ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
&nb sp; Υπóθεση Αρ. 1843/2008
29 Iουνίου, 2009
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡΑ 28, 30, 34, 35, 113.2 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 13 ΚΑΙ 17 ΤΗΣ ΕΣΑΔ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Αιτητής
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Καθού η αίτηση
.............................
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά
Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον καθού η αίτηση
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ενόψει του ότι η διατύπωση της αιτούμενης από τον αιτητή θεραπείας είναι κάπως ιδιόμορφη, την παραθέτω αυτούσια. Αυτή έχει ως ακολούθως:
«Η αίτηση κατατίθεται σε συνέχεια των επιστολών ημερ. 9/10/2008, 21/10/2008 και 6/11/2008 προς τον Έντιμο Κύριο Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επανεξέταση/επανεκδίκαση της Πολιτικής Αγωγής μου 7439/85, οι οποίες παρέμειναν αναπάντητες. Για τον ίδιο σκοπό απέστειλα και επιστολές ημερ. 9/10/2008 και 3/11/2008 προς τον έντιμο κ. Γενικό Εισαγγελέα ως εμπλεκόμενο πρόσωπο, ο οποίος με παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αυτές οι επιστολές στάληκαν πολύ έγκαιρα.
Ως αιτητής επιμένω στην επανεξέταση/επανεκδίκαση της εν λόγω πολιτικής αγωγής μου, η εκδίκασή της οποίας ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου στις 2/10/2008 επί της Α.Ε. αρ. 32/06 (προσφ. 202/05) της αφορώσης εις την ιδιωτική ποινική αγωγή μου αρ. 39513/96 που συνιστούσε την ποινική πτυχή της υπόθεσης και που δημιουργήθηκε στην πορεία με την αποκάλυψη εγγράφων κατόπιν διαταγής του δικαστηρίου στις 20/4/1994.
Οι λόγοι στηρίζονται στην ολοφάνερη παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της αμεροληψίας και, δοθέντος ότι το Κυπριακό Δικαστικό Σύστημα στερείται της τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας που ασκούν οι άλλες δημοκρατικές χώρες, βασίζω την προσφυγή μου σε δύο πυλώνες:
(α) Στο άρθρο 35 του Συντάγματος, δια του οποίου «οι δικαστικές αρχές υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του μέρους ΙΙ, ήτοι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες» του πολίτη, και (β) και το ισχυρότερο του Συντάγματος μας, στην ΕΣΑΔ, η οποία δια των άρθρων της 13 και 17, ήτοι δια του πρώτου που «διασφαλίζεται το δικαίωμα για αποτελεσματική θεραπεία» και δια του δευτερου που «απαγορεύεται η κατάχρηση των δικαιωμάτων», ασφαλιστικές δικλείδες οι οποίες είχαν αγνοηθεί παντελώς με την παραβίαση από το ίδιο το δικαστήριο των βασικών άρθρων 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΑΔ για δίκαιη δίκη.
Γι' αυτό, η μόνη θεραπεία που επιτάσσουν οι περιστάσεις της παρούσης υπόθεσης για δικαίωση μου που ταλαιπωρούμαι επί 23 χρόνια στα δικαστήρια αλλά και τη διάσωση της αξιοπιστίας και του κύρους της κυπριακής δικαιοσύνης, είναι η ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ της πιο πάνω αιτούμενης πολιτικής αγωγής μέσα στα πλαίσια της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, όπως αρμόζει σε μια δημοκρατική χώρα. Αυτό είναι ένα αναφαίρετο, ανθρώπινο και δημοκρατικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
(η υπογράμμιση είναι δική μου)
Aκολουθούν τα νομικά σημεία και τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η προσφυγή.
Από πλευράς του καθού η αίτηση με την καταχωρηθείσα ΕΝΣΤΑΣΗ εγείρονται οι ακολουθες προδικαστικές ενστάσεις:
(α) ότι η προσφυγή προσκρούει στο δεδικασμένο,
(β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πράξη εκτελεστή εντός της έννοιας του Άρθρου 146 του Συντάγματος καθότι συνδέεται με την άσκηση της δικαστικής εξουσίας.
Διαζευκτικά των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων ο καθού η αίτηση υποστηρίζει την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο αιτητής καταχώρησε και ανταπάντηση στην ένσταση, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, όπου απορρίπτει τους ισχυρισμούς της ΕΝΣΤΑΣΗΣ.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τον Αυγουστο του 1985 ο αιτητής είχε καταχωρήσει κατά της Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (τότε εργοδότη του) την πολιτική αγωγή αρ. 7439/85 για παράβαση συμφωνίας και άλλα αστικά αδικήματα, ως η Έκθεση Απαίτησης. Η εκδίκαση της καθυστέρησε. Στα πλαίσια της διαδικασίας καταχωρήθηκε αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων και η εναγόμενη Τράπεζα διατάχθηκε όπως προβεί σε σχετική αποκάλυψη. Ο αιτητής, έκρινε ότι η Τράπεζα δεν συμμορφώθηκε πλήρως με το διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων και καταχώρησε την ιδιωτική ποινική υπόθεση 39513/96 Ε.Δ. Λευκωσίας εναντίον της Τράπεζας αλλά και 3 διευθυντών της για το ότι συνωμότησαν για καταστροφή και/ή εξαφάνιση εγγράφων που σχετίζονταν με την αγωγή του.
Στις 17/1/97 τα εν λόγω πρόσωπα (διευθυντές της Τράπεζας) με επιστολή των δικηγόρων Χρυσαφίνη και Πολυβίου, ζήτησαν από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να καταχωρήσει αναστολή ποινικής δίωξης (nolle prosequi) στην προαναφερθείσα ποινική υπόθεση.
Στις 23/1/97 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία πληροφορούσε το εν λόγω Δικαστήριο ότι η Δημοκρατία, δυνάμει του άρθρου 113.2 του Συντάγματος και του άρθρου 154(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, διακόπτει την ποινική διαδικασία εναντίον των(1) Γιάννη Χατζηγιάννη, (2) Γεωργίου Μ. Λαμπρινού, και (3) Τάκη Γεωργιάδη, δηλαδή των διευθυντών της Τράπεζας.
Στο μεταξύ η αγωγή 7439/85 εκδικάστηκε, εκδόθηκε απόφαση στις 30/1/88 η οποία εφεσιβλήθηκε και εκδόθηκε από το Εφετείο διάταγμα επανεκδίκασης. Ακολούθησε νέα ακροαματική διαδικασία και εκδόθηκε απόφαση στις 20/3/97 την οποία και πάλιν εφεσίβαλε ο αιτητής με την Πολ. Έφεση 9950. Εκδόθηκε απόφαση με την οποία επικυρώθηκε η απόρριψη της αγωγής. (βλ. Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (1999) 3 (Γ) Α.Α.Δ. 1995).
Ο αιτητής με επιστολή του ημερ. 30/9/04 προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε έγκριση για κατάθεση νέας ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης εναντίον των ιδίων κατηγορουμένων, για το ίδιο ποινικό αδίκημα που αφορούσε και η ποινική υπόθεση 39513/96.
Στις 2/12/04 ο αιτητής διαβίβασε υπενθυμητική επιστολή. Η Νομική Υπηρεσία, με επιστολή της ημερ. 22/12/04 πληροφόρησε τον αιτητή ότι η υπόθεση 39513/96 έχει τύχει χειρισμού από τη Νομική Υπηρεσία από το 1997 και θεωρείται λήξασα.
Ο αιτητής διαβίβασε προς τη Νομική Υπηρεσία, επιστολή ημερ. 29/12/04 με την οποία ισχυριζόταν ότι η υπόθεση του δεν είχε τύχει υπεύθυνου χειρισμού και ζήτησε ξανά επανακατάθεση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης του.
Η Νομική Υπηρεσία, με επιστολή της ημερ 20/1/05 πληροφόρησε τον αιτητή ότι οι χειρισμοί που έγιναν από τη Νομική Υπηρεσία το 1997 κρίνονται τελεσίδικοι. Ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 202/05 και στις 28/2/06 εκδόθηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Ο αιτητής στη συνέχεια καταχώρησε την Α.Ε. 32/06 εναντίον της πιο πάνω απόφασης και η έφεση απορρίφθηκε ομόφωνα από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 2/10/08. Παρά την εν λόγω απόφαση ο αιτητής με επιστολές του ημερ. 9/10/08, 21/10/08 και 6/11/08, όπως περιγράφονται στο αιτητικό της προσφυγής, επανέφερε το ίδιο θέμα. Ζήτησε δηλαδή το επανάνοιγμα της πολιτικής αγωγής και έμμεσα της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΝ ΘΕΣΕΩΝ
Μεταξύ των διαφόρων λόγων που ανέπτυξε ο αιτητής κατά το στάδιο των διευκρινίσεων είναι ότι η ΕΝΣΤΑΣΗ περιορίζεται στο άρθρο 146 και δεν κάνει αναφορά και στα υπόλοιπα άρθρα του Συντάγματος στα οποία ο αιτητής αναφέρεται στην ΑΙΤΗΣΗ (προσφυγή). Λαμβάνοντας υπόψη ότι το βάρος απόδειξης της υπόθεσης είναι στον αιτητή, δε θεωρώ ότι η παράλειψη αναφοράς στην ΕΝΣΤΑΣΗ στα ίδια άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΑΔ που αναφέρονται στην ΑΙΤΗΣΗ, θέτουν με οποιονδήποτε τρόπο τον καθού η αίτηση σε τέτοια μειονεκτική θέση που να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη τα όσα περιέχονται στην ΕΝΣΤΑΣΗ.
Είναι φανερό από το αιτητικό της προσφυγής (βλ. ιδιαίτερα το μέρος που έχω υπογραμμίσει) ότι αυτό που ζητά ο αιτητής είναι η επανεκδίκαση της πολιτικής αγωγής του που, όπως ο ίδιος αναφέρει «η εκδίκαση της οποίας ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Εφετείου στις 2/10/08 επί της Α.Ε. 32/06 (προσφυγή αρ. 202/05) της αφορώσης στην ιδιωτική ποινική αγωγή αρ. 39513/96 που συνιστούσε την ποινική πτυχή της υπόθεσης.» Στην έκταση που ο αιτητής παραπονείται ότι έμειναν αναπάντητες οι επιστολές του ημερ. 9/10/08, 21/10/08 και 6/11/08, δε ζητείται θεραπεία με βάση το άρθρο 29 του Συντάγματος ούτως ώστε να χρειάζεται να εξεταστεί (α) κατά πόσο τα θέμα εμπίπτει στη δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 146 και (β) αν ναι, ότι υπήρχε τέτοια παράλειψη που να δικαιούται θεραπείας ο αιτητής με βάση το άρθρο 146.4 του Συντάγματος. Επομένως προχωρώ να εξετάσω αν δικαιούται τις αιτούμενες με την προσφυγή του θεραπείες.
Από τα γεγονότα, όπως τα επικαλείται ο αιτητής, προκύπτει ότι η βάση του παραπόνου του είναι η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να καταχωρήσει στις 23/1/97 αναστολή ποινικής δίωξης στην προαναφερθείσα ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχώρησε ο αιτητής εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και 3 διευθυντών της. Έκτοτε (31/1/97) ο αιτητής, κατά διαστήματα, ζητούσε έγκριση από το Γενικό Εισαγγελέα για καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεσης και ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του ημερ. 20/1/05 πληροφόρησε τον αιτητή ότι το όλο θέμα θεωρείται ότι έχει λήξει.
Ακολούθησε η προσφυγή 202/05 που προσέβαλε την άρνηση του Γενικού Εισαγγελέα για να εγκρίνει την καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεσης και το δικαστήριο (Κρονίδης Δ), απέρριψε την προσφυγή αφού δέχθηκε την προδικαστική ένσταση του καθού η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «δεν είναι εκτελεστή διοικητική πραξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος και ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας». Ο αιτητής καταχώρησε την Α.Ε. 32/06 με την οποία αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης του Δικαστή Κρονίδη και η Ολομέλεια, στις 2/10/08, ομόφωνα, απέρριψε την έφεση αφού συμφώνησε, για τους λόγους που εκεί εξηγούνται, ότι η πράξη που προσβαλλόταν με την προσφυγή, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, όπως ορθά αποφάσισε και ο πρωτόδικος δικαστής. Υπενθυμίζω εδώ ότι η αγωγή, της οποίας ζητά επανάνοιγμα, έχει ήδη εκδικαστεί τελεσίδικα από το Εφετείο. (βλ. Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου (πιο πάνω)].
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά ουσιαστικά την ίδια θεραπεία, επαναφορά δηλαδή της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης και της πολιτικής αγωγής, θεραπεία που δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, όπως ήδη αποφασίστηκε και από την Ολομέλεια στην προαναφερθείσα Α.Ε. 32/06 ημερ. 2/10/08. Επομένως γίνεται δεκτή η προδικαστική ένσταση ότι (α) ο αιτητής εμποδίζεται από το δεδικασμένο της εν λόγω Α.Ε. 32/06 να επαναφέρει το ίδιο θέμα και (β) ότι και αν ακόμα μπορούσε να επαναφέρει το θέμα ως μη καλυπτόμενο από το δεδικασμένο της Α.Ε. 32/06, η φύση της αιτούμενης θεραπείας (επανάνοιγμα δηλαδή της αγωγής 7439/85) είναι τέτοια που δεν εμπίπτει στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο της προαναφερθείσας πολιτικής έφεσης Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθού η αίτηση.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο