ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 462
20 Ιουνίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 28, 29 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1995/2006)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα ― Η απόφαση πώλησης, με πλειστηριασμό, ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, αλλά δεν είναι πλέον αναγκαίο για το σκοπό της απαλλοτρίωσης (Άρθρο 15(2)(γ) του Ν.15/62), είναι εκτελεστή.
Έννομο Συμφέρον ― Πρώην ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος, να προσβάλει την απόφαση πώλησής του με πλειστηριασμό, σύμφωνα με το Άρθρο 15(2)(γ) του Ν.15/62.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Άρθρο 15(2)(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62) ― Ερμηνεία κατ' αντιδιαστολή προς το Άρθρο 15(1) του Νόμου και προς το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η διάταξη του Άρθρου 15(2)(γ), συνάδει με την συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και με την αρχή της ισότητας ― Ειδικά το ζήτημα κατά πόσο απαιτείται η θέσπιση κανονισμών, για εφαρμογή της διάταξης του Άρθρου 15(2)(γ).
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της άρνησης επιστροφής σε αυτόν ακινήτου που είχε παλαιότερα απαλλοτριωθεί, αλλά δεν ήταν πλέον αναγκαίο για το σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η απόφαση για μη επιστροφή του ακινήτου, αλλά για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό, δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα. Είναι απόφαση με την οποία εκφράζεται η βούληση της διοίκησης και όχι απλώς η πρόθεσή της. Είναι, επομένως, εκτελεστή απόφαση.
2. Εφόσον ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το ακίνητο θα έπρεπε να του επιστραφεί και όχι να πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό, δεν στερείται εννόμου συμφέροντος.
3. Στις περιπτώσεις όπου ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση επιτεύχθηκε, αλλά αργότερα η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία κρίθηκε ως μη αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, εφαρμογή έχουν οι πρόνοιες του Άρθρου 15(2)(γ) του Ν. 15/62 και όχι του Άρθρου 15(1). Στην περίπτωση του αιτητή, το ακίνητό του απαλλοτριώθηκε για συγκεκριμένο σκοπό. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης υλοποιήθηκε. Είχαν ανεγερθεί δεξαμενές στο ακίνητο και αυτό χρησιμοποιήθηκε, περισσότερο από δέκα χρόνια, για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Δεν ευσταθεί, επομένως, ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο είχε εγκαταλειφθεί και, ως εκ τούτου, αυτό έπρεπε να του επιστραφεί βάσει του Άρθρου 15(1). Μετά τη δημιουργία του νέου σταθμού λυμάτων, το ακίνητο δεν ήταν πλέον αναγκαίο και, επομένως, ορθά οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να το πωλήσουν με δημόσιο πλειστηριασμό, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 15(2)(γ).
4. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο Νόμο ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η απαλλοτριούσα αρχή θα προχωρήσει με την πώληση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, το οποίο δεν είναι πλέον αναγκαίο για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, προτεραιότητα έχει ο ιδιοκτήτης από τον οποίο αυτό απαλλοτριώθηκε. Αντίθετα, ο Νόμος προβλέπει ρητά, για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό, ούτως ώστε τόσο ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, όσο και άλλα πρόσωπα, να έχουν την ευκαιρία να πλειοδοτήσουν και το αγοράσουν.
5. Το Άρθρο 15(1) του Νόμου, αναπαράγει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος. Αν δεν υπήρχε η πρόνοια του Άρθρου 15(2)(γ) του Νόμου τότε, μετά την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή θα μπορούσε, χωρίς να παραβιάζει είτε το Άρθρο 15(1) του Νόμου είτε το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, είτε να κρατήσει το ακίνητο ως δική της περιουσία, είτε να το διαθέσει κατά το δοκούν. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε να εγερθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Ανάλογο θέμα δεν μπορεί, επομένως, να εγερθεί, κατά μείζονα λόγο, ούτε ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης απλώς περιόρισε τα δικαιώματα της απαλλοτριούσας αρχής με την πρόβλεψη, στο Άρθρο 15(2)(γ) του Νόμου, ότι αυτή, αντί, είτε να κρατήσει το ακίνητο ως δική της περιουσία, είτε να το διαθέσει κατά το δοκούν, υποχρεούται να το πωλήσει με δημόσιο πλειστηριασμό.
6. Το Άρθρο 22 του Νόμου 15/62 προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να θεσπίσει Κανονισμούς. Όπως αναφέρεται στη Δημοκρατία ν. Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, "η χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο Νόμος, βρίσκεται στην ευχέρεια της Διοίκησης. Η σχετική νομοθετική πρόνοια δεν είναι επικρατέστερη από την ελευθερία της Διοίκησης για έκδοση της κανονιστικής πράξης." Μη υπαρχόντων Κανονισμών εν προκειμένω, η πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό, μπορεί να γίνει κατά τη συνήθη διαδικασία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Κώστας Γ. Τύμβιος Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553.
Προσφυγή.
Π. Σιακαλλής, για τον Αιτητή.
Θ. Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 26.3.1986 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Απαλλοτριώσεως με αριθμό 378. Στη Γνωστοποίηση αναφερόταν ότι η υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησία ήταν αναγκαία για τη δημιουργία χώρου εναποθέσεως λυμάτων της περιοχής της πόλεως Λευκωσίας, προαστίων και περιχώρων, που δεν καλυπτόταν από το κεντρικό αποχετευτικό σύστημα της πόλεως και η απαλλοτρίωσή της επιβαλλόταν για την τοποθέτηση των αναγκαίων εγκαταστάσεων εξαγνισμού λυμάτων που προέρχονταν από την εν λόγω περιοχή. Στην υπό απαλλοτρίωση ιδιοκτησία περιλαμβανόταν μέρος από το τεμάχιο υπ' αριθμό 166 του συμπλέγματος L, στο χωριό Δάλι, της Επαρχίας Λευκωσίας, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο αιτητής (το ακίνητο).
Στις 19.1.1987 δημοσιεύθηκε σχετικό Διάταγμα Απαλλοτριώσεως με αριθμό 81. Ο αιτητής αποδέχτηκε την αποζημίωση και, αφού αυτή καταβλήθηκε, η ιδιοκτησία περιήλθε και, ακολούθως, ενεγράφη επ' ονόματι των καθ' ων η αίτηση.
Η ιδιοκτησία που απαλλοτριώθηκε χρησιμοποιήθηκε, μέχρι τον Ιανουάριο του 1998, όταν άρχισε να λειτουργεί ο νέος σταθμός λυμάτων, ως χώρος απόρριψης οικιακών λυμάτων, και, μέχρι το 2000, για την απόρριψη στερεών αποβλήτων. Με τη δημιουργία του νέου σταθμού λυμάτων, οι εγκαταστάσεις και οι δεξαμενές, οι οποίες είχαν ανεγερθεί, έπαυσαν να χρησιμοποιούνται. Η ιδιοκτησία που απαλλοτριώθηκε δεν χρειαζόταν πλέον για το σκοπό που απαλλοτριώθηκε.
Ο αιτητής, με επιστολές των δικηγόρων του, ημερομηνίας 27.1.2005, 4.5.2006 και 23.8.2006, ζήτησε την επιστροφή του ακινήτου. Παράλληλα, κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να επιστρέψει το ποσό που του είχε καταβληθεί ως αποζημίωση. Εις απάντηση, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του ημερομηνίας 13.9.2006, απέρριψε την αίτηση. Ανέφερε, συναφώς, ότι "το εν λόγω κτήμα χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και στη συνέχεια έπαυσε να χρησιμοποιείται αφού εγκαταλείφθηκε ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί, για τον ίδιο ή για άλλο σκοπό" και ότι θα προχωρήσει στην πώληση του κτήματος με δημόσιο πλειστηριασμό. Παράλληλα, ο Γενικός Διευθυντής ζήτησε από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας όπως προωθήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 15(2)(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/1962 - ο Νόμος) για πώληση του κτήματος με δημόσιο πλειστηριασμό. (Παραρτήματα 7 και 8 στην Ένσταση).
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για επιστροφή του ακινήτου και, αντ' αυτού, προωθήθηκε η διαδικασία πώλησής του με δημόσιο πλειστηριασμό.
Οι καθ' ων η αίτηση προέβαλαν την προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή απόφαση, αλλά απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα. Η ένσταση δεν ευσταθεί. Η απόφαση για μη επιστροφή του ακινήτου, αλλά για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό δεν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα. Είναι απόφαση με την οποία εκφράζεται η βούληση της διοίκησης και όχι απλώς η πρόθεσή της. Είναι, επομένως, εκτελεστή απόφαση.
Οι καθ' ων η αίτηση προέβαλαν επίσης την προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Ούτε αυτή η ένσταση ευσταθεί. Εφόσον ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το ακίνητο θα έπρεπε να του επιστραφεί και όχι να πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό, δεν στερείται εννόμου συμφέροντος.
Έρχομαι στην ουσία της προσφυγής.
Ο αιτητής εισηγείται ότι, στην περίπτωσή του, εφαρμογή έχει το Άρθρο 15(1) και όχι το Άρθρο 15(2)(γ) του Νόμου, εφόσον ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση δεν έχει επιτευχθεί ή έχει εγκαταλειφθεί και, επομένως, το ακίνητο θα έπρεπε να του επιστραφεί.
Το Άρθρο 15(1) προνοεί ότι:
"Οσάκις ακίνητος ιδιοκτησία απηλλοτριώθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος, και εντός τριών ετών, από της ημερομηνίας καθ' ην η ιδιοκτησία περιήλθεν εις την απαλλοτριούσαν αρχήν, δεν επετεύχθη ο σκοπός δι ον εγένετο η απαλλοτρίωσις ή η επίτευξις του τοιούτου σκοπού εγκατελείφθη υπό της απαλλοτριούσης αρχής, ή το όλον ή μέρος της τοιαύτης ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τας πραγματικάς ανάγκας της απαλλοτριούσας αρχής, θα εφαρμόζωνται αι ακόλουθοι διατάξεις, ήτοι-
(α) η απαλλοτριούσα αρχή δι' εγγράφου αυτής γνωστοποιήσεως προσφέρει την ιδιοκτησίαν εις ην τιμήν απέκτησεν ταύτην, εις το πρόσωπον εις ο αύτη ανήκε προ της απαλλοτριώσεως."
Το Άρθρο 15(2)(γ) προνοεί ότι:
"Εάν απαλλοτριωθείσα δυνάμει του παρόντος νόμου ακίνητος ιδιοκτησία κριθή υπό της απαλλοτριούσας αρχής καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την επίτευξιν του σκοπού δι' ον εγένετο η απαλλοτρίωσις εν όλω ή εν μέρει ως μη ούσα πλέον αναγκαία δια τον τοιούτον σκοπόν, η απαλλοτριούσα αρχή πωλεί, τηρουμένων των διατάξεων των θεσπισθέντων δυνάμει του παρόντος νόμου κανονισμών, την τοιαύτην περιουσίαν δια δημόσιου πλειστηριασμού."
Από τις πιο πάνω πρόνοιες προκύπτει ότι η εισήγηση δεν ευσταθεί. Στις περιπτώσεις όπου ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση επιτεύχθηκε, αλλά αργότερα η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία κρίθηκε ως μη αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού, εφαρμογή έχουν οι πρόνοιες του Άρθρου 15(2)(γ) και όχι του Άρθρου 15(1). Στην περίπτωση του αιτητή, το ακίνητό του απαλλοτριώθηκε για συγκεκριμένο σκοπό. Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης υλοποιήθηκε. Είχαν ανεγερθεί δεξαμενές στο ακίνητο και αυτό χρησιμοποιήθηκε, περισσότερο από δέκα χρόνια, για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Δεν ευσταθεί, επομένως, ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο είχε εγκαταλειφθεί και, ως εκ τούτου, αυτό έπρεπε να του επιστραφεί βάσει του Άρθρου 15(1). Μετά τη δημιουργία του νέου σταθμού λυμάτων, το ακίνητο δεν ήταν πλέον αναγκαίο και, επομένως, ορθά οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν να το πωλήσουν με δημόσιο πλειστηριασμό κατ' εφαρμογή του Άρθρου 15(2)(γ).
Ο αιτητής εισηγείται, διαζευκτικά, ότι, αν κριθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί, τότε οι καθ' ων η αίτηση έπρεπε να προσφέρουν το ακίνητο πρώτα σ' αυτόν και, αν αυτός δεν αποδεχόταν ή δεν κατέβαλλε το τίμημα της προσφοράς, τότε να προχωρούσαν στην πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό. Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια στο Νόμο ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η απαλλοτριούσα αρχή θα προχωρήσει με την πώληση του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, το οποίο δεν είναι πλέον αναγκαίο για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, προτεραιότητα έχει ο ιδιοκτήτης από τον οποίο αυτό απαλλοτριώθηκε. Αντίθετα, ο Νόμος προβλέπει ρητά για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό, ούτως ώστε τόσο ο προηγούμενος ιδιοκτήτης όσο και άλλα πρόσωπα να έχουν την ευκαιρία να πλειοδοτήσουν και το αγοράσουν.
Προβάλλεται, επίσης, η εισήγηση ότι με τη ρύθμιση του Άρθρου 15(2)(γ) παραβιάζεται το Άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Και αυτή η εισήγηση είναι αβάσιμη. Με την απαλλοτρίωση και την καταβολή αποζημιώσεως, ο αιτητής έπαυσε να είναι πλέον ο ιδιοκτήτης του ακινήτου εφόσον αυτό μεταβιβάστηκε επ' ονόματι των καθ'ων η αίτηση οι οποίοι και κατέστησαν οι νέοι ιδιοκτήτες.
Άλλη εισήγηση που προβάλλεται είναι ότι, με τη ρύθμιση των Άρθρων 15(1) και 15(2)(γ), παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθότι, σύμφωνα με το Άρθρο 15(1), οι ιδιοκτήτες ακινήτων που καλύπτονται από αυτό αποκτούν δικαίωμα επανάκτησής τους, εφόσον ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν επιτεύχθηκε ή εγκαταλείφθηκε, ενώ οι ιδιοκτήτες ακινήτων που καλύπτονται από το Άρθρο 15(2)(γ) δεν έχουν το ίδιο δικαίωμα επανάκτησης τους, παρά το γεγονός ότι, και στις δύο περιπτώσεις, τα ακίνητα απαλλοτριώθηκαν για σκοπούς δημόσιας ωφελείας. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Το Άρθρο 15(1) του Νόμου αναπαράγει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος. Αν δεν υπήρχε η πρόνοια του Άρθρου 15(2)(γ) του Νόμου τότε, μετά την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή θα μπορούσε, χωρίς να παραβιάζει είτε το Άρθρο 15(1) του Νόμου είτε το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, είτε να κρατήσει το ακίνητο ως δική της περιουσία, είτε να το διαθέσει κατά το δοκούν. Σε τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσε να εγερθεί θέμα παραβίασης του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Ανάλογο θέμα δεν μπορεί, επομένως, να εγερθεί, κατά μείζονα λόγο, ούτε ως εκ του γεγονότος ότι ο νομοθέτης απλώς περιόρισε τα δικαιώματα της απαλλοτριούσας αρχής με την πρόβλεψη, στο Άρθρο 15(2)(γ) του Νόμου, ότι αυτή, αντί, είτε να κρατήσει το ακίνητο ως δική της περιουσία, είτε να το διαθέσει κατά το δοκούν, υποχρεούται να το πωλήσει με δημόσιο πλειστηριασμό.
Προβάλλεται, τέλος, η εισήγηση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να πωλήσουν το ακίνητο με δημόσιο πλειστηριασμό δεν μπορεί να υλοποιηθεί, δεδομένης της μη θέσπισης Κανονισμών, όπως προνοεί ο Νόμος. Ούτε αυτή η εισήγηση είναι ορθή. Η θέσπιση Κανονισμών είναι δυνητική. Το Άρθρο 22 του Νόμου προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να θεσπίσει Κανονισμούς. Όπως αναφέρεται στη Δημοκρατία ν. Κώστα Γ. Τύμβιος Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553, "η χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο Νόμος, βρίσκεται στην ευχέρεια της Διοίκησης. Η σχετική νομοθετική πρόνοια δεν είναι επικρατέστερη από την ελευθερία της Διοίκησης για έκδοση της κανονιστικής πράξης." Μη υπαρχόντων Κανονισμών, η πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό μπορεί να γίνει κατά τη συνήθη διαδικασία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η επίδικη απόφαση της 13.9.2006 επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.