ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 15

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 2232/2006)

 

 

16 Ιανουαρίου, 2009

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΦΙΛΙΠΠΑ ΚΑΡΣΕΡΑ,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Ρ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια.

 

Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Γ. Σεραφείμ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Φιλίππα Καρσερά (αιτήτρια) προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) της 29/9/2006, με την οποία διορίστηκε κατόπιν επανεξέτασης ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους (Μορίτσης) (ενδιαφερόμενο μέρος) στη μόνιμη θέση του Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από τις 15/11/99.

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο διορισμός της αιτήτριας στις 8/10/99 στη θέση του Ακόλουθου ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 9/10/2001 στις Προσφυγές 1/2000 και 2/2000 λόγω παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης που ακολούθησε, η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης της 8/10/99, αποφάσισε τον αναδρομικό διορισμό της αιτήτριας από τις 15/11/99. Τον πιο πάνω διορισμό αμφισβήτησε με την προσφυγή 702/2002 ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους (Μορίτσης), με αποτέλεσμα την ακύρωση του διορισμού της αιτήτριας στις 19/1/2004 λόγω της υιοθέτησης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή των εντυπώσεων της προφορικής εξέτασης που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή με διαφορετική σύνθεση, γιατί ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη είχε διοριστεί με βάση τις πρόνοιες νόμου που είχε κριθεί ως αντισυνταγματικός.

 

Κατόπιν νέας επανεξέτασης για την πλήρωση της θέσης η Ε.Δ.Υ. στις 30/4/2004 διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση και επέλεξε το Χαράλαμπο Χαραλάμπους (Μορίτση) (το ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα διαδικασία), ενώ η αιτήτρια δεν επελέγη. Η αιτήτρια προσέβαλε την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης με την υπ' αρ. 692/2004 προσφυγή και πέτυχε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, γιατί              η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας που κατείχε η αιτήτρια.

 

Η επιτυχία της πιο πάνω προσφυγής οδήγησε σε νέα επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης, το αποτέλεσμα της οποίας αποτελεί το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας. Η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα στις 29/9/2006 υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποφάσισε ότι δεν θα διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση και ότι για σκοπούς της επανεξέτασης θα παρέμεναν ως έγκυρα στοιχεία κρίσης η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και του Γενικού Διευθυντή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και οι σημειώσεις των μελών της Ε.Δ.Υ. κατά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης. Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη την αξιολόγηση των υποψηφίων της προηγούμενης διαδικασίας επανεξέτασης, αναφορικά με την προφορική εξέταση, στην οποία η αιτήτρια είχε κριθεί ως "Πολύ Καλή" και το ενδιαφερόμενο μέρος ως "Εξαίρετος", αποφάσισε να μην δώσει βαρύτητα στον ειδικό γραπτό διαγωνισμό που διενεργήθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος ως το καταλληλότερο για διορισμό. Αιτιολογώντας την επιλογή της η Ε.Δ.Υ. τόνισε την "αισθητά υπέρτερη" υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση, ενώ αναφερόμενη συγκριτικά στους διαδίκους κάτω από το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης της Προσφυγής αρ. 692/2004 σημείωσε τα ακόλουθα:

 

     "Συγκρίνοντας το Χαραλάμπους Χαράλαμπο (Μορίτση), με την αιτήτρια, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σημείωσε ότι ο Χαραλάμπους αξιολογήθηκε σε σημαντικά ψηλότερο επίπεδο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, ενώ η Καρσερά ως Πολύ καλή, και, επιπλέον, κατέχει μεταπτυχιακά προσόντα, ενώ η αιτήτρια δεν κατέχει μεταπτυχιακά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, αφού τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη ότι ο επιλεγείς δεν κατέχει το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας που προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό αναφορά θέσης, ενώ η αιτήτρια κατέχει τη Γαλλική γλώσσα, σημείωσε όμως, ότι ο επιλεγείς αξιολογήθηκε από την ίδια την Επιτροπή, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, ως Εξαίρετος, σε ψηλότερο δηλαδή επίπεδο, και, επιπλέον, κατέχει μεταπτυχιακά προσόντα. Ως εκ τούτου, σε ένα συνυπολογισμό όλων των ουσιωδών στοιχείων κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτερης αξιολόγησης του επιλεγέντα στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, έκρινε ότι αυτός γενικά υπερέχει. Σημείωσε, δε ότι η προσωπική συνέντευξη θεωρείται ως μεγαλύτερης σημασίας σε θέσεις, όπως στην παρούσα περίπτωση, πρώτου διορισμού, με βάση τη σχετική νομολογία."

 

 

 

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί,

 

(i)                 Είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης και παράβασης του άρθρου 34(Α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί),

 

(ii)               Η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το προσόν - πλεονέκτημα της αιτήτριας χωρίς ειδική αιτιολογία και απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση κατά παράβαση του δεδικασμένου, και γιατί,

 

(iii)             Υπήρξε πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας.

 

 

 

(i)     Πλάνη λόγω παράβασης του άρθρου 34(Α) του Νόμου 1/90.

 

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 34(Α) κατά την επανεξέταση και ότι έλαβε υπόψη τις εντυπώσεις από τις συνεντεύξεις της δεύτερης επανεξέτασης, αντί των συνεντεύξεων που είχαν γίνει κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης των θέσεων το 1999, οι οποίες δεν είχαν ακυρωθεί δικαστικά αλλά είχαν παραμεριστεί στην προηγούμενη επανεξέταση, επειδή είχε στο μεταξύ μεταβληθεί η σύνθεση της Ε.Δ.Υ. Σημειώνεται ότι το άρθρο 34(Α), που έχει εισαχθεί στο βασικό Νόμο (Ν. 1/90) με τον τροποποιητικό Ν. 96(Ι)/2006 ο οποίος δημοσιεύθηκε στις 28/4/2006, επιτρέπει στην Ε.Δ.Υ. να λαμβάνει υπόψη κατά την επανεξέταση την προφορική εξέταση που έγινε σε προηγούμενη διαδικασία ενώπιόν της, έστω και με άλλη σύνθεση, νοουμένου ότι η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν επηρεάζει την προηγούμενη προφορική εξέταση. Υποβλήθηκε επίσης ότι η αιτήτρια είχε αξιολογηθεί κατά τις συνεντεύξεις της πρώτης διαδικασίας σε υψηλότερο επίπεδο από το ενδιαφερόμενο μέρος, όμως αυτή η υπεροχή της ανατράπηκε στις συνεντεύξεις που ακολούθησαν κατά τη δεύτερη επανεξέταση που τελικά λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. στην παρούσα επανεξέταση.

 

Η εισήγηση της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως επισημαίνεται ορθά από τους δικηγόρους των καθ'ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, οι συνεντεύξεις που είχαν διενεργηθεί στις 30/4/2004 δεν είχαν θιγεί στην προσφυγή αρ. 692/2004 και επομένως υπήρχε η δυνατότητα της εξέτασης τους από την Ε.Δ.Υ. στην επανεξέταση που ακολούθησε, με βάση το νέο άρθρο 34(Α)(3), όπως και έγινε. Αντίθετα, δεν ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη οι συνεντεύξεις της αρχικής διαδικασίας εφόσον η δεύτερη ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 702/2002 αφορούσε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 34(Α)(3) σε τέτοια περίπτωση η κρίση που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη.

 

(ii)   Παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας χωρίς ειδική αιτιολογία και απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση.

 

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι η Ε.Δ.Υ., κατά παράβαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 692/2004, δεν έχει αιτιολογήσει επαρκώς την παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος της αιτήτριας, ενώ αντίθετα έχει δώσει υπερβολική βαρύτητα στην ψηλότερη απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ανεδαφικός. Στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής αρ. 692/2004 επικρίθηκε η γενικόλογη αναφορά της Ε.Δ.Υ. σε ορισμένους από τους επιλεγέντες που "δεν διαθέτουν το επιπρόσθετο προσόν" και αποδοκιμάστηκε ως ανεπαρκής αιτιολογία για την παραγνώρισή του η απλή αναφορά στα πρακτικά ότι "συνυπολογίστηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτερης αξιολόγησης τους στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση". Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της επανεξέτασης της 29/9/2006, η Ε.Δ.Υ. συμμορφώθηκε προς τις επισημάνσεις και τα ευρήματα της ακυρωτικής απόφασης. Στην επίδικη απόφασή της η Ε.Δ.Υ., αφού προβαίνει σε γενική αναφορά των στοιχείων που υπεδείκνυαν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, στα οποία περιλήφθηκε και η αισθητά υπέρτερη αξιολόγηση του στην προφορική εξέταση της Ε.Δ.Υ., προχώρησε σε ειδικότερη συγκριτική αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους με την αιτήτρια. Σημειώνεται δε, με σχετική αναφορά και σε νομολογία, ότι προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν κατείχε το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας, αντί της αιτήτριας που το κατείχε, λόγω του ψηλότερου επίπεδου αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης και της κατοχής του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Πολιτικής Επιστήμης (University of Essex), που θεωρήθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Από τα πιο πάνω στοιχεία και ειδικότερα από το απόσπασμα του πρακτικού της Ε.Δ.Υ. προκύπτει ότι η Ε.Δ.Υ. εξειδίκευσε τους λόγους που αντιστάθμιζαν το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας. Όπως έχει τονιστεί για το θέμα αυτό στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Γιώργος Ζωδιάτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας,                  Α.Ε. 48/2006, της 14/10/2008,

 

     "Κατ' άλλη διατύπωση, απαιτείται επαρκής αιτιολόγηση της απόφασης του οργάνου όταν υποψήφιος ο οποίος διαθέτει πρόσθετο προσόν που προβλέπεται στα σχέδια υπηρεσίας δεν επιλέγεται για διορισμό. Το διορίζον όργανο δεν είναι υπόχρεο να διορίσει υποψήφιο που διαθέτει το πρόσθετο προσόν, αν, αφού αξιολογήσει όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, κρίνει ότι άλλος είναι καταλληλότερος για διορισμό. Η απόφαση παραγνώρισης του πρόσθετου προσόντος πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς και να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συναχθεί από οποιονδήποτε ή το δικαστήριο (Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 213/84 κ.α., ημερ. 31.7.1989). Οι λόγοι της παραγνώρισης πρέπει να είναι πειστικοί (Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317)."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση οι λόγοι που δόθηκαν από την Ε.Δ.Υ. για την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν απόλυτα επαρκείς και πειστικοί, καταγράφονται δε με σαφήνεια στο πρακτικό. Αναφορικά με το επιχείρημα της αιτήτριας ότι η Ε.Δ.Υ. απέδωσε αποκλειστική βαρύτητα στην κρίση της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, επισημαίνεται ότι η νομολογία έχει αποδεχθεί ότι σε περιπτώσεις θέσεων με ευρείες διοικητικές ευθύνες, ή θέσεων πρώτου διορισμού όπως η επίδικη, υπάρχει η δυνατότητα απόδοσης αυξημένης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης. (Βλ. Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 130 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316). Επομένως η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

 

(iii) Πλάνη ως προς τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας.

 

Η αιτήτρια, η οποία απέκτησε το μεταπτυχιακό τίτλο Master of Arts in War Studies από το Kings College, University of London, την 1/12/99, υποστηρίζει ότι είχε αποπερατώσει το πρόγραμμα των σπουδών της πριν από τη λήψη της πρώτης απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στις 8/10/99 και γι' αυτό θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί από την Ε.Δ.Υ. ως μεταπτυχιακό πρόσθετο προσόν, γεγονός που θα την έθετε σε πλεονεκτική θέση έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου φαίνεται ότι ο πιο πάνω μεταπτυχιακός τίτλος απονεμήθηκε στην αιτήτρια την 1/12/99, δηλαδή μεταγενέστερα της ημερομηνίας του αρχικού διορισμού της που αποφασίστηκε στις 8/10/99. Επομένως δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στα στοιχεία κρίσης του ουσιώδους χρόνου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται. Η αιτήτρια καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα των καθ'ων η αίτηση, όπως και οποιαδήποτε έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                                       Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο