ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ      

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 99/2007)

 

30 Απριλίου, 2009

 

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤA  ΑΡΘΡA  28  ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΠΕΛΑΓΙΑΣ,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  ΚΑΙ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΤΑΞΕΩΣ,

2.  ΑΡΧΗΓΟΥ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

Ιωνάς Νικολάου, για τον Αιτητή.

Φίλιππος Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να προαγάγουν στη θέση Αστυνόμου Α΄, από 26/10/2006, τους:  1. Χαράλαμπο Βούτουνο, 2. Ιωάννη Χρίστου, 3. Ανδρέα Γεωργίου, 4. Νίκο Κερίμη, 5. Αγαθάγγελο Καρατζιά, 6. Γεώργιο Τρυφωνίδη, 7. Χριστάκη Μαυρή, 8. Χριστόδουλο Λαζάρου, 9. Κώστα Κερίμη, 10. Μιλτιάδη Μιλτιάδους, 11. Δημήτριο Πιτσιλλίδη· και 12. Κύπρο Μιχαηλίδη - (ενδιαφερόμενα μέρη).  Οι εν λόγω προαγωγές δημοσιεύθηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας, με αύξοντα αριθμό 44, Μέρος ΙΙ και με ημερομηνία 30/10/2006.

 

Για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς τους 2004, (Κ.Δ.Π. 214/2004), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»).  Σύμφωνα με τον Κ.  20(β) των Κανονισμών, για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄, πρέπει:-

 

   (ι)  Ο υποψήφιος να έχει συμπληρώσει διετή υπηρεσία στο βαθμό Αστυνόμου Β΄, εκτός αν δεν υπάρχουν προσοντούχοι υποψήφιοι και, κατά την κρίση του Αρχηγού της Αστυνομίας, (ο «Αρχηγός»), συντρέχουν ειδικοί λόγοι, που, σε κάθε περίπτωση, αναφέρονται, με βάση τους οποίους δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση της διετούς υπηρεσίας.

 

 (ιι)   Κατά  τη  διάρκεια  της  προηγούμενης  διετίας  να  μην  έχει επιβληθεί στον υποψήφιο ποινή μεγαλύτερη από αυστηρή επίπληξη για πειθαρχικό αδίκημα, σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς του 1989, (Κ.Δ.Π. 53/1989), (όπως τροποποιήθηκαν).

 

(ιιι)  Μετά από σχετική έκθεση του Αρχηγού, να φαίνεται ότι ο υποψήφιος έχει εκτελέσει ικανοποιητικά τα καθήκοντά του.

 

Ο Αρχηγός, στις 23/10/2006, ενεργώντας στη βάση της υποπαραγράφου (ι), πιο πάνω, ετοίμασε πρακτικό για τη μείωση του απαιτούμενου χρόνου υπηρεσίας για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄, γιατί, όπως επεξηγεί, μέχρι το τέλος του 2007, όλοι οι Αστυνόμοι Α΄, είτε είναι κατάλληλοι είτε όχι, θα έχουν προαχθεί σε Ανώτερους Αστυνόμους και, προ του τέλους του 2007, θα προκύψουν δύο κενές θέσεις Ανώτερου Αστυνόμου, χωρίς να υπάρχουν υποψήφιοι για την πλήρωσή τους.  Για να υπάρχουν, αναφέρει, μέχρι τέλους του 2007 Αστυνόμοι Α΄ που να έχουν συμπληρώσει ενός έτους υπηρεσία στη θέση - τον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο - για να μπορούν να θεωρηθούν προσοντούχοι για τη θέση Ανώτερου Αστυνόμου και να υπάρχει έτσι δυνατότητα να πληρωθούν οι θέσεις που θα προκύψουν, επιβάλλεται όπως κάποιοι από τους Αστυνόμους Β΄, με σύντμηση, δηλαδή με μείωση του απαιτούμενου χρόνου, προαχθούν σε Αστυνόμους Α΄.  Στη συνέχεια, αναφέρει ότι ο μόνος που πληροί τις πρόνοιες του Κ. 20(β) των Κανονισμών είναι ο αιτητής, ο οποίος, όμως, βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια από τις 22/7/2005.  Παρόλο που, σύμφωνα με την επιφύλαξη του Κ. 19Γ(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, (Κ.Δ.Π. 51/1989), (όπως έχουν τροποποιηθεί), (οι «Γενικοί Κανονισμοί»), δε χάνει το δικαίωμα προαγωγής του, εάν αυτός προαχθεί, η προαγωγή του θα είναι χωρίς πρακτική σημασία για την Αστυνομία, εφόσον, με το νέο βαθμό του, θα συνεχίσει να παραμένει με προαφυπηρετική άδεια και η Αστυνομία θα εξακολουθεί να έχει κενή μια οργανική θέση Ανώτερου Αξιωματικού.  Τυχόν προαγωγή του, καταλήγει, σε Αστυνόμο Α΄ δε θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον.  Θα αποτελέσει μόνο οικονομική προαγωγή και όχι κάλυψη των υπηρεσιακών κενών.  Ο ίδιος Κανονισμός ορίζει ότι η θέση μέλους της Αστυνομίας που βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια θεωρείται ότι έχει κενωθεί από την ημερομηνία έναρξης της προαφυπηρετικής άδειάς του και μπορεί να συμπληρωθεί με διορισμό σε αυτήν άλλου μέλους της Αστυνομίας.  Στο πρακτικό επισυνάπτεται κατάλογος υποψηφίων, οι οποίοι, κατόπιν σύντμησης του χρόνου, για τους ειδικούς λόγους που εκτίθενται σ' αυτό,  μπορούν να θεωρηθούν υποψήφιοι για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄.  Ακολούθως, ο Αρχηγός ετοίμασε ΄Εκθεση, στην οποία παραθέτει αιτιολογημένη αξιολόγηση για τον κάθε υποψήφιο.  Στις 23/10/2006, με επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (ο «Υπουργός») - (΄Αρθρο 16(1) και (2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, (Ν. 73(1)/2004), (όπως έχει τροποποιηθεί), και Κ. 23 των Κανονισμών) - υπέβαλε αιτιολογημένη σύσταση για κάθε προσοντούχο υποψήφιο, κατά αλφαβητική σειρά.  Δε σύστησε τον αιτητή για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄, καίτοι τον έκρινε ως «εξαίρετο» στην αξία και «πολύ καλό» στα προσόντα, για το λόγο ότι αυτός είχε αποχωρήσει από την Υπηρεσία στις 22/7/2004, λόγω έναρξης υπερωριών, και στις 22/7/2005 είχε αρχίσει η προαφυπηρετική του άδεια.  Θα καθίστατο, ανέφερε, περίπου σε πέντε μήνες, συνταξιούχος πολίτης.  Προς υποστήριξη των πιο πάνω, αναφέρθηκε σε αποσπάσματα από την υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644 και κατέληξε ως εξής:-

 

«Προκύπτει λοιπόν αβίαστα ... ότι κανένα δημόσιο συμφέρον και καμιά ανάγκη της Αστυνομικής Υπηρεσίας θα εξυπηρετείτο με την προαγωγή του πιο πάνω μέλους, παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον του ιδίου.  Ποίο συμφέρον της Υπηρεσίας θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με την προαγωγή κάποιου που βρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια;  Ως Αρχηγός της Αστυνομίας, έχω υποχρέωση να συστήσω για προαγωγή τους καταλληλότερους και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο νόμος και οι κανονισμοί, κάτω και από το φως των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισα να μην συστήσω για προαγωγή τον κ. Παναγιώτη Πελαγία, αφού τυχόν προαγωγή του δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος.»

 

 

 

Στη συνέχεια, ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη του το σύνολο των στοιχείων των διοικητικών φακέλων, την ΄Εκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού για κάθε έναν από τους δώδεκα που είχαν συστηθεί για προαγωγή, προχώρησε στην προαγωγή τους, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι:-

 

«. αυτό επιβάλλεται από τη σημερινή κατάσταση, όπως αυτή έχει καταγραφεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας στο πρακτικό της απόφασης του για μείωση του απαιτούμενου χρόνου υπηρεσίας, ημερομηνίας 23 Οκτωβρίου, 2006, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετώ.»

 

 

 

Ο αιτητής, με την προσφυγή του και τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, προβάλλει σειρά ισχυρισμών για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Υποστηρίζει ότι αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την επιφύλαξη του Κ. 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών, η οποία καθορίζει ότι  «... το μέλος της Αστυνομίας που βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια, δε χάνει το δικαίωμα προαγωγής του».  Λανθασμένα, διατείνεται, ο Αρχηγός, ενώ αναγνώρισε ότι αυτός ήταν ο μόνος προσοντούχος υποψήφιος, δεν τον σύστησε, για τους λόγους που παρέθεσε.  Αντί, εισηγείται, να τον συστήσει, ως το μόνο προσοντούχο, προτίμησε να προχωρήσει σε συντμήσεις του απαιτούμενου χρόνου υπηρεσίας, προκειμένου υφιστάμενοι Αστυνόμοι Β΄ να κριθούν, τελικά, προσοντούχοι και κατάλληλοι για προαγωγή στις επίδικες θέσεις.

 

Αντίθετα, οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι οι λόγοι που δόθηκαν από τον Αρχηγό για τη μη σύσταση του αιτητή αποτελούν επαρκή αιτιολογία και δεν έρχονται σε αντίθεση με τον Κ. 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών.  Χωρίς να παραγνωρίζουν το δικαίωμα μέλους της Αστυνομικής Δύναμης που τελεί με προαφυπηρετική άδεια να κριθεί ως υποψήφιος, εισηγούνται ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το συμφέρον της Υπηρεσίας και, κατ' επέκταση, το δημόσιο συμφέρον δεν θα εξυπηρετείτο, εάν συστηνόταν ο αιτητής για προαγωγή.  Η εύρυθμη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος, καταλήγουν, απαραίτητη προϋπόθεση εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογεί, στην παρούσα περίπτωση, την απόφαση του Αρχηγού να μην τον συστήσει για προαγωγή.  Ο αιτητής βρισκόταν, ήδη, με προαφυπηρετική άδεια και δε θα πρόσφερε στην Υπηρεσία. 

 

Προκύπτει από το πρακτικό - συστάσεις - (ημερομηνίας 23/10/2006) - ότι ο Αρχηγός, για την ετοιμασία των συστάσεών του, άντλησε καθοδήγηση από τη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), (πιο πάνω).  Προτού, μάλιστα, καταλήξει ότι «... κανένα δημόσιο συμφέρον και καμιά ανάγκη της Αστυνομικής Υπηρεσίας θα εξυπηρετείτο με την προαγωγή ...» του αιτητή «..., παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον του ...», παρέθεσε εκτενή αποσπάσματα από την πιο πάνω απόφαση.  Μελέτη των αποσπασμάτων από τα οποία καθοδηγήθηκε φανερώνει ότι δεν είναι όλα από την απόφαση της πλειοψηφίας, η οποία είναι και η δεσμευτική, αλλά και από αυτή της μειοψηφίας, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ή διαχωρισμό.  Στην απόφαση της πλειοψηφίας, μετά από εκτενή ανασκόπηση της νομολογίας επί του συγκεκριμένου θέματος, κρίθηκε εσφαλμένη η αρχή ότι υπάλληλος, ευρισκόμενος με προαφυπηρετική άδεια ή έχων λίγες ή ελάχιστες ημέρες προσφοράς στην Υπηρεσία, δε δικαιούται προαγωγής.  Στην παρούσα περίπτωση, ο τρόπος, με τον οποίο ο Αρχηγός παραθέτει τα αποσπάσματα από την πιο πάνω απόφαση, υποδηλοί ότι αυτός παρερμήνευσε το λόγο της.  Το ενδεχόμενο στη σκέψη του να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί το νόμο, ενόψει των αποσπασμάτων που παρέθεσε προτού καταλήξει, δεν μπορεί να αποκλειστεί.  Τα όσα η πλειοψηφία ανέφερε στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον, ότι,  δηλαδή - (σελ. 649) - «Το δημόσιο συμφέρον, το οποίο αποτελεί τον άξονα της Μιλτιάδους, είναι έννοια αδιαίρετη.  Δε διασπάται σε δημόσιο και ατομικό.  Το συμφέρον του υπαλλήλου, στο βαθμό που επιμετρά ως παράγοντας προαγωγής, αντανακλάται στο νόμο και ταυτίζεται με την προαγωγή των σκοπών του.  Το δημόσιο συμφέρον έχει ως παράμετρο τους σκοπούς του δικαίου και αντικείμενο την προαγωγή τους.» - φαίνεται ότι παρερμηνεύτηκαν.

 

Ανεξάρτητα, βέβαια, από τα αποφασισθέντα στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), η οποία αφορά προαγωγή στη Δημόσια Υπηρεσία αλλά εφαρμόζεται και για το Αστυνομικό Σώμα, η επιφύλαξη του Κ. 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών καταγράφει ρητά το λόγο της πιο πάνω απόφασης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης στο υπόβαθρο της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο αντανακλά στην αιτιολογία της, δεν μπορεί να αποκλειστεί, με αποτέλεσμα να την καθιστά τρωτή - (βλ. Stylianides Computer Serv. Co Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 929).

 

Τα διαπιστωθέντα σ' ό,τι αφορά τη σύσταση, την οποία, ουσιαστικά, υιοθέτησε ο Υπουργός χωρίς ο,τιδήποτε άλλο, καταλήγω ότι αναπόφευκτα οδηγούν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως πεπλανημένης και αναιτιολόγητης. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.000,00 έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                                                Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                            Δ.

 

/ΧΤΘ, ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο