ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 229

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Υπόθεση Αρ. 1166/2007)

 

29 Απριλίου, 2009

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

L.M.K. INTERCO COMMODITIES LTD,

                             Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ-ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Ε. Μιχαήλ για Α. Νεοκλέους, για τους Αιτητές.

Γ. Χατζηχάννα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Δυνάμει της Πράξης η οποία προσαρτήθηκε ως αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ισχύ από 1.5.2004, θεσπίζονται από την Επιτροπή μεταβατικά μέτρα για περίοδο μέχρι τρία έτη για διευκόλυνση της μετάβασης στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής.  Σχετικός  είναι ο  Κανονισμός 1972/2003  της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  και το άρθρο  4  που προνοεί τα ακόλουθα:

 

««Επιβαρύνσεις εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία»

 

1.  Με την επιφύλαξη του παραρτήματος ΙV κεφάλαιο 4 της πράξης προσχώρησης και εφόσον δεν εφαρμόζεται αυστηρότερη νομοθεσία σε εθνικό επίπεδο, τα νέα κράτη μέλη επιβάλλουν επιβαρύνσεις στους κατόχους πλεονασμάτων, κατά την 1η Μαΐου 2004, προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία.

 

2.  Προκειμένου να προσδιορισθεί το πλεόνασμα κάθε κατόχου, τα νέα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ειδικότερα:

 

α)  το μέσο όρο των διαθέσιμων αποθεμάτων κατά τα προηγούμενα της προσχώρησης έτη·

 

β)  τον τρόπο διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών κατά τα προηγούμενα της προσχώρησης έτη·

 

γ) τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων.

 

Η έννοια του πλεονάσματος αφορά προϊόντα που εισάγονται στα νέα κράτη μέλη ή προέρχονται από τα νέα κράτη μέλη.  Η έννοια του πλεονάσματος αφορά επίσης προϊόντα που προορίζονται για την αγορά των νέων κρατών μελών.

 

Η καταγραφή των αποθεμάτων πραγματοποιείται με βάση την ισχύουσα την 1η Μαΐου 2004 συνδυασμένη ονοματολογία.

 

3.  Το ποσό την επιβάρυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, καθορίζεται σύμφωνα με τον εν γένει εφαρμοζόμενο εισαγωγικό δασμό κατά την 1η Μαΐου 2004.  Τα έσοδα που προκύπτουν μέσω της επιβολής της επιβάρυνσης από τις εθνικές αρχές, πιστώνονται στον εθνικό προϋπολογισμό του νέου κράτους μέλους.

 

4.  Προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της επιβάρυνσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα νέα κράτη μέλη διενεργούν χωρίς καθυστέρηση απογραφή των διαθέσιμων αποθεμάτων από την 1η Μαΐου 2004.  Εν προκειμένω, το νέο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την ποσότητα των προϊόντων που υπάρχουν σε πλεόνασμα, εκτός από τις ποσότητες σε δημόσιο απόθεμα που αναφέρονται στο άρθρο 5, το αργότερο έως τις 31 Ιουλίου 2004.

 

5.  Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται σε προϊόντα που υπάγονται στους ακόλουθους κωδικούς ΣΟ:

- όσον αφορά την Κύπρο

0204 43 10, 0206 29 91, 0408 11 80, 1602 32 11, 0402 10 , 0402 21, 0405 10, 0405 20 10, 0405 20 30, 0405 90, 0406, 0703 20 00, 0711 51 00, 1001, 1002, 1003, 1004, 1005, 1006 10, 1006 20, 1006 30, 1006 40, 1007, 1008, 1101, 1102, 1103, 1104, 1107, 1108, 1509, 1510, 1517, 1702 30 (2), 1702 40 (3), 1702 90 (4), 1901 90 99, 2003 10 20, 2003 10 30, 2106 90 98(5).

 

Εφόσον σε έναν κωδικό ΣΟ εμπίπτουν προϊόντα για τα οποία ο εισαγωγικός δασμός της παραγράφου 3 δεν είναι ο ίδιος, η απογραφή των αποθεμάτων που προβλέπεται στην παράγραφο 4 πραγματοποιείται χωριστά για κάθε προϊόν ή ομάδα προϊόντων που υπάγονται σε διαφορετικό εισαγωγικό δασμό.

 

6.     Η Επιτροπή μπορεί να προσθέσει ή να απαλείψει προϊόντα από τον κατάλογο που εμφαίνεται στην παράγραφο 5.»

 

 

 

 Στη συνέχεια, εκδόθηκε ο τροποποιητικός Καν. 230/04 που αντικαθιστούσε την παρ. 4 ως εξής:

 

«4.  Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 επιβάρυνση εφαρμόζεται ορθώς, τα νέα κράτη μέλη διενεργούν χωρίς καθυστέρηση απογραφή των διαθέσιμων την 1η Μαΐου 2004 αποθεμάτων.  Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν ένα σύστημα προσδιορισμού των κατόχων πλεονασματικών αποθεμάτων το οποίο βασίζεται στην ανάλυση κινδύνων, σύμφωνα ιδίως με τα ακόλουθα κριτήρια:

 

-         χαρακτήρας δραστηριότητας του κατόχου,

-          

-         ικανότητα μέσων αποθήκευσης,

-          

-         επίπεδο δραστηριότητας.

 

Τα νέα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ποσότητα προϊόντων πλεονασματικών αποθεμάτων, με εξαίρεση τις ποσότητες που βρίσκονται σε δημόσια αποθεματοποίηση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 5, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004.»

 

 

 

 

Το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, («το Υπουργείο»)  ως η αρμόδια αρχή, με ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στις καθημερινές εφημερίδες στις 3/1/04, ενημέρωνε όλους τους εισαγωγείς και εξαγωγείς  σειράς προϊόντων (στον κωδικό συνδυασμένης ονοματολογίας για την Κύπρο ενέπιπτε και το ρύζι) για τις υποχρεώσεις τους που προέκυπταν από τον εν λόγω Κανονισμό και τους προέτρεπε «όπως μέχρι την 1.5.04 προβαίνουν σε εισαγωγές ποσοτήτων αποκλειστικά και μόνο για τις πραγματικές τους ανάγκες».

 

  Η Επιτροπή εξέδωσε  την  απόφαση  με αριθμό 2007/361/ΕΚ  με την οποία καθόρισε την πλεονάζουσα ποσότητα που υπερβαίνει τα κανονικά αποθέματα προς μεταφορά και τα ποσά που θα επιβαρύνουν τα 10 κράτη μέλη, προσδιορίζοντας για την Κύπρο την πλεονάζουσα ποσότητα για το ρύζι στους 2153 τόνους. Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες και τον περί της Εφαρμογής Πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά με τη θέσπιση Μεταβατικών Μέτρων στον Τομέα των Γεωργικών Προϊόντων λόγω της Προσχώρησης της Δημοκρατίας και Άλλων Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση Νόμο του 2005 (Ν. 40(Ι)/2005), το Υπουργείο, ενημέρωσε όλους τους εισαγωγείς/εξαγωγείς ρυζιού για το περιεχόμενο του κανονισμού καθώς και για τις απορρέουσες συνέπειες. Ζήτησε επίσης από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, φυσικά και νομικά πρόσωπα,  πληροφορίες και στοιχεία απαραίτητα για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δυνάμει του πιο πάνω νόμου.

 

Το Υπουργείο, μετά την προσχώρηση στην ΕΕ, απέστειλε προς όλους τους εισαγωγείς ρυζιού συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, η οποία ασχολείται με την εισαγωγή και διάθεση ρυζιού στην κυπριακή αγορά, επιστολή ημερ. 19/4/05 με την οποία της ζητούσε να προσκομίσει τα στοιχεία που απαριθμούνταν στον επισυνημμένο πίνακα (εισαγωγές ρυζιού, εξαγωγές, κατανάλωση κ.τ.λ.) και περαιτέρω στοιχεία αναφορικά με τον τύπο δραστηριότητας, το επίπεδο δραστηριότητας και τους αποθηκευτικούς χώρους της επιχείρησης.  Η αιτήτρια με επιστολή ημερ. 16.5.05, υπέβαλε τα στοιχεία που ζητήθηκαν,  πιστοποιημένα από εγκεκριμένους ελεγκτές καθώς και περαιτέρω στοιχεία, όπως πίνακες, διασαφήσεις εισαγωγών και τιμολόγια αγορών. Το υλικό διασταυρώθηκε με τις πληροφορίες που λήφθηκαν  από το  Επαρχιακό  Γραφείο  του Υπουργείου στη Λεμεσό, τις δηλώσεις του εισαγωγέα και το Τμήμα Τελωνείων.

 

Στην αιτήτρια καταλογίστηκε πλεονάζουσα ποσότητα σε 319.169 κιλά, με βάση τα στοιχεία που δήλωσε η ίδια. Το Υπουργείο με επιστολή ημερ. 5.6.07, κοινοποιούσε στην αιτήτρια την πλεονάζουσα ποσότητα καθώς και το ποσό της χρηματικής επιβάρυνσης που της επέβαλε το Τμήμα Τελωνείων και που αντιστοιχούσε στο ποσό των ΛΚ23.960.

 

Η αιτήτρια προβάλλει ως κύριο επιχείρημα για την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης ότι αυτή λήφθηκε καταχρηστικά και κατά παράβαση της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης των εμπόρων και της αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς του κράτους. Ισχυρίζεται ότι η Δημοκρατία παρέλειψε να  κοινοποιήσει στους εμπορευόμενους  έγκαιρα τις πρόνοιες του Καν. 1972/03 και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή συσσώρευσης αποθεμάτων ρυζιού πριν από την ενταξιακή ημερομηνία. Κατά συνέπεια η αιτήτρια είχε ήδη βάλει τις παραγγελίες της  πριν τη θέσπιση του επίμαχου Κανονισμού και η διοίκηση λειτούργησε αιφνιδιαστικά.

 

Ο Κανονισμός δεν αποσκοπεί στην αναδρομική ρύθμιση της προενταξιακής δραστηριότητας των εισαγωγέων αλλά καθορίζει την πλεονασματική ποσότητα του ρυζιού κατά την 1.5.04, προκειμένου να απομακρυνθεί από την κοινή αγορά και να αποτρέψει τους κινδύνους κερδοσκοπίας και διατάραξης της. Στο Παράρτημα 30 της ένστασης  φαίνεται, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε η ίδια η αιτήτρια, ότι ένα χρόνο πριν την ένταξη οι εισαγωγές της είχαν σχεδόν διπλασιαστεί (κατά την περίοδο 1.5.2000-30.4.2001 οι εισαγωγές ήταν 407.500 κιλά, ενώ από 1.5.2003-30.4.04 ανήλθαν στα 874.999 κιλά). Η αποθεματική συσσώρευση από μόνη της έδινε πλεονέκτημα στην αιτήτρια που μπορούσε να διαταράξει την κοινή αγορά ρυζιού. Η αιτήτρια δεν κατάφερε να δικαιολογήσει την αύξηση των εισαγωγών της με βάση τις αντικειμενικές ανάγκες της εγχώριας αγοράς.

 

Παρόμοιος ισχυρισμός εξετάστηκε από τον Χατζηχαμπή Δ. στην Συνεργατική Εταιρεία Εσέλ-Σπολπ Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, προσφυγή αρ. 1041/07, ημερ. 15.1.2009 (αφορούσε παρόμοια διοικητική πράξη για άλλο εισαγωγέα ρυζιού). Υιοθετώ το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:

 

  «Η τελευταία εισήγηση για καθυστερημένη ενημέρωση δεν έχει έρεισμα.  Ο ΕΚ 1972/2003 θεσπίσθηκε το Νοέμβριο του 2003 και η Δημοκρατία τον κοινοποίησε χωρίς ουσιαστική καθυστέρηση.  Ανεξαρτήτως δε των εμπορικών συνηθειών της Αιτήτριας και άλλων εμπορευομένων, ο Κανονισμός, ο οποίος ορθώς παρατηρεί η Δημοκρατία δεν αφορούσε την προενταξιακή δραστηριότητα των εμπόρων, θα είχε εφαρμογή από την 1.5.2004, με αντικείμενο μάλιστα ακριβώς την αντιμετώπιση των πλεονασμάτων την 1.5.2004 και των συνεπειών τους ως προς την ομαλότητα της ενιαίας αγοράς και την αποφυγή κερδοσκοπίας.

 

Ούτε η εισήγηση για κατάχρηση εξουσίας έχει έρεισμα.  Η διοίκηση δεν έκανε οτιδήποτε άλλο παρά να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του ΕΚ 1972/2003 και είναι εντελώς ανυπόστατη η εισήγηση ότι σκοπός της ήταν να μετακυλήσει την ευθύνη από τη Δημοκρατία στους εμπόρους.»

 

 

 

 

 

Η αιτήτρια, με αναφορά στο άρθρο 61 του Συντάγματος, εισηγείται ότι η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και ότι μόνο με τροποποίηση του Συντάγματος θα μπορούσε η Δημοκρατία να εφαρμόζει ευρωπαϊκούς κανονισμούς, όπως ο επίδικος. Λέγει συναφώς ότι  η υποχρέωση άμεσης εφαρμογής των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την ημερομηνία έκδοσης τους σε όλα τα κράτη μέλη δεν μπορεί να  υπερκεράσει την ισχύ του Συντάγματος ως του υπέρτατου νόμου της Δημοκρατίας.

 

Η επιχειρηματολογία των αιτητών, παραβλέπει την αρχή υπεροχής του κοινοτικού δικαίου όπως έχει αναγνωριστεί από την ίδια τη συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. (Flaminio costa v. ENEL, Υποθεση αρ. 6/64 (1964) ECR 585, Amministrazione delle finanze dello Strato v. Simmenthal S.p.A, Υποθ. 106/77 (1978) ECR 629.)  Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδέχθηκε αυτή την αρχή στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κώστα Κωνσταντίνου,  Πολ. Εφεση 294/2005, ημερ. 7/11/05, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας που οδήγησε στην 5η τροποποίηση του Συντάγματος το 2006. Η επίδικη πράξη εκδόθηκε στις 5.6.07, μετά την προμνησθείσα τελευταία τροποποίηση του  Συντάγματος. Εξάλλου, το άρθρο 249 ΕΚ επιβάλλει συμβατική υποχρέωση στην Κύπρο να αναγνωρίζει την άμεση ισχύ των Κοινοτικών Κανονισμών και να λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο για την εφαρμογή τους (άρθρο 10ΕΚ).

 

Ο επόμενος ισχυρισμός της αιτήτριας έχει να κάνει με την εσφαλμένη νομική ερμηνεία του Κανονισμού. Διευκρινίζει ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού θα έπρεπε να εφαρμοστούν με βάση το πνεύμα της κοινής γεωργικής πολιτικής που είναι η πάταξη της κερδοσκοπίας. Οι καθ' ων η αίτηση δεν διενέργησαν δέουσα έρευνα ώστε να επιβαρύνουν όχι μόνο τους εισαγωγείς αλλά και  τους κατόχους τέτοιων αποθεμάτων, οι οποίοι εξασφαλίζοντας προϊόντα πριν την προσχώρηση με ευνοϊκότερους όρους ενδεχομένως να κερδοσκοπούσαν από την ακριβότερη πώλησή τους. Η ίδια είχε διαθέσει αρκετές ποσότητες ρυζιού και είναι οι τρίτοι μεταπωλητές που έπρεπε να θεωρηθούν κάτοχοι και να κληθούν να πληρώσουν πρόστιμο.

 

Στην περίπτωση της αιτήτριας, παρατηρήθηκε μια αυξητική εισαγωγική δραστηριότητα χωρίς αυτή να δικαιολογείται από την κατανάλωση ρυζιού στη Δημοκρατία. Ζητήθηκε από αυτή κατά τις διευκρινήσεις να προσκομίσει ενδεικτικά έστω, κατάλογο τρίτων προς τους οποίους διέθεσε  ποσότητα ρυζιού κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε και ήταν σε θέση να αποδείξει τον ισχυρισμό της και να ανατρέψει το τεκμήριο της διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

 

Το Υπουργείο προέβη στην ενδεδειγμένη έρευνα  αφού έλαβε υπόψη και τα αποθέματα των προηγούμενων ετών. Συνέλεξε επίσης στοιχεία από το Τμήμα Τελωνείων  όπως οι διασαφήσεις εισαγωγών που συνιστούσαν αξιόπιστη μαρτυρία για τις ποσότητες που είχαν εισαχθεί. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η καθ΄ ης η αίτηση για να αποτιμήσει το πλεόνασμα ήταν αυτά που η ίδια η αιτήτρια είχε προσκομίσει. Η μεθοδολογία που χρησιμοποίησε είχε υποδειχθεί από την Επιτροπή και στηρίχθηκε εύλογα στην αφαίρεση του μέσου όρου των τριών προηγούμενων ετών από τις εισαγωγές του 2003/2004. Ηταν προς το συμφέρον της να ληφθούν υπόψη τα αποθέματα αφού υπολογίστηκε στη βάση της διαφοράς και όσο πιο ψηλός ήταν ο μέσος όρος των τριών αυτών περιόδων σε σχέση με την τελευταία περίοδο, τόσο μειωνόταν το πλεόνασμα της.

 

Τόσο το Παράρτημα IV της πράξης προσχώρησης όσο και οι διατάξεις του Κανονισμού στο σύνολο τους επιβάλλουν την υποχρέωση στα κράτη μέλη να καταστρέψουν / απομακρύνουν τα πλεονάσματα ρυζιού χωρίς να  εξαρτούν την υποχρέωση αυτή από το υποκειμενικό κριτήριο της κερδοσκοπικής διάθεσης. Αρκεί μόνο το αντικειμενικό γεγονός της ύπαρξης μη κανονικών αποθεμάτων, χωρίς να απαιτείται αιτιολόγηση του καθορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας με βάση το κερδοσκοπικό ή μη σκοπό των εισαγωγών.

 

Η αιτήτρια λέγει επίσης ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης διότι δεν της είχαν υποδειχθεί έγκαιρα οι ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί προκειμένου να μην υποστεί τις αρνητικές συνέπειες του Κανονισμού. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία συμμορφώθηκε και προέβηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλα τα δέοντα μέτρα προκειμένου να εφαρμόσει τον Κανονισμό. Η αιτήτρια εξάλλου συμμετείχε στη διαδικασία διακρίβωσης των αποθεμάτων ρυζιού και ήταν πλήρως ενήμερη των ενεργειών και των σκοπών της.

 

 

Η αιτήτρια επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας. Η αρχή αυτή, έχει περιθώριο εφαρμογής όταν κρίνεται πράξη διακριτικής ευχέρειας. Στην προκειμένη περίπτωση τα μέτρα που είχαν ληφθεί δηλαδή, ο καθορισμός πλεονασμάτων και η επιβολή επιβαρύνσεων κατά προκαθορισμένο τρόπο προέκυπταν κατά δέσμια αρμοδιότητα από τις απορρέουσες υποχρεώσεις  δυνάμει της Συνθήκης Προσχώρησης χωρίς να τίθεται καν θέμα κατά πόσο αυτά ήταν τα αναγκαία ή κατάλληλα.  

 

Η αιτήτρια θέτει θέμα αντισυνταγματικότητας της απόφασης, διότι παραβιάζει, καθώς εισηγείται, την αρχή της ισότητας (άρθρο 28), το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (άρθρο 23), το δικαίωμα εργασίας και επαγγέλματος (άρθρο 25), την ελευθερία του συμβάλλεσθαι και την οικονομική ελευθερία (άρθρα 26 και 35 του Συντάγματος). Το  επιχείρημα της αιτήτριας αναφορικά με την παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν ευσταθεί. Η αιτήτρια παραπονείται ότι έπεσε θύμα άνισης μεταχείρισης, ότι επιβλήθηκε πρόστιμο μόνο στους εισαγωγείς επιλεκτικά και ότι δεν εφαρμόσθηκε η ίδια τακτική για άλλους πιθανούς κατόχους αποθεμάτων όπως λιανοπωλητές και βιομήχανους ή χονδρεμπόρους, με αποτέλεσμα να κερδοσκοπούν σε βάρος της αιτήτριας. Λέγει συναφώς ότι διέθεσε σε αυτούς αρκετές ποσότητες ρυζιού οι οποίες πιστώθηκαν ως δικό της απόθεμα. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντέταξε ότι ως αποτέλεσμα των δεσμεύσεων που ανέλαβε το Υπουργείο λόγω των επιτακτικών διατάξεων του Κανονισμού, εφάρμοσε την ίδια φόρμουλα για όλους τους εισαγωγείς ρυζιού, τους οποίους αντιμετώπισε ως μια ομοιογενή ομάδα.

 

Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση της αιτήτριας δεν ευσταθεί. Τα πορίσματα των εκθέσεων και ερευνών του Υπουργείου με βάση τα οποία εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν τα αποθέματα ρυζιού που εισήγαγαν οι διάφορες εταιρείες παγκυπρίως δεν μπορούν ως ζητήματα απολύτως τεχνικά να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία. Οι ομάδες  των εμπορευόμενων στις οποίες αναφέρθηκε η αιτήτρια δεν τελούν ασφαλώς υπό την ίδια κατάσταση με τους εισαγωγείς ρυζιού, ούτε θα μπορούσε η Δημοκρατία να υπεισέλθει σε διαδικασία παρακολούθησης των αποθεμάτων ρυζιού μετά που εισέρχονταν στην Δημοκρατία, πέραν των διαθέσεων/πωλήσεων που κατέγραφαν οι εισαγωγείς στις καταστάσεις τους και συνυπολογίστηκαν.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας της αιτήτριας, δεν έχει αποδειχθεί ότι τέθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση τέτοιοι περιορισμοί  και επεμβάσεις επί της ιδιοκτησίας που να την εξουδετερώνουν ή να περιορίζουν σημαντικά τη χρήση της σύμφωνα με τον προορισμό της. Το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν είναι απόλυτο, υποχωρεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην Dilexport Srl και Ministero del Commercio con l´Estero, C-38/02, ημερ. 15.7.2007, αναφέρεται: 

 

«82. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ελεύθερη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας περιλαμβάνεται, όπως επίσης το δικαίωμα ιδιοκτησίας, στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Πάντως, οι αρχές αυτές δεν έχουν τη μορφή απολύτων προνομίων, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας. Συνεπώς, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στο δικαίωμα ελεύθερης ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας, όπως και στην άσκηση του δικαιώματος κυριότητας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και απαράδεκτη παρέμβαση δυνάμενη να θίξει την ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων κατ΄ αυτόν τον τρόπο δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1995, C.44/94, Fishermen´s Organisations κ.λ.π., Συλλογή 1995, σ.1-3115, σκέψη 55. της 28ης Απριλίου 1998, C.200/96, Metronome Musik, Συλλογή 1998, σ. 1-1953, σκέψη 21, και της 10ης Ιουλίου 2003, C-20/00 και C-64/00, Booker Aquaculture και Hydro Seafood, Συλλογή 2003, σ.1-7411, σκέψη 68).»

 

 

Η επίδικη απόφαση  όπως και κάθε άλλο μέτρο που έχει ληφθεί με βάση τον Κανονισμό, αποσκοπούσε στην προστασία της κοινοτικής αγοράς του  ρυζιού και μεταβατικά της κοινής γεωργικής πολιτικής, διασφαλίζοντας το δημόσιο συμφέρον. Συνεπώς, οι όποιοι περιορισμοί προέκυψαν, εμπίπτουν στους επιτρεπτούς κατά τα άρθρα 23.3 και 25.2 αντίστοιχα περιορισμούς. Εξάλλου,  με την επίδικη απόφαση η αιτήτρια δεν εμποδίστηκε να εισάγει ρύζι ώστε να επηρεάζεται άμεσα στην άσκηση του επαγγέλματος της. Η αιτήτρια δέχθηκε τους αναγκαίους ποσοτικούς περιορισμούς για τους οποίους είχε ενημερωθεί ότι αν παραβιάζονταν θα της επιβαλλόταν ανάλογη χρηματική επιβάρυνση.

 

Κατά ανάλογο τρόπο, θεωρώ ότι δεν συντρέχει παραβίαση της οικονομικής ελευθερίας κατά τρόπο αντισυνταγματικό, αφού η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 26 του Συντάγματος. Εδώ ο περιορισμός ήταν επιβεβλημένος για την διασφάλιση της ομαλής κοινής αγοράς. Η αιτήτρια κατείχε πλεόνασμα κατά την 1.5.04, γεγονός που οδηγούσε αυτόματα στην λήψη της απόφασης. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς τα μέτρα που λήφθηκαν κατ' εφαρμογή του Κανονισμού, καταργούσαν το δικαίωμα της να συμβάλλεται αφού είχε τη δυνατότητα να συνεργαστεί με άλλους εμπορευόμενους στην Ευρώπη για εξαγωγή των επιπλέον ποσοτήτων στην Κοινότητα και να μη βρεθεί με πλεόνασμα κατά την ημερομηνία της προσχώρησης.


 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                               Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο