ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 292
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1343/2007]
13 Μαΐου, 2009
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ-ΒΑΤΥΛΙΩΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ
ως ο επισυνημμένος ΠΙΝΑΚΑΣ «Α»
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Μ. Καλλιγέρου για τους αιτητές.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με επιστολή της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), ημερομηνίας 5.2.2004, προσφέρθηκε στους αιτητές διορισμός στη θέση Χημικού, Γενικό Χημείο, η οποία, ενόψει του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (αρ. 8) του 2002 (Ν. 42(ΙΙ)/02), όπως αναφερόταν, αντικατέστησε τη θέση Χημικού 2ης Τάξης, στην οποία αφορούσε η προκήρυξη. Εξηγούνται οι λεπτομέρειες της μισθοδοσίας, πάλιν με αναφορά στον πιο πάνω Νόμο και οι αιτητές, στις 16.2.04, γραπτώς απάντησαν πως αποδέχονται «τον πιο πάνω διορισμό». Μετά από πάροδο περίπου τριών ετών υπηρεσίας στη θέση Χημικού, οι αιτητές, με επιστολές της δικηγόρου τους, ανακίνησαν το θέμα και η αλληλογραφία κατέληξε σε αίτημα εκ μέρους των αιτητών, με την επιστολή της δικηγόρου τους ημερομηνίας 27.7.07, για ανάκληση του διορισμού στη θέση Χημικού και αντικατάστασής του με διορισμό στη θέση Χημικού 2ης Τάξης. Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της ΕΔΥ ημερομηνίας 7.9.07, με την οποία απεφάσισε ότι εμμένει στην αρχική της απόφαση σχετικά με τον από 2.4.04 διορισμό των εν λόγω υπαλλήλων στη θέση Χημικού, Γενικό Χημείο του Κράτους, με τη βασική εισήγηση πως ο νόμος που αναφέρθηκε, ορθά ερμηνευόμενος και όχι κατά πλάνη όπως είχε τότε γίνει, επέβαλλε διορισμό όπως το αίτημά τους. Εναλλακτικά, με την εισήγηση πως ο νόμος είναι αντισυνταγματικός.
Κάτω από το δεδομένο πως ο διορισμός, όπως αυτός έγινε, συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη την οποία, όμως, οι αιτητές αντί να προσβάλουν, αν τη θεωρούσαν παράνομη, την αποδέχτηκαν, ό,τι επιδιώκεται τώρα είναι, στην πραγματικότητα, εκ των υστέρων έλεγχος της νομιμότητάς της. Ενώ, κατά το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος αυτό μπορεί να γίνει μόνο εφόσον ασκηθεί προσφυγή μέσα σε 75 μέρες από την ημερομηνία γνώσης της πράξης ή δημοσίευσής της, αναλόγως. Είναι, συναφώς, η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απλώς βεβαιωτική της αρχικής, πως γι' αυτό δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη σε σχέση με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία και πως τωρινός έλεγχος της νομιμότητας της θα παραβίαζε τις διατάξεις του Συντάγματος αναφορικά με την προθεσμία που εκείνο θέτει. Με παραπομπή στην απόφαση του Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε, στην Πέτρου Παπαχαραλάμπους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 282/96, ημερομηνίας 17.2.97, στην οποία με αναφορά στη βιβλιογραφία[1] και σε προηγούμενη νομολογία[2] αποφασίστηκε πως στην απουσία μεταγενέστερων γεγονότων που θα αναδείκνυαν τη νέα απόφαση ως αυτοτελώς εκτελεστή, αυτή ήταν βεβαιωτική.
Δεν υπήρχαν, εν προκειμένω, οποιασδήποτε φύσης νέα γεγονότα ούτε και τίθεται θέμα νέας έρευνας προς τέτοια κατεύθυνση. Οι αιτητές αναγνωρίζουν αυτή την πραγματικότητα και ευθέως η ευπαίδευτη συνήγορός τους, όπως η υπεύθυνη δικηγορία απαιτεί, υπέδειξε και περαιτέρω νομολογία που κατανοεί, όπως ανέφερε, ότι δεν υποστηρίζει τη θέση της.[3] Θεωρεί, όμως, ότι παρέχεται κάποιο περιθώριο ανάληψης δικαιοδοσίας ενόψει άλλων αναφορών, σε ελληνικά συγγράμματα, στη βάση νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας. Σ' αυτό το πλαίσιο επικαλείται το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α. Τάχου, 6η έκδοση, σελ. 583 - 587, το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Ε. Π. Σπηλιωτόπουλου, 11η έκδοση, σελ. 191-192 και το Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π.Δ. Δακτόγλου, β΄ έκδοση, σελ. 238 - 240, με την εισήγηση πως εφόσον υπεβλήθη αίτημα και η διοίκηση δεν παρέμεινε σιωπηρή αλλά απάντησε, προκύπτει απόφαση υποκείμενη σε αναθεώρηση ως προς την αιτιολογία της. Αυτό, όμως, εφόσον, υπό το αποδεκτό ή το αντικειμενικά υπαρκτό δεδομένο της παρανομίας της αρχικής απόφασης, το αίτημα για ανάκληση απορρίπτεται κατά την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας που γενικά έχει η διοίκηση, στην περίπτωση παράνομων πράξεων. Δεν υπάρχουν εδώ στοιχεία που να δικαιολογούν επέκταση και διατύπωση κρίσης επί τέτοιου θέματος. Εν προκειμένω, το κατά πόσο η αρχική απόφαση ήταν παράνομη, με τη διοίκηση να εμμένει στη νομιμότητά της, θα ήταν ζητούμενο που θα ήταν δυνατό να εξακριβωθεί στο πλαίσιο επί τούτου ελέγχου, αν ασκείτο κατ' αυτής προσφυγή εμπροθέσμως. Είναι προφανές πως αποδοχή της αντίληψης των αιτητών θα οδηγούσε ουσιαστικά σε πλήρη αχρήστευση της συνταγματικής διάταξης αναφορικά με την προθεσμία. Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/ΜΣι.
[1] Η Αίτησις Ακυρώσεως του Θ. Τσάτσου 3η έκδοση σελ. 149, §64, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων του Μ. Στασινόπουλου, έκδοση 1951 σελ. 463-464, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, Ανατύπωση 1969, σελ. 203.
[2] Christos M. Zivlas v. Municipality of Paphos (1975) 3 CLR 349.
[3] Nicolas Yiangou and Another v. Republic (1976) 3 CLR 101, Iωαννίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 199. (Βλ. και Κληρίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 575, Δώρα Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Προσφυγή 867/2000, ημερομηνίας 31.5.01, Ν.Π. Λανίτης Λτδ κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγή 231/2000, ημερομηνίας 30.5.03 και Ανδρέας Αθανασίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 777/01, ημερομηνίας 12.9.03).