ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1394/2007)
19 Ιουνίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CROWN RESORTS LIMITED,
Αιτητές,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Τ. Κουκούνης, για τους Αιτητές.
Τ. Μάρκου για κ. Μουαΐμη, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές είναι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας στο Παραλίμνι. Οι Καθ' ων η αίτηση είναι η δημοτική αρχή μέσα στα όρια της οποίας βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία των Αιτητών. Με βάση τις εξουσίες που τους παρέχονται, οι Καθ'ων η αίτηση στις 18.7.07 επέβαλαν στους Αιτητές τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας ύψους £2.670, σύμφωνα με το άρθρο 74 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/1985), για το έτος 2007.
Οι Αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση.
Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, προβάλλουν ότι το άρθρο 74 του Νόμου 111/1985, βάσει του οποίου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντισυνταγματικό, αφού όπως ισχυρίζονται αυτό αντίκειται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Στην προκειμένη περίπτωση, εισηγούνται ότι η διπλή φορολογία της ακίνητης ιδιοκτησίας συνιστά καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως φορολογία.
Με το δεύτερο λόγο ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι με την επιβολή φορολογίας για την ίδια ακίνητη περιουσία, τόσο από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου του 1980 (Ν. 24/1980), όσο και από τις τοπικές αρχές δυνάμει του άρθρου 74 του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν. 111/1985), στην ουσία επιβάλλεται διπλή φορολογία κατά παράβαση του Άρθρου 24.4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι ουδείς φόρος πλην των τελωνειακών δασμών δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως.
Κατά την άποψη μου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Σε προσφυγές δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι παρεμπίπτον και κατασταλτικός και περιορίζεται στη διαπίστωση ασυμφωνίας του περιεχομένου του νόμου προς το Σύνταγμα σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Η αντισυνταγματικότητα νόμου θα πρέπει να αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, εφόσον συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας (Βλ. Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910).
Το δικαίωμα ιδιοκτησίας που προστατεύει το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος, το οποίο επικαλείται ο Αιτητής, δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς που προβλέπονται στις υπόλοιπες παραγράφους του άρθρου. Όμως κάθε περιορισμός στο δικαίωμα, πρέπει να είναι νόμιμος και προς το δημόσιο συμφέρον. Οι πρόνοιες του Άρθρου 23, δεν επηρεάζουν τη δυνατότητα του κράτους να θεσπίσει νόμους τους οποίους κρίνει αναγκαίους, για να εξασφαλίσει την πληρωμή φόρων σύμφωνα με το Άρθρο 24 του Συντάγματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχω πεισθεί στο βαθμό που απαιτείται ότι η επιβολή φόρου επί ακίνητης ιδιοκτησίας είναι αντισυνταγματική. Τα επιχειρήματα των Αιτητών είναι γενικά και αόριστα και καθόλου δεν πείθουν ότι με την επιβολή του σχετικού φόρου οι Αιτητές στερούνται, όπως ισχυρίζονται, σε σημαντικό βαθμό της περιουσίας τους.
Ούτε ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Το Άρθρο 24.1 του Συντάγματος προβλέπει ότι:-
«24.1 Έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμενων αυτού.»
Το άρθρο προσπαθεί να διασφαλίσει στο βαθμό που είναι δυνατό, φορολογική ισότητα μεταξύ των πολιτών, σύμφωνα με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Η παράγραφος (4) του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, προβλέπει ότι:-
«24.4 Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, εξαιρέσει των τελωνειακών δασμών δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως.»
Για να χαρακτηριστεί μια φορολογία ως καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως, σύμφωνα με τη νομολογία θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επαχθής. Η διπλή φορολογία δεν συνιστά από μόνη της φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 401:-
«Φόρος είναι καταστρεπτικής φύσεως, εάν είναι τόσο δυσανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, ώστε να επιφέρει την οικονομική καταστροφή του, ή το αποτέλεσμά του να απολήγει, ουσιαστικά, στη στέρηση ή δήμευση της περιουσίας του.»
Στην ίδια υπόθεση θεωρήθηκε ότι: «διπλή φορολογία είναι φορολογία δύο φορές του ίδιου εισοδήματος, του ίδιου προσώπου αναφορικά με το ίδιο εισόδημα είτε άμεσα είτε έμμεσα». (Βλ. Barnes v. Hely Hutchinson (1940) AC 81 at 97).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ίδια ιδιοκτησία που ανήκει στο ίδιο πρόσωπο, φορολογείται δύο φορές στη βάση της αξίας της, με διαφορετικούς βέβαια συντελεστές. Κατ' αναλογία με τον ορισμό που δόθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου, πιο πάνω, στον όρο «διπλή φορολογία», η επιβολή δύο φορολογιών για την ίδια ιδιοκτησία αποτελεί διπλή φορολογία.
Όμως η ύπαρξη διπλής φορολογίας από μόνη της δεν συνιστά αυτόματα και φορολογία καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως. Για να είναι τέτοια θα πρέπει, όπως έχω ήδη αναφέρει, να απολήγει σε στέρηση.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω πεισθεί από τα γενικά και αόριστα επιχειρήματα των Αιτητών, ότι η διπλή φορολογία της ακίνητης ιδιοκτησίας τους από την τοπική αρχή και από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, απολήγει ουσιαστικά σε στέρηση της περιουσίας τους.
Περαιτέρω ισχυρίζονται με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, ότι η επιβολή διπλής φορολογίας παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας και της ισότητας. Σε σχέση με την ισότητα, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν συνιστά ίση μεταχείριση όταν οι καθ' ων η αίτηση επιβάλουν στους δημότες τους με ακίνητη ιδιοκτησία, διπλή φορολογία, χωρίς να φορολογούν με τον ίδιο τρόπο και δύο άλλες κατηγορίες πολιτών στην ίδια θέση, ήτοι τους δημότες με κινητή ιδιοκτησία και εκείνους που κερδίζουν εισόδημα. Όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Αιτητών, δεν αποτελεί ισότητα, όταν πολίτες που έχουν ακίνητη ιδιοκτησία υπόκεινται σε διπλή φορολόγηση από το κράτος, ενώ όσοι έχουν κινητή περιουσία ή εισοδήματα υπόκεινται σε μια και μοναδική φορολόγηση μέσω του φόρου εισοδήματος. Δεν υπάρχει, είπε, καλή πίστη πίσω από μια τέτοια νομοθεσία. Αντίθετα, πρόσθεσε, μάλλον κακόπιστη μπορεί να αποκαλέσει κάποιος την προσπάθεια αυτή του κράτους, να εκμεταλλευθεί την ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας από πολίτες.
Κατά την άποψη μου δεν ευσταθεί ούτε ο τρίτος λόγος ακυρώσεως. Αφενός μεν μπορεί, με βάση το Άρθρο 24.1 του Συντάγματος να έχουμε φορολογική ισότητα με την έννοια ότι όλοι θα πρέπει αδιακρίτως να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη, αφετέρου δε αυτή η φορολογική ισότητα με βάση το Άρθρο 28 του Συντάγματος, δεν μπορεί να είναι ισοπεδωτική με την έννοια της μαθηματικής ισότητας, αφού ο καθένας φορολογείται ανάλογα με τα εισοδήματα και τα περιουσιακά του στοιχεία.
Περαιτέρω η έννοια του Άρθρου 28 του Συντάγματος, είναι η προστασία σε περιπτώσεις αυθαίρετων και δυσμενών διακρίσεων και όχι οι λογικές διαφοροποιήσεις λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων, όπως στην παρούσα, όπου διαφοροποιείται η οικονομική κατάσταση του κάθε διοικουμένου. Στο σύγγραμμα του Α. Λοΐζου, Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρεται στη σελ. 157, ότι το Άρθρο 24 προβλέπει ότι «έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού». Η διάταξη αυτή με τη φράση «αναλόγως των δυνάμεων του» είναι μια όψη, στη σφαίρα της φορολογίας, της αρχής της ισότητας η οποία περιέχεται στον όρο «ίσος ενώπιον του νόμου» στο Άρθρο 28.1· και «δυσμενής διάκριση» στο Άρθρο 28.2 του Συντάγματος, δεν έχει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζεται μόνο έναντι της αυθαίρετης δυσμενούς διάκρισης, χωρίς να αποκλείονται εύλογες διαφοροποιήσεις. Επιτρέπει, επομένως, λογικές διαφοροποιήσεις οι οποίες μπορούν να γίνονται, ενόψει της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων.
Τέλος, οι Αιτητές με τον τέταρτο λόγο ακύρωσης προβάλλουν, ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι άκυρη λόγω παράλειψης τύπου ή νομοθετικού τύπου, αφού όπως ισχυρίζονται δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 74 του Νόμου 111/1985, επειδή το έγγραφο με το οποίο επιβλήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση η επίδικη φορολογία για το έτος 2007, δεν είναι σφραγισμένο με τη σφραγίδα των Καθ' ων η αίτηση.
Κατά την άποψή μου και αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.
Συμφωνώ με τον συνήγορο των καθ' ων η αίτηση, ότι εδώ δεν πρόκειται για παραβίαση, εφόσον το έντυπο που στάληκε στους Αιτητές δεν είναι η φορολογία, αλλά αποτελεί απλή ειδοποίηση για το τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας που επιβλήθηκε. Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο επιβάλλει στους δημότες το σχετικό τέλος, είναι ξεχωριστή. Δεν χρειάζεται να επεκταθώ, εφόσον το όλο ζήτημα επεξηγείται από την Ολομέλεια στην Δήμος Λευκωσίας ν. Παναγιώτης Παμπορίδης (2003) 3 ΑΑΔ 566, στην οποία επισημάνθηκε ότι:-
«Σύμφωνα με τα άρθρα 73-78 του νόμου η φορολογία δεν επιβάλλεται ατομικά, δηλαδή με ξεχωριστές διοικητικές πράξεις για κάθε ένα δημότη που είναι ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας εντός των δημοτικών ορίων. Επιβάλλεται για όλους τους ιδιοκτήτες ομοιόμορφα με μια απόφαση ετησίως. Ο Νόμος (άρθρο 74) προνοεί επιβολή της φορολογίας σε σχέση «προς άπασα την ακίνητον ιδιοκτησία» επί των ιδιοκτητών, «δι' εγγράφου κεκυρωμένου διά της σφραγίδος του δήμου». Προσέτι ο νόμος προνοεί, για την καταβολή του τέλους από τους ιδιοκτήτες, την 30ην Ιουνίου εκάστου έτους και ανυπερθέτως την καταβολή μέχρι την 30ην Σεπτεμβρίου οπότε και επιβάλλεται επιπρόσθετη επιβάρυνση μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Δεν απαιτεί ο νόμος όπως η επιβολή της φορολογίας για έκαστο δημότη να γίνεται με ξεχωριστή απόφαση κεκυρωμένη δια της σφραγίδος του δήμου η οποία να γνωστοποιείται στον κάθε ένα ιδιοκτήτη ξεχωριστά.»
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νομότυπα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των καθ'ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ