ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 518/2007)
30 Ιανουαρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΥΡΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ Ο
ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΙΤΗΤΩΝ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
------------------------
Σ. Οικονομίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το μοναδικό σημείο που εγείρεται προς απόφαση στην παρούσα προσφυγή, ως και ο ίδιος ο συνήγορος των αιτητών αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση, είναι κατά πόσο η πρόνοια του Καν. 29(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2005, Κ.Δ.Π. 351/05, στον οποίο και βασίστηκε η προσβαλλόμενη πράξη, είναι αντιστυνταγματική ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας και της μη δυσμενούς διάκρισης που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Συνοπτικά τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως. Οι αιτητές, Μόνιμοι Αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, φέρουν από 1.10.02 το βαθμό του Ταγματάρχη. Με τους Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 909/90, οι οποίοι έτυχαν τροποποιήσεων μέχρι και το 2003, προβλεπόταν ότι οι φέροντες το βαθμό του Ταγματάρχη θα έπρεπε να συμπλήρωναν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους που θα συνερχόταν το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, πενταετή παραμονή στο βαθμό εκείνο, για να κριθούν προακτέοι. Με την Κ.Δ.Π. 351/05, η εν λόγω πρόνοια τροποποιήθηκε ώστε να χρειαζόταν πλέον εξαετής παραμονή στο βαθμό του Ταγματάρχη. Με τον Καν. 29(2) αυτής, προβλέφθηκε ότι η τροποποίηση αυτή που επήλθε στον Καν. 27(1) θα ίσχυε από 1.1.07. Επομένως οι αιτητές που είχαν συμπληρώσει πέντε χρόνια παραμονής στο βαθμό του Ταγματάρχη μέχρι 31.12.07 δεν δικαιούνταν να κριθούν για προαγωγή εντός του 2007, ενώ μπορούσαν να κριθούν προάξιμοι εκείνοι οι οποίοι είχαν συμπληρώσει την πενταετία μέχρι την 31.12.06. Στην εκδοθείσα με βάση τον Καν. 27, παρ. 6, Διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς που εκδόθηκε στις 18.1.07 και περιήλθε στη γνώση των αιτητών μετά τις 23.1.07, δεν περιλαμβάνονταν οι αιτητές στους δικαιούμενους σε κρίση κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών για το 2007. Το αποτέλεσμα της μη συμπερίληψης τους ήταν η παρούσα προσφυγή.
Αποτελεί την εισήγηση των αιτητών, με βάση τη νομολογία περί της αρχής της ισότητας, ότι η επίδικη πρόνοια του Καν. 29(2), καθιέρωσε άνιση και ανομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που κατά τα άλλα τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες εφόσον ορισμένα πρόσωπα δικαιούνταν κρίσης για προαγωγή στα πέντε χρόνια, ενώ άλλα στα έξι χρόνια, ανισότητα που αντικειμενικά δεν δικαιολογείτο αφού δεν υπήρχαν εγγενείς διαφορές μεταξύ τους, πέραν του ότι διάφορα πρόσωπα κατείχαν το βαθμό του Ταγματάρχη από διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η αντίθετη θέση, αφού εγείρεται πρώτιστα προδικαστικό ζήτημα ως προς το έννομο συμφέρον των αιτητών να προσβάλουν την επίδικη απόφαση να μην περιληφθούν στη Διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, βασίζεται στο ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση της αρχής της ισότητας ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι η διαφοροποίηση ήταν εύλογη, το δε Ανώτατο Δικαστήριο κατά το συνταγματικό έλεγχο των νόμων δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Δεν είναι δυνατό το Δικαστήριο να μεταβάλει το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο θεώρησε ορθό να θέσει σε ισχύ ο νομοθέτης εκ του οποίου και προήλθαν υποχρεωτικά αποτελέσματα.
Το προδικαστικό εγειρόμενο ζήτημα δεν είναι βεβαίως ορθό, εφόσον είναι ακριβώς εξ αιτίας της προσβαλλόμενης τροποποίησης που οι αιτητές αφέθηκαν εκτός του Πίνακα που περιλαμβάνει τα άτομα εκείνα που δικαιούνταν κρίσης κατά τη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων (Τεκμ. 1 στην ένσταση). Υπάρχει βεβαίως εκ δικαιώματος και εξ αντικειμένου έννομο συμφέρον στην προσβολή της γενόμενης τροποποίησης στη βάση της οποίας οι καθ΄ ων, μέσω του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς, εξέδωσαν το σχετικό διάταγμα στο οποίο και δεν περιέλαβαν τους αιτητές για προαγωγή. Με τον τρόπο αυτό επηρεάστηκε η θέση τους στην ιεραρχία, αφού ανεξάρτητα από το ποιοι εν τέλει θα επιλεγούν, οι ίδιοι θα παραμείνουν εν πάση περιπτώσει εκτός. (δέστε κατ΄ αντιστοιχία την υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349, που ακολουθήθηκε και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ"Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/06, ημερ. 22.12.08, σε σχέση με αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων για κατάταξη αξιωματικών ως προακτέων ή συμπερίληψη τους σε πίνακες προακτέων και Επετηρίδα, αλλά και την Κεττένης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 279, ως προς τον επηρεασμό στην ιεραρχία του Στρατού και την απόκτηση έτσι εννόμου συμφέροντος).
Επί της ουσίας, όμως, κρίνεται ότι οι αιτητές δεν έχουν δίκαιο και δεν τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των επίδικων Κανονισμών στη βάση δυσμενούς διάκρισης ή ασυμφωνίας με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Στην πραγματικότητα εκείνο το οποίο αναδύεται και προβάλλει μέσα από τους προσβαλλόμενους Κανονισμούς και ειδικά τον Κανονισμό 29(2), είναι το δικαίωμα των καθ΄ ων να διαφοροποιήσουν τα χρόνια προϋπηρεσίας ώστε το δικαίωμα κρίσης να επιμηκύνεται στα έξι χρόνια στο βαθμό του Ταγματάρχη, αντί στα πέντε που ήταν προηγουμένως. Με βάση τη λαμβανόμενη νομολογία το Δικαστήριο δεν έχει δικαίωμα να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ούτε να την τροποποιήσει, ούτε και να τη διαφοροποιήσει σε βαθμό που υπό το μανδύα του συνταγματικού ελέγχου που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, να επέλθει αναμόρφωση ή συμπλήρωση της νομοθεσίας, ιδιαίτερα όταν κάτι τέτοιο αντιστρατεύεται τις σαφείς διατάξεις του νόμου ή των κανονισμών.
Η πιο πάνω αρχή αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Dias United Publ. Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, όπου με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις και τα ισχύοντα στην Ελλάδα, θεωρήθηκε ότι η ανυπαρξία διάταξης ως προς τη μη συμπερίληψη των εκεί αιτητών στις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν λαχείο δεν μπορούσε να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση και επομένως δεν τίθετο καν ζήτημα εξέτασης της προτεινόμενης αντισυνταγματικότητας του νόμου που έδινε τη δυνατότητα οργάνωσης και λειτουργίας λαχείου στο Ρ.Ι.Κ. Επόμενα, στη Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, αποφασίστηκε, παρά την υπόδειξη και αντίθετης νομολογίας στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν είχε συνέπεια ή διαχρονική έγκριση, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούσε να μετατραπεί σε νομοθετικό σώμα διευρύνοντας νομοθετικές ρυθμίσεις που εγκρίθηκαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εκεί είχε προσβληθεί η θέση της διοίκησης ότι έπρεπε να χορηγηθεί και στην εφεσείουσα προσφυγική ταυτότητα στη βάση του ότι έπρεπε το κριτήριο του εκτοπισθέντος πατρός να διευρυνθεί και να περιλαμβάνει και την εκτοπισθείσα μητέρα, άλλως παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας. Πιο πρόσφατα, η Πλήρης Ολομέλεια στις υποθέσεις Βάσος Κωνσταντίνου και Ανδρούλλα Σταύρου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, εξέτασε τη συνταγματικότητα των τροποποιήσεων που έγιναν στον περί Συντάξεων Νόμο αρ. 9/67, με τις οποίες η ηλικία της αναγκαστικής αφυπηρέτησης δημοσίων υπαλλήλων διαφοροποιήθηκε από τα 60 στα 63, με ενδιάμεσες όμως πρόνοιες για αφυπηρέτηση στην ηλικία των 61 και των 62 ετών ανάλογα με τη συμπλήρωση του 60ου έτους σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Στην περίπτωση εκείνη η Ε.Δ.Υ., ως το αρμόδιο σώμα, γνωστοποίησε στους αιτητές απόφαση για υποχρεωτική αφυπηρέτηση τους με τη συμπλήρωση του 61ου έτους της ηλικίας τους, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες της επίδικης τροποποίησης που έγινε με το Νόμο αρ. 69(Ι)/05. Και πάλι τονίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη δημιουργώντας έτσι ένα νέο νομοθέτημα ούτε και να συμπληρώσει ή να αναμορφώσει νομοθεσία.
Στη βάση των πιο πάνω είναι σαφές ότι εδώ το Δικαστήριο στον αναθεωρητικό έλεγχο της επίδικης πράξης, δεν θα ήταν δυνατό υπό την κάλυψη της εξέτασης της τυχόν παραβίασης της αρχής της ισότητας, να μεταβάλει τη σαφή ρύθμιση που έγινε από την Κ.Δ.Π. 351/05 (και που δεν αμφισβητείται ότι εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Νόμου), ούτως ώστε να αφαιρέσει το υπόβαθρο της προβαίνοντας το ίδιο σε κανονιστική ρύθμιση. Ο νομοθέτης ηθελημένα διαφοροποίησε την προηγούμενη κατάσταση μη αναγνωρίζοντας έτσι δικαίωμα, εκτός κατά συμμόρφωση με τις διατάξεις της νέας κανονιστικής ρύθμισης, σε οποιοδήποτε δεν εμπίπτει στις πρόνοιες τους. Άλλωστε δεν επηρεάστηκε οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα των αιτητών, οι οποίοι είχαν απλώς μια προσδοκία για προαγωγή αν δεν άλλαζαν οι Κανονισμοί, για τους οποίους και δεν υπάρχει δικαίωμα στη μη τροποποίηση τους. (δέστε R. v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, Stavrou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 276 και Φλωρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1512). Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Fatma Igdir ν. Υπoυργείου Οικονομικών διά μέσου Υπηρεσίας Χορηγιών και Επιδομάτων, υπόθ. αρ. 2410/06, ημερ. 8.8.08, δεν θα ήταν δυνατό να επιβληθεί στο νομοθέτη η επιστροφή σε προηγούμενες ρυθμίσεις που ο ίδιος θέλησε να καταργήσει και είναι πλέον ανύπαρκτες, ούτε και θα ήταν δυνατό να δοθεί δικαίωμα σε όσους ο νομοθέτης δεν θέλησε να καλύψει.
Αλλά και από την άποψη της αρχής της ισότητας δεν νοείται συζήτηση περί παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος, από τη στιγμή που ο νομοθέτης κατέταξε τους αιτητές σε μια διαφορετική κατηγορία με εύλογη πλέον τη διαφοροποίηση τους ως προς τους συναδέλφους τους που ήταν προάξιμοι, την ηλικιακή και χρονικά υπηρεσιακή τους διαφορά.
Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στη βάση του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ