ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 796
Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών και Άλλου (1999) 3 ΑΑΔ 447
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 131/2007)
10 Φεβρουαρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Γ. Σεραφείμ, για τον Αιτητή.
Γ. Πετάση-Κορφιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Προς ακύρωση τίθεται η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 30.10.06 απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή ημερ. 17.7.06, με την οποία και παραπονείτο ως προς την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών για λογαριασμό των Πάμπη Αβραάμ και Παναγιώτη Δημοσθένους.
Το πρόβλημα ανέκυψε όταν τα δύο προαναφερθέντα άτομα υπέβαλαν διαδοχικά παράπονο στις 31.8.04 στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι ενώ είχαν εργοδοτηθεί από τον αιτητή ο μεν πρώτος για την περίοδο 3.7.03-27.8.04, ο δε δεύτερος για την περίοδο 15.2.04-27.8.04, δεν είχαν καταβληθεί προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων οι ανάλογες προς όφελος τους εισφορές. Ως αποτέλεσμα ενημερώθηκε ο αιτητής ο οποίος προέβηκε σε γραπτή κατάθεση στις 22.9.04, η όλη δε υπόθεση διερευνήθηκε περαιτέρω με τη λήψη καταθέσεων τόσο από τους ίδιους τους παραπονούμενους, όσο και από άλλα πρόσωπα που ήταν εμπλεκόμενα στην υπόθεση. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισαν με επιστολές τους ημερ. 19.6.06 και 22.6.06 που στάληκαν στον αιτητή, ότι ο τελευταίος είχε υποχρέωση καταβολής εισφορών σε όλα τα ταμεία που διαχειρίζονται οι Υπηρεσίες, υποχρέωση που προερχόταν από το καθορισμένο ωράριο εργασίας, τον καθορισμένο μισθό, τον έλεγχο εκτέλεσης της εργασίας των παραπονουμένων από τον αιτητή και το γεγονός ότι παρεχόταν εξηρτημένη εργασία που δημιουργούσε τη σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου, ενώ δεν υπήρχε γραπτή μεταξύ τους συμφωνία για εργολαβική εργασία. Ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του υπέβαλε στις 17.7.06 ιεραρχική προσφυγή η οποία απερρίφθη στις 30.10.06, υιοθετώντας την απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ορθή και αιτιολογημένη.
Παρά τους διάφορους λόγους που καταγράφηκαν προς ακύρωση της απόφασης στην προσφυγή, η γραπτή αγόρευση των δικηγόρων του αιτητή περιορίστηκε στην έλλειψη δέουσας έρευνας και νόμιμης αιτιολογίας. Οι ισχυρισμοί εδώ είναι ότι ο καθ΄ ου παρά τις αποδείξεις που ο αιτητής παρουσίασε ως προς τα γεγονότα τα οποία και αποδείκνυαν ότι ο Πάμπης Αβραάμ εργαζόταν ως ανεξάρτητος εργολάβος, σιδεράς, σε άλλες εταιρείες από τις οποίες και πληρωνόταν ανάλογα και παρά το γεγονός ότι ο αιτητής απουσίαζε στη Ρωσία για θεραπεία κατά τις αντίστοιχες περιόδους που αφορούν το παράπονο των δύο ατόμων, ο καθ΄ ου δεν προέβη σε επαρκή έρευνα, παραμένοντας στην απλή ουσιαστικά υιοθέτηση της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στη γενικόλογη αναφορά ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των αναφερομένων στην ιεραρχική προσφυγή, χωρίς να φαίνεται τι στοιχεία λήφθηκαν υπόψη και πώς αυτά αξιολογήθηκαν. Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι δεν κλήθηκε προς κατάθεση ενώπιον του καθ΄ ου κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, αλλά ούτε και κλήθηκε άτομο το οποίο προθυμοποιήθηκε να δώσει κατάθεση υπέρ του σε σχέση με εργοδότηση του Πάμπη Αβραάμ σε κατασκευαστική εταιρεία. Όχι μόνο ο καθ΄ ου δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα, αλλά και απέτυχε να δώσει τη δέουσα αιτιολογία ως προς το πώς και για ποιο λόγο η απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν ορθή.
Ο καθ΄ ου διατείνεται αντίθετα ότι και δέουσα έρευνα έχει γίνει και δέουσα αιτιολογία δόθηκε η οποία εν πάση περιπτώσει μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α», κατά τις διευκρινίσεις. Τα ζητήματα αυτά εξετάζονται κατά πρώτο λόγο από αρμόδιο λειτουργό και είναι εντός της αρμοδιότητας του καθ΄ ου να αναθέσει σε λειτουργό του Υπουργείου να εξετάσει τα θέματα που εγείρονται στην ιεραρχική προσφυγή. Ήταν εν τέλει ο Υπουργός, ως καθ΄ ου, που έλαβε την απόφαση αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του και τίποτε στην παρούσα περίπτωση δεν δικαιολογεί το παράπονο ότι δεν εξετάστηκαν όλα εκείνα τα οποία ήσαν αναγκαία ή ότι η διοίκηση βασίστηκε σε λανθασμένα γεγονότα.
Η εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων δείχνει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, την επάρκεια της έρευνας αλλά και την επάρκεια της δικαιολογίας που δόθηκε. Όσον αφορά την επάρκεια της έρευνας παρατηρείται ότι ο καθ΄ ου αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη σε όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν το όλο πλέγμα της διαφοράς. Συγκεκριμένα αναφέρεται ο καθ΄ ου στα όσα περιλαμβάνονται στην επιστολή των συνηγόρων του αιτητή με την οποία είχε υποβληθεί η ιεραρχική προσφυγή και ορθά αναφέρεται στο ζητούμενο που ήταν η απόφαση του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία κρίθηκε η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει εισφορές για τους δύο παραπονούμενους για τις αντίστοιχες περιόδους. Στη δεύτερη παράγραφο της προσβαλλόμενης πράξης, αναφέρεται ρητά ότι ο καθ΄ ου εξέτασε την υπόθεση αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της επιστολής-ιεραρχικής προσφυγής, τα στοιχεία και τις επισημάνσεις της έκθεσης γεγονότων που υποβλήθηκε στον καθ΄ ου από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την υπ΄ αρ. φακέλου 11.06.17.383 ημερ. 7.9.06 και τις πρόνοιες της περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νομοθεσίας. Με αυτά τα δεδομένα αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.
Από τα πιο πάνω απορρέει ότι ο καθ΄ ου έλαβε υπόψη και λογίζεται σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας ότι συνεξέτασε το σύνολο των στοιχείων που περιέχονταν στην έκθεση του αρμοδίου λειτουργού ημερ. 7.9.06 (ερυθρά 85-91 του Τεκμ. Α), στην οποία και γίνεται πλήρης ανάλυση των ενεργειών του αρμοδίου λειτουργού που είχαν οδηγήσει στη λήψη της απόφασης του Διευθυντή εναντίον της οποίας ηγέρθηκε η ιεραρχική προσφυγή. Στην έκθεση αυτή στις πρώτες τέσσερεις σελίδες καταγράφεται το ιστορικό του παραπόνου, η ενημέρωση του αιτητή και η λήψη γραπτής κατάθεσης από αυτό, στην οποία και γίνεται παραπομπή σε έγγραφα που ο ίδιος έδωσε με αντίστοιχη αναφορά των σχετικών ερυθρών του Τεκμ. «Α», αλλά και καταγράφεται η ουσία των καταθέσεων των δύο παραπονούμενων, με παραπομπή και πάλι στα αντίστοιχα ερυθρά, αλλά και η ουσία των καταθέσεων των Κωστάκη Φλουρή, Νικόλα Πέτρου, Νίκου Χατζησυμεού, Όμηρου Μελινιώτη και του Gigi Milton Bandara, με παραπομπή πάλι στα αντίστοιχα ερυθρά του Τεκμ. «Α», όπου παρουσιάζονται αυτούσιες οι καταθέσεις των ατόμων αυτών. Στη συνέχεια καταγράφεται η απόφαση του Διευθυντή ότι το σύνολο της μαρτυρίας έδειχνε ότι η απασχόληση των παραπονουμένων στις αντίστοιχες περιόδους στον αιτητή, ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου.
Στη συνέχεια της έκθεσης, σελ. 4-6, σχολιάζονται τα διάφορα σημεία που εγείρονται στην ιεραρχική προσφυγή και ιδιαίτερα ότι λήφθηκαν καταθέσεις από τα προαναφερθέντα πρόσωπα από τα δεδομένα των οποίων προέκυπτε η απόφαση του διευθυντή, η οποία και δεν ήταν αντιγραφή των προνοιών του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επίσης αντικρούεται ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε εφαρμογή της αρχής της καλής πίστης καταγράφοντας ότι εξετάστηκαν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή στη δική του κατάθεση και ιδιαίτερα ο ισχυρισμός του ότι απουσιάζε από την Κύπρο κατά διαστήματα λόγω προβλημάτων υγείας, ότι βρισκόταν στη Ρωσία για θεραπεία και ότι δεν εργάστηκε με τους παραπονούμενους σε καμιά περίοδο. Περαιτέρω εξετάστηκε ο ισχυρισμός του αιτητή ως προς τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών που είχε αναλάβει με τις εταιρείες M.M. Melfica Constructions Ltd και Ioannis Hadjisymeou Constructions Ltd. Τέλος ότι λήφθηκαν καταθέσεις και από τα υπεύθυνα πρόσωπα των πιο πάνω εταιρειών, αλλά και από άλλα όπως έχουν προαναφερθεί.
Το παράπονο συναρτάτο με τη σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου και για σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως τον εξειδικεύει στις σελ. 4 και 5 της γραπτής της αγόρευσης η δικηγόρος του καθ΄ ου, εξαρτάται και συνδέεται από τα άμεσα και ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, περιλαμβανομένων ενδεικτικών στοιχείων που μπορούν να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Τέτοια είναι η τυχόν ύπαρξη συμβολαίου, το δικαίωμα επιλογής των προσφερομένων υπηρεσιών, η ύπαρξη ελέγχου, η προσφορά εργασίας σε συγκεκριμένο χώρο, η εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη, το καθορισμένο ή μη ωράριο εργασίας και άλλοι παράγοντες που συνυπολογίζονται για την εξαγωγή της απαραίτητης κρίσης (δέστε Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796).
Στις αντίστοιχες επιστολές για τους δύο παραπονούμενους που στάληκαν στον αιτητή και που καθόρισαν την υποχρέωση του να καταβάλει εισφορές, η υποχρέωση αυτή καθορίστηκε ακριβώς στη βάση του καθορισμένου ωραρίου εργασίας, του καθορισμένου μισθού, του ελέγχου της εκτέλεσης της εργασίας, το ότι δεν υπήρχε γραπτή συμφωνία για εργολαβική εργασία και εν τέλει ότι οι παραπονούμενοι παρείχαν εξηρτημένη εργασία που δημιούργησε τη σχέση εργοδότη εργοδοτουμένου. Η απόφαση αυτή και για τους δύο παραπονούμενους λήφθηκε από το Διευθυντή μετά από τη σχετική διερεύνηση όλων των δεδομένων που περιελάμβαναν και τις διάφορες καταθέσεις, διερεύνηση που περιεκτικά καταγράφεται στην έκθεση του Νίκου Σωκράτους Λειτουργού του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λευκωσίας προς το Διευθυντή ημερ. 27.1.05, που περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α». Σε αυτή την έκθεση και η οποία προφανώς υιοθετήθηκε από το Διευθυντή, η δε θέση του Διευθυντή με βάση τη δική του έκθεση προς τον καθ΄ ου, επίσης έγινε δεκτή, καταγράφεται η κρίση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων με βάση τη συλλογή της μαρτυρίας ότι όντως ο αιτητής εργοδοτούσε στην ουσία τους δύο παραπονούμενους όπως εξαγόταν από τις μαρτυρίες του Gigi Milton Bandara, τη χρήση της μηχανής σιδήρου του αιτητή για τη διεκπεραίωση της εργασίας από τους παραπονούμενους, το γεγονός ότι ήταν ο αιτητής που έκλεινε τις συμφωνίες με τους διάφορους εργολάβους στους οποίους απασχολούνταν οι δύο παραπονούμενοι, ενώ ο Κωστάκης Φλουρή, βεβαίωσε ότι πήρε οδηγίες από τον αιτητή κατά την απουσία του στο εξωτερικό να εισπράξει από τους εργολάβους και να πληρώσει τους παραπονούμενους.
Το Δικαστήριο βεβαίως δεν εξετάζει ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, αλλά διερευνά κατά πόσο η διοίκηση βασίστηκε σε ορθά δεδομένα χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ σελ. 101). Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης, εφόσον διαπιστώνεται όπως αναφέρθηκε αναλυτικά πιο πάνω, ότι η έρευνα επεκτάθηκε σε όλα τα δυνατά στοιχεία περιλαμβανομένης της λήψης καταθέσεων από τους εμπλεκόμενους και από άτομα που σχετίζονταν ή μπορούσαν να αναφέρουν οτιδήποτε σχετικό σε σχέση με τη διαπίστωση της εργοδότησης ή μη των παραπονουμένων. Όπως έχει καθορισθεί από τη νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση της και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλουν ανάλογα με τα υπό εξέταση δεδομένα. (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Μέσα στο πλέγμα των πιο πάνω δεδομένων, η έρευνα που έγινε ήταν επαρκέστατη και κρίνεται ότι ακόμη και τυχόν παρουσίαση προς κατάθεση κάποιου Κύπρου Σάββα, ο οποίος φερόταν πρόθυμος να καταθέσει ότι για τρεις συνεχόμενους μήνες ο Πάμπης Αβραάμ εργαζόταν στην κατασκευαστική εταιρεία του Κυριάκου Αθηαινίτη, δεν θα αλλοίωνε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Το όνομα του άλλωστε αναφέρθηκε μόνο κατά την ιεραρχική προσφυγή και δεν είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα κατά την υποβολή της κατάθεσης του αιτητή κατά τη διερεύνηση του παραπόνου ενώπιον της Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Πρόσθετα, ο Υπουργός έκρινε προφανώς στη βάση του άρθρου 78(2), δεύτερη επιφύλαξη, του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, ότι δεν ήταν αναγκαίο να αναθέσει σε λειτουργό τη λήψη κατάθεσης και από το προαναφερθέν άτομο. Η ίδια η ιεραρχική προσφυγή με ανακρίβεια επίσης ανέφερε ότι δεν είχαν ληφθεί καταθέσεις από τις εταιρείες Νικολάου Κατασκευές Λτδ και τις εταιρείες M.M. Melfica Constructions Ltd και Ioannis Hadjisymeou Constructions Ltd, ενώ τέτοιες καταθέσεις είχαν βεβαίως ληφθεί.. Άλλωστε το ζητούμενο ήταν κατά πόσο οι παραπονούμενοι είχαν σχέση εξάρτησης εργοδότη εργοδοτούμενου με τον αιτητή για τις αντίστοιχες περιόδους και όχι κατά πόσο ένας των παραπονουμένων εργαζόταν σε άλλη εταιρεία ή εταιρείες.
Στη βάση των πιο πάνω η αιτιολογία που έδωσε ο καθ΄ ου απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή ήταν και εμφανής από τα στοιχεία που περιέχονται στην ίδια την απόφαση του, όπως αναλύθηκαν πιο πάνω, αλλά και διότι παρέπεμπε σε όλα εκείνα τα δεδομένα που ήταν ενώπιον του και εξάγονταν με ακρίβεια από τον ίδιο το διοικητικό φάκελο συμπληρώνοντας έτσι την όλη εικόνα. Ορθά, κρίνεται, η συνήγορος του καθ΄ ου αναφέρει στην αγόρευση της και το άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ως προς τη δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του Μ. Στασινοπούλου: Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών 3η έκδ. σελ. 227-228, η αναπλήρωση της αιτιολογίας από τα στοιχεία του φακέλου, είναι επιτρεπτή, αναπληρώνοντας έτσι τη ρητή αιτιολογία που έχει κατ΄ αρχήν επικουρικό χαρακτήρα, πάντοτε βεβαίως, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία αυτά προϋπήρχαν της πράξης και δεν δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα. Εδώ βεβαίως, όλα τα στοιχεία, συμπληρωματικά της αιτιολογίας, προϋπήρχαν της έκδοσης της πράξης. Από την άλλη ο καθ΄ ου δεν είχε σίγουρα υποχρέωση να παραθέσει εξαντλητικά και να απαντήσει μια προς μια τις θέσεις του αιτητή, οι οποίες ήταν δεδομένες και ήταν υπόψη του, ως προαναφέρθηκε, μέσα από την ίδια την ιεραρχική προσφυγή, αλλά και την έκθεση γεγονότων που είχε υποβληθεί από το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αχρείαστο και απλώς επαναληπτικό, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο καθ΄ ου έκρινε στη βάση πλέον ιεραρχικής προσφυγής, το τελικό δηλαδή στάδιο στη διαδικασία της διοικητικής έρευνας, με όλα τα δεδομένα ενώπιον του. Στη βάση δε της επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 78 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου αρ. 41/80, που διέπει τα της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός «.. δύναται κατά την κρίση του να ακούση ή δώση την ευκαιρίαν εις τον προσφεύγοντα όπως υποστηρίξει τους λόγους εφ΄ ων στηρίζεται η προσφυγή.». Επομένως παρέχεται δυνατότητα και όχι υποχρέωση να καλέσει προφορικά τον αιτητή-προσφεύγοντα και η μη κλήση αυτού, είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του άρθρου 43(5) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Άλλωστε, ο Υπουργός έδωσε την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους της ενώπιον του προσφυγής, εφόσον μελέτησε τα ενώπιον του στοιχεία όπως τα έθεσε ο συνήγορος του. Στα πλαίσια αυτής της δυνητικής εξουσίας του είναι που έκρινε επίσης ότι δεν ήταν αναγκαία η λήψη περαιτέρω κατάθεσης, όπως αναλύθηκε και προηγουμένως.
Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα κρίνεται ότι ο καθ΄ ου ενήργησε ορθά με πλήρη έρευνα και επαρκή αιτιολογία κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.
Ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, η δε επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ