ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 30
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 745/2007)
22 Ιανουαρίου, 2009
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Νάταλη Παρτασίδου (κα), για ΄Αντη Τριανταφυλλίδη, για τον Αιτητή.
Ελένη Θεοφάνους (κα), για Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ζητείται η ακύρωση της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 27/3/2007, με την οποία ο Ιωάννης Κ. Σουρουλλάς, ενδιαφερόμενο μέρος, προάχθηκε στη θέση του Διευθυντή (Α΄) (Προσωπικό Διεύθυνσης Προσωπικού), αναδρομικά από 8/7/2003. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια επανεξέτασης, μετά από ακύρωση απόφασης της Αρχής, ημερομηνίας 8/7/2003, με την οποία στην επίδικη θέση είχε προαχθεί και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος - Λεωνίδας Λεωνίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 834/03, 2/12/04. Η ακύρωση αφορούσε στο αναιτιολόγητο της απόφασης.
Η Αρχή, μετά την απόσυρση της έφεσης που καταχωρήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης, προχώρησε σε επανεξέταση, στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε την 1/7/2003. Προς το σκοπό αυτό, ζήτησε τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, (το «Σ.Π.»), και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.
Το Σ.Π., αφού εξέτασε τις περιπτώσεις όλων των υπαλλήλων που κατείχαν το βαθμό του Υποδιευθυντή, δηλαδή τον αμέσως κατώτερο βαθμό του Διευθυντή, προέβη στον καταρτισμό του καταλόγου των υποψηφίων που είχαν συμπληρώσει τριετία στη θέση του Υποδιευθυντή. Σ' αυτόν, περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Στη συνέχεια, αφού μελέτησε τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα τους, έκρινε ότι όλοι κατείχαν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα του Κ. 8(1)(Α)(ε) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, (Κ.Δ.Π. 220/82), (όπως τροποποιήθηκαν), (οι «Κανονισμοί»). Ακολούθως, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, στη βάση των κριτηρίων του Κ. 10(7) των Κανονισμών. Συγκεκριμένα, στα πρακτικά του αναφέρονται τα εξής:-
«Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού έχοντας και πάλιν υπόψη στο σύνολό τους τα κριτήρια που καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), ..., προχώρησαν σε περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση μεταξύ τους, των πιο πάνω έξι (6) επιλεγέντων επικρατέστερων υποψηφίων και αφού διαπίστωσαν ότι οι τέσσερις (4) πιο κάτω υποψήφιοι έχουν περισσότερη πείρα τόσο στον αμέσως κατώτερο βαθμό όσο και συνολικά, τους κρίνουν ως επικρατέστερους.»
Μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων, περιλαμβάνονταν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στη συνέχεια, διαπίστωσε ότι:-
«... ο υποψήφιος με αύξοντα αριθμό 4, κ. Ιωάννης Κέϋ Σουρουλλάς (1221), διαθέτει πείρα και έχει εξαιρετικά αποτελέσματα όπως προκύπτει από τη μελέτη του προσωπικού του φακέλου αναφορικά με το αντικείμενο και τα καθήκοντα της κενής θέσης του Διευθυντή (Προσωπικό Διεύθυνσης Προσωπικού). Επιπρόσθετα, διαπίστωσε μικρή υπεροχή στη βαθμολογία του κ. Ιωάννη Κέϋ Σουρουλλά ...»
Ακολούθως, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, αφού μελέτησε τα πρακτικά του Σ.Π. και τους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων, συμφώνησε με τη συμβουλή του Σ.Π. ΄Εκρινε και ο ίδιος, στη βάση της επίδοσης και απόδοσης των υποψηφίων, ως και της ουσιαστικής τους καταλληλότητας, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο ουσιαστικά καταλληλότερος και εισηγήθηκε την προαγωγή του.
Το Συμβούλιο της Αρχής, σε συνεδρία του στις 27/3/2007, αφού συζήτησε και μελέτησε τα δεδομένα της υπόθεσης, τα πρακτικά του Σ.Π., την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, το περιεχόμενο των Προσωπικών και Εμπιστευτικών Φακέλων των υποψηφίων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα Φύλλα Ποιότητας/Προαγωγής τους, διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίνονται:-
(Αιτητής)
«... ως υπάλληλος ο οποίος διακρίνεται για τη διορατικότητα και την άρτια ακαδημαϊκή του κατάρτιση, με ικανότητες αντίληψης και επικοινωνίας καθώς επίσης με οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες.»
(Ενδιαφερόμενο μέρος)
«... ως υπάλληλος με εξαίρετα διευθυντικά χαρακτηριστικά και ατομικές ικανότητες. Διακρίνεται για τις διαπροσωπικές σχέσεις, την εμβάθυνση σε πολύπλοκα θέματα, την εξεύρεση ισορροπιών, την επίλυση προβλημάτων σε ανώτερα επίπεδα καθώς και την εγκαθίδρυση πολύπλοκων μηχανισμών διαχείρισης δραστηριοτήτων.»
Περαιτέρω αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων οδήγησε την Αρχή στη διαπίστωση ότι ο αιτητής υπερέχει σε προσόντα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος σε βαθμολογία. Τρίτος υποψήφιος, που δεν ενδιαφέρει εδώ, κρίθηκε ότι υπερέχει σε πείρα τόσο γενικά στην υπηρεσία του στην Αρχή όσο και στη θέση Υποδιευθυντή. Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις και προς το σκοπό διακρίβωσης ποιος ήταν ο ουσιαστικά καταλληλότερος για τη θέση, η Αρχή προχώρησε σε περαιτέρω αξιολόγηση, συγκρίνοντας τα σχόλια στα έντυπα αξιολόγησης των επικρατεστέρων. Εντόπισε στο έντυπο αξιολόγησης του αιτητή για το έτος 2000 σχόλιο, στο οποίο αναφερόταν ότι:-
«... για περαιτέρω ανάπτυξη των ικανοτήτων του και ιδιαίτερα στη διοίκηση και στις διαπροσωπικές σχέσεις, κρίνεται χρήσιμη η έκθεσή του σε καθήκοντα που απαιτούν μεγαλύτερο εύρος εποπτείας και διοίκησης καθώς και διεπαφές με εσωτερικούς και εξωτερικούς πελάτες και προμηθευτές.»
Συγκρίνοντας τα σχόλια στα έντυπα αξιολόγησης, διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής υπερείχαν του τρίτου υποψηφίου, που δεν ενδιαφέρει. Στη συνέχεια, σύγκρινε τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος και έκρινε ότι:-
«... τα σχόλια στα έντυπα αξιολόγησης δείχνουν ότι για την προς πλήρωση θέση υπερέχει σε καταλληλότητα ο υπερτερών σε επίδοση και απόδοση υποψήφιος Ιωάννης Κέυ-Σουρουλλάς.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τα πιο πάνω, καθώς και την ομόφωνη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή για προαγωγή του Ιωάννη Κέυ-Σουρουλλά, το Συμβούλιο έκρινε ότι ο υποψήφιος Ιωάννης Κέυ Σουρουλλάς (1221) υπερέχει των άλλων υποψηφίων σε απόδοση, επίδοση και ουσιαστική καταλληλότητα για την προς πλήρωση θέση, γι' αυτό και αποφάσισε την προαγωγή του στο βαθμό του Διευθυντή (Α΄) (Προσωπικό Διεύθυνσης Προσωπικού) από τις 8 Ιουλίου 2003.»
Για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής προβάλλει το αναιτιολόγητο της συμβουλής του Σ.Π., της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, ισχυρίζεται παραβίαση από το Σ.Π. του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης στη Λεωνίδας Λεωνίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, (πιο πάνω). Το Σ.Π. εμποδιζόταν, υπέβαλε, κατά την επανεξέταση, ενόψει της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, στη βάση των ετήσιων αξιολογήσεών τους, ήταν εξαίρετοι υποψήφιοι, να προσδώσει στο ενδιαφερόμενο μέρος υπεροχή, λόγω της οριακής διαφοράς στη βαθμολογία του. Επίσης, τα περί υπεροχής του σε πείρα και βαθμολογία συγκρούονται τόσο με τα στοιχεία των φακέλων όσο και με το δεδικασμένο. Ούτε η χρησιμοποίηση γενικών και αόριστων λέξεων, όπως «επίδοση, απόδοση, ουσιαστική καταλληλότητα», αποτελούν αιτιολογία.
Σ' ό,τι αφορά την απόφαση της Αρχής, αυτή, εισηγείται ο αιτητής, παραγνώρισε σχόλια από τα οποία προκύπτουν ικανότητες και χαρίσματά του και προσέδωσε σημασία και βαρύτητα σε σχόλιο στην ΄Εκθεση Αξιολόγησης του 2000 - γι' αυτό υπέβαλε ένσταση - το οποίο ούτε με τα υπόλοιπα σχόλια σε σχέση με την καταλληλότητά του συνάδει, ούτε έγινε χωρίς σκοπιμότητα. ΄Εγινε για σκοπούς αιτιολόγησης μετάθεσής του. Οι διοικητικές και οργανωτικές ικανότητές του, ισχυρίζεται, προκύπτουν τόσο από τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησε όσο και από τον τίτλο τον οποίο κατέχει - Master in Business Administration - τα οποία καταδεικνύουν την υπεροχή του και δεν απασχόλησαν.
Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε από το Σ.Π. ότι κατέχουν τα ελάχιστα ειδικά προσόντα, όπως τα χαρακτηρίζει ο Κ. 8(1)(Α)(ε) των Κανονισμών. Η κατοχή τους, άλλωστε, από το ενδιαφερόμενο μέρος έχει κριθεί στα πλαίσια της Λεωνίδας Λεωνίδου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και αποτελεί δεδικασμένο. Ισχυρισμός του αιτητή εκεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε τα ελάχιστα ειδικά προσόντα, απορρίφθηκε.
Ο ισχυρισμός ότι η αναφορά από το Σ.Π. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος έχει μικρή υπεροχή στη βαθμολογία συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου δε βρίσκω να ευσταθεί. Το απόσπασμα της ακυρωτικής απόφασης[1], το οποίο επικαλείται ο αιτητής, το μόνο που διαπιστώνει είναι ότι πρόκειται για δύο εξαίρετους υποψήφιους, με βάση τις ετήσιες αξιολογήσεις τους. Η πιο πάνω διαπίστωση δεν εμποδίζει το Σ.Π., κατά την επανεξέταση, όταν, μάλιστα, πρόκειται για εξαίρετους υποψήφιους, να εξετάζει περαιτέρω και να εντοπίζει εκείνα τα στοιχεία, τα οποία, ενδεχόμενα, καθιστούν υποψήφιο καταλληλότερο για την πλήρωση θέσης, ειδικότερα σε περιπτώσεις όπου η προηγούμενη απόφαση έχει ακυρωθεί για λόγους έλλειψης αιτιολογίας της. Το Σ.Π. διαπίστωσε μικρή υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους, το οποίο τα έτη 2000, 2001, 2002 είχε γενική βαθμολογία 389 έναντι 387 του αιτητή. Χαρακτήρισε την οριακή αυτή διαφορά στην εξαίρετη βαθμολογία και των δύο υποψηφίων μικρή υπεροχή και δε βρίσκω αυτό να προσκρούει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στην ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, πιο πάνω.
Η αναφορά, επίσης, του Σ.Π. στην πείρα και τα «εξαιρετικά αποτελέσματα» του ενδιαφερομένου μέρους αναφορικά με τα καθήκοντα της θέσης δεν αποτελεί αόριστο χαρακτηρισμό. Η διαπίστωση σε σχέση με την πείρα, αρχικά, έγινε από το Σ.Π. και αφορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος, τον αιτητή και ακόμη δύο υποψήφιους. Οι τέσσερις αυτοί υποψήφιοι κρίθηκε ότι υπερτερούσαν σε πείρα έναντι άλλων υποψηφίων, οι οποίοι αποκλείστηκαν περαιτέρω αξιολόγησης. Μεταξύ των τεσσάρων, οι οποίοι κρίθηκε ότι ήταν οι επικρατέστεροι, το Σ.Π. επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος, όχι γιατί αυτό διέθετε πείρα που δε διέθετε ο αιτητής, αλλά γιατί ήταν μεταξύ των υποψηφίων που διέθεταν πείρα και, περαιτέρω, είχε «εξαιρετικά αποτελέσματα» αναφορικά με το αντικείμενο της θέσης. Η διαπίστωση ως προς το τελευταίο και πάλι δεν είναι αόριστη, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, τα οποία αποκαλύπτουν ότι, όντως, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε τα αποτελέσματα που διαπίστωσε το Σ.Π. Στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, σε σχέση με ανάλογη φράση, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 252-253)
«Η φράση που χρησιμοποιήθηκε: 'ουσιαστικά καταλληλότεροι', δεν είναι κατ' ανάγκην αναπαραγωγή αυτής που χρησιμοποιείται στον Κανονισμό 10(7). Δηλώνει, νομίζουμε, την επιλογή του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή μεταξύ υποψηφίων που ισοβαθμούν στα στοιχεία που καταγράφονται στα χαρτιά. Αν δεν ήταν δυνατή σε τέτοια, ή παρόμοια περίπτωση, το Συμβούλιο Προσωπικού ή ο Διευθυντής να εκφράσουν την προτίμηση τους, αναφορικά με ισότιμους υποψηφίους, τότε θα ήταν αχρείαστη η συμμετοχή τους στη διαδικασία, εφόσον όλα τα έγγραφα, στα οποία καταγράφεται η απόδοση και επίδοση των υποψηφίων, είναι στο φάκελο τους και ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής. Εδώ ακριβώς, νομίζουμε, πως υπεισέρχεται η ατομική κρίση, η οποία δυνατό να μην μπορεί να εκφραστεί με συγκεκριμένες λέξεις, ενόψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων, διαπιστώνεται όμως από το πνεύμα του γραπτού λόγου που χρησιμοποιείται και τις ιδιάζουσες περιστάσεις στην κάθε υπόθεση.
Η υιοθέτηση των συστάσεων του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, από το Συμβούλιο της Αρχής, δεν πρέπει να ξενίζει. Το Συμβούλιο της Αρχής αποτελείται από διορισμένα πρόσωπα. ΄Εργο του είναι η γενική διαχείριση και διοίκηση της Αρχής. Δεν έχουν όμως, τα μέλη του Συμβουλίου, άμεση γνώση της αξίας των λειτουργών της Αρχής. Γι' αυτό και στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων για στελέχωση του οργανισμού θεσμοθετήθηκε η διαδικασία, που περιγράψαμε πιο πάνω. ΄Ετσι, όταν το Συμβούλιο της Αρχής επιλέγει να παρεκκλίνει από τις συστάσεις του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή, θα πρέπει η απόφαση να αιτιολογείται ειδικά.
Τελειώνοντας, να επισημάνουμε επίσης πως οι διαπιστώσεις του Συμβουλίου της Αρχής, που αναφέρονται στο ενδιαφερόμενο μέρος, και που ενθέτουμε πιο πάνω, είναι γενικά ευμενέστερες γι' αυτόν σε σύγκριση με τον αιτητή. Και τούτο προσθέτει στην ποιότητα της αιτιολογίας, που κρίνουμε πως ικανοποιεί τις αρχές της νομολογίας.»
Τα όσα έχω αναφέρει σε σχέση με το αιτιολογημένο της συμβουλής του Σ.Π. ισχύουν και για την εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, είναι, δηλαδή, και αυτή επαρκώς αιτιολογημένη.
Προχωρώ να εξετάσω το λόγο ακύρωσης σε σχέση με το πεπλανημένο της απόφασης της Αρχής. Προκύπτει από το πρακτικό της ημερομηνίας 27/3/2007 ότι αυτή, προτού καταλήξει στις διαπιστώσεις της, προέβη σε λεπτομερή έρευνα όλων των ενώπιόν της στοιχείων. Αφού διαπίστωσε τα σημεία, στα οποία ο κάθε υποψήφιος οριακά υπερείχε, προχώρησε σε αναζήτηση, μέσα από τα σχόλια στα έντυπα αξιολόγησής τους, του ουσιαστικά καταλληλοτέρου για τη θέση. Αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος φαίνεται να αντιμετωπίστηκαν ως δύο εξαίρετοι υποψήφιοι. Η Αρχή, για την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, σύγκρινε τα σχόλια στα έντυπα αξιολόγησής τους και έκρινε καταλληλότερο το ενδιαφερόμενο μέρος, επειδή αυτό υπερτερούσε σε επίδοση και απόδοση. Η επιλογή του δε συναρτήθηκε αποκλειστικά με την οριακή υπεροχή του στη βαθμολογία, όπως εισηγείται ο αιτητής, αλλά στηρίχτηκε στη σύγκριση των επί μέρους σχολίων. Αυτή αιτιολογήθηκε, καταλήγω, επαρκώς, δεδομένης και της συμβουλής του Σ.Π και της εισήγησης του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή και ήταν εύλογα επιτρεπτή, ώστε να μη δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου. Από το πρακτικό της 27/3/2007, φαίνεται ότι η σε γενικές γραμμές ισοδυναμία των δύο υποψηφίων, υποχρέωσε την Αρχή, όπως, άλλωστε, αυτή είχε καθήκον, να αναζητήσει μέσα από τα ενώπιόν της στοιχεία εκείνες τις λεπτομέρειες που θα την οδηγούσαν στον ουσιαστικά καταλληλότερο υποψήφιο και αυτό φαίνεται να έπραξε.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε έρευνα και εντοπισμό οποιωνδήποτε στοιχείων από τους φακέλους που δυνατό να αιτιολογούσαν την επιλογή της Αρχής πέραν από τις ετήσιες αξιολογήσεις με βάση τις οποίες ήταν και οι δύο εξαίρετοι, αφού αυτό θα αποτελούσε υποκατάσταση του στο έργο της διοίκησης και θα έδινε αιτιολογία εκεί που δε δόθηκε. Συμφωνώ με όσα λέχθηκαν από το Χατζηχαμπή Δ., στην Κοσμά και Ανδρέου (πιο πάνω).»