Κύπρου». Η ημερομηνία συνδρομής των προσόντων ήταν η 26.11.07. Ο αιτητής έχει πιστωθεί με μια προϋπηρεσία 12 χρόνων και 11 μηνών σε δημόσια σχολεία της Ελλάδας και διορίστηκε από 22.8.96 στη μόνιμη θέση καθηγητή Τέχνης στη Δημοσία Εκπαίδευση της Κύπρου. Προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης από 1.9.04 και στη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης από 17.7.07. Η πιο πάνω περίοδος απασχόλησης του στο εξωτερικό έχει αναγνωριστεί για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, με βάση τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών Κανονισμούς (ΚΔΠ 382/97) («οι κανονισμοί»).
Οι καθ' ων η αίτηση, κατ΄ επίκληση των όρων «προϋπηρεσία» και «υπηρεσία» με βάση τις αντίστοιχες ερμηνείες στο άρθρο 2 των Κανονισμών*, υποστηρίζουν ότι η περίοδος απασχόλησης του αιτητή σε δημόσιο σχολείο της Ελλάδας αποτελεί μόνο μέρος της προϋπηρεσίας του εφόσον, ήταν πριν από το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία. Η προϋπηρεσία αυτή λαμβάνεται υπόψη σε διαδικασίες προαγωγής προσμετρώντας ως συγκριτικό κριτήριο αναφορικά με την αρχαιότητα των υποψηφίων, όμως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη με την έννοια του απαιτούμενου προσόντος, εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί «εκπαιδευτική υπηρεσία» εκπαιδευτικού λειτουργού μετά το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία.
Θεωρώ ότι η ερμηνευτική προσθήκη που επιχείρησε η ΕΕΥ περιορίζοντας τη ρητή και συγκεκριμένη απαίτηση του συντάκτη του σχεδίου υπηρεσίας για εκπαιδευτική υπηρεσία 15 ετών (χωρίς άλλη εξειδίκευση), σε «υπηρεσία που αποκτήθηκε μετά τον διορισμό στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία της Κύπρου» είναι αυθαίρετη και λανθασμένη. Ρητά καθορίζεται στο Σχέδιο Υπυρεσίας (παρ.3(α)) ότι τα δύο έτη, ως μέρος αυτής της υπηρεσίας, είναι σε θέση όχι κατώτερη του Βοηθού Διευθυντή Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης. Η φράση «σχολείο μέσης εκπαίδευσης», όπως ερμηνεύεται στο νόμο παραπέμπει στην απαίτηση για υπηρεσία σε δημόσιο σχολείο του οποίου την ευθύνη φέρει η Δημοκρατία. Συνεπώς, η βούληση του νομοθέτη για δυο χρόνια εκπαιδευτικής υπηρεσίας σε δημόσιο σχολείο της Κύπρου, αποτυπώθηκε ρητά στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Εχω τη γνώμη πως αν ήθελε ο νομοθέτης να χρησιμοποιήσει τον όρο «εκπαιδευτική υπηρεσία» με στενότερη έννοια, αναφερόμενος σε «δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία της Κύπρου», αυτό θα προβλεπόταν στο νόμο ρητά.
Οι καθ΄ ων η αίτηση παραγνωρίζουν τη νομοθετική ανάλυση της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας στο άρθρο 3 των Κανονισμών που προνοεί τα εξής:
«3.-(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία-
(α) Σε δημόσιο σχολείο ή σε δημόσια σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου.
(β) Σε σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης του εξωτερικού αναγνωρισμένη ως τέτοια στη χώρα στην οποία λειτουργεί.
(γ) Σε δημόσιο σχολείο μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης που λειτουργεί στην Ελλάδα.
.........................................................................»
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, σε συνδυασμό με τους ερμηνευτικούς όρους και τη διάκριση που γίνεται μεταξύ προϋπηρεσίας και υπηρεσίας στο άρθρο 2 των Κανονισμών, ευλόγως εξάγεται το συμπέρασμα,
· ότι τα χρόνια υπηρεσίας εκπαιδευτικού πριν από το διορισμό του σε μόνιμη θέση σε οποιαδήποτε σχολή/σχολεία που καθορίζονται ανωτέρω (ανεξαρτήτως αν ήταν στην Κύπρο ή Ελλάδα) αναγνωρίζεται ως προϋπηρεσία, ενώ
· τα χρόνια υπηρεσίας εκπαιδευτικού μετά το διορισμό του σε μόνιμη θέση σε οποιαδήποτε σχολή/σχολεία που καθορίζονται ανωτέρω (ανεξαρτήτως αν ήταν στην Κύπρο ή Ελλάδα) αναγνωρίζεται ως υπηρεσία.
Η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 527/01, ημερ. 30.5.02 καθώς και οι αποφάσεις που ακολούθως την υιοθέτησαν, με κάθε οφειλόμενη εκτίμηση, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Στην Γ. Ασπρομάλλης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 132/07, ημερ. 7.11.08 που αφορούσε το ίδιο ζήτημα, ο Χατζηχαμπής Δ. ανέφερε τα εξής τα οποία υιοθετώ:
«Η διάκριση που έκανε η ΕΕΥ μεταξύ αναγνώρισης για σκοπούς αρχαιότητας σε περίπτωση προαγωγών και μη αναγνώρισης για σκοπούς ικανοποίησης των απαιτούμενων προσόντων σε περίπτωση προαγωγών δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην ίδια την επιστολή ούτε στο νόμο και συνιστά σοφιστική προσπάθεια καταστρατήγησης της αρχής της καλής πίστης.»
Στην περίπτωση του αιτητή που το 2004 προήχθη στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης (το Σχέδιο υπηρεσίας της θέσης απαιτεί αναγνωρισμένη εκπαιδευτική υπηρεσία δώδεκα τουλάχιστον ετών), έχοντας μόνο 8 χρόνια «υπηρεσίας» στην Κύπρο είναι προφανές ότι κατέστη προσοντούχος επειδή η ΕΕΥ υπολόγισε την υπηρεσία του στην Ελλάδα, πιστώνοντας του τα υπολειπόμενα 4 χρόνια. Οι καθ' ων η αίτηση παραδέχονται μόνο ότι η προϋπηρεσία του λήφθηκε υπόψη ως συγκριτικό κριτήριο στις προηγούμενες διαδικασίες προαγωγής του και όχι έναντι απαιτούμενου προσόντος
Προκύπτει εύλογο ερώτημα πώς τα ίδια χρόνια υπηρεσίας του αιτητή στη μια περίπτωση προαγωγής του πιστώθηκαν ως υπηρεσία, ενώ στην αμέσως επόμενη προαγωγική διαδικασία, αυτή του Επιθεωρητή Α', κρίθηκε ότι δεν μπορούν να λογιστούν ως υπηρεσία για σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Συνεπώς προκύπτει παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης από την αντιφατική αυτή συμπεριφορά της ΕΕΥ.
Πέραν των πιο πάνω λόγων που προδικάζουν την επιτυχία της προσφυγής, προβλήθηκε ένας επιπρόσθετος λόγος ακύρωσης. Ότι η δοθείσα ερμηνεία και ο επακόλουθος αποκλεισμός του αιτητή παραβιάζει τόσο τα άρθρα 10 και 39 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα που προασπίζεται την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων όσο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. (C-371/04 , Επιτροπή κατά Ιταλίας, ημερ. 26.10.06). Ο αντίλογος που προβάλουν οι συνήγοροι της καθ' ης η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η εθνική εκπαιδευτική νομοθεσία θα πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο που κατοχυρώνει την ισότιμη και κατά το δυνατόν ομοιόμορφη αξιολόγηση των επαγγελματικών προσόντων (περιλαμβανομένης και την υπηρεσίας/πείρας) οποιουδήποτε ευρωπαίου πολίτη από όλα τα κράτη μέλη, χωρίς βέβαια να εμποδίζεται το κάθε κράτος μέλος να θέτει ειδικές απαιτήσεις στα πλαίσια επιμέρους επαγγελματικών ρυθμίσεων όταν υπαγορεύεται από το γενικό συμφέρον που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο.
Αντιθέτως οι ίδιοι οι Κανονισμοί (άρθρο 3) αναγνωρίζουν ρητά την υπηρεσία στην Ελλάδα και αυτή η αναγνώριση, εκτείνεται τόσο στο διορισμό και προαγωγή όσο και για σκοπούς προσαυξήσεων. Συνεπώς η επιλεκτική αναγνώριση που επικαλείται η ΕΕΥ ήτοι, μόνο για σκοπούς αρχαιότητας και προσαυξήσεων, παραβιάζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1200 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
*««προϋπηρεσία» σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού πριν από το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και περιλαμβάνει απασχόληση με σύμβαση.»
«υπηρεσία» σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία.»