ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 804/2007)

 

14 Απριλίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

BALASAN MIRZOYAN,

Αιτήτρια,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.    ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------

Σ. Δράκος, για την Αιτήτρια.

Δ. Νικολάτου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η αιτήτρια, Αρμενικής καταγωγής, αφίχθηκε νόμιμα ως επισκέπτρια στην Κύπρο στις 16.12.03, στις δε 8.1.04 υπέβαλε στο σχετικό έντυπο Προσωπικών Στοιχείων στην Υπηρεσία Ασύλου, αίτημα για πολιτικό άσυλο, το οποίο όμως απορρίφθηκε στις 9.3.07 από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος και συμφώνησε με την εισήγηση της αρμοδίας λειτουργού της.  Αιτιολογημένη απόφαση ετοιμάστηκε και αποστάληκε ταχυδρομικώς στις 26.3.07, αλλά λόγω δυσκολιών στον εντοπισμό της αιτήτριας, αυτή ενημερώθηκε αργότερα τηλεφωνικώς, δήλωσε δε ότι είχε ήδη λάβει γνώση της επιστολής. 

 

        Μετά τη δυσκολία να πραγματοποιηθεί προσωπική συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου για τους λόγους που φαίνονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 της ένστασης και τα σχετικά αντίστοιχα Παραρτήματα, η αρμόδια λειτουργός έλαβε εν τέλει τη νενομισμένη συνέντευξη στις 2.3.07 με τη βοήθεια μεταφραστή.  Στη συνέχεια ετοίμασε εισήγηση (Παράρτημα 7 στην ένσταση), με την οποία σύστησε την απόρριψη της παροχής του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα, αλλά και του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ή και την παραχώρηση ανθρωπιστικού καθεστώτος για το λόγο ότι η αιτήτρια κατά τη συνέντευξη της δεν δήλωσε ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, την Αρμενία, για οποιεσδήποτε αιτίες που συσχετίζονταν με τις προϋποθέσεις για αναγνώριση της ταυτότητας του πρόσφυγα.  Οι λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να υποβάλει την αίτηση, όπως προκύπτει και από τη συνέντευξη της (Παράρτημα 6 στην ένσταση), ήταν η επιθυμία της να ζήσει στο πιο ζεστό και ξηρό κλίμα της Κύπρου, για ιατρικούς λόγους.  Η λειτουργός όμως διαπίστωσε αντιφάσεις στις θέσεις της επειδή η αιτήτρια δήλωσε ότι είχε υποβληθεί σε εγχείρηση το Δεκέμβριο του 2002, πέρασε δε τα Χριστούγεννα στο νοσοκομείο, ενώ το παρουσιασθέν ιατρικό πιστοποιητικό  Αρμένιου γιατρού ανέφερε ότι η εγχείρηση έγινε στις 31.10.02.  Μετέπειτα, ενώ έχει την ανάγκη να λαμβάνει φάρμακο τρεις φορές την ημέρα, ιδιαίτερα το φθινόπωρο και την άνοιξη, λόγω του άσθματος από το οποίο υποφέρει και στο οποίο η αιτήτρια έδωσε άλλο όνομα στην Αρμένικη γλώσσα, δεν είχε το φάρμακο μαζί της, ενώ δεν θυμόταν ούτε και την ονομασία του.  Και αυτό παρά το γεγονός ότι της είχε χορηγηθεί φάρμακο για άσθμα τόσο από τον γιατρό της στην Αρμενία, όσο και από ιδιώτη ιατρό στην Κύπρο.  Η λειτουργός θεώρησε ότι το γεγονός ότι δεν είχε το φάρμακο μαζί της και δεν θυμόταν το όνομα του παρά τη συχνότητα με το οποίο το λάμβανε, έπληττε την αξιοπιστία της και δεν θα μπορούσε έτσι να της παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.  Αλλά ακόμη και αν η αιτήτρια αντιμετώπιζε την ασθένεια αυτή σύμφωνα με τις πληροφορίες που η λειτουργός έλαβε από την ιστοσελίδα του Mayo Clinic, ενός των καλυτέρων νοσοκομείων του κόσμου, το άσθμα δεν είναι θανατηφόρα ασθένεια, μπορεί δε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με τη συνεργασία γιατρού - ασθενή, αλλά και περαιτέρω στην Αρμενία, σύμφωνα με άλλη πληροφόρηση μέσω ιστοσελίδας, λειτουργεί εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο για ασθματικούς το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και από την αιτήτρια. 

 

        Όπως προαναφέρθηκε, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου συμφώνησε με την εισήγηση της λειτουργού με αποτέλεσμα την απόρριψη του αιτήματος.  Η αιτήτρια δεν υπέβαλε διοικητική προσφυγή ως εδικαιούτο δυνάμει του άρθρου 28Ε του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00, (εφεξής «ο Νόμος»), αλλά καταχώρησε την παρούσα προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ως αναιτιολόγητης, ληφθείσας χωρίς τη δέουσα έρευνα, λόγω πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και κατά παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. 

 

        Στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος εστίασε την προσοχή του στο ότι η απόφαση λήφθηκε κατ΄ ισχυρισμόν με ανεπαρκή έρευνα διότι  η λειτουργός δεν ζήτησε και δεν έδωσε την ευκαιρία στην αιτήτρια να παρουσιάσει το φάρμακο το οποίο ισχυρίστηκε ότι έπαιρνε και δεν ήταν λογικό, επειδή δεν το είχε μαζί της, να κριθεί αναξιόπιστη.  Αυθαίρετα επίσης η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι η Αρμενία έχει κατάλληλα ιατρικά κέντρα ή ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που παρουσιάστηκε από την αιτήτρια δεν ήταν επαρκές με αποτέλεσμα η διακριτική ευχέρεια της Υπηρεσίας να ασκηθεί κακόπιστα, έξω από τα άκρα όρια της, χωρίς να σταθμίσει εκείνα τα στοιχεία τα οποία υπήρχαν ενώπιον της, και χωρίς να δώσουν την ευκαιρία στην αιτήτρια να τα  παρουσιάσει. 

 

         Όπως είναι γνωστό το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του διαδικασία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης.  (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif  v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

        Ήταν σαφές από την ίδια τη συνέντευξη της αιτήτριας ότι δεν συνέτρεχαν οι λόγοι οι οποίοι θα παρείχαν στην αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα εντός της εννοίας του άρθρου 3(1) του Νόμου, εφόσον η ίδια δεν επικαλέστηκε ότι η εγκατάλειψη της χώρας της οφειλόταν σε φόβο καταδίωξης για φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους ή λόγω της ιδιότητας του μέλους σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο ή λόγω πολιτικών αντιλήψεων.  Ούτε μπορούσε βέβαια να δοθεί στην αιτήτρια το καθεστώς της διαμονής στην Κύπρο δυνάμει συμπληρωματικής προστασίας βάσει του άρθρου 19 του Νόμου, εφόσον και πάλι κανένας από τους λόγους που εξειδικεύονται στο εν λόγω άρθρο δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση.  Σημειώνεται ότι στο σχετικό έντυπο της αίτησης για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα      (ερ. 16 στο διοικητικό φάκελο - Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις), δεν δήλωσε οτιδήποτε σχετικό, δεν γνώριζε αν ήθελε να επιστρέψει στη χώρα της (παρ, 16Α), ενώ θα της επιτρεπόταν να επιστρέψει (παρ. 16Β του εντύπου - ερ. 15).  Στην αίτηση της όμως για ανανέωση της προσωρινής άδεια διαμονής (ερ. 8), ανέφερε ότι ο λόγος που ζητείτο η ανανέωση ήταν η ιδιότητα του πρόσφυγα.

 

 Εφαρμογή θα μπορούσε να είχε το άρθρο 19Α με το οποίο παραχωρείται το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά εύλογα με βάση τη συνέντευξη στης αιτήτριας, αυτή δεν ικανοποίησε την Υπηρεσία Ασύλου.  Η λειτουργός της Υπηρεσίας παρείχε στην αιτήτρια συνέντευξη διάρκειας 80 λεπτών και ερώτησε οτιδήποτε ήταν δυνατό να ερωτηθεί σε σχέση με τις προσωπικές της συνθήκες.  Όντως, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου ανέφερε στην εισήγηση της λειτουργού της ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι έφυγε από την Αρμενία λόγω ιατρικού προβλήματος θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως προς το αξιόπιστο του, πριν κριθεί αν και κατά πόσο η αιτήτρια πληρούσε τις προϋποθέσεις της παραχώρησης ανθρωπιστικού καθεστώτος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην αιτήτρια να θέσει ενώπιον της Υπηρεσίας οτιδήποτε θα ήταν δυνατόν να την εντάξει σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου.

 

        Κρίνεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβηκε σε επαρκή έρευνα στη βάση της νομολογίας ότι μια έρευνα είναι επαρκής από τη στιγμή που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (δέστε Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Kalinika Marina v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 765/07, ημερ. 30.9.08).  Δεν έχει δίκαιο ο συνήγορος ότι θα έπρεπε να διακοπεί η συνέντευξη ή να δοθεί χρόνος για να παρουσιαστεί το φάρμακο που στη γραπτή αγόρευση του αναφέρει ότι ήταν στο σπίτι της (η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί και μαρτυρία), ενώ η αιτήτρια ήταν εκείνη που έπρεπε να παρουσιάσει όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα εφόσον ήταν στη δική της αποκλειστική γνώση.  Η θέση του συνηγόρου που ισοδυναμεί με το ότι έπρεπε η Υπηρεσία Ασύλου να αποδεχθεί στην ουσία τις θέσεις της αιτήτριας ελλείψει άλλης μαρτυρίας δεν είναι ορθή, διότι είναι η αιτήτρια που έπρεπε να παρουσιάσει λογικοφανή μαρτυρία στηριζόμενη σε έγγραφα και άλλα δεδομένα για να πείσει ότι έπρεπε να της δοθεί η προστασία του ανθρωπιστικού καθεστώτος.  Στην αιτήτρια δόθηκε πλήρης ευκαιρία κατά τη συνέντευξη να προβάλει, με τη βοήθεια διερμηνέα, όλα εκείνα τα οποία πίστευε ότι έπρεπε να λεχθούν και αυτά τα στοιχεία είναι που η Υπηρεσία Ασύλου εκτίμησε ως ανεπαρκή.  (δέστε τις υποθέσεις Shahid Ullah v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 49/08, ημερ. 13.3.09 και Md  Julas Miah v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1758/06, ημερ. 10.2.09).  Σημειώνεται ότι όπως προκύπτει και από την ένσταση και από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως   Τεκμ. «Α», κατά τις διευκρινίσεις, η συνέντευξη η οποία αρχικά είχε οριστεί για τις 4.8.06, αναβλήθηκε για τις 18.12.06 και μετέπειτα για τις 29.1.07, μέχρις ότου καταστεί εν τέλει δυνατό να ληφθεί η συνέντευξη στις 2.3.07.  Σε κάθε περίπτωση (και είναι άσχετοι εδώ οι λόγοι για τους οποίους αναβλήθηκε κατ΄ επανάληψη η συνέντευξη), στις σχετικές επιστολές ζητείτο από την αιτήτρια να παρουσιάσει όλα τα σχετικά έγγραφα που είχε στη διάθεση της προς υποστήριξη της υπόθεσης της.   Και η ίδια καλώς γνώριζε ότι δεν είχε να προβάλει οτιδήποτε άλλο προς υποστήριξη της αίτησης της, πέραν του ιατρικού της προβλήματος. Μάλιστα, το ερυθρό 22 του Τεκμ. «Α» είναι επιστολή ημερ. 11.3.06, των τότε δικηγόρων της αιτήτριας προς την Υπηρεσία Ασύλου, με καταγραφή της διαμαρτυρίας της ότι δεν είχε ληφθεί ακόμη απάντηση στην υποβολή αίτησης για άσυλο, δηλώνουσα και την επιθυμία της να παρουσιαστεί και να υποστηρίξει την υπόθεση της.  Το βάρος απόδειξης το έφερε η αιτήτρια για να στοιχειοθετήσει την αίτηση για προστασία (άρθρο 16 του Νόμου και Victor Abe v. Δημοκρατίας, υπόθ.     αρ. 144/03, ημερ. 26.2.04).  Αντίθετα, η Υπηρεσία προέβηκε σε εύλογη έρευνα διαπίστωσης των δεδομένων της υγείας της αιτήτριας και της δυνατότητας της να τύχει θεραπείας στη χώρα της.  Έστω από το διαδίκτυο αναζητήθηκαν μέσω ιστοσελίδων εξειδικευμένων και εκ πρώτης όψεως επισήμων, (Mayo Clinic και Jinishian Memorial Program), προς εξέταση της κατάστασης της αιτήτριας.  Και ήταν στη διακριτική ευχέρεια της Υπηρεσίας, ελλείψει υλικού που έπρεπε η ίδια η αιτήτρια να παρουσιάσει, να διενεργήσει την έρευνα με τον τρόπο που θεώρησε η ίδια ορθό.  Πρόκειται για άσκηση ευχέρειας στην οποία το αναθεωρητικό Δικαστήριο, δεν επεμβαίνει από τη στιγμή που αυτή γίνεται καλόπιστα και αντικειμεντικά. (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345).

 

        Επομένως εύλογα τέθηκε σε αμφιβολία η αξιοπιστία της όταν η αιτήτρια όχι μόνο δεν είχε το φάρμακο μαζί της το οποίο σύμφωνα με τα λεχθέντα της έπαιρνε τρεις με τέσσερεις φορές την ημέρα, ιδιαίτερα την εποχή του φθινοπώρου και της άνοιξης, περίοδο δηλαδή που κάλυπτε και την ημερομηνία της συνέντευξης, αλλά ούτε καν  θυμόταν  το όνομα του φαρμάκου το οποίο αγόραζε αναμφιβόλως συχνά από φαρμακείο στη βάση ιατρικής συνταγής από ιδιώτη ιατρό στην Κύπρο.  Εύλογος ήταν επίσης ο εντοπισμός της αντίφασης της περιόδου εγχείρησης που υπέστη η αιτήτρια, ενώ εν τέλει μπορούσε να έχει επαρκή θεραπεία όπως παρουσιάστηκε και από τις σχετικές ιστοσελίδες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και στην Αρμενία, όπου λειτουργεί εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο. 

        Όπως αποκαλύπτει η νομολογία η παραχώρηση ανθρωπιστικού καθεστώτος ενδείκνυται όταν από τα ιδιαίτερα περιστατικά του αιτούντος προκύπτει ουσιαστικό πρόβλημα ως προς τις επιπτώσεις στην υγεία του αιτητή, εάν η αίτηση του για άσυλο δεν γίνει δεκτή, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει στη χώρα του.  Κατ΄ αναλογία προς τη νομολογία που έχει επικρατήσει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι επιπτώσεις στην ιατρική κατάσταση του ατόμου πρέπει να είναι ιδιαίτερα σοβαρές. (D. v. United Kingdom Application No. 30240/96 judgment of 2.5.97).  Στις υποθέσεις Ndangoye v. Sweden, Application  Νο. 17868/03, 22.6.04, Amegnigon v. Netherlands, Application No. 46553/99, 15.2.02, το ΕΔΑΔ δεν θεώρησε τις προσφυγές παραδεκτές όπου ασθενείς με HIV που θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν στην Τανζανία, το Τόγκο και τη Ζαμβία, επιχειρηματολόγησαν ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με μεταχείριση αντίθετη με το Άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Επίσης, όπου θεραπεία προσφέρεται και στη χώρα καταγωγής ακόμη και με σοβαρό οικονομικό βάρος, το ΕΔΑΔ είναι απρόθυμο να θεωρήσει ότι ενεργοποιείται το Άρθρο 3.  Στην Hukic v. Sweden, Application No. 17416/05, 27.9.05, το ΕΔΑΔ έκρινε μη παραδεκτή, κάτω από το Άρθρο 3, την περίπτωση της αποπομπής 5χρόνου με το σύνδρομο Down από τη Σουηδία στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, όπου η θεραπεία που θα λάμβανε δεν θα έφθανε το επίπεδο της θεραπείας στη Σουηδία. (δέστε γενικά για το θέμα και το εγχειρίδιο της Nuala Mole: Asylum and the European Convention on Human Rights  4η έκδ. 2007, σελ. 30-31).

 

        Έπεται ότι το καθεστώς διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους κάτω από το άρθρο 19Α του Νόμου, ορθά δεν δόθηκε από τους καθ΄ ων στα πλαίσια των όλων περιστατικών της υπόθεσης.

 

 Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης ήταν πλήρης όπως φανερώνεται  και από το σκεπτικό της, αλλά συμπληρώνεται και από το διοικητικό φάκελο από την έκθεση-εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας προς τον Προϊστάμενο (ερ. 52-57 του Τεκμ. «Α»).  Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην όλη διαδικασία έρευνας, η Υπηρεσία διερεύνησε κάθε δυνατή πτυχή που η  αιτήτρια  έθεσε  ενώπιον της, το δε Δικαστήριο με σταθερή νομολογία του, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση  των  γεγονότων  ή  υποκαθιστά  τη  δική του κρίση γι΄ αυτήν της διοίκησης.  Το αναθεωρητικό Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.  (Kalam v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585, σελ. 589).

 

        Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το        Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο