ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 142/2006)
12 Μαρτίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Αιτητής παρών προσωπικά.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Βραχίμης Χατζηχάννας (αιτητής) προσβάλλει την απόφαση της 31/10/2005 της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), με την οποία επιλέγηκε η Χρύσω Κολοκοτρώνη (ενδιαφερόμενο μέρος) για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, αναδρομικά από τις 15/7/1993.
(α) Τα γεγονότα και οι λόγοι της προσφυγής.
Με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21/9/2001 στην Προσφυγή αρ. 915/2000, η οποία επικυρώθηκε στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3320 (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Βραχίμη Χατζηχάννα, της 14/11/2003) ακυρώθηκε εκ νέου ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, λόγω συμμετοχής στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή προσώπου που ήταν αντίδικος του αιτητή σε άλλη διαδικασία, κάτω από περιστάσεις που επηρέαζαν τις συνθήκες αμερόληπτης κρίσης. Είχαν προηγηθεί άλλες δύο ακυρωτικές αποφάσεις (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 216 και Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 667/96, της 14/4/1999), για λόγους που αφορούσαν τη διαδικασία και την αιτιολογία των διαπιστώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή.
Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3320 και απέστειλε τις αιτήσεις των 19 υποψηφίων στη Συμβουλευτική Επιτροπή προς το σκοπό υποβολής αιτιολογημένης έκθεσης και προκαταρκτικού καταλόγου προτεινομένων.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού συστάθηκε με διαφορετική σύνθεση και αφού έλαβε υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε τον ουσιώδη χρόνο και αφού αποφάσισε να παραγνωρίσει την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη που είχε γίνει από την αρχική Συμβουλευτική Επιτροπή, εξέτασε τις αιτήσεις και κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα της παραγράφου 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης. Μετά τον αποκλεισμό του αιτητή ακολούθησε η προφορική εξέταση των υποψηφίων στην οποία προσήλθε μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος από τους τρεις εναπομείναντες προσοντούχους υποψηφίους. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετη, απέστειλε τη σχετική σύσταση στην Ε.Δ.Υ., η οποία κατά τη συνεδρία της στις 31/10/2005 την δέχτηκε σε προφορική εξέταση στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος την σύστησε και έτσι τελικά το ενδιαφερόμενο μέρος επελέγη για προαγωγή στην επίδικη θέση.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης γιατί,
(i) Παραβιάζει το δεδικασμένο και τις αρχές της επανεξέτασης,
(ii) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν παράνομη,
(iii) Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη και πεπλανημένη,
(iv) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει την απαιτούμενη πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας,
(v) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και γιατί,
(vi) Σημειώθηκε υπέρμετρη καθυστέρηση στο ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, με αποτέλεσμα την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αιτητή.
(i) Παραβίαση του δεδικασμένου.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σημειώθηκε παραβίαση του δεδικασμένου υποβάλλοντας ότι η επανεξέταση θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις επισημάνσεις στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 3 Α.Α.Δ. 216, στην οποία κρίθηκε ως αναιτιολόγητη η απόφαση της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν της οκταετούς διοικητικής πείρας και υπηρεσίας σε θέματα διοίκησης προσωπικού. Ο αιτητής εισηγείται ότι η επανεξέταση δεν θα έπρεπε να αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά θα έπρεπε να κληθεί ο αιτητής ως προσοντούχος, με βάση προγενέστερες δικαστικές αποφάσεις, ενώπιον της Ε.Δ.Υ. για αξιολόγηση και ότι υπήρξε παλινδρόμηση στη στάση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. για το ζήτημα των προσόντων του αιτητή, που υποδηλούσε αντιφατική συμπεριφορά και παράβαση των αρχών της καλής πίστης.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι ανεδαφικοί. Όπως έχει τονιστεί κατ' επανάληψη οι αρχές του δεδικασμένου καλύπτουν μόνο τους λόγους που οδήγησαν στην ακύρωση της διοικητικής απόφασης. Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής είχε προβάλει με την προηγούμενη προσφυγή του αρ. 915/2000 τους ισχυρισμούς για αλλαγή της στάσης της διοίκησης σε σχέση με τα ακαδημαϊκά του προσόντα, αλλά το Δικαστήριο επέλεξε να μην τους εξετάσει και έτσι δεν έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο. Ο λόγος ακύρωσης αφορούσε τη σύνθεση της Συμβουλευτικής. Η διοίκηση δεσμεύεται κατά την επανεξέταση να θεραπεύσει μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση ζητήματος διατηρεί ελεύθερη κρίση. (Βλ. σχετικά Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Antenna T.V. Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711). Η επανεξέταση συνιστά εξ ολοκλήρου νέα διαδικασία που απολήγει σε νέα απόφαση. Επαναρχίζοντας τη διαδικασία από το στάδιο της αξιολόγησης των αιτήσεων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή με διαφορετική σύνθεση, διαπιστώνεται ότι η Ε.Δ.Υ. έχει συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης.
(ii) Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο αιτητής έχει υποβάλει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 32(1)(β) του Νόμου 1/90, το οποίο διέπει τη σύσταση των Συμβουλευτικών Επιτροπών γιατί ενώ αυτό καθορίζει ως Πρόεδρο της Επιτροπής τον Προϊστάμενο του οικείου τμήματος, στην παρούσα περίπτωση προήδρευσε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.
Ο ισχυρισμός του αιτητή δεν ευσταθεί. Η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την επανεξέταση έγινε με βάση την πρόνοια του άρθρου 31(1)(β) του Ν. 1/90, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και πιο συγκεκριμένα με βάση την επιφύλαξη της πιο πάνω πρόνοιας, η οποία καθορίζει τα πιο κάτω:
"Νοείται ότι κάθε φορά που πρόκειται για πλήρωση θέσεων οι κάτοχοι των οποίων είναι ιεραρχικά αμέσως υφιστάμενοι του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος, ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενεργεί ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου και τα υπόλοιπα μέλη αυτής, από τα οποία το ένα θα είναι ο οικείος Προϊστάμενος, θα επιλέγονται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και θα εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση."
Η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή συστάθηκε με πρόεδρο το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και μέλη, το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και τρεις Οικονομικούς Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών. Σε σχέση με την προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συμπεριλήφθηκαν ο τότε προεδρεύων Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών και ο τότε Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης λόγω αφυπηρέτησης, καθώς και ο Διευθυντής Διοίκησης του οποίου η συμμετοχή είχε κριθεί ως αντικανονική στην ακυρωτική απόφαση. Τα πιο πάνω πρόσωπα αντικαταστάθηκαν από άλλους λειτουργούς μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης. Έπεται ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την επανεξέταση ήταν σύμφωνη με το Νόμο. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με την εισήγηση ότι είναι αναιτιολόγητη και αντιφατική και ότι δεν αποδεικνύεται από τα πρακτικά ο χρόνος και ο τόπος της συνεδρίας.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι ανεδαφικοί. Από τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής προκύπτει ότι η συνεδρία έλαβε χώρα στο Υπουργείο Οικονομικών στις 6/5/2005. Αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης της Συμβουλευτικής σε σχέση με τα προσόντα του αιτητή φαίνεται ότι έγινε διεξοδική εξέταση του θέματος. Η παράγραφος (1) προσδιορίζει τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας ως ακολούθως:
"(1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διοίκηση Προσωπικού, Οικονομικά, Πολιτικές ή Κλασσικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Δημόσιες Σχέσεις, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία, Ιστορία."
Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο το σκεπτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής:
"Συγκεκριμένα, ο Χατζηχάννας Βραχίμης συμπλήρωσε το 1970, πτυχιακές σπουδές στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών. Σύμφωνα με σχετικό πιστοποιητικό που προσκόμισε στην αίτησή του, αυτός «υπέστη επιτυχώς τις εξετάσεις του Ε΄ έτους Ειδικότητος Δενδροκομίας» της Σχολής όπου, σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό, είχε «ευρείαν Τεχνικήν Γεωργικήν Εκπαίδευσιν». Καίτοι είναι αυτόδηλο ότι οι σπουδές αυτές δεν εμπίπτουν σε εκείνες που το Σχέδιο Υπηρεσίας περιοριστικά προβλέπει, η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη και το περιεχόμενο των επιστολών σχετικά με το θέμα, που απέστειλε ο Βρ. Χατζηχάννας, ανέτρεξε στα καθοριζόμενα πεδία σπουδών του International Standard Classification of Education της Unesco, και διαπίστωσε ότι οι πιο πάνω σπουδές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι εντάσσονται σε ένα από τα θέματα ούτε αποτελούν συνδυασμό μερικών από αυτά που αναφέρει περιοριστικά, η σχετική παράγραφος του Σχεδίου Υπηρεσίας 3.(1).
Ο Χατζηχάννας Βραχίμης, παρακολούθησε, επίσης, σπουδές στο Ισραήλ, τη χρονική περίοδο 1974-75, για τις οποίες του απονεμήθηκε σχετικό πιστοποιητικό σε συγκεκριμένο κλάδο σπουδών με τίτλο «Post-graduate Course in Comprehensive Rural Regional Development Planning». Το πιστοποιητικό αυτό δεν είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν αλλά μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
Στην περίοδο 1980-81 ο Χατζηχάννας Βραχίμης συμπλήρωσε σπουδές στο Agricultural Extension and Rural Development Centre του Πανεπιστημίου του Reading και απέκτησε το μεταπτυχιακό προσόν M.Sc. in Agricultural Extension. Η ΣΕ υπό το φως της απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας όσον αφορά το βασικό προσόν και της απόφασης της ολομέλειας του Α.Δ. στην Αναθ. Έφεση Αρ. 1776, ΚΟΤ Vs Προδρόμου κρίνει ότι το εν λόγω MSc δεν μπορεί να λογιστεί ως βασικό προσόν. Από τη μελέτη εξάλλου του περιεχομένου των σπουδών προκύπτει ότι ορισμένα από τα θέματα τα οποία ο αιτητής κάλυψε για απόκτηση του μεταπτυχιακού αυτού προσόντος θα μπορούσαν να ενταχθούν, και η Συμβουλευτική Επιτροπή κρίνει ότι εντάσσονται, στον Κλάδο των Κοινωνικών Επιστημών. Η ΣΕ παρατηρεί όμως ότι η κοινωνιολογία και όχι οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανάμεσα στα θέματα που περιοριστικά ορίζονται στην παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Τέλος, ο αιτητής Χατζηχάννας Βραχίμης κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και το μεταπτυχιακό προσόν Master of Public Administration, που απέκτησε το 1986 από το West Virginia University. Το προσόν αυτό, το οποίο είναι στη Δημόσια Διοίκηση, εφόσον είναι μεταπτυχιακό και εφόσον είναι σε θέμα που προβλέπεται στην παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας θα μπορούσε να λογιστεί μόνο ως πλεονέκτημα (παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας) για ένα υποψήφιο που κατέχει τα βασικά προσόντα. Η Συμβουλευτική Επιτροπή υπό το φως της απαίτησης του Σχεδίου Υπηρεσίας σε ότι αφορά το βασικό προσόν και της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1776, ΚΟΤ Vs Προδρόμου, κρίνει ότι το προσόν αυτό δεν μπορεί να λογιστεί ως βασικό προσόν. Σημειώνεται ότι στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, όπως αυτό δημοσιεύτηκε και ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν περιέχεται πρόνοια που να ερμηνεύει ότι ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.
Η ΣΕ σημείωσε το προσόν που απονεμήθηκε στο Βρ. Χατζηχάννα, μετά από συμπλήρωση σχετικού προγράμματος ενός έτους, από το West Virginia University με τίτλο Certificate of Mid-Career Professional Development, το οποίο όμως έκρινε ότι δεν αποτελεί ακαδημαϊκό ή ισότιμο προσόν.
Από την πιο πάνω ενδελεχή και αναλυτική εξέταση και υπό το φως των Αναθεωρητικών Εφέσεων Αρ. 3127 και 3211 (Βραχίμης Χατζηχάννας V Κυπριακής Δημοκρατίας), η ΣΕ κρίνει ότι, τα ακαδημαϊκά προσόντα που κατείχε ο Χατζηχάννας Βραχίμης κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ικανοποιούν τις πρόνοιες της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας και συνεπώς δεν είναι προσοντούχος και γι' αυτό δεν λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας επανεξέτασης."
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σε προηγούμενες διαδικασίες πλήρωσης της θέσης είχε κριθεί προσοντούχος και ότι άλλη Συμβουλευτική Επιτροπή για τις ίδιες θέσεις είχε προβεί σε διαφορετική αξιολόγηση του μεταπτυχιακού προσόντος του στην Αγροτική Ανάπτυξη και συνεπώς αυτή η μεταβολή παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Επιπρόσθετα η έρευνα που διενεργήθηκε δεν ήταν πλήρης, ο κατάλογος της Unesco που χρησιμοποιήθηκε ως οδηγός αξιολόγησης δεν καλύπτει τις σπουδές του αιτητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ότι η υπόθεση ΚΟΤ ν. Προδρόμου, που επικαλέστηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή, διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι ανεδαφικοί. Όπως έχει ήδη καθιερωθεί νομολογιακά η επανεξέταση απολήγει σε νέα απόφαση μέσα στα πλαίσια της οποίας η διοίκηση εφόσον έχει θεραπεύσει το σημείο που κρίθηκε τρωτό, διατηρεί για τα υπόλοιπα ζητήματα ελεύθερη κρίση και έτσι είναι επιτρεπτή και η διαφορετική κατάληξη. Στην υπόθεση Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1448/99, της 7/3/2001, η οποία επικυρώθηκε μετά την απόρριψη της Αναθεωρητικής Έφεσης 3211, του αιτητή, (βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527) τονίστηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με την ίδια πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας:
"Είναι δε επιτρεπτό το διαφορετικό αποτέλεσμα: βλ. Frangoullides and Another v. Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680. Ωστόσο, η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη χρειάζεται αιτιολογία. Αλλιώς η παρέκκλιση, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, θα εμφάνιζε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Αυτή είναι η έννοια της Κώστα Αδαμίδη ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 642/97 ημερ. 24 Σεπτεμβρίου 1999 (Χατζηχαμπή, Δ.) στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής και στην οποία υιοθετούνται τα όσα λέχθηκαν για τέτοιες περιπτώσεις από τον Νικολαϊδη Δ. στην Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 73/96 ημερ. 13 Νοεμβρίου 1997.
Απομένει το κατά πόσο αιτιολογήθηκε, δεόντως, η νέα διαφορετική άποψη ότι ο αιτητής δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν της παραγράφου 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το ότι ο αιτητής δεν το κατείχε είναι, κατά την αντίληψή μου, τόσο προφανές ώστε να καθίσταται άξιο απορίας - και το λέγω με κάθε εκτίμηση - το πώς ήταν δυνατό να είχε ποτέ καταλήξει κανείς περί του αντιθέτου. Η θέση του αιτητή ότι το πτυχίο Γεωπονίας ("Δίπλωμα Ανωτέρων Γεωπονικών Σπουδών" για την ακρίβεια) το οποίο κατείχε, ανήκει στη δημόσια διοίκηση, διοίκηση επιχειρήσεων, διοίκηση προσωπικού, οικονομικά, πολιτικές ή κλασσικές επιστήμες, νομικά, δημόσιες σχέσεις, κοινωνιολογία, ψυχολογία, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία ή σε συνδυασμό οποιωνδήποτε από αυτά - όπως απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας - επειδή οι σπουδές του περιλάμβαναν και μαθήματα ή πτυχές της κοινωνιολογίας, οικονομικών, νομικών κ.α. είναι κατά τη γνώμη μου, προδήλως ανεδαφική αφού το σχέδιο υπηρεσίας δεν άφηνε περιθώριο για συμπερίληψη και άλλων θεμάτων εκτός των προβλεπομένων, ενώ οι σπουδές του αιτητή για το εν λόγω πτυχίο κάλυψαν και άλλα θέματα που μάλιστα ήταν και τα περισσότερα. Επιπλέον, μου φαίνεται ότι με την πρόνοια για τη δυνατότητα συνδυασμού των θεμάτων εννοείται η κάλυψη με αυτοτέλεια του κάθε θέματος, ανεξάρτητα από την έκταση απασχόλησης με τα μέρη που το συνθέτουν∙ και αυτό δεν είναι το ίδιο με μαθήματα σε πτυχές ή σε τομείς του θέματος στο πλαίσιο ενδιαφέροντος για άλλο μείζον θέμα, στην προκείμενη περίπτωση τη Γεωπονία. Κατά τη γνώμη μου, η δοθείσα αιτιολογία ήταν αρκετή. Το ότι ο αιτητής δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(1) ήταν, όπως χαρακτηρίστηκε στο απόσπασμα που παρέθεσα, "αυτόδηλο" και δεν χρειαζόταν συζήτηση με συγκεκριμένη αναφορά στα προηγούμενα. Στην πραγματικότητα η Ε.Δ.Υ. δεν είχε άλλη επιλογή λογικά εφικτή."
Στην παρούσα υπόθεση η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβηκε σε μια αναλυτική εξέταση των προσόντων του αιτητή. Η αναζήτηση πληροφόρησης, μεταξύ άλλων και από το συγκεκριμένο εγχειρίδιο της UNESCO, καθώς και η αναφορά σε σχετική νομολογία δεν είναι μεμπτή, καθώς σκοπός της έρευνας που είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της υπόθεσης είναι η συλλογή και εκτίμηση κάθε παράγοντα σχετικού με το εξεταζόμενο ζήτημα. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα υιοθετηθεί ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο της έρευνας και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. (Βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).
Από τη σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται ότι έγινε μια σφαιρική έρευνα, ότι εξετάστηκαν ένα προς ένα τα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή και ότι δόθηκε για το κάθε ένα ξεχωριστά αιτιολογία για το λόγο που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ενέπιπταν στα απαιτούμενα της παρ. 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Εφόσον δε η έρευνα ήταν πλήρης και συμπεριλάμβανε και σχετικές επιστολές που απέστειλε ο αιτητής, η τελική αξιολόγηση και η λήψη της σχετικής απόφασης βρισκόταν στη διακριτική ευχέρεια της Συμβουλευτικής, η οποία έχει αιτιολογήσει με επάρκεια τα ευρήματά της.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(iv) Η μη κατοχή εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Η παράγραφος (5) των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας καθορίζει ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση της επίδικης θέσης την πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει τεκμήριο γνώσης αυτού του επιπέδου και ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέλειψε να διεξαγάγει τη δέουσα προς τούτο έρευνα, είναι αβάσιμος. Το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση του Διοικητικού Λειτουργού, για την οποίαν η πολύ καλή γνώση της ελληνικής προβλέπεται ως απαιτούμενο προσόν. Ήταν επίσης απόφοιτη ελληνόφωνης σχολής μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Μόρφου) και γι' αυτό ορθά πιστώθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως κάτοχος της απαιτούμενης πολύ καλής γνώσης της ελληνικής.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(v) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. ισχυριζόμενος ότι είναι αναιτιολόγητη και ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε την επίσης αναιτιολόγητη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς περαιτέρω έρευνα. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Ο αιτητής κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως μη προσοντούχος, κατά την επανεξέταση και αποκλείστηκε. Η αιτιολογία του αποκλεισμού του δόθηκε με επάρκεια στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ακολούθως ενσωματώθηκε στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. Η Ε.Δ.Υ. με δεδομένη τη λογικά εφικτή κατάληξη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα του αιτητή δεν είχε εκ του νόμου υποχρέωση να διεξαγάγει νέα έρευνα.
(vi) Υπέρμετρη καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης.
Έχει υποβληθεί από τον αιτητή ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στη συμπλήρωση της διαδικασίας για την πλήρωση της θέσης, αφού η πρώτη προσφυγή είχε καταχωρηθεί το 1993 και έκτοτε το θέμα παρέμεινε σε εκκρεμότητα. Η πιο πάνω καθυστέρηση παραβιάζει διάφορα άρθρα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, δυσμενή επηρεασμό της περιουσίας, αποστέρηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και αποτελεσματικής θεραπείας, άνισης μεταχείρισης λόγω εθνικής καταγωγής και θρησκευτικού προσανατολισμού.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν ευσταθούν. Η καθυστέρηση που σημειώθηκε είναι το αποτέλεσμα των διαδοχικών δικαστικών διαδικασιών που υιοθέτησε ο ίδιος ο αιτητής, ο οποίος αμφισβήτησε εξ αρχής το διορισμό. Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν έκτοτε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, δεν ήταν πάντα ευνοϊκές για τις θέσεις του αιτητή, έθιξαν πληθώρα ουσιαστικών και διαδικαστικών θεμάτων και οδήγησαν σε διαδοχικές επανεξετάσεις. Δεν έχει υποδειχθεί με ποιόν τρόπο έχει θιγεί οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή και η πορεία που ακολουθήθηκε κρίνεται φυσιολογική. Οι ισχυρισμοί του αιτητή για παραβάσεις διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τέθηκαν με εντελώς γενικό τρόπο, χωρίς να αναπτυχθούν με συγκεκριμένη θεμελίωση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.700 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ