ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Α. Π. Λουκαΐδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 862
Kυπριακή Δημοκρατία ν. S. Kyriakou Euromarket Ltd (2000) 3 ΑΑΔ 692
Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς Kύπρου ν. Marfin Popular BankPublic Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 197/2009)
8 Απριλίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ "PLANET A.E. ΚΑΙ
PROJECT MANAGEMENT LTD",
2. PLANET A.E.,
3. PROJECT MANAGEMENT LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Αίτηση ημερ. 18 Φεβρουαρίου 2009
Α. Κουντουρή-Παπαευσταθίου (κα), για τους Αιτητές.
Λ. Γρηγορίου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση 1.
Α. Ανδρέου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στη βάση μονομερούς αίτησης εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστάληκε η ισχύς, εκτέλεση και εφαρμογή της απόφασης των καθ΄ ων 1, ημερ. 22.10.08, που κοινοποιήθηκε στους αιτητές στις 17.2.09, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των τελευταίων, επικυρώνοντας έτσι την απόφαση των καθ΄ ων 2, να κατακυρώσουν την προσφορά για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης για τη δεύτερη φάση του αποχετευτικού της Λάρνακας, στην κοινοπραξία των ενδιαφερομένων μερών.
Οι καθ΄ ων, καθώς και τα ενδιαφερόμενα μέρη, υπέβαλαν ένσταση επιδιώκοντας την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος. Συνακόλουθα, το όλο θέμα οδηγήθηκε το συντομότερο δυνατό σε ακρόαση, η οποία και έλαβε χώραν στις 27.3.09.
Τα συνοπτικά γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η αίτηση αναφέρθηκαν στο σώμα της, αλλά και στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του ανώτερου συμβούλου των αιτητών Δημήτρη Μάνου, ημερ. 18.2.09. Στις 10.5.08, δημοσιεύθηκε προκήρυξη διαγωνισμού με τίτλο «Service Contract for the Project Management Unit for Face B´ of the Larnaca Sewerage and Drainage Systems». Οι αιτήτριες 1 που είναι κοινοπραξία αποτελούμενη από τις αιτήτριες 2 και 3, υπέβαλαν στις 8.8.08 έγκαιρα και νομότυπα σχετική προσφορά, πληροφορήθηκαν όμως από τους καθ΄ ων 2, με επιστολή τους ημερ. 30.10.08, ότι αποφασίστηκε η ανάθεση της επίδικης σύμβασης στην κοινοπραξία των ενδιαφερομένων μερών, δηλαδή των εταιρειών MWH UK και MHW SA/NV, για το ποσό των €991.400. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε, στις 20.10.08, η σχετική ιεραρχική προσφυγή, μαζί με αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων αναστολής της διαδικασίας. Με τη συναίνεση των καθ΄ ων 2, εκδόθηκε το προσωρινό μέτρο, οι δε καθ΄ ων 1 αποφάσισαν τη συνέχιση της παράτασης της ισχύος του διατάγματος μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης από αυτούς. Στις 30.12.08 και 7.1.09, οι καθ΄ ων 1 άκουσαν τις θέσεις των διαδίκων, αλλά απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή επικυρώνοντας έτσι την προσβληθείσα απόφαση των καθ΄ ων 2.
Τόσο στην ένορκη δήλωση του Δ. Μάνου, στην οποία επισυνάφθηκαν όλα τα σχετικά τεκμήρια (δέκα τον αριθμό), όσο και κατά την αγόρευση της κας Κουντουρή, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η θέση που προωθήθηκε είχε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμόν έκδηλη παρανομία που προέκυπτε από την απόφαση των καθ΄ ων 1, σε δύο ουσιαστικά σημεία. Πρώτον, ότι κατά παράβαση του όρου Α6.2.4 των εγγράφων του διαγωνισμού, που προνοούσε ότι η εγγύηση συμμετοχής θα έπρεπε να καθορίζει ότι αυτή καλύπτει αλληλεγγύως και κεχωρισμένως όλα τα μέλη τυχόν κοινοπραξίας, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα παρέδωσαν εγγύηση που δεν περιείχε αυτή τη φράση, με αποτέλεσμα να υπάρχει έκδηλη παρανομία που έπρεπε να οδηγήσει στον αποκλεισμό του προσφοροδότη. Η τήρηση του συγκεκριμένου όρου ήταν υποχρεωτική και αποτελούσε προϋπόθεση για την έγκυρη υποβολή προσφοράς. Κατά δεύτερο λόγο, υπήρξε παράβαση του όρου Α 3.2, παρ. 4, των εγγράφων και του όρου Α 8.3.2 παρ. 7 και 8, που προνοούν ότι οι προσφορές δεν πρέπει να περιέχουν όρους που να μην είναι σύμφωνοι με τα έγγραφα του διαγωνισμού ή να θέτουν υπό αίρεση αυτή ταύτη την προσφορά ή να υποβληθεί η προσφορά ως προς το οικονομικό της μέρος, με οποιοδήποτε τρόπο, έξω από τον προνοούμενο από τα έγγραφα. Εφόσον η προσφορά των ενδιαφερομένων μερών συνοδεύτηκε από επιστολή ημερ. 6.7.08 που περιείχε όρους, περιορισμούς, εξαιρέσεις και προτάσεις που δεν ήταν σύμφωνοι με τα έγγραφα του διαγωνισμού, έπρεπε να αποκλειστεί και για τον πρόσθετο αυτό λόγο.
Η κα Κουντουρή αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία επί προσωρινών διαταγμάτων, στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου, εισηγήθηκε επίσης ότι οι καθ΄ ων 2, ως αναθέτουσα αρχή, αλλά και οι καθ΄ ων 1, ως Αναθεωρητική Αρχή, δεν είχαν εξουσία να ερμηνεύσουν ως Δικαστήριο τη φράση «jointly and severally», ούτε και να αποφασίσουν κατά διασταλτική ερμηνεία τους όρους της προσφερθείσας εγγυητικής των ενδιαφερομένων μερών, κατά τρόπο μάλιστα που να θεωρηθεί ότι δεν ήταν εκτός του πνεύματος του όρου Α 6.2.4. Ταυτόχρονα, η συνοδευτική επιστολή επίσης παραβίαζε σειρά όρων των εγγράφων διαγωνισμού, οι δε καθ΄ ων 1 και 2, δεν υποστήριξαν με επάρκεια στις ενστάσεις τους την αντίθεση τους, ως προς το μέρος που αφορά τη συνοδευτική επιστολή. Η συνήγορος κατέστησε τέλος σαφές ότι δεν εγείρεται ζήτημα ανεπανόρθωτης ζημιάς στην παρούσα περίπτωση.
Αμφότεροι οι καθ΄ ων εισηγήθηκαν στις δικές τους αγορεύσεις ότι δεν υπάρχει εδώ καμία παρανομία, πόσον μάλλον έκδηλη, ώστε να συνέτρεχαν οι λόγοι έκδοσης του προσωρινού διατάγματος ή και της συνέχισης του σε ισχύ, ενόψει του ότι δεν αναδύεται αυτή η κατ΄ ισχυρισμόν παρανομία ούτε αυτόματα, ούτε πρόδηλα, ούτε οφθαλμοφανώς. Στην υπό κρίση περίπτωση υπήρχε θέμα στάθμισης κριτηρίων και ερμηνείας από τους καθ΄ ων της εγγυητικής, η οποία και ικανοποιούσε τους όρους της προσφοράς. Από την άλλη, τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν την προσφορά στο ορθό έντυπο, χωρίς όρους και επιφυλάξεις και η συνοδευτική τους επιστολή δεν είχε καμία απολύτως επίπτωση στην εγκυρότητα της προσφοράς εφόσον δεν υπήρξε προβολή όρου, η αποδοχή του οποίου θα αποτελούσε προϋπόθεση για την αποδοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη της προσφοράς.
Αλλά και τα ενδιαφερόμενα μέρη, μέσω του συνηγόρου τους, υποστήριξαν ότι τα κριτήρια που λαμβάνονται στην έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στο διοικητικό δίκαιο, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και υπό αυτή την οπτική γωνία, δεν υπάρχει έδαφος για στοιχειοθέτηση έκδηλης παρανομίας εφόσον η εγγυητική όντως δόθηκε και εναπόκειτο στους καθ΄ ων, ως θέμα ερμηνείας, να συσχετίσουν το λεκτικό της με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού. Αλλά και η συνοδευτική επιστολή σαφώς δεν έθεσε κανένα όρο, εφόσον η ουσία της ήταν ότι μέχρις ότου τα ενδιαφερόμενα μέρη υπογράψουν σχετικό συμβόλαιο, θα δεσμεύοντο και θα εκτελούσαν τους όρους του διαγωνισμού.
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (το άρθρο 32 του Νόμου αρ. 14/60 που επικαλούνται οι αιτητές δεν έχει θέση εδώ), καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και, εν πάση περιπτώσει, χωρίς να διαγιγνώσκει την ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 234). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της, από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Περαιτέρω, το προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου. (Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52).
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, λέχθηκε ότι:
«Η εξαιρετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, όπως είναι πάγια νομολογημένο, αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, στη διαπίστωση δε της έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση δεν υπεισέρχεται στην εικόνα και ούτε βέβαια έχει σχέση πλέον η επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη ζημιά στον ίδιο τον προσφεύγοντα.
Να λεχθεί σε επισφράγιση των πιο πάνω, ότι, διαχρονικά, προσωρινά διατάγματα εκδίδονται μόνο μετά από ιδιαίτερη περίσκεψη και ακόμη με μεγαλύτερη φειδώ, εφόσον έργα του δημοσίου, ιδιαίτερα έργα που απορρέουν από δημόσιες προσφορές και συμβάσεις, πρέπει να προχωρούν όσον το δυνατό απρόσκοπτα χάριν του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, εξ ου και δεν αρκεί η ένδειξη απλώς και μόνο παρανομίας, αλλά αυτή πρέπει να είναι έκδηλη σε βαθμό που είναι χωρίς άλλο οφθαλμοφανής, αναντίλεκτη και αντικειμενικά αναδυόμενη. Είναι σχετικά και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπολου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος Ι, σελ. 210, παρ. 191, για την επίτευξη μέσω διαγωνισμού των καλύτερων δυνατών όρων για το δημόσιο νομικό πρόσωπο και στον Τόμο ΙΙ, σελ. 177-179 παρ. 548, για τη δυνατότητα να ασκηθεί αίτηση αναστολής και λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στο ότι πρέπει να υπάρχει προδήλως βάσιμη προσφυγή και να προκαλείται αναπανόρθωτη ή δύσκολα επανορθώσιμη βλάβη. Στα ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να πιθανολογείται σοβαρά η παράβαση του κοινοτικού ή εσωτερικού δικαίου.
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των διαδίκων, κρίνεται ότι δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία, έχοντας βεβαίως πάντοτε κατά νουν ότι, όπως έχει παγίως νομολογηθεί, οι όροι προκήρυξης ενός δημόσιου διαγωνισμού αποτελούν πράξεις κανονιστικού περιεχομένου, η παράβαση των οποίων επιφέρει ακυρότητα. (Λουκής Π. Λουκαΐδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 862, Δημοκρατία ν. S. Kyriakos Euromarket Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 692 και Ε. Σπηλιωτόπουλου: Το Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο: Οι βασικοί Κανόνες, σελ. 180).
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο όρος Α 6.2.4 των εγγράφων αναφέρει τα εξής:
«In the case of a Consortium the Tender Guarantee must state that it covers jointly and severally all consortium members.»
Αποτελεί επίσης κοινό τόπο, ότι η κοινοπραξία των ενδιαφερομένων μερών υπέβαλε μέσω της Barclays Commercial, εκ μέρους της Barclays Bank PLC, εγγυητική επιστολή ημερ. 18.6.08, απευθυνόμενη προς τους καθ΄ ων 2, ως αναθέτουσα αρχή. Η εγγυητική αυτή επιστολή δόθηκε εκ μέρους και κατά παράκληση και των δύο ενδιαφερομένων μερών, τους οποίους η ίδια η εγγυήτρια τράπεζα αποκαλεί συλλογικά ως «the tenderer». Σαφές είναι επίσης από τη χρήση του ενικού που ακολουθεί στην εγγυητική επιστολή ότι η κοινοπραξία αυτή προέβηκε σε προσφορά για το επίδικο συμβόλαιο, ακολουθεί δε το κύριο μέρος το οποίο έχει, στα ουσιώδη του μέρη, ως εξής:
«At the request of the Tenderer, we the undersigned, Barclays Bank PLC, UK .............. hereby, irrevocably and without any reference to and notwithstanding any objection by the Tenderer, undertake to pay you without delay ...... upon receipt by us of your first demand in writing stating that the Tenderer:
(a) after the deadline ..................... has withdrawn his tender or part of it; or
(b) having been notified of the acceptance of his tender ......
(i) has failed or refused to timely furnish any certificate ..... or
(ii) has failed or refused to sign the Contract Agreement.»
Αναμφίβολα η εγγυητική δεν καταγράφει πουθενά με την ακρίβεια του λεκτικού του όρου Α 6.2.4, ότι αυτή καλύπτει «... jointly and severally all consortium members». Το ουσιώδες ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο το λεκτικό της προσφερθείσας εγγύησης εμπίπτει στους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού. Ο πιο πάνω όρος, παρά το γεγονός ότι έχει επιτακτικό λεκτικό, πρέπει να ιδωθεί μέσα από το τυπικό αλλά και το ουσιαστικό του μέρος. Εγγυητική που θα περιείχε αυτολεξεί τις λέξεις «jointly and severally» δεν θα παρουσίαζε βέβαια πρόβλημα. Όμως, θα μπορούσε κατά απόλυτο τρόπο να αποφασιστεί ότι η προσφερθείσα εγγύηση δεν καλύπτει από ουσιαστικής πλευράς τους όρους του διαγωνισμού; Η απάντηση, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι αρνητική και παρά το ότι η κα Κουντουρή υπέδειξε ότι αυτός καθαυτός ο όρος Α 6.2.4, δεν επιδέχεται ερμηνείας ενόψει του σαφούς λεκτικού του, ερμηνεία επιδέχεται η προσφερθείσα εγγύηση, από την άποψη κατά πόσο αυτή εμπίπτει ως θέμα ουσίας και όχι τύπου, στον όρο αυτό.
Εγγύηση εδώ δόθηκε, και όπως εύστοχα υπέδειξαν οι υπόλοιποι συνήγοροι, θα προέκυπτε πράγματι ζήτημα μη συμμόρφωσης με τον όρο, εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν προσέφεραν ή δεν κατέθεταν οποιασδήποτε μορφής εγγύηση. Τυχόν αποδοχή της εξέτασης της προσφοράς τους θα ισοδυναμούσε τότε με έκδηλη παρανομία, εφόσον θα εξέλιπε ένα ουσιώδες βάθρο της νομιμότητας της. Εδώ, όμως, δόθηκε εγγύηση. Και από μια θεώρηση του όρου Α 6.2.4, αυτός θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να εξυπηρετείται ο σκοπός του, δηλαδή η παροχή κάλυψης αλληλέγγυης και κεχωρισμένης ευθύνης και όχι κατ΄ ανάγκη να γίνεται χρήση αυτών καθαυτών των λέξεων «jointly and severally». Επομένως, κρίνεται ότι δεν θα ήταν εκτός των συνήθων ερμηνευτικών κανόνων να θεωρηθεί η εγγύηση ως καλύπτουσα τα ενδιαφερόμενα μέρη από κοινού και κεχωρισμένως («jointly and severally»). Αυτό προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό της εγγύησης, εφόσον ο τρόπος σύνταξης της φανερώνει ότι οι προσφοροδότες ήταν δύο, δηλαδή τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία συλλογικά πλέον θεωρήθηκαν για σκοπούς της παροχής της εγγύησης ως ο προσφοροδότης («the tenderer»). Στην περίπτωση που ο προσφοροδότης, εξυπακούεται δε από το λεκτικό ότι περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, ενεργήσει κατά τρόπο που εμπίπτει είτε στις παρ. (a) ή (b) ανωτέρω, τότε η εγγυήτρια τράπεζα θα πληρώσει στην αναθέτουσα αρχή το αιτούμενο ποσόν που ανέρχεται σε €100.000. Το ότι η εγγυητική καλύπτει και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη προκύπτει αβίαστα και από το γεγονός ότι εφόσον και τα δύο θεωρούνται για σκοπούς εγγύησης ως «tenderer», θα πρέπει να συνυπογράψουν την κατακύρωση της προσφοράς και τη σχετική συμφωνία, ενώ αποτυχία ή παράλειψη ή άρνηση ενός εκ των δύο να υπογράψει τη συμφωνία, αναμφίβολα θα την εντάξει ως παράβαση εντός του λεκτικού και της έννοιας της παρ. (b) (ii), πιο πάνω. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τις παρ. (a) και (b) (i).
Κρίνεται, επομένως, ότι η απόφαση των καθ΄ ων 1 στο ζήτημα στις σελ. 27-28, ήταν εύλογη και ορθή ως προς το ότι η κατάσχεση της εγγυητικής θα ενεργοποιείται χωρίς να ενδιαφέρει κατά πόσο η παράβαση προήλθε από το ένα ή και από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Σαφώς και το ερώτημα εδώ δεν είναι πώς στην πράξη θα ενεργήσει η εγγυήτρια τράπεζα, αλλά κατά πόσο νομικά αλλά και στη λογική των πραγμάτων, το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε καλύπτει το σχετικό όρο. Ούτε οι καθ΄ ων 1 ενήργησαν με οποιοδήποτε τρόπο ερμηνευτικά ανεπίτρεπτα των μελλοντικών προθέσεων της τράπεζας. Με δεδομένο το λεκτικό που η ίδια η τράπεζα χρησιμοποίησε, οι καθ΄ ων 1 ενέταξαν την εγγυητική εντός του όρου Α 6.2.4, χρησιμοποιώντας τελεολογική προσέγγιση. Η υπόθεση Κοινοπραξία L & T Partners Communications Services Ltd και PR Partners Ltd ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, υπόθ. αρ. 2362/06, ημερ. 18.1.07, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος των αιτητών, δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα υπόθεση, εφόσον εκεί κρίθηκε αυτή ταύτη η δικαιοπρακτική ικανότητα μιας των επιτυχουσών προσφοροδοτριών να συνάψει τα συγκεκριμένα συμβόλαια.
Ο τελικός σκοπός του όρου Α 6.2.4 και η ουσία αυτού, ικανοποιήθηκε και δεν μπορεί εδώ να γίνεται λόγος για έκδηλη παρανομία, προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Όπως έχει λεχθεί από το παρόν Δικαστήριο και στην υπόθεση Caramondani Desalination Plants Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1620/2008, ημερ. 31.10.08, θέμα έκδηλης παρανομίας υπάρχει όταν αυτή είναι εξόφθαλμη και αναδύεται από μόνη της από τα υπάρχοντα στοιχεία, όπου δε το διοικητικό όργανο αποδίδει μια έννοια που πιθανώς να αποκλίνει από αυτή που θα έδιδε κάποιος άλλος, δεν τίθεται θέμα έκδηλης παρανομίας. Με την προϋπόθεση πάντοτε, που δεν υφίσταται εδώ, ότι η ερμηνεία που δίνεται από το διοικητικό όργανο δεν είναι παράλογη ή τέτοια που να δείχνει μεροληψία υπέρ του ενός των μερών, προς υποβοήθηση της προσφοράς του.
Αλλά και τα υπόλοιπα αναφερθέντα ως προς τις κατ΄ ισχυρισμόν επιφυλάξεις των ενδιαφερομένων μερών, επίσης εξεταζόμενα δεν οδηγούν σε έκδηλη παρανομία, διότι όπως ορθά υπέδειξε και η κα Γρηγορίου, η προσφορά των ενδιαφερομένων μερών υποβλήθηκε στο προνοούμενο έντυπο 9, χωρίς να υπάρχει επ΄ αυτού οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αίρεση, το δε γεγονός και μόνο ότι συνοδεύτηκε η προσφορά με το λεγόμενο «financial offer cover letter» ημερ. 6.7.08, δεν την θέτει εκτός των όρων του διαγωνισμού. Είναι σαφές από το λεκτικό της πιο πάνω επιστολής, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη εξέφρασαν την επιθυμία τους για πιθανές τροποποιήσεις ή πιθανές επεξηγήσεις και διασαφηνίσεις, σε σχέση όμως με τη δική τους ερμηνεία ορισμένων όρων, αλλά μόνο «in case our bid is successful». Επίσης, είναι προφανές ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη προβαίνουν σε μια ερμηνεία της επιφύλαξης των όρων του διαγωνισμού και των αναφερομένων στη σημείωση του εντύπου 9, προσθέτοντας ότι ήταν με βάση τη δική τους ερμηνεία που κατέληξαν στον καθορισμό των συγκεκριμένων οικονομικών δεδομένων.
Τα πιο πάνω, δεν αλλάζουν τα δεδομένα της ίδιας της προσφοράς που ήταν σαφή και αναντίλεκτα και όπως υπέδειξαν και οι καθ΄ ων 1, στη σελ. 29 της απόφασης τους επί της ιεραρχικής προσφυγής, τα ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν την προσφορά μεταξύ άλλων και με το έντυπο 9, που ήταν απόλυτα σύμφωνο με το δείγμα που παραχώρησαν οι καθ΄ ων 2, ως αναθέτουσα αρχή. Περαιτέρω, σε αυτό το έντυπο τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν παρέπεμψαν στη συνοδευτική τους επιστολή. Αντίθετα, όπως υποδεικνύεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν υποβάλει την προσφορά μετά από εξέταση όλων των όρων των εγγράφων του διαγωνισμού, με πλήρη κατανόηση του σκοπού του συμβολαίου και με πλήρη ανάληψη υποχρέωσης να εκτελέσουν και να φέρουν εις πέρας το συμβόλαιο. Η παρ. 5 του εντύπου 9, περιείχε και το σημαντικό όρο που αποδέχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι μέχρις ότου υπογραφεί η επίσημη συμφωνία, «... our present offer, together with your written acceptance, shall constitute a binding Contract between us». Επομένως, δεν εμφιλοχώρησε αμφιβολία ως προς τα δεδομένα της προσφοράς, ούτε θεωρήθηκε αυτή αντίθετη με τα έγγραφα του διαγωνισμού, κάτω από τον όρο Α 3.2 παρ. 4. Παρόμοια, δεν υπήρξε υποβολή της προσφοράς κατά παράβαση των παρ. 7 και 8 του όρου Α 8.3.2. Το «Financial Offer Cover Letter» των ενδιαφερομένων μερών παραπέμπτει πρώτιστα στο υποβληθέν εκ μέρους τους δεόντως συμπληρωμένο και υπογραμμένο οικονομικό έντυπο και μετά ακολουθούν τα όσα εκεί αναφέρονται προς διευκρίνιση και μόνο κάποιων στοιχείων της προσφοράς. Ο ίδιος ο συνήγορος των καθ΄ ων 2, αγορεύοντας ενώπιον των καθ΄ ων 1 κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής, δήλωσε ότι η συνοδευτική επιστολή δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη και ουσιαστικά αγνοήθηκε ως να μην υπήρξε κατά την κατακύρωση της προσφοράς στα ενδιαφερόμενα μέρη, η προσφορά των οποίων ήταν ανεπιφύλακτη (Παράρτημα 4 στην επίδικη αίτηση σε. 4-5).
Απορρέει από τα πιο πάνω σαφώς ότι δεν διαπιστώνεται ούτε εδώ έκδηλη παρανομία στην απόφαση των καθ΄ ων να προσφέρουν το έργο στα ενδιαφερόμενα μέρη, στη συνέχεια δε να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή εναντίον της ανάληψης αυτής.
Κανένα εν τέλει από τα προωθηθέντα από τους αιτητές, δεν στοιχειοθετούν έκδηλη παρανομία ως παραδεκτό κριτήριο για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, το Προσωρινό Διάταγμα ημερ. 19.2.09 ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων 1 και 2, καθώς και υπέρ των ενδιαφερομένων μερών.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ