ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1698/2007)
27 Φεβρουαρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΖΑΝΝΕΤΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Εργατούδη (κα) , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Δ. Κακουλλής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αιτήτρια με την προσφυγή της αυτή ζητά:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στις 9.11.2007 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποία προήγαγε την Κυριακή Ασιήκκα στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης, Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 15.10.2007 αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».
Στις 2.7.2007 η καθ΄ ης η αίτηση αποφάσισε την πλήρωση της πιο πάνω θέσης Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης, (Χαρτογραφίας /Φωτολιθογραφίας) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής κάλεσε στην επόμενη συνεδρία της, στις 8.10.2007, το Διευθυντή του τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κ. Ανδρέα Χριστοδούλου, για να διατυπώσει τη σύστασή του. Τέθηκαν στη διάθεσή του οι Προσωπικοί Φάκελοι και οι Φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και αφού του δόθηκε επαρκής χρόνος για να μελετήσει τους εν λόγω φακέλους, προέβη στην εξής σύσταση:
«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψήφιους τα τελευταία επτά και πλέον χρόνια, αφ΄ ότου ανέλαβα ως Διευθυντής του Τμήματος. Προκειμένου όμως, να προβώ στη σύστασή μου, έχω πάρει στοιχεία και πληροφορίες από τους κατά καιρούς προϊσταμένους τους, σ' ότι αφορά την απόδοση στην εργασία τους και την εν γένει προσφορά τους στο Τμήμα. Έχω, επίσης, μελετήσει τα στοιχεία τόσο των Προσωπικών Φακέλων όσο και τα στοιχεία των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων.
Διαπίστωσα ότι, σ' ό, τι αφορά την αξία, τα τελευταία πέντε χρόνια, ήτοι από το 2002-2006, όλοι οι υποψήφιοι αξιολογούνται ως εξαίρετοι, με πολύ μικρή διαφορά στην αξιολόγηση της υποψήφιας με αύξ. αρ. 1, Ζαννέττου Γεωργίας, την οποία λαμβάνω υπόψη μου και της αποδίδω την ανάλογη βαρύτητα. Λαμβάνοντας, όμως, ιδιαίτερα υπόψη την αξιολόγηση των προηγούμενων πέντε χρόνων, ήτοι από το 1997-2001, διαπιστώνεται ότι οι υποψήφιοι με αύξ. αρ. 1 και 3 υστερούν των υπολοίπων.
Σ' ό, τι αφορά τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της συγκεκριμένης θέσης, αυτής του Κτηματολογικού Λειτουργού, 2ης τάξης (Χαρτογραφίας/Φωτολιθογραφίας).
Σ' ό, τι αφορά την αρχαιότητα και συγκεκριμένα την ημερομηνία τοποθέτησης των υποψηφίων στην παρούσα θέση, αυτήν του Ανώτερου Σχεδιαστή και Ανώτερου Φωτολιθογράφου, υπάρχει ουσιαστική διαφορά των υποψηφίων, καθότι αυτή κυμαίνεται μεταξύ των ετών 1998 και 2002. Λαμβάνω υπόψη μου τη σειρά, όπως αυτή καταγράφεται στον κατάλογο αρχαιότητας των υποψηφίων.
Με βάση τα πιο πάνω και αφού προέβηκα σε μια συνολική σύγκριση όλων των υποψηφίων και συνεκτίμησα όλα τα στοιχεία κρίσης, αξία-προσόντα-αρχαιότητα, συστήνω για προαγωγή την Ασιήκκα Κυριακή με αύξ. αρ. 2, την οποία θεωρώ ως την καταλληλότερη για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης.
Η συστηνόμενη, σ' ό, τι αφορά την αξία, υπερέχει ή και δεν υστερεί έναντι των άλλων υποψηφίων, ενώ στο κριτήριο της αρχαιότητας υπερέχει έναντι όλων των άλλων υποψηφίων, εκτός της υποψηφίας με α/α 1, Ζαννέττου Γεωργίας, της οποίας, όμως, η αρχαιότητα είναι μικρής χρονικής διάρκειας (11 μήνες), της έδωσα την ανάλογη βαρύτητα, αλλά υπερκαλύπτεται από την υπεροχή σε αξία της συστηνόμενης.».
Ο κυριότερος λόγος που προβάλλει η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή της είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή, ως προπαρασκευαστική πράξη, είναι αναιτιολόγητη και έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων. Υποστηρίζει ότι ο τρόπος που ο Διευθυντής αιτιολογεί τη σύστασή του είναι αντίθετος με τη νομολογία καθώς απλώς αναπαράγει στοιχεία από τους φακέλους. Υποβάλλει συναφώς ότι ο Διευθυντής προβαίνει σε αξιολόγηση η οποία στην ουσία αλλοιώνει την εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους καθώς ισχυρίζεται ότι η ίδια ισοψηφεί σε αξία τα τελευταία πέντε χρόνια με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο . Περαιτέρω υποβάλλει ότι ο Διευθυντής λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση των υποψηφίων για τα τελευταία οκτώ χρόνια, χωρίς να υπάρχει αποχρών λόγος. Η ενέργεια του αυτή, εισηγείται η αιτήτρια, αλλοιώνει την εικόνα ως προς την αξία των υποψηφίων, αφού προκρίνει αυτόματα το ενδιαφερόμενο πρόσωπο , χωρίς όμως ταυτόχρονα να αντισταθμίσει το γεγονός ότι οι πιο πρόσφατες αξιολογήσεις είναι και πιο έγκυρες και πιο χρήσιμες. Αναμφίβολα, λέγει η αιτήτρια , η νομολογία υπαγορεύει όπως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της σταδιοδρομίας ενός υποψηφίου, αλλά πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες αξιολογήσεις, κάτι που δεν έγινε εδώ. Πέραν τούτου, η αιτήτρια λέγει, ότι ο Διευθυντής διατυπώνει τη σύσταση του κατά τρόπο γενικό χωρίς να εξειδικεύει τους λόγους προτίμησης του με βάση τα στοιχεία των φακέλων.
Δεν θα συμφωνήσω με τα πιο πάνω επιχειρήματα της αιτήτριας. Τα όσα ανέφερε ο Διευθυντής στη σύστασή του, περιέχουν κατά την κρίση μου επαρκή αιτιολογία.
Προκύπτει από τη πιο πάνω σύσταση ότι ο Διευθυντής έλαβε υπόψη του και τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, αξία-προσόντα-αρχαιότητα των υποψηφίων καθώς και την καταλληλότητα αυτών σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Μεταξύ ίσων υποψηφίων, ο Διευθυντής έχει καθήκον να επιλέξει τον καταλληλότερο με βάση τις απαιτήσεις της θέσης και εξηγώντας γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο υποψήφιο. Ο Διευθυντής δεν μπορεί ωστόσο έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δεδομένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών και να ανατρέπει τις αξιολογήσεις τους (Δέστε: Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).
Περαιτέρω η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων και οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν συγκρούονται με τα στοιχεία αυτά.
Σύγκριση της σύστασης στην προκείμενη περίπτωση με τα στοιχεία των φακέλων αποκαλύπτει ότι πράγματι η αιτήτρια υστερεί οριακά έναντι του ενδιαφερομένου μέρους στη βαθμολογία όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις τόσο κατά την περίοδο 2002-2006 (κατά 1 εξαίρετα λιγότερα) όσο και κατά την περίοδο 1997-2001 (κατά τρία εξαίρετα λιγότερο). Συγκεκριμένα κατά το έτος 2002 η αιτήτρια βαθμολογήθηκε στο επιμέρους στοιχείο της «Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας» με πολύ ικανοποιητικά . Κατά το έτος 2001 βαθμολογήθηκε με πολύ ικανοποιητικά στο στοιχείο της «Επαγγελματικής Κατάρτισης» και στο στοιχείο της «Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας» αντίστοιχα. Κατά το 1999 βαθμολογήθηκε στο στοιχείο «Υπευθυνότητα» με πολύ Ικανοποιητικά. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκεντρώνει βαθμολογία εξαίρετα σε όλα τα επιμέρους στοιχεία κρίσης και την περίοδο 2002-2006 και κατά την περίοδο 1997-2001 αντίστοιχα.
Όσον αφορά τα προσόντα και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου κατά 11 μήνες στην προηγούμενη θέση του Ανώτερου Σχεδιαστή. Ο Διευθυντής σημείωσε τη διαφορά αυτή επισημαίνοντας ότι αυτή είναι μικρή και αντισταθμίζεται από την υπεροχή σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους.
Όσον αφορά το θέμα των διαβουλεύσεων που είχε ο Διευθυντής με τους προϊσταμένους των υποψηφίων προτού καταλήξει στη δική του κρίση, είναι νομολογημένο ότι ο Διευθυντής μπορεί να προβαίνει σε τέτοιου είδους διαβουλεύσεις, χωρίς να απαιτείται η καταγραφή των απόψεων τους.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας για παράβαση της υποχρέωσης του Διευθυντή να προβεί σε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων που έχει θεωρήσει προσοντόχους πριν προβεί σε σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου, είναι κατά την κρίση μου ανεδαφικός. Με βάση τη νομολογία, ο Διευθυντής δεν έχει υποχρέωση, πριν προχωρήσει στη σύστασή του, να προβεί σε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ εκείνων που έχει θεωρήσει προσοντούχους και να εκφράσει ξεχωριστά τις απόψεις του για κάθε ένα από τους υποψηφίους για προαγωγή. Η σύσταση του, όμως, σε περίπτωση ισοδύναμων υποψηφίων, πρέπει να είναι τέτοια που να μην προσθέτει κάτι στο συστηνόμενο με τρόπο που να δείχνει ότι οι άλλοι υποψήφιοι υστερούν.
Στην προκείμενη περίπτωση ο Διευθυντής προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων. Στη σύστασή του, παρέθεσε όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνέθεταν την προσωπική του γνώση και τα οποία κατά την κρίση του καθιστούσαν το ενδιαφερόμενο μέρος καταλληλότερο για προαγωγή στην επίδικη θέση. Η αιτιολόγηση της σύστασης του βασιζόταν σε αντικειμενικά δεδομένα, κυρίως της αποτίμησης της υπηρεσίας του ενδιαφερομένου προσώπου σε συνάρτηση με τη βαθμολογία του όπως αυτή αντικατοπτριζόταν στις υπηρεσιακές του εκθέσεις κατά την τελευταία οκταετία και τη διαφαινόμενη προοπτική να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης.
Το γεγονός ότι η αιτήτρια φαίνεται επίσης να είναι εξαίρετη υπάλληλος δεν επιδρά στην εγκυρότητα της σύστασης γιατί από τη μια όσο εξαίρετη και αν είναι η αιτήτρια δεν παύει να υστερεί οριακά σε αξία έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου στις ετήσιες αξιολογήσεις και από την άλλη η επιλογή του ενδιαφερόμενου προσώπου έχει αιτιολογηθεί. Επομένως η σύσταση του Διευθυντή ήταν εν προκειμένω καθόλα νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής του κρίσης επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Είναι περαιτέρω ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση της ΕΔΥ συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από τα πρακτικά της Επιτροπής ημερομηνίας 8.10.07:
«Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων.
Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια αξία, προσόντα, αρχαιότητα σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή, έκρινε ότι η ΑΣΙΗΚΚΑ Κυριακή υπερέχει των άλλων υποψηφίων σ' αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού, 2ης τάξης (Χαρτογραφίας/Φωτολιθογραφίας), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 15.10.07.»
Σε συνάρτηση με τα όσα καταγράφηκαν στο πιο πάνω πρακτικό της ΕΔΥ και έχοντας κατά νου τα αντικειμενικά κριτήρια της αξιολογικής κρίσης υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου, κρίνω ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή και είναι αιτιολογημένη.
Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει έστω και οριακά σε αξία έναντι της Αιτήτριας τα τελευταία 5 χρόνια προ του ουσιώδους χρόνου προαγωγής. Το ενδιαφερόμενο μέρος έχει υπέρ του και τη σύσταση του Διευθυντή, γεγονός που προσμετρά στην αξία του. Στο κριτήριο προσόντα τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληρούν τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα Όπως είναι σημειωμένο, στο σχετικό κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή στην επίδικη θέση, κάτω από τη στήλη ακαδημαϊκά προσόντα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κα Ασιήκκα κατέχει απολυτήριο Γυμνασίου Αγίου Αμβροσίου (17 1/14) 1960-1966 και Απολυτήριο Α Τεχνικής σχολής Λευκωσίας (Τμήμα Τεχνικών Βοηθών Δομικών Έργων) (Βραδινά Μαθήματα) 1995-1996. Αντίστοιχα σημειώνεται ότι η αιτήτρια κατέχει Απολυτήριο Παγκύπριου Γυμνασίου Θηλέων κύκκου (14 11/12) 1962-1968. Η αρχαιότητα αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την υπεροχή ενός υποψηφίου έναντι του άλλου εκεί όπου όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως είναι ισοδύναμα , γεγονός που δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Η αιτήτρια απέτυχε κατά την κρίση μου να αποδείξει ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου.
Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι αυτή ήταν ανάπηρη, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 44(1) του Νόμου 1/90, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να πλήξει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης .
Το άρθρο 44(1) διαλαμβάνει τα εξής:
"Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, ανάπηρος ο οποίος είναι υποψήφιος για διορισμό σε μία θέση και κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, θα προτιμάται, εφόσον το αρμόδιο για την επιλογή όργανο ικανοποιηθεί ότι
(α) Διαθέτει τις ικανότητες για να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης.
(β) δεν υστερεί, όταν συγκρίνεται με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα.".
Προκύπτει επομένως ότι το άρθρο 44(1) αφορά σε θέσεις διορισμού και όχι προαγωγής, όπως είναι η προκείμενη περίπτωση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα €1.200.- σε βάρος της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.