ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 595/2007)
5 Μαρτίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Ξ. Ξενόπουλος, για τον Αιτητή.
Α. Πανταζή (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Στις 16.1.2007 κατατέθηκε στην καθ' ης η αίτηση η ιεραρχική προσφυγή αρ. 5/2007. Με αυτή, ο Αιτητής, ο οποίος είχε υποβάλει προσφορά στο πλαίσιο του διαγωνισμού που προκήρυξε το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, στο εξής «η Αναθέτουσα Αρχή», με τίτλο «Προσφορά ΤΠΑ5/2006, για την παροχή Υπηρεσιών Επιθεωρητή Πτητικών Επιχειρήσεων», στο εξής «η προσφορά», αμφισβητούσε τη νομιμότητα της απόφασης για απόρριψη της προσφοράς του Αιτητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή της Αναθέτουσας Αρχής, ημερομηνίας 27.12.2006.
Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής με την ιεραρχική προσφυγή, άσκησε και το δικαίωμα του για υποβολή αίτησης για λήψη προσωρινού μέτρου αναστολής της εφαρμογής της υπό αμφισβήτηση απόφασης. Η καθ' ης η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη ότι η Αναθέτουσα Αρχή, αποδέχθηκε την παράταση της ισχύος του Διατάγματος, αποφάσισε ομόφωνα την παράταση του προσωρινού διατάγματος μέχρι την έκδοση απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή.
Στις 12.2.2007, η καθ' ης η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν της από τις δύο πλευρές, καθώς και τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και νομολογία, αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και την επικύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η απόφαση αυτή λήφθηκε ομόφωνα.
Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση της καθ' ης η αίτηση.
Έξι είναι οι λόγοι που επικαλείται. Με τον πρώτο προβάλλει ότι:-
«Η επίδικη διοικητική απόφαση είναι παράνομη καθότι εξεδόθη υπό συλλογικού οργάνου του οποίου η σύνθεση είναι παράνομη και συγκρούεται με Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Ειδικότερα ο Κανονισμός 3 της ΚΔΠ 745/2003, ημερομηνίας 3 Οκτωβρίου 2003, ο οποίος εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 55 του Νόμου 101(Ι)/2003, περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) και ο οποίος καθορίζει τη σύνθεση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ήτοι του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση οι οποίες προβλέπουν ότι: «Ο Πρόεδρος τουλάχιστον της εν λόγω ανεξάρτητης Αρχής πρέπει να έχει τις ίδιες νομικές γνώσεις και επαγγελματικά προσόντα με δικαστή .» (άρθρο 8 Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, άρθρο 9 Οδηγίας 92/13/ΕΟΚ), ενώ στον άνω αναφερόμενο Κανονισμό 3 δεν προβλέπεται ο πρόεδρος της εν λόγω Αρχής να έχει τα καθοριζόμενα από τις προαναφερθείσες κοινοτικές οδηγίες προσόντα. Σύμφωνα με το 179.2 του Συντάγματος ως τροποποιήθηκε, επιβάλλεται μεταξύ άλλων, ότι κανένας νόμος ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων και καμιά απόφαση οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου στη Δημοκρατία ασκούντος εκτελεστική εξουσία ή οιονδήποτε διοικητικό λειτούργημα, δύναται να είναι καθ' οιονδήποτε τρόπο αντίθετη ή ασύμφωνη προς οποιανδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στην Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της ως κράτους μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.»[1]
Από την άλλη, η καθ' ης η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Η ευπαίδευτη συνήγορος της, εισηγήθηκε ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να διαμαρτύρεται για τη συγκρότηση και τη σύνθεση του οργάνου, ενώ δεν έχει εγείρει προηγουμένως το θέμα ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής. Πέραν τούτου, κατά την διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής, ο Αιτητής ζήτησε από την καθ' ης η αίτηση:- (α) να εκδώσει παρεμπίπτον διάταγμα αναστολής της διαδικασίας των προσφορών, (β) ο ίδιος συμμετείχε στην ακροαματική διαδικασία υπό την προεδρία του κ. Πογιατζή, για τον οποίο σήμερα διατυπώνει παράπονα και (γ) δέχθηκε την αναστολή της εφαρμογής της απόφασης της αναθέτουσας αρχής, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης από την καθ' ης η αίτηση. Υπό αυτές τις συνθήκες, εισηγείται η συνήγορος της καθ' ης η αίτηση, ο Αιτητής στην ουσία επιδοκιμάζει με σκοπό την προσπόριση οφέλους και ταυτόχρονα αποδοκιμάζει λόγω ματαίωσης του οφέλους. Αυτό προσκρούει στην καλά εδραιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, που απαγορεύει την ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε η κα Πανταζή, το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το λόγο ακύρωσης, χωρίς μάλιστα να υπεισέλθει στην ουσία του.
Συμφωνώ με την εισήγηση της δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση. Στην παρούσα περίπτωση, η επιδοκιμασία και αποδοκιμασία είναι χαρακτηριστική και αναμφίβολα παραβιάζει τη σχετική αρχή. Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο, πλην της αναφοράς σε ορισμένες από τις υποθέσεις στις οποίες επεξηγήθηκε και εφαρμόστηκε η αρχή, υπό παρόμοιες συνθήκες (βλ. Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας κ.α. (2000) 3 ΑΑΔ 345, Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. ν. China Wanbao Engineering Corp. (2000) 3 ΑΑΔ 406 και Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 254). Ως αποτέλεσμα, ο υπό συζήτηση λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον ο Αιτητής έχει απολέσει το έννομο συμφέρον να τον εγείρει. Όπως αναφέρθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Αναστασίου ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 ΑΑΔ 2440, 2443, «όχι μόνο η προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακυρότητας πρέπει να προβάλλονται 'μετ' εννόμου συμφέροντος' για να είναι παραδεχτοί.»
Θα εξετάσω στη συνέχεια, τους λόγους ακύρωσης που αφορούν στο αναιτιολόγητο της απόφασης στην έλλειψη έρευνας, πλάνης και κατάχρηση εξουσίας, οι οποίοι είναι και οι κύριοι λόγοι που προβάλλει ο Αιτητής. Όπως κρίθηκε από την καθ' ης η αίτηση, ο Αιτητής δεν πληρούσε μια από τις προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα υποβολής προσφοράς. Σύμφωνα με την πρόσκληση, για την υποβολή προσφορών, δικαίωμα υποβολής προσφορών είχαν πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας ή πολίτες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κατείχαν μεταξύ άλλων «πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας» (βλ. «Οδηγίες προς τους προσφοροδότες με κριτήρια επιλογής», παράγραφος Β.2.(στ) της Πρόσκλησης).
Σε σχέση με την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, ο Αιτητής παρουσίασε πιστοποιητικό G.C.E. 'O' level του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στα Νέα Ελληνικά (Modern Greek). Η Επιτροπή Αξιολόγησης των προσφορών, αφού εξέτασε τις έξι προσφορές που υποβλήθηκαν σε σχέση με τον Αιτητή, εισηγήθηκε ότι «πληροί τους όρους της προσφοράς εκτός από την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας για την οποία δεν έχει υποβάλει τεκμήριο». Ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε σε ιδιωτική σχολή μέσης εκπαίδευσης, αλλά δεν προσκόμισε οποιοδήποτε απολυτήριο αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης. Τελικά η Επιτροπή Αξιολόγησης εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Προσφορών την κατακύρωση της προσφοράς στους υποψήφιους Ε. Λιασή και Μ. Ευθυμίου.
Το θέμα της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας, ηγέρθη κατά την ακρόαση της ιεραρχικής προσφυγής και αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του Αιτητή. Ο δικηγόρος του Αιτητή κ. Ξ. Ξενόπουλος, έθεσε το θέμα ως εξής:-
«Πρόεδρος: Πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας σημαίνει απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης.
Ξ. Ξενόπουλος: Η εισήγηση μας είναι ότι η περίπτωση αυτή δεν αφορά, και το λεν και οι ίδιοι στην απάντηση τους - μία σχέση κυβερνητικής υπηρεσίας. Δηλαδή δεν ισχύουν αυτά που ισχύουν στη δημοσιοϋπαλληλική σχέση. Είναι και παραδεκτό και από την άλλη πλευρά και το αναφέρουν στην απάντησή τους. Είναι μια ιδιωτική σύμβαση η οποία θα υπογραφεί. Άρα κατά την εισήγηση μου δεν μπορούν να εφαρμοστούν επιλεκτικά αυτά που ισχύουν στην περίπτωση πρόσληψης στη δημόσια υπηρεσία και ας πάρουμε το θέμα της γλώσσας όπου επισύναψαν το επισυνημμένο 2, όπου καθορίζεται τι εννοεί πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας στη δημόσια υπηρεσία, όταν πρόκειται να προσληφθεί κάποιος που λέει ότι πρέπει να έχει απολυτήριο αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης κλπ, και λέω εγώ ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσει καθοριστικό κριτήριο στην απόφαση της επιλογής διότι 1ον, όπως ανέφερα δεν έχουμε περίπτωση δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης και 2ον, στους όρους προσφορών δεν καθορίζει ότι θα ισχύουν και ότι θα ερμηνεύονται όπως ερμηνεύονται στις θέσεις της δημόσιας υπηρεσίας. Άρα, στην περίπτωση του κ. Οικονομίδη που δεν παρουσίασε το απολυτήριο αλλά παρουσίασε πολλά άλλα πιστοποιητικά που αποδεικνύουν και την πολύ καλή γνώση της ελληνικής αλλά βεβαίως και της αγγλικής γλώσσας. Είναι παραδεκτό ότι είναι απόφοιτος της Ιδιωτικής Σχολής Χατζηαναστασίου - και ο ίδιος το είπε μάλιστα ενώπιον της επιτροπής - ήταν ιδιωτική επτατάξια σχολή.
..............................
Πρόεδρος: Εγώ παραμένω στον όρο που λέει πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας και αγγλικής γλώσσας διότι αυτή είναι και η ουσία της υπόθεσης μας όσον αφορά τον κ. Οικονομίδη. Θέλω να μου εξηγήσετε κ. Οικονομίδη αν έχετε τελειώσει τη Σχολή Χατζηαναστασίου. Αν την έχετε τελειώσει θα ήθελα κάποιο ντοκουμέντο για να πιστέψω, παρόλο που δεν είναι Δημόσιο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, το οποίο θα ήταν ενισχυτικό στην απόφαση μας.
Αν. Οικονομίδης: Την έχω τελειώσει και το δηλώνω ενόρκως. Πιστοποιητικό δυστυχώς δεν το κατέχω και δεν μπορώ να γνωρίζω το λόγο μετά από παρέλευση 37 χρόνων γιατί δεν το κατέχω. Είχαμε και την εισβολή, είχαμε και άλλο σπίτι στην Αμμόχωστο, πήγαμε και μετά 4 χρόνια στην Αγγλία για σπουδές, ίσως το παρουσιάσαμε κάπου και δεν μας το επέστρεψαν, δεν ξέρω τι έχει γίνει, έχει περάσει πάρα πολύς χρόνος αλλά ενόρκως δηλώνω.
Χρ. Χριστοφίδης: Από τα αρχεία του σχολείου;
Αν. Οικονομίδης: Δεν υπάρχει.
Πρόεδρος: Δηλαδή αν μας το φέρνετε αυτό το πράγμα έστω και μετά από αυτή την εξέταση θα το δεχόμουν.
Ξ. Ξενόπουλος: Απ' ότι αντιλαμβάνομαι σχολή δεν υπάρχει, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια ο κ. Χατζηαναστασίου απ' ότι ξέρω.
Πρόεδρος: Για να βρούμε και εμείς τη λογική απάντηση, πού βάζουμε το μέτρο της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας; Αν δε βασιστούμε πάνω στα τεκμήρια τα οποία θέτει η δημόσια υπηρεσία έστω να βασιστούμε πάνω σε ένα άλλο τεκμήριο το ποίο να είναι λογικό.»
Το Συμβούλιο της καθ' ης η αίτηση απορρίπτοντας τους λόγους που πρόβαλε ο Αιτητής, ανέφερε στη σελίδα 3 της απόφασης της ότι:-
«α) Ο όρος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας αποτελεί ένα από τους υποχρεωτικούς όρους της προσφοράς. Τα αποδεκτά από τη Δημόσια Υπηρεσία τεκμήρια για γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, απαιτείται η κατοχή ενός τουλάχιστον από τα πιο κάτω προσόντα:
i) Απολυτήριο Αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης Ελλάδας και Κύπρου που έχει ως βασική γλώσσα διδασκαλίας την Ελληνική.
ii) G.C.E. Modern Greek A.L. με βαθμό C και άνω.
iii) Γραπτή εξέταση που διεξάγεται σύμφωνα με τους περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμους του 1998 έως 2001 (βαθμολογία 50% και άνω στο θέμα των Ελληνικών).
Η Επιτροπή Αξιολόγησης κατά την αξιολόγηση των προσφορών διαπίστωσε ότι ο κ. Οικονομίδης δεν υπέβαλε σχετικό τεκμήριο που να αποδεικνύει την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, ζητήθηκαν από τον κο Οικονομίδη να αποδείξει εάν πράγματι κατέχει ικανοποιητικό τεκμήριο αλλά ο κος Οικονομίδης απέτυχε να υποβάλει οποιαδήποτε αποδεικτικά, έστω και απολυτήριο σχολής μέσης εκπαίδευσης.
Κατά συνέπεια, η Επιτροπή Αξιολόγησης έκρινε ότι ο κ. Αντωνάκης Οικονομίδης δεν πληρούσε τον σχετικό ουσιώδη όρο της προσφοράς."
Ο δικηγόρος του Αιτητή αναπτύσσοντας τους λόγους ακύρωσης που αφορούν στην έλλειψη έρευνας και πλάνης, ανέφερε ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στη δέουσα έρευνα με γνώμονα τον σκοπό που απαιτείται, ώστε η συγκεκριμένη γνώση να συναρτάται με τις ανάγκες τις προσφοράς. Η καθ' ης η αίτηση λανθασμένα θεώρησε ότι τυγχάνουν εφαρμογής τα αποδεχτά τεκμήρια γνώσης της Ελληνικής γλώσσας που εφαρμόζονται στην περίπτωση της Δημόσιας Υπηρεσίας. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή, η καθ' ης η αίτηση όφειλε, αφού διαπίστωσε έλλειψη πειστικών στοιχείων για την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, να διεξαγάγει περαιτέρω έρευνα για να εξακριβώσει τη γνώση της από τον Αιτητή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 45 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η έρευνα για να είναι επαρκής, θα πρέπει να καλύπτει όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα. Η έκταση της εξαρτάται από τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Όμως εναπόκειται στο αρμόδιο όργανο να επιλέξει τον ενδεδειγμένο τρόπο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έρευνα που διεξήχθη ήταν κατά την άποψή μου επαρκής. Το Συμβούλιο δια του Προέδρου, αφού διευκρίνισε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, ζήτησε επανειλημμένως από τον Αιτητή να παρουσιάσει κάποιο πειστικό στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει την πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας. Το ότι το Συμβούλιο, στην απουσία άλλων κριτηρίων, χρησιμοποίησε τα αποδεχτά κριτήρια για γνώση της Ελληνικής γλώσσας τα οποία χρησιμοποιούνται στη Δημόσια Υπηρεσία, δεν ήταν μεμπτό, και ούτε δείχνει ότι το Συμβούλιο ήταν δέσμιο της σχετικής Εγκυκλίου στην οποία καταγράφονται τα κριτήρια. Εν πάση περιπτώσει, τα αποδεκτά κριτήρια ίσχυαν για όλους τους υποψηφίους και δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας. Μάλιστα ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, όπως φαίνεται στην τελευταία παράγραφο του αποσπάσματος που παράθεσα στη σελίδα 7 της παρούσας απόφασης, διευκρίνισε ότι ακόμα και αν το Συμβούλιο δε στηριζόταν στα αποδεχτά κριτήρια της Εγκυκλίου, θα μπορούσε να στηριχθεί «σε ένα άλλο τεκμήριο το οποίο να είναι λογικό». Ο Αιτητής λοιπόν, είχε όλη την ευχέρεια να προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, εκτός των αποδεχτών κριτηρίων της Εγκυκλίου και να ζητήσει από το Συμβούλιο, αφού το ερευνήσει, να αποφανθεί αν ήταν ικανοποιητικό.
Ο Αιτητής είχε το βάρος να θέσει ενώπιον της διοίκησης όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, αλλά παρέλειψε να το πράξει. Ως αποτέλεσμα δεν μπορεί τώρα να αντλήσει οφέλη από τη δική του παράλειψη, καταλογίζοντας στη διοίκηση έλλειψη επαρκούς έρευνας.
Η προκειμένη περίπτωση μπορεί να μην αφορά σε πρόσληψη υπαλλήλου στη δημόσια υπηρεσία, αλλά λόγω της φύσης της προσφοράς, αυτό δεν διαφοροποιεί ουσιαστικά τα πράγματα. Πρόκειται για προσφορά του δημοσίου για παροχή υπηρεσιών επί προσωπικού επιπέδου και ο σχετικός όρος για πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας, αποτελούσε ένα από τους υποχρεωτικούς όρους της προσφοράς, οι οποίοι, όπως είναι νομολογημένο, ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ώστε να αποφεύγονται οι παρεκκλίσεις (Βλ. Βουνιώτης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1985) 4 ΑΑΔ 2355).
Σύμφωνα με το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, κανένα πρόσωπο δεν νομιμοποιείται στην έγερση προσφυγής χωρίς να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του Αιτητή σε τρία χρονικά σημεία: (α) κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης, (β) κατά την άσκηση της προσφυγής και (γ) κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (βλ. Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 528/03, ημερ. 26.10.05). Ειδικά στις περιπτώσεις προσφορών, η μη συμμόρφωση με ουσιώδη όρο καθιστά την προσφορά του εκτός προδιαγραφών και τον αιτητή χωρίς έννομο συμφέρον (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χαρ. Πηλακούτας Λτδ. (2006) 3 ΑΑΔ 759, Tamassos Supplies & Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα. Του δόθηκε η ευκαιρία να τα παρουσιάσει, αλλά δεν το έπραξε. Ως αποτέλεσμα, ο αποκλεισμός του ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογος, εφόσον η κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας, κρίνεται ουσιώδες προσόν και προϋπόθεση του δικαιώματος για υποβολή προσφοράς. Επομένως, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ήταν καθόλα νόμιμη. Εστίασε εύλογα την προσοχή της στο θέμα του προσόντος της Ελληνικής γλώσσας, χωρίς να προχωρήσει σε εις βάθος εξέταση των υπολοίπων ισχυρισμών του Αιτητή.
Ενόψει της διαπίστωσης ότι ο Αιτητής ακόμα και σήμερα στερείται εννόμου συμφέροντος, η προσφυγή κρίνεται μη παραδεχτή, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί οτιδήποτε άλλο.
Η προσφυγή κρίνεται μη παραδεχτή και απορρίπτεται με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της καθ' ης η αίτηση.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς
[1] Βλ. γραπτή αγόρευση Αιτητή, σελίς 3