ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 97
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 851/2007)
6 Φεβρουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
A & A ENTERPRISES LTD,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ
ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Καθ΄ ου η αίτηση.
____________________
Αλ Μαρκίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Φλωρέντζου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, για την οποίαν οι αιτητές πληροφορήθηκαν από επιστολή ημερ. 5.4.07, και με την οποίαν ο καθ΄ ου η αίτηση δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για την κατάθεση, στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακος, ενός πωλητηρίου εγγράφου που αφορούσε αγοραπωλησία μεταξύ του κ. Μάριου Κυριακίδη, ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Yousouf Recep (ο αποβιώσας), ως πωλητή και των αιτητών ως αγοραστών, συγκεκριμένου κτήματος στο χωριό Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας, είναι άκυρη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν και τα εξής:
1. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι παράνομη ως αντίθετη με την αρχή της νομιμότητας.
2. Ο καθ΄ ου η αίτηση δεν έλαβε υπόψη του γεγονότα που έπρεπε να είχε λάβει υπόψη και έλαβε υπόψη του γεγονότα που δεν θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη.
3. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης.
4. Δεν προηγήθηκε η δέουσα ή οποιαδήποτε έρευνα.
5. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι παράνομη καθότι στηρίχθηκε στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο, Ν 139/91, όπως τροποποιήθηκε, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, δεν τυγχάνει εφαρμογής και/ή δεν επηρεάζει περιουσίες πολιτών άλλων κρατών, έστω και αν πρόκειται περί ατόμων τουρκοκυπριακής καταγωγής.
6. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι παράνομη καθότι στηρίχθηκε στο Ν 139/91, ο οποίος, όσον αφορά τουρκοκύπριους που διέμεναν στο εξωτερικό πριν την τουρκική εισβολή, προσκρούει στο Σύνταγμα και συγκεκριμένα στα άρθρα 23 και 28.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση περιλαμβάνουν και τα εξής:
Μεταξύ των αιτητών και του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος συνήφθη συμφωνία για την πώληση του προαναφερόμενου κτήματος. Ο αποβιώσας ήταν κάτοχος Αυστραλιανού διαβατηρίου και διέμενε μόνιμα στην Αυστραλία από πριν την τουρκική εισβολή του 1974 μέχρι το 1996 που απεβίωσε. Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος έχουν επίσης Αυστραλιανή υπηκοότητα. Εφόσον ο αποβιώσας ζούσε εκτός Κύπρου από το 1950 μέχρι 1996 και ήταν Αυστραλός υπήκοος, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λάρνακας, στον οποίον προσκομίστηκε το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο έγγραφο, με σκοπό την κατάθεση του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 232, λανθασμένα ζήτησε τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Λανθασμένα επίσης ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου. Κατά συνέπεια λανθασμένη ήταν και η προσβαλλόμενη απόφαση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λάρνακας ημερ. 5.4.07 με την οποία πληροφορούνταν οι αιτητές ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό το πωλητήριο έγγραφο για κατάθεση, επειδή ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δεν δίνει τη συγκατάθεση του για αποδοχή του, ενόσω διαρκεί η έκκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 5.4.07, ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας πληροφορεί τους αιτητές και τον διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος ότι δυνάμει των προνοιών του Ν 139/91, όπως τροποποιήθηκε, όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και ενόσω διαρκεί η έκκρυθμη κατάσταση, οι ιδιοκτήτες των περιουσιών αυτών αποκλείονται από την άσκηση οποιονδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων, χωρίς την άδεια του Κηδεμόνα. Ο Κηδεμόνας, αφού έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα σχετικά με την προαναφερόμενη αγοραπωλησία, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να παράσχει τη συγκατάθεσή του για αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου και της δήλωσης μεταβίβασης, ενόσω διαρκεί η έκκρυθμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Κρίθηκε, συναφώς, ότι δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με τη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι πρόκειται για πώληση τουρκοκυπριακής γης, μεγάλης έκτασης, ενώ η τιμή πώλησης (Λ.Κ. 250.000.-) είναι πολύ χαμηλότερη της αγοραίας αξίας της.
Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στην οποίαν αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι η απόφαση με αρ. 60.821, ημερ. 15.9.04, στην οποίαν προνοείται, μεταξύ άλλων, ότι μετά από συγκατάθεση του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, μπορεί να επιτραπεί η πώληση και η αποδοχή της δήλωσης μεταβίβασης τουρκοκυπριακών περιουσιών των οποίων οι ιδιοκτήτες μετέβησαν στο εξωτερικό πριν την τουρκική εισβολή, για μόνιμη εγκατάσταση, με βάση το κριτήριο των ειδικών κατάλληλων προϋποθέσεων, το οποίο προϋποθέτει ότι η πώληση έγινε με καλή πίστη και ότι δεν περιλαμβάνει σημαντική, σε έκταση και αξία, περιουσία.
Εγείρονται διάφορα σημαντικά νομικά θέματα, από τους αιτητές, τα οποία μάλιστα αναλύονται και σε έκταση. Ο καθ΄ ου η αίτηση αντικρούει ένα προς ένα όλα τα εγειρόμενα θέματα και εγείρει προδικαστική ένσταση. Τα κυριότερα θέματα που αναφύονται είναι, το κατά πόσον η πωληθείσα περιουσία είναι τουρκοκυπριακή περιουσία, σύμφωνα με την έννοια του σχετικού όρου στο άρθρο 2 του Ν 139/91, κατά πόσον, ακόμα και σε περίπτωση που είναι τουρκοκυπριακή περιουσία, ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, κατά πόσον έγινε επαρκής έρευνα, κατά πόσον ο Ν 139/91, όπως τροποποιήθηκε, προσκρούει σε διάφορα άρθρα του Συντάγματος, όπως τα άρθρα 23 και 28, και κατά πόσον το επίδικο θέμα στην παρούσα προσφυγή είναι θέμα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Το τελευταίο ζήτημα τίθεται, από τον καθ΄ ου η αίτηση, ως προδικαστική ένσταση.
Κρίνω ότι τα θέματα που θα πρέπει να εξετάσω, κατά προτεραιότητα, είναι:
(α) Το κατά πόσον το επίδικο θέμα είναι δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, εφόσον αυτό άπτεται της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, και
(β) Το κατά πόσον η πωληθείσα περιουσία εμπίπτει στην έννοια του όρου «τουρκοκυπριακή περιουσία» που απαντάται στο άρθρο 2 του Ν 139/91, το οποίο αν απαντηθεί αρνητικά κρίνει το αποτέλεσμα της υπόθεσης.
΄Οσον αφορά το πρώτο θέμα παρατηρώ τα εξής:
Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε το αίτημα για κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου που έγινε μεταξύ των αιτητών και του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος, επειδή ο Διευθυντής του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου θεώρησε ότι η πωληθείσα περιουσία είναι τουρκοκυπριακή περιουσία που βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές και ως εκ τούτου ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση του Κηδεμόνα. Επειδή ο Κηδεμόνας αποφάσισε να μην παράσχει τη συγκατάθεση του για αποδοχή του πωλητηρίου εγγράφου και της δήλωσης μεταβίβασης, ενόσω διαρκεί η έκκρυθμη κατάσταση, καθότι δεν συντρέχουν οι ειδικές κατάλληλες προϋποθέσεις που καθορίζονται με την προαναφερόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και συγκεκριμένα επειδή πρόκειται για πώληση τουρκοκυπριακής γης μεγάλης έκτασης, ενώ η τιμή πώλησης της είναι πολύ χαμηλότερη της αγοραίας αξίας της, ο αρμόδιος Κτηματολογικός Λειτουργός απέρριψε το αίτημα.
Εκτιμώ ότι το ζήτημα του τι συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν 139/91, είναι ζήτημα δημοσίου δικαίου. Σύμφωνα με το προοίμιο του προαναφερόμενου νόμου, συνεπεία της μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, στις περιοχές που κατέχονται από τις τουρκικές δυνάμεις κατοχής, περιουσίες του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν. Λόγω αυτής της εγκατάλειψης η προστασία των προαναφερόμενων περιουσιών κατέστη απαραίτητη με την άμεση λήψη μέτρων. Το ζήτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι το κατά πόσον ο ιδιοκτήτης της πωληθείσας περιουσίας είναι τουρκοκύπριος και κατ΄ επέκταση κατά πόσον η πωληθείσα περιουσία είναι τουρκοκυπριακή περιουσία. Το ζήτημα αυτό είναι, κατά την εκτίμηση μου, θέμα δημοσίου δικαίου και δεν περιορίζεται μόνο στα αστικά δικαιώματα των διαδίκων. Το ποιος είναι τουρκοκύπριος, δηλαδή μέλος της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, είναι θέμα που καθορίζεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αφορά μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.
Η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Torgut Yashar v. Δημοκρατίας, Υποθ. 454/2002, ημερ. 16.9.2004 και G. Spyropoulos Developers Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α., Υποθ. 626/2005, ημερ. 4.10.2006, στις οποίες δεν υπήρχε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς το κατά πόσον οι πωληθείσες περιουσίες ήταν τουρκοκυπριακές και οι ιδιοκτήτες τους τουρκοκύπριοι. Η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται και από την απόφαση στην υπόθεση Altan Salih Niazi v. Δημοκρατίας, Υποθ. 631/2005, ημερ. 10.11.2006, στην οποία επίσης δεν υπήρχε αμφισβήτητη ότι η πωληθείσα περιουσία ήταν τουρκοκυπριακή και ο ιδιοκτήτης της ήταν τουρκοκύπριος ο οποίος μάλιστα κατοικούσε, πριν το 1974, στην Πάφο αλλά μετακινήθηκε, στις κατεχόμενες περιοχές, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής.
Κατά συνέπεια κρίνω ότι το παρόν δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί του επίδικου θέματος, ως θέματος δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Το δεύτερο θέμα, του κατά πόσον η πωληθείσα περιουσία είναι τουρκοκυπριακή, έχει καθοριστική σημασία καθότι αν δεν πρόκειται περί τουρκοκυπριακής περιουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν 139/91, δεν χρειαζόταν, ο αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός, να ζητήσει τη συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για να αποδεχτεί την κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου. Τα ενώπιον μου στοιχεία, τα οποία είναι και αδιαμφισβήτητα, είναι ότι ο αποβιώσας Yousouf Recep, που ήταν ο ιδιοκτήτης της πωληθείσας περιουσίας, γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας το 1926, μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1951, ήταν μόνιμος κάτοικος Αυστραλίας για 45 χρόνια και πέθανε στην Αυστραλία το 1996. Είχε Αυστραλιανή υπηκοότητα, τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος και τα παιδιά του. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε στοιχείο ενώπιον μου ότι ο αποβιώσας απέκτησε ποτέ την κυπριακή υπηκοότητα.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν 139/91 «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία. «Τουρκοκύπριος» σημαίνει τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από τουρκοκύπριο, καθώς και το ΕΒΚΑΦ. Εκτιμώ ότι για να απαντηθεί το ερώτημα του κατά πόσον ο αποβιώσας ήταν τουρκοκύπριος και επομένως ότι και η περιουσία του ήταν τουρκοκυπριακή, σύμφωνα με το Ν 139/91, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπου στο άρθρο 2 καθορίζεται ποιοι αποτελούν την ελληνική και ποιοι την τουρκική κοινότητα της Κύπρου. Την τουρκική κοινότητα αποτελούν όλοι οι πολίτες της Δημοκρατίας που είναι τουρκικής καταγωγής και έχουν ως μητρική γλώσσα την τουρκική ή μετέχουν των τουρκικών πολιτιστικών παραδόσεων ή είναι μωαμεθανοί. Είναι προφανές, κατά την κρίση μου, ότι για να είναι κάποιος τουρκοκύπριος πρέπει να ανήκει στην τουρκική κοινότητα της Κύπρου και επομένως θα πρέπει να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άρα τίθεται το ερώτημα κατά πόσον ο αποβιώσας ήταν πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως ήδη ανέφερα, ο αποβιώσας δεν φαίνεται να ήταν ποτέ πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ αντίθετα είχε αυστραλιανή υπηκοότητα. Πέραν όμως τούτου ο αποβιώσας δεν φαίνεται να είχε και δικαίωμα να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα εφόσον, σύμφωνα με το δεύτερο τμήμα του Παραρτήματος Δ΄ της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, τα πρόσωπα που έγιναν πολίτες της Δημοκρατίας ή εκείνα που δικαιούνταν να γίνουν πολίτες της Δημοκρατίας, κατά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήταν οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και των αποικιών, οι οποίοι, κατά το χρόνο υπογραφής της συνθήκης εκείνης (16.2.1960), είχαν, μεταξύ άλλων, τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο κατά την περίοδο των τελευταίων 5 ετών πριν την ημερομηνία της συνθήκης. Ο αποβιώσας, από τα ενώπιον μου στοιχεία, είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία από το 1951 και ήταν μόνιμος κάτοικος Αυστραλίας από τότε μέχρι το 1996 που απεβίωσε και επομένως δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο κατά τα τελευταία 5 χρόνια πριν τις 16.2.1960.
Κατά την εκτίμησή μου, λαμβανομένου υπόψη και του προοιμίου του Νόμου 139/91, θα ήταν παράλογο να επεκταθεί η έννοια του όρου «τουρκοκύπριος», στον προαναφερόμενο Νόμο, και στα άτομα τουρκικής καταγωγής που ήταν υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου και των αποικιών του και κάτοικοι της αποικίας της Κύπρου, πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως ήταν ο αποβιώσας.
Έχοντας κατά νου τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι ο αποβιώσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τουρκοκύπριος επειδή ουδέποτε φαίνεται να είχε κυπριακή υπηκοότητα αλλά ούτε και δικαιούτο να έχει ή να αποκτήσει κυπριακή υπηκοότητα, εφόσον όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία δεν υπήρχε ακόμη η Κυπριακή Δημοκρατία και αυτός δεν ήταν κάτοικος Κύπρου κατά τα τελευταία 5 χρόνια πριν την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εφόσον ο αποβιώσας δεν ήταν τουρκοκύπριος με την έννοια του άρθρου 2 του Συντάγματος και του άρθρου 2 του Ν 139/91, κατά συνέπεια και η περιουσία του δεν ήταν τουρκοκυπριακή περιουσία, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο νόμο, και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν η συγκατάθεση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για να καταρτιστεί έγκυρη συμφωνία πώλησής της και να κατατεθεί στο Κτηματολόγιο.
Με βάση τα προαναφερόμενα θεωρώ ότι ο καθ΄ ου η αίτηση ενήργησε με πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο και ότι η προσβαλλόμενη απόφασή του θα πρέπει να ακυρωθεί γι΄ αυτό το λόγο. Αναφερόμενος στον καθ΄ ου η αίτηση υπονοώ τόσο τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών όσο και τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λάρνακας, ο οποίος θεώρησε ότι η συγκατάθεση του Κηδεμόνα, στην κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου, ήταν απαραίτητη.
Υπό τις περιστάσεις δε θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω στην εξέταση των υπολοίπων σοβαρών θεμάτων που ηγέρθησαν.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή πετυχαίνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του Δικαστηρίου ως η παράγραφος 1 του αιτητικού. ΄Εξοδα €1.200.-, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.