ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 370
30 Μαΐου, 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 454/2006)
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 456/2006)
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
3. ΣΑΒΒΑΣ ΦΕΛΛΑ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 471/2006)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 547/2006)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 454/2006, 456/2006, 471/2006, 547/2006)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Κατά πόσο είναι εφικτή η προαγωγή αξιωματικού, ο οποίος βρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια ― Η δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Η αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων, κατά τη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως ― Όρια του δικαστικού ελέγχου της από την νομολογία.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ―Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Κατά πόσο το παραβιάζει ο Καν. 7(3)(β) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004, (Κ.Δ.Π. 214/04 όπως τροποποιήθηκε).
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Πτυχές της νομιμότητας της επίδικης διαδικασίας προαγωγών, όπως διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας της Επιτροπής Αξιολόγησης, περί παρανομίας της σύστασής της και περί ultra vires των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών, απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, στη θέση Ανώτερου Υπαστυνόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο Αρχηγός εν προκειμένω, στηρίχθηκε μεν στην Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644, παραθέτοντας όμως αποσπάσματα πρώτα από την απόφαση της μειοψηφίας και μετέπειτα από την απόφαση της πλειοψηφίας και χωρίς να εντοπίζει από ποια απόφαση ήταν το κάθε απόσπασμα. Παρεγνώρισε, περαιτέρω, τη δεσμευτικότητα της απόφασης της πλειοψηφίας. Είναι φανερό ότι εμφιλοχώρησε στη σκέψη του πλάνη περί το νόμο, θεωρώντας ότι η αρχή δικαίου που εξαγόταν από τη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (πιο πάνω), ήταν ότι δεν δικαιούται σε προαγωγή ο ευρισκόμενος με προαφυπηρετική άδεια ή ο έχων λίγες ή ελάχιστες ημέρες προσφοράς στην υπηρεσία. Με το λανθασμένο αυτό σκεπτικό δεν σύστησε τον αιτητή για προαγωγή προς τον Υπουργό, ο οποίος με τη σειρά του δεν προέβηκε ουσιαστικά σε νέα έρευνα, αλλά απλά επισφράγισε τη θέση του Αρχηγού.
Όντως ο αιτητής στην υπ. αρ. 454/06 θα υπηρετούσε στο νέο του βαθμό, αν του δινόταν η προαγωγή, μόνο για μια ημέρα. Λόγω της δεσμευτικότητας της απόφασης της πλειοψηφίας στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (ανωτέρω) (δεν έχουν εντοπισθεί μεταγενέστερες αποφάσεις που διαφοροποιούν την αρχή που έθεσε η Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1)), το Δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους και να αποδεχθεί την προσφυγή του παρόντος αιτητή. Ο λόγος της Μιλτιάδους (Αρ. 1), εφαρμόζεται με την ίδια δύναμη και για την προαγωγή στο αστυνομικό σώμα, όπως και για τη δημόσια υπηρεσία, στην οποία αφορούσε η υπόθεση.
2. Ο αιτητής στην υπ. αρ. 456/06 κατετάγη 37ος με 51,20 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης και μετά τη διαδικασία και τη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως κατετάγη 58ος έχοντας λάβει 3,36 μονάδες κατά τη συνέντευξη. Τα 24 ενδιαφερόμενα μέρη την προαγωγή των οποίων προσβάλλει, έχουν όλα λάβει πολύ καλύτερη θέση στην τελική κατάταξη από το Συμβούλιο Κρίσεως.
Σύμφωνα και με την υπόθεση Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, σε διορισμούς και προαγωγές, «... ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός ακυρωτικού Δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου ..». Δεν ήταν αναιτιολόγητη εν προκειμένω η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη.
3. Ούτε ο Καν. 7(3)(β) της Κ.Δ.Π. 214/04, όπως τροποποιήθηκε, σε σχέση με το κριτήριο της αρχαιότητας είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και είναι τουλάχιστον παράδοξη η θέση του αιτητή ως προς το ζήτημα, τη στιγμή που ο ίδιος επικαλείται την αρχαιότητά του έναντι διαφόρων ενδιαφερομένων μερών. Περαιτέρω, έχει αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων, ότι ο καθορισμός του κριτηρίου της αρχαιότητας είναι καθόλα ορθός και αποτελεί στοιχείο που νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπό το φως του Καν. 7(3)(β), ο οποίος πρέπει να διαβαστεί μαζί με το σύνολο των Κανονισμών.
4. Περαιτέρω, η σύσταση των διαφόρων υποψηφίων προς προαγωγή από τον Αρχηγό, δεν είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας, εφόσον υιοθέτησε μετά την αναγκαία μελέτη τον πίνακα των συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως. Στη δική του σύσταση στον Υπουργό, προέβηκε μάλιστα σε εισήγηση για παράκαμψη δύο συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως με ειδικό Σκεπτικό.
5. Τέλος, είναι αδόκιμο να γίνεται εισήγηση περί αναρμοδιότητας, του Υπουργού να εγκρίνει τις προαγωγές, εφόσον αυτό ακριβώς προβλέπεται από τον Νόμο και τους Κανονισμούς. (Δέστε Άρθρο 7(1) του Νόμου αρ. 73(Ι)/04).
6. Μελέτη των αντίστοιχων εντύπων αξιολόγησης και των βοηθητικών εγγράφων (σε σχέση με την υπ. αρ. 471/06), δείχνει ότι πλήρως δικαιολογημένη ήταν η τελική σύσταση του Αρχηγού προς τον Υπουργό, για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών επί τη βάσει των επιδόσεών τους στις συνεντεύξεις και την τελική βαθμολογική τους κατάταξη. Τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως έχουν αιτιολογήσει τη γενική τους εντύπωση στα βοηθητικά έντυπα σύμφωνα με τις επιταγές του Καν. 9(4) της Κ.Δ.Π. αρ. 214/04, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 350/05.
7. Όσον αφορά τα διάφορα ζητήματα που τίθενται ως προς την αντισυνταγματικότητα της Επιτροπής Αξιολόγησης, της παράνομης σύστασης αυτής και του ultra vires των Κανονισμών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα, διότι η όλη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί περιλαμβανομένων των συστάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσεως, είναι σύμφωνη με τους λεπτομερείς προς τούτο Κανονισμούς που διέπουν το θέμα. Οι ίδιοι οι Κανονισμοί έχουν ως έρεισμα τους το Άρθρο 17(2) του περί Αστυνομίας Νόμου αρ. 73(Ι)/04 και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα.
8. Φανερώνεται, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αδικία ή αναιτιολόγητη κρίση στην απόφαση του Αρχηγού να προωθήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη προς προαγωγή αντί του αιτητή στην υπ. αρ. 547/06, αναδρομή δε στα σχετικά έντυπα αξιολόγησης φανερώνει την απόδοση ενός εκάστου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Όσα έχουν λεχθεί στις προηγούμενες προσφυγές σε σχέση με το αιτιολογημένο της κρίσης των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, τα οποία έχουν ρητά καταγράψει τις επιμέρους βαθμολογίες τους, δίνοντας έτσι την αναγκαία αιτιολογία, για την εκάστοτε βαθμολογία, εφαρμόζονται πλήρως και για την παρούσα προσφυγή.
9. Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή αυτού για τη μη πίστωση του προσόντος που κατείχε για τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, διαπιστώνεται ότι ήταν εύλογη η σχετική θέση της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Το γεγονός ότι τόσο για το προσόν της Αγγλικής γλώσσας όσο και για τον τομέα της ευρύτητας εμπειριών, είχε πιστωθεί το προηγούμενο έτος με τις αντίστοιχες μονάδες, δηλαδή 2 μονάδες για την Αγγλική γλώσσα και 0,3 για την ευρύτητα εμπειριών, δεν διαφοροποιεί την επίδικη κρίση των καθ' ων για το έτος 2005, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μη πίστωση των μονάδων αυτών αιτιολογήθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων με την επιστολή της ημερ. 23.11.05, ενώ για το 2004 η ένσταση του αιτητή είχε γίνει δεκτή από τον Υπαρχηγό Αστυνομίας ενεργώντας ως Συμβούλιο Κρίσεως. Με άλλα λόγια, αν λανθασμένα δόθηκε η πίστωση το 2004, αυτό δεν σήμαινε ότι το λάθος έπρεπε να συνεχίσει και για το 2005.
Ακόμη όμως και αν γινόταν δεκτή η θέση του αιτητή όσον αφορά το λανθασμένο της μη πίστωσης και για το 2005 με πρόσθετες 2,3 μονάδες και πάλι ο αιτητής δεν θα μπορούσε να είχε τέτοια κατάταξη που να του έδινε προβάδισμα έναντι οιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών.
10. Το επιχείρημα ότι λόγω της «αδικίας» που έγινε στον αιτητή με τη μη πίστωση των μονάδων για το προσόν της Αγγλικής γλώσσας, επηρεάστηκε εν τέλει και η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, δεν μπορεί να ευσταθήσει, με δεδομένο ότι εντελώς διαφορετική είναι η διαδικασία της συνέντευξης, όπου ενυπάρχει η ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής εξέτασης, σε αντίθεση με τη μηχανιστική, κατ' ουσίαν, ένθεση των αναγκαίων μονάδων που δικαιούται ο κάθε υποψήφιος με βάση το έντυπο της Επιτροπής Αξιολόγησης, ανάλογα με τα προσόντα ενός εκάστου.
11. Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή υπ' αρ. 454/06 επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές υπ' αρ. 456/06, 471/06 και 547/06 απορρίπτονται με €1.000 έξοδα στην κάθε μια από αυτές εναντίον του αντίστοιχου αιτητή και υπέρ των καθ' ων. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644,
Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1700,
Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1620,
Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404,
Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 305/04, ημερ. 31.10.2005,
Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 303/04, ημερ. 28.6.2005.
Προσφυγή.
Ν. Παπαμιλτιάδους, για τον Αιτητή, στην Υπόθεση Αρ. 454/2006.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση, στις Υποθέσεις Αρ. 454/2006, 456/2006, 471/2006, 547/2006.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 3 στην Υπόθεση Αρ. 454/2006, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1-21, 23 και 24 στην Υπόθεση Αρ. 456/2006, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 15, 29, 31 και 33 στην Υπόθεση Αρ. 471/2006, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15 στην Υπόθεση 547/06.
Η προσφυγή έχει αποσυρθεί σε ό,τι αφορά τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1, 2 και 4 στην Υπόθεση Αρ. 454/06.
Μ. Μενελάου και Χρ. Ιωαννίδου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 456/2006.
Σ. Μαμαντόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο 22 - Ι. Έλληνα στην Υπόθεση Αρ. 456/2006.
Οι αιτητές 1 και 3 έχουν αποσύρει την προσφυγή τους στην Υπόθεση Αρ. 456/06.
Δ. Παυλίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 471/2006.
Η προσφυγή έχει αποσυρθεί σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα στην Υπόθεση 471/06.
Κ. Χρυσοστομίδης & Σία, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 547/2006.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με τις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές προσβάλλεται η απόφαση των καθ' ων να προάξουν στη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου από 31.12.05, τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία και κατανομάζονται στην κάθε προσφυγή. Στην πορεία των υποθέσεων, είτε πριν τη συνεκδίκαση είτε μετά, ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αποσύρθηκαν με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αντίστοιχη προσφυγή εναντίον τους. Έτσι η υπ' αρ. 454/06 προσφυγή, διακόπηκε στις 30.10.06 για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1, 2 και 4, με αποτέλεσμα την απόρριψη της. Η υπ' αρ. 456/06 προσφυγή, αποσύρθηκε στις 4.12.07 εκ μέρους των αιτητών 1 και 3, εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 7, 8, 18 και 20, με αποτέλεσμα να απορριφθεί εναντίον τους. Εν τέλει, στις 6.3.08, οι αιτητές 1 και 3 απέσυραν εντελώς την προσφυγή τους με αποτέλεσμα αυτή να απορριφθεί χωρίς έξοδα. Στην υπ' αρ. 471/06, η οποία αφορούσε αρχικά 37 ενδιαφερόμενα μέρη, απεσύρθησαν στις 26.6.06 όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, εκτός από τα υπ' αρ. 15, 29, 31 και 33. Στην υπ' αρ. 547/06, υπάρχουν 15 ενδιαφερόμενα μέρη εναντίον των οποίων εξακολουθεί να παραμένει η προσφυγή.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι καθ' ων θα πληρούσαν 37 θέσεις Ανώτερου Υπαστυνόμου, σύμφωνα δε με τον Καν. 7(7) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004, (Κ.Δ.Π. 214/04), όπως τροποποιήθηκαν από την Κ.Δ.Π. 350/05 ημερ. 26.7.05, (εφεξής «οι Κανονισμοί»), περιελήφθησαν στους καταλόγους υποψηφίων 95 μέλη, ούτως ώστε να υπάρχουν υποψήφιοι μέχρι τον τετραπλάσιο αριθμό των κενών θέσεων που υπάρχουν ή προβλέπεται να υπάρξουν κατά τη χρονική περίοδο μέχρι την ημερομηνία διορισμού της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Ακολουθήθηκε για τις πιο πάνω προαγωγές η διαδικασία που εν γένει προβλέπεται στους Κανονισμούς, με αποτέλεσμα τη σύσταση της σχετικής Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων προς την οποία οι υποψήφιοι δύναντο να υποβάλουν γραπτή ένσταση εντός δέκα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία ανάρτησης του καταλόγου των υποψηφίων που επιλέγονταν από την Επιτροπή Αξιολόγησης για ζητήματα που ανάγονταν σε προφανή αντικειμενικά σφάλματα. Σε συμμόρφωση με τον Καν. 8, διορίστηκε περαιτέρω το Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο αφού κάλεσε σε προσωπική συνέντευξη όλους τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον κατάλογο που του υποβλήθηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, διαμόρφωσε την τελική του κρίση προωθώντας πίνακα συστημένων για προαγωγή στον Αρχηγό της Αστυνομίας, ο οποίος με τη σειρά του και αφού συνεξέτασε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον του σύμφωνα με τους Κανονισμούς, υπέβαλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, πίνακα με εκείνους τους υποψήφιους που σύστηνε για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου. Εν τέλει ο Υπουργός ενέκρινε τις προαγωγές με την επιστολή του ημερ. 23.12.05, με αποτέλεσμα να δημοσιευτούν οι σχετικές προαγωγές στις Εβδομαδιαίες Διαταγές του Αρχηγού Αστυνομίας με ημερ. 2.1.06.
Λόγω της ύπαρξης κοινών πραγματικών γεγονότων αλλά και νομικών ζητημάτων οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν μετά από την έγκριση προφορικού αιτήματος που έγινε καθυστερημένα μεν, ορθά δε, στις 14.5.2008 και για τους λόγους που καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό.
Πριν εξεταστεί και αποφασιστεί η κάθε περίπτωση χωριστά, θα πρέπει να καταγραφεί ότι οι Καν. 4-18 που αφορούν προαγωγές σε βαθμό μέχρι Ανώτερου Υπαστυνόμου, εξειδικεύουν τα στάδια εξέτασης και κρίσης των διαφόρων υποψηφίων. Όπως προαναφέρθηκε, με βάση τον Καν. 6, συστήθηκε η αρμόδια Επιτροπή Αξιολόγησης, με βάση δε τον Καν. 8, ιδρύθηκε το Συμβούλιο Κρίσεως. Η Επιτροπή Αξιολόγησης με βάση τον Καν. 7 οφείλει να μελετήσει τους προσωπικούς φακέλους, τα ατομικά δελτία και τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης των υποψηφίων και να τους κατατάξει με βάση την αξία δίνοντας διάφορες μονάδες σε επιμέρους στοιχεία που προκύπτουν από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης. Με ανώτατη βαθμολογία τις 4 μονάδες, αξιολογούνται οι διοικητικές ικανότητες, η ευθυκρισία, η υπευθυνότητα, η απόδοση και η πρωτοβουλία, που είναι ορισμένα από τα δέκα στοιχεία που καθορίζονται στον Καν. 7(2)(α). Η κατάταξη από αυτή την αξιολόγηση βαθμολογείται από «ανεπαρκής» έως «εξαίρετος», με διαβαθμίσεις στο «μέτριος», «καλός» και «πολύ καλός». Από την άλλη, το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου και του ατομικού δελτίου του κάθε υποψηφίου βαθμολογείται με ανώτατο όριο τις 9 μονάδες, αναφορικά με τα επιμέρους στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρ. (γ) του εδαφίου (2) του Καν. 7, ενώ τέλος βαθμολογούνται και τα ακαδημαϊκά προσόντα και η αρχαιότητα με ανώτερη βαθμολογία στο καθένα τις 10 μονάδες. Όλες αυτές οι αξιολογήσεις καταγράφονται στο σχετικό Παράρτημα Α΄ που προνοείται από τον Καν. 7(7). Κατ' ανάλογο τρόπο, συμπληρώνεται από το Συμβούλιο Κρίσεως το Παράρτημα Β΄ που προνοείται από τον Καν. 9(5), στο οποίο περιέχεται η βαθμολογία για την απόδοση σε γραπτή εξέταση, που είναι δυνητική και η βαθμολογία που απορρέει από την προσωπική συνέντευξη, που είναι υποχρεωτική. Αμφότερα τα έντυπα περιέχουν στο τέλος την απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, καθώς και την αιτιολογία της προσωπικής συνέντευξης, ανάλογα.
Με βάση τα πιο πάνω είναι αναγκαία στη συνέχεια η εξέταση εκάστης των προσφυγών. Σημειώνεται ότι χάριν εύκολης αναφοράς, ετοιμάσθηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο οι συνημμένοι συγκριτικοί πίνακες, που εμφανίζουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη με τις επιμέρους κατατάξεις τους τόσο στην Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και στο Συμβούλιο Κρίσεως, σ' όλες τις προσφυγές, πλην της πρώτης, όπου υπάρχει μόνο ένα ενδιαφερόμενο μέρος. Στην υπ' αρ. 547/06, ενσωματώθηκε και η τελική βαθμολογία, για το λόγο που θα διαφανεί αργότερα.
1. Υπόθεση Αρ. 454/06
Όπως προαναφέρθηκε, η προσφυγή παρέμεινε μόνο για το ενδιαφερόμενο μέρος 3, δηλαδή, τον Ιάκωβο Ιωάννου. Ο αιτητής εδώ κατείχε το βαθμό του Υπαστυνόμου κατόπιν προαγωγής από 1.1.99 και από τις 17.7.04 υπηρετούσε ως υπεύθυνος του Αστυνομικού Συμπλέγματος Μονής. Ενώ βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια βαθμολογήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, χωρίς να είχε λάβει μέρος σ' αυτήν την αξιολόγηση ο τότε άμεσα προϊστάμενος του, κατά τρόπο που τον ώθησε να υποβάλει ένσταση λόγω, κατ΄ ισχυρισμόν, άδικης και μειωμένης βαθμολογίας. Η Επιτροπή Ενστάσεων απέρριψε την ένσταση του. Στις 20.11.05 και ενώ τελούσε ακόμη υπό προαφυπηρετική άδεια, παρέστη, κατόπιν κλήσεως, στη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως που είχε οριστεί στις 30.11.05. Στον τελικό κατάλογο κατετάγη 23ος σε βαθμολογία από 38 συνολικά θέσεις και κατά συνέπεια παραπονείται διότι δεν προήχθη σε Ανώτερο Υπαστυνόμο, παρά το ότι υπερτερούσε από το ενδιαφερόμενο μέρος σε αξία, προσόντα και αρχαιότητα.
Οι καθ' ων αντιτείνουν ότι στην ουσία ο αιτητής περιορίζει την επιχειρηματολογία του στο κατά πόσο ήταν νόμιμη η αιτιολογία που δόθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας για τον αποκλεισμό του από τις προαγωγές. Όντως, με σχετικό «Πρακτικό - Σκεπτικό Αρχηγού Αστυνομίας», ο τελευταίος δικαιολόγησε στις 23.12.05 τη θέση του να παρακάμψει και να μην προχωρήσει στην προαγωγή του αιτητή, παρόλον που βρισκόταν στη θέση υπ' αρ. 23 στον κατάλογο κατά σειρά επιτυχίας. Αυτό, διότι ο αιτητής είχε ήδη αποχωρήσει από τις 29.3.05 από το αστυνομικό σώμα με προαφυπηρετική άδεια και από 1.1.06 θα καθίστατο συνταξιούχος πολίτης. Κατά τον Αρχηγό, η προαγωγή του αιτητή δεν θα είχε οποιαδήποτε πρακτική σημασία για την αστυνομία, εφόσον αυτός θα συνέχιζε να βρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια ακόμη και με το νέο βαθμό προαγωγής του και κατά συνέπεια θα εξακολουθούσε να υφίστατο στο σώμα της αστυνομίας μια κενή οργανική θέση. Με δεδομένο, κατά την άποψη του Αρχηγού, ότι η προαγωγή συνιστά δημόσιο δικαίωμα που πρέπει να διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον και δεν πρέπει να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για τη διασφάλιση του προσωπικού συμφέροντος του αιτητή, έκρινε ότι δικαιολογείτο για την εύρυθμη λειτουργία της αστυνομικής υπηρεσίας η παράκαμψη του. Όπως επίσης προαναφέρθηκε, ο Υπουργός ενέκρινε τη θέση αυτή.
Σύμφωνα με τον κ. Καλλίγερο, δεν χρειάζεται για το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο στην περίπτωση του αιτητή έχουν παραβιαστεί οποιεσδήποτε αρχές δικαίου εφόσον η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα με το δεδομένο ότι δεν είναι δυνατόν να προαχθεί «... ήδη συνταξιούχος υπάλληλος». Η εναπομείνασα υπηρεσία του αιτητή, σε περίπτωση προαγωγής του, ήταν αμελητέα. Νόμιμα επομένως είναι που ο Αρχηγός απέκλεισε τον αιτητή από τη σύσταση για προαγωγή, παρά το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε την 31η θέση στη βαθμολογική κατάταξη.
Το Δικαστήριο έχει με προσοχή εξετάσει το ζήτημα που έχει προκύψει, διαπιστώνεται δε από τη δοθείσα από τον Αρχηγό αιτιολογία στο σχετικό πρακτικό-σκεπτικό του ημερ. 23.12.05 ότι στηρίχθηκε στην απόφαση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδη Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644. Ο Αρχηγός, όμως, παρερμήνευσε την απόφαση της Ολομέλειας η οποία με πλειοψηφία τρία προς δύο, αποφάσισε ότι στις περιπτώσεις όπου ο προς προαγωγή υπάλληλος τελεί υπό προαφυπηρετική άδεια ή έχει μόνο ελάχιστη υπηρεσία μετά την προαγωγή του, δεν μπορεί να αποκλειστεί από την προαγωγή κατ' επίκληση του δημοσίου συμφέροντος. Η θέση ότι υπεισέρχεται στο ζήτημα και το στοιχείο του χρόνου που παρέμεινε προς υπηρεσία είναι λανθασμένη και αποτελεί εξωγενές προς το νόμο κριτήριο. Η απόφαση της πλειοψηφίας είχε δοθεί από τον Πική, Π., ο οποίος αφού ανασκόπησε τη σχετική νομολογία που υπήρχε επί του θέματος, έκρινε ότι η αρχή η οποία είχε εισαχθεί από την πρωτόδικη απόφαση στο θέμα αυτό στη Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 1700, η οποία ακολουθήθηκε και από την Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1620, ήταν λανθασμένη ενόψει και του γεγονότος ότι και σε άλλες μεταγενέστερες αποφάσεις τα Δικαστήρια κατέληξαν σε διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με την υπηρεσία του υπαλλήλου που υπολειπόταν πριν την αφυπηρέτηση. Σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας:
«Το δημόσιο συμφέρον, το οποίο αποτελεί τον άξονα της Μιλτιάδους είναι έννοια αδιαίρετη. Δεν διασπάται σε δημόσιο και ατομικό. Το συμφέρον του υπαλλήλου στο βαθμό που επιμετρά ως παράγοντας προαγωγής αντανακλάται στο νόμο και ταυτίζεται με την προαγωγή των σκοπών του. Το δημόσιο συμφέρον έχει ως παράμετρο τους σκοπούς του δικαίου και αντικείμενο την προαγωγή τους.»
Ο Αρχηγός στηρίχθηκε μεν στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (πιο πάνω), παραθέτοντας όμως αποσπάσματα πρώτα από την απόφαση της μειοψηφίας που είχε δώσει ο Καλλής, Δ. και μετέπειτα από την απόφαση της πλειοψηφίας και χωρίς να εντοπίζει από ποια απόφαση ήταν το κάθε απόσπασμα. Παρεγνώρισε, περαιτέρω, τη δεσμευτικότητα της απόφασης της πλειοψηφίας. Είναι φανερό και από την τελευταία παράγραφο του σκεπτικού του Αρχηγού, ότι εμφιλοχώρησε στη σκέψη του πλάνη περί το νόμο, θεωρώντας ότι η αρχή δικαίου που εξαγόταν από τη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (πιο πάνω), ήταν ότι δεν δικαιούται σε προαγωγή ο ευρισκόμενος με προαφυπηρετική άδεια ή ο έχων λίγες ή ελάχιστες ημέρες προσφοράς στην υπηρεσία. Με το λανθασμένο αυτό σκεπτικό δεν σύστησε τον αιτητή για προαγωγή προς τον Υπουργό, ο οποίος με τη σειρά του δεν προέβηκε ουσιαστικά σε νέα έρευνα, αλλά απλά επισφράγισε τη θέση του Αρχηγού.
Ο αιτητής εδώ είχε καταταγεί 45ος από την Επιτροπή Αξιολόγησης με 50,90 μονάδες, αλλά μετά και τη συνέντευξη του ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, όπου έλαβε το ανώτατο όριο των 7 μονάδων που δικαιούτο, κατατάγηκε στην 23η θέση. Αντίθετα το ενδιαφερόμενο μέρος Ιάκωβος Ιωάννου, από την 38η θέση στην Επιτροπή Αξιολόγησης με 51,15 μονάδες, ταξινομήθηκε στην 31η θέση από το Συμβούλιο Κρίσεως έχοντας λάβει κατά τη συνέντευξη τη βαθμολογία των 5,86 μονάδων. Ο αιτητής βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια από τις 29.3.05 και θα αφυπηρετούσε από τις τάξεις της αστυνομίας την 1.1.06. Η συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως έλαβε χώραν στις 29.11.05. Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις 2.1.06 με ισχύ από 31.12.05. Όντως ο αιτητής θα υπηρετούσε στο νέο του βαθμό, αν του δινόταν η προαγωγή, μόνο για μια ημέρα.
Παρά τα πιο πάνω στοιχεία και με τη δεσμευτικότητα της απόφασης της πλειοψηφίας στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (ανωτέρω) (δεν έχουν εντοπισθεί μεταγενέστερες αποφάσεις που διαφοροποιούν την αρχή που έθεσε η Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1)), το Δικαστήριο οφείλει να ακυρώσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους και να αποδεχθεί την προσφυγή του παρόντος αιτητή. Σημειώνεται, ότι ορθά ο κ. Παπαμιλτιάδους στις αγορεύσεις του διερωτήθηκε προς τι και για ποιο σκοπό ο αιτητής είχε κληθεί από την προαφυπηρετική του άδεια, να περάσει μέσα από την όλη διαδικασία επιλογής, να καταταχθεί 23ος, για να του αφαιρεθεί εν τέλει το δικαίωμα να λάβει την προαγωγή ως αποτέλεσμα της ευδόκιμης κατά τα άλλα και επί σειράν ετών υπηρεσίας του. Το σκεπτικό της Μιλτιάδους (Αρ. 1), ακριβώς θέτει το ζήτημα ως θέμα αρχής ανεξάρτητα από το χρονικό περιθώριο της υπηρεσίας που παραμένει. Μάλιστα, ρητά αναφέρεται στη σελ. 649, ότι η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα κριτήρια προαγωγής, ενώ η αξία μαζί με τα προσόντα, αποτελούν τα άλλα δύο κριτήρια που καθορίζει ο Νόμος. Ο λόγος της Μιλτιάδους (Αρ. 1), εφαρμόζεται βέβαια με την ίδια δύναμη και για την προαγωγή στο αστυνομικό σώμα, όπως και για τη δημόσια υπηρεσία, στην οποία αφορούσε η υπόθεση. Το Άρθρο 17(2)(β) και 17(4) του περί Αστυνομίας Νόμου αρ. 73(Ι)/04, περιέχει στοιχεία ενδεικτικά των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς προαγωγής.
2. Υπόθεση Αρ. 456/06
Ο αιτητής 2 παρέμεινε μόνος από τους τρεις αρχικούς αιτητές, καταλογίζοντας εναντίον των καθ' ων ότι αυτοί απέτυχαν να διαπιστώσουν, σε σαφή αντίθεση προς τις τέσσερεις τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις, την υπεροχή του, εφόσον αυτός έλαβε ένα σύνολο από 36 «εξαίρετα» και 4 «πολύ καλά», έναντι χαμηλότερου αριθμού από «εξαίρετα» για διάφορα από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Περαιτέρω, ο αιτητής είχε 33 χρόνια υπηρεσίας έναντι πολύ ολιγότερων ετών υπηρεσίας διαφόρων ενδιαφερομένων μερών, ενώ οι προσωπικές συνεντεύξεις στο Συμβούλιο Κρίσεως παρουσιάζουν το παράδοξο αποτέλεσμα ότι ενώ ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν λάβει τη χαμηλότερη βαθμολογία στην Επιτροπή Αξιολόγησης, τα ίδια πρόσωπα έλαβαν στο Συμβούλιο Κρίσεως την υψηλότερη βαθμολογία. Αντίθετα, το Συμβούλιο Κρίσεως βαθμολόγησε πολύ χαμηλά τον αιτητή, ενώ στην αντίστοιχη κατηγορία γνώσης σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής, ο αιτητής έλαβε πολύ υψηλή βαθμολογία από την Επιτροπή Αξιολόγησης.
Διατείνεται περαιτέρω ο αιτητής ότι ο Καν. 7(3)(β) της Κ.Δ.Π. 214/04 που αφορά το κριτήριο της αρχαιότητας, είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος, ιδιαίτερα, με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ενώ ήταν αναιτιολόγητη η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων στην προσωπική τους συνέντευξη κατά παράβαση του Καν. 9(4)(β). Τέλος, πέραν της διατεινόμενης από τον αιτητή έλλειψης δέουσας έρευνας από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, η έγκριση των προαγωγών προήλθε από αναρμόδιο όργανο.
Αντίθετα, οι καθ' ων ισχυρίζονται ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν στην επίδοση κατά τις συνεντεύξεις οι οποίες έγιναν με βάση σαφές νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή νομιμότητας, ενώ η εκ μέρους του Υπουργού έγκριση των προαγωγών δεν είναι με οποιοδήποτε τρόπο μεμπτή, η οποία έγκριση εν πάση περιπτώσει καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας.
Ο αιτητής κατετάγη 37ος με 51,20 μονάδες από την Επιτροπή Αξιολόγησης και μετά τη διαδικασία και τη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως κατετάγη 58ος έχοντας λάβει 3,36 μονάδες κατά τη συνέντευξη. Τα 24 ενδιαφερόμενα μέρη την προαγωγή των οποίων προσβάλλει, έχουν όλα λάβει πολύ καλύτερη θέση στην τελική κατάταξη από το Συμβούλιο Κρίσεως όπως φαίνεται στο συνημμένο σχετικό Πίνακα. Όπως διαπιστώνεται ακόμη και τα ενδιαφερόμενα μέρη υπ' αρ. 6, 11, 12, 13, 14, 15, 17, 20 και 22, που είχαν καταταχθεί σε κατώτερη βαθμολογική θέση από την Επιτροπή Αξιολόγησης από τον αιτητή, είχαν όλα τελικώς καταταχθεί σε καλύτερη θέση μετά από τη διαδικασία της συνέντευξης ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Αναδρομή στα σχετικά στοιχεία που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο αποκαλύπτει ότι ο αιτητής δεν είχε απαντήσει ικανοποιητικά στις ερωτήσεις που του έγιναν (και που ήταν βέβαια ίδιες προς όλους), σε σχέση με τα θέματα 5 και 6 αναφορικά με τις γνώσεις σε θέματα πρακτικής αστυνομικής εφαρμογής, όπου, από τη μέγιστη δυνατή βαθμολογία των 2,50 μονάδων έλαβε μόνο 0,96, ενώ στις γενικές γνώσεις που αφορούν το ρόλο της αστυνομίας και πάλι από το μέγιστο των 2,50 μονάδων έλαβε μόλις 0,40. Τα βοηθητικά έντυπα της βαθμολογίας ενός εκάστου των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως αποκαλύπτουν την αδυναμία του αιτητή να απαντήσει ορθά στα θέματα αυτά. Εξέταση των απαντήσεων και της βαθμολογίας όλων των ενδιαφερομένων μερών αποκαλύπτει ακριβώς το αντίθετο, με εμφανή την υπεροχή τους έναντι του αιτητή στα δύο αυτά θέματα.
Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι σύμφωνα και με την υπόθεση Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, σε διορισμούς και προαγωγές, «... ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα ενός ακυρωτικού Δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου ..». Αυτή η νομολογία αφορά και εφαρμόζεται βέβαια και για τις δύο υπόλοιπες προσφυγές που εξετάζονται κατωτέρω σ' ό,τι αφορά τις συνεντεύξεις.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν ήταν αναιτιολόγητη η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη. Αναφορά στα έντυπα αξιολόγησης του Συμβουλίου Κρίσεως αποκαλύπτει, όπως εξηγήθηκε και πιο πάνω, το λόγο, γιατί, ενώ από την Επιτροπή Αξιολόγησης ο αιτητής έλαβε σχετικά καλή κατάταξη εν τέλει έλαβε χειρότερη θέση από τα ενδιαφερόμενα μέρη, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων αυτός δεν κατόρθωσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Τα βοηθητικά έντυπα, μάλιστα, καταγράφουν, προσφέροντας έτσι πλήρη αιτιολογία, τα επιμέρους στοιχεία και τη βαθμολογία όπως αυτή δόθηκε από κάθε ένα από τα μέλη του Συμβουλίου, δικαιολογώντας έκαστη βαθμολογία ειδικά.
Ούτε ο Καν. 7(3)(β) σε σχέση με το κριτήριο της αρχαιότητας είναι αντισυνταγματικός και αντίθετος με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και είναι τουλάχιστον παράδοξη η θέση του αιτητή ως προς το ζήτημα, τη στιγμή που ο ίδιος επικαλείται την αρχαιότητα του έναντι διαφόρων ενδιαφερομένων μερών. Περαιτέρω, έχει αποφασιστεί σε σειρά υποθέσεων ότι ο καθορισμός του κριτηρίου της αρχαιότητας είναι καθόλα ορθός και αποτελεί στοιχείο που νόμιμα λαμβάνεται υπόψη υπό το φως του Καν. 7(3)(β), ο οποίος πρέπει να διαβαστεί μαζί με το σύνολο των Κανονισμών. Η αρχαιότητα, κριτήριο αναγνωρισμένο και δόκιμο για προαγωγή σ' όλο το φάσμα του διοικητικού δικαίου, έχει τη δική του σημασία, όχι όμως και ρυθμιστικό ρόλο. Με βάση τον Κανονισμό, η αρχαιότητα λαμβάνει 10 μονάδες από σύνολο 75 μονάδων (δέστε το Μέρος ΙΙ, Κεφ. V, του σχετικού εντύπου αξιολόγησης που καταρτίστηκε δυνάμει του Καν. 7(5)), και είναι συνεπώς σε αρμονία και με τα υπόλοιπα στοιχεία αξιολόγησης. (Δέστε Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 305/04, ημερ. 31.10.05 και τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις). Η διαβάθμιση σε κλίμακες και η αποτίμηση της βαθμολογίας ενός εκάστου των υποψηφίων ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας στη θέση πριν την προαγωγή (εδώ 1 μονάδα για κάθε έτος υπηρεσίας), είναι εφαρμοστέα για όλους και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε σύγκρουση με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ούτε τίθεται ζήτημα ανισότητας, εφόσον η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο για όλους. Πρόσθετα, η διαβάθμιση αυτή και η απόδοση ανάλογης βαθμολογίας, συναφούς προς τα έτη υπηρεσίας, είναι εύλογη και κατανοητή. Τα έντυπα που χρησιμοποιούνται αποτελούν από μόνα τους ικανοποιητική αιτιολογία (δέστε και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 303/04, ημερ. 28.6.05).
Περαιτέρω, η σύσταση των διαφόρων υποψηφίων προς προαγωγή από τον Αρχηγό, δεν είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας, εφόσον υιοθέτησε μετά την αναγκαία μελέτη τον πίνακα των συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως. Το ότι ο Αρχηγός προέβηκε στη δική του έρευνα, προκύπτει και από το γεγονός, ότι στη δική του σύσταση στον Υπουργό, προέβηκε σε εισήγηση για παράκαμψη δύο συστηθέντων από το Συμβούλιο Κρίσεως με ειδικό Σκεπτικό. Τέλος, είναι αδόκιμο να γίνεται εισήγηση περί αναρμοδιότητας, του Υπουργού να εγκρίνει τις προαγωγές, εφόσον αυτό ακριβώς προβλέπεται από τον Νόμο και τους Κανονισμούς. (Δέστε Άρθρο 7(1) του Νόμου Αρ. 73(Ι)/04).
3. Υπόθεση Αρ. 471/06
Εδώ ο αιτητής εγείρει σειρά λόγων προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης θεωρώντας ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης συστάθηκε παράνομα, ενώ οι καθ' ων έλαβαν την προσβαλλόμενη πράξη κατά παράβαση του Συντάγματος και των Άρθρων 54(ζ) και 60 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Οι Κανονισμοί είναι ultra vires του Νόμου αρ. 73(Ι)/04, η δε διαδικασία που προβλέπεται από αυτούς, παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, η Επιτροπή Αξιολόγησης, αλλά και το Συμβούλιο Κρίσεως, πάσχουν από αοριστία, αφού ο σχετικός νόμος δεν ορίζει τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και τη μεθοδολογία ενέργειας αυτών. Τέλος, η επίδικη πράξη είναι αναιτιολόγητη εφόσον οι επιμέρους αξιολογήσεις στα διάφορα θέματα που καθορίζουν οι Κανονισμοί δεν παρουσιάζουν εύλογη ή και καθόλου αιτιολογία.
Οι καθ' ων αντιτάσσουν ότι ο αιτητής δεν έχει κλονίσει με οποιοδήποτε τρόπο τη συνταγματικότητα ή το νομοθετικό και το κανονιστικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, ούτε και υπάρχει «λευκή» εξουσιοδότηση και ιεράρχηση των πηγών δικαίου.
Ο αιτητής εδώ από την 24η θέση που έλαβε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, κατετάχθη τελικώς 47ος, ενώ όπως φαίνεται από τον συνημμένο σχετικό Πίνακα, τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη βελτίωσαν τη θέση τους λαμβάνοντας πολύ καλύτερη κατάταξη από το Συμβούλιο Κρίσεως έναντι του αιτητή. Στις τρεις από τις τέσσερεις μάλιστα περιπτώσεις, η βελτίωση ήταν εμφανέστατη, ιδιαίτερα για το ενδιαφερόμενο μέρος 29, Χ. Τσάππα, ο οποίος με τις άριστες απαντήσεις του, όπως φαίνεται από τα έντυπα αξιολόγησης, έλαβε το μέγιστο της βαθμολογίας των 7 μονάδων. Αλλά και τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 15 Κ. Λουκαΐδης, αρ. 31 Π. Πολυβίου και αρ. 33 Ι. Γεωργίου, έλαβαν βαθμολογία της τάξης των 5,30, 5,52, και 6,23 αντίστοιχα, έναντι του αιτητή ο οποίος έλαβε μόλις 3,26 μονάδες.
Μελέτη των αντίστοιχων εντύπων αξιολόγησης και των βοηθητικών εγγράφων δείχνει ότι πλήρως δικαιολογημένη ήταν η τελική σύσταση του Αρχηγού προς τον Υπουργό για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών επί τη βάσει των επιδόσεων τους στις συνεντεύξεις και την τελική βαθμολογική τους κατάταξη. Τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως έχουν αιτιολογήσει τη γενική τους εντύπωση στα βοηθητικά έντυπα σύμφωνα με τις επιταγές του Καν. 9(4) της Κ.Δ.Π. Αρ. 214/04, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 350/05.
Όσον αφορά τα διάφορα ζητήματα που τίθενται ως προς την αντισυνταγματικότητα της Επιτροπής Αξιολόγησης, της παράνομης σύστασης αυτής και του ultra vires των Κανονισμών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αιτιάσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα, διότι η όλη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί περιλαμβανομένων των συστάσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσεως, είναι σύμφωνη με τους λεπτομερείς προς τούτο Κανονισμούς που διέπουν το θέμα. Οι ίδιοι οι Κανονισμοί έχουν ως έρεισμα τους το Άρθρο 17(2) του περί Αστυνομίας Νόμου Αρ. 73(Ι)/04 και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα. Το εξουσιοδοτικό αυτό εδάφιο δίνει επομένως στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς. Παρόλο που πράγματι, η όλη νομοθετική ρύθμιση δεν είναι η καλύτερη δυνατή, εν τούτοις προσδιορίζονται στο Νόμο τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για τη συνολική διεκπεραίωση του όλου ζητήματος. Πέραν της καθαυτής εξουσιοδότησης, είναι φανερό ότι προβλέπεται η ύπαρξη τόσο του Συμβουλίου Κρίσεως όσο και της Επιτροπής Αξιολόγησης στα αντίστοιχα εδάφια (3) και (7) του Καν. 17. Ρητά τα σώματα αυτά αναφέρονται και άρα προβλέπονται από τον εξουσιοδοτικό Νόμο και ασχέτως αν δεν γίνεται σαφής προσδιορισμός της σύνθεσης και των αρμοδιοτήτων τους, εν τούτοις από το σύνολο της ρύθμισης που γίνεται στο Άρθρο 17, ρητά προβλέπεται ότι το Συμβούλιο Κρίσεως συστήνεται ώστε να παρέχει συμβουλές στον Αρχηγό, το οποίο πράττει διά της σύστασης των διαφόρων υποψηφίων προς προαγωγή κατά σειρά επιτυχίας. Προβλέπεται επίσης η κατάρτιση Πινάκων στους οποίους τίθενται οι υποψήφιοι προς προαγωγή. Υπάρχει περαιτέρω και το γενικότερο εξουσιοδοτικό Άρθρο 13, επί τη βάσει του οποίου έχουν πρόσθετα προς τα Άρθρα 16 και 17 εγκριθεί και εκδοθεί οι επίδικοι Κανονισμοί. Δεν υπάρχει επομένως, εν «λευκώ» εξουσιοδότηση, των πιο πάνω σωμάτων, εφόσον ο Νόμος προνοεί για την ύπαρξη τους, αλλά και το ρόλο τους. Από τη στιγμή που αυτά υπάρχουν, τα σώματα αυτά δεν αυτοσυστήνονται ούτε αυτορυθμίζονται, στο κενό, αλλά επί τη βάσει της ρυθμίσεως και της κάλυψης του Νόμου. Η επιμέρους σύνθεση τους δεν ήταν ανάγκη να αναφέρεται στον ίδιο το Νόμο. Η νομολογία που αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή για τα θέματα αυτά είναι ορθή, αλλά όχι εφαρμόσιμη στα παρόντα γεγονότα για τους λόγους που εξηγήθηκαν. Οι Καν. 6 και 8 της Κ.Δ.Π. 214/04, προνοούν για την εγκαθίδρυση της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Συμβουλίου Κρίσεως αντίστοιχα, με αναλυτικές δε περαιτέρω πρόνοιες αναφέρεται ο όλος τρόπος και η μεθοδολογία των αξιολογήσεων.
Είναι περαιτέρω σαφές ότι η θεματολογία των Επιτροπών δεν πάσχει από οποιαδήποτε αοριστία εφόσον εναπόκειται σε αυτές να αποφασίσουν τη διαδικασία που θα ακολουθήσουν, τις ερωτήσεις που θα τεθούν και γενικά να φροντίσουν για την ομαλή πορεία της όλης διαδικασίας, με σκοπό και στόχο την επιλογή των καταλληλοτέρων υποψηφίων.
4. Υπόθεση Αρ. 547/2006
Ο παρών αιτητής ισχυρίζεται παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, λόγω του ότι δεν του αναγνωρίστηκε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και δεν του δόθηκαν οι μονάδες που αναλογούν στον «τομέα ευρύτητας εμπειριών». Το αποτέλεσμα αυτών ήταν να καταταχθεί στην 56η θέση, χαμηλότερα δηλαδή από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ αν του είχαν πιστωθεί, ως έπρεπε, οι ανάλογες μονάδες θα βρισκόταν στην 21η θέση. Πρόσθετα, αναιτιολόγητα η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων απέρριψε την ένσταση του αιτητή για τη βαθμολόγηση του στην επίμαχη θέση, ενώ μετά και τη συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως κατατάχθηκε τελικά στην 65η θέση, λόγω και πάλι αναιτιολογήτως δοθείσας χαμηλής βαθμολογίας.
Οι καθ' ων προβάλλουν ως αντίθετο επιχείρημα ότι οι προσβαλλόμενοι λόγοι ακυρότητας είναι αυθαίρετοι και χωρίς έρεισμα, με δεδομένο ότι ο αιτητής δεν κατείχε οποιοδήποτε από τα θεσμοθετημένα τεκμήρια κατοχής της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας. Η ανεπιτυχία της ένστασης που υπέβαλε, η οποία ήταν αιτιολογημένη, έπρεπε να δώσει την αίσθηση στον αιτητή ότι ήταν μειωμένες οι προσδοκίες του για προαγωγή, η δε επιτυχία παρόμοιας ένστασης του στο παρελθόν, δεν θα μπορούσε να του δώσει έρεισμα και έννομο συμφέρον για προαγωγή κατά παράβαση των αρχών της νομιμότητας.
Ο αιτητής από την 56η θέση που έλαβε στην Επιτροπή Αξιολόγησης με 50,30 μονάδες, κατετάγη εν τέλει 65ος από το Συμβούλιο Κρίσεως με 3,39 μονάδες κατά τη συνέντευξη. Όλα τα 15 ενδιαφερόμενα μέρη, όπως φαίνεται στο συνημμένο αντίστοιχο Πίνακα, πλην δύο, είχαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης ήδη καταταχθεί σε πολύ καλύτερη θέση από αυτή του αιτητή, την βελτίωσαν δε περαιτέρω μετά από τη διαδικασία της συνέντευξης, σε αντίθεση με τον αιτητή. Τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη που είχαν κατάταξη χειρότερη του αιτητή από την Επιτροπή Αξιολόγησης, ήτοι, τα υπ' αρ. 9 και 11, Κ. Φράγκου και Χ. Τσάππας, αντίστοιχα, με κατάταξη 57ος και 69ος, βελτίωσαν τη θέση τους στο Συμβούλιο Κρίσεως λαμβάνοντας την τελική κατάταξη της 35ης και 39ης θέσης αντίστοιχα. Φανερώνεται, επομένως, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αδικία ή αναιτιολόγητη κρίση στην απόφαση του Αρχηγού να προωθήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη προς προαγωγή αντί του αιτητή, αναδρομή δε στα σχετικά έντυπα αξιολόγησης φανερώνει την απόδοση ενός εκάστου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και ενώπιον της Επιτροπής Αξιολόγησης και ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως. Όσα έχουν λεχθεί στις προηγούμενες προσφυγές σε σχέση με το αιτιολογημένο της κρίσης των μελών του Συμβουλίου Κρίσεως, τα οποία έχουν ρητά καταγράψει τις επιμέρους βαθμολογίες τους, δίνοντας έτσι την αναγκαία αιτιολογία, για την εκάστοτε βαθμολογία, εφαρμόζονται πλήρως και για την παρούσα προσφυγή.
Όσον αφορά το παράπονο του αιτητή για τη μη πίστωση του προσόντος που κατείχε για τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας, διαπιστώνεται ότι ήταν εύλογη η σχετική θέση της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων με δεδομένο ότι το προσόν του αιτητή από την εξέταση City and Guilds που κατείχε, δεν ενέπιπτε στα αποδεκτά πιστοποιητικά που είχε καθορίσει ως προσόν γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Το παρόμοιο παράπονο του για μη πίστωση των 0,3 μονάδων στον τομέα της ευρύτητας εμπειριών, επίσης δεν μπορεί να ευσταθήσει ενόψει της αιτιολογημένης απόφασης που λήφθηκε από τους καθ' ων. Το γεγονός ότι τόσο για το προσόν της Αγγλικής γλώσσας όσο και για τον τομέα της ευρύτητας εμπειριών, είχε πιστωθεί το προηγούμενο έτος με τις αντίστοιχες μονάδες, δηλαδή 2 μονάδες για την Αγγλική γλώσσα και 0,3 για την ευρύτητα εμπειριών, δεν διαφοροποιεί την επίδικη κρίση των καθ' ων για το έτος 2005, λαμβάνοντας υπόψη ότι η μη πίστωση των μονάδων αυτών αιτιολογήθηκε από την αρμοδία Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων με την επιστολή της ημερ. 23.11.05, ενώ για το 2004 η ένσταση του αιτητή είχε γίνει δεκτή από τον Υπαρχηγό Αστυνομίας ενεργώντας ως Συμβούλιο Κρίσεως. Με άλλα λόγια, αν λανθασμένα δόθηκε η πίστωση το 2004, αυτό δεν σήμαινε ότι το λάθος έπρεπε να συνεχίσει και για το 2005. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι δεν είναι δυνατόν να εξάγεται αναπόδραστα το συμπέρασμα ότι ο αιτητής κατέχει το απαιτούμενο προσόν της Αγγλικής γλώσσας, μέσα από μια εξέταση και ένα πιστοποιητικό που δεν αποκτήθηκε δυνάμει εξέτασης στην ίδια την Αγγλική γλώσσα, αλλά στο θέμα της εκπαίδευσης στις τεχνικές τηλεπικοινωνίες. Από το πιστοποιητικό αυτό (Παράρτημα «Η» στη γραπτή αγόρευση του αιτητή), καθίσταται πρόδηλο ότι αφορούσε PART I Certificate, με θέματα στα Μαθηματικά και τεχνολογικά μαθήματα. Αυτά δεν αποδεικνύουν καλή, κατ' ανάγκην, γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα πιστοποιητικά που έχει ο αιτητής και επισυνάπτονται στην αγόρευση του, τα περισσότερα των οποίων αφορούν την παρακολούθηση σεμιναρίων χωρίς εξετάσεις.
Ακόμη όμως και αν γινόταν δεκτή η θέση του αιτητή όσον αφορά το λανθασμένο της μη πίστωσης και για το 2005 με πρόσθετες 2,3 μονάδες και πάλι ο αιτητής δεν θα μπορούσε να είχε τέτοια κατάταξη που να του έδινε προβάδισμα έναντι οιουδήποτε των ενδιαφερομένων μερών. Στη γραπτή αγόρευση του ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει ότι εάν πιστωνόταν με τις μονάδες αυτές, ο αιτητής θα είχε καταταχθεί στα όρια των 37 προκηρυχθέντων θέσεων και θα εξασφάλιζε μια από τις επίδικες θέσεις. Δεν αναφέρει όμως σε ποια θέση θα μπορούσε να καταταχθεί. Ο συνημμένος αναλυτικός πίνακας, όμως, ο οποίος παρουσιάζει και τις βαθμολογίες ενός εκάστου με λεπτομέρεια, αποδεικνύει ότι ακόμη και με την πίστωση των 2,3 μονάδων ο αιτητής θα λάμβανε την 41η θέση με 55,99 μονάδες, χαμηλότερη δηλαδή κατάταξη από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Την πιο χαμηλή κατάταξη ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα έχει ο Χ. Τσάππας με 56,20 μονάδες και την 39η θέση. Ακόμη και με 55,99 μονάδες, όμως, ο αιτητής θα έπετο του Χ. Τσάππα, ενώ βέβαια η πραγματική διαφορά του ενόψει της τελικής κατάταξης του αιτητή στην 65η θέση, είναι πολύ μεγάλη. Όλοι οι υπόλοιποι είναι και θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, σαφώς σε πολύ καλύτερη μοίρα από τον αιτητή. Επομένως, ο αιτητής δεν δικαιούται να παραπονείται εν πάση περιπτώσει για λανθασμένη εκτίμηση ή για τη μη σύσταση του προς προαγωγή από τον Αρχηγό της Αστυνομίας προς τον Υπουργό.
Το επιχείρημα ότι λόγω της «αδικίας» που έγινε στον αιτητή με τη μη πίστωση των μονάδων για το προσόν της Αγγλικής γλώσσας, επηρεάστηκε εν τέλει και η διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Κρίσεως, δεν μπορεί να ευσταθήσει, με δεδομένο ότι εντελώς διαφορετική είναι η διαδικασία της συνέντευξης, όπου ενυπάρχει η ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής εξέτασης, σε αντίθεση με τη μηχανιστική, κατ' ουσίαν, ένθεση των αναγκαίων μονάδων που δικαιούται ο κάθε υποψήφιος με βάση το έντυπο της Επιτροπής Αξιολόγησης, ανάλογα με τα προσόντα ενός εκάστου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή υπ' αρ. 454/06 επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές υπ' αρ. 456/06, 471/06 και 547/06 απορρίπτονται με €1.000 έξοδα στην κάθε μια από αυτές εναντίον του αντίστοιχου αιτητή και υπέρ των καθ' ων. Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα για τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Διαταγή ως ανωτέρω.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 456/2006
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΡΙΣΕΩΣ
Κατάταξη Τελική
Κατάταξη
Αιτητής Αρ. 2
Ανδρέας Κυπριανού 37ος 58ος
Ενδιαφερόμενα Μέρη
1. Χ. Φιλίππου 1ος 1ος
2. Σ. Ταλιώτης 19ος 29ος
3. Λ. Παπαθεοδότου 30ος 27ος
4. Ν. Νίκου 26ος 22ος
5. Ν. Σοφοκλέους 23ος 25ος
6. Μ. Παπαελισσαίου 39ος 33ος
7. Σ. Καϊμακλιώτης 28ος 28ος
8. Σ. Κωνσταντίνου 16ος 13ος
9. Ι. Μαυροχάννας 15ος 19ος
10. Γ. Χαραλάμπους 31ος 24ος
11. Κ. Φράγκου 57ος 35ος
12. Σ. Χρίστου 46ος 32ος
13. Χ. Τσιάππας 69ος 39ος
14. Ι. Ιωάννου 38ος 31ος
15. Π. Πολυβίου 49ος 37ος
16. Χρ. Μαυρομμάτης 5ος 7ος
17. Ι. Γεωργίου 48ος 30ος
18. Θ. Ευθυμίου 21ος 21ος
19. Μ. Μαρκίδης 11ος 16ος
20. Γ. Λεοντίου 66ος 36ος
21. Μ. Χριστοφίδης 8ος 10ος
22. Ι. Έλληνας 70ος 38ος
23. Α. Ανδρέου 17ος 18ος
24. Σ. Σολωμού 9ος 4ος
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 471/2006
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΡΙΣΕΩΣ
Κατάταξη Τελική
Κατάταξη
Αιτητής
Δημήτρης Δημητρίου 24ος 47ος
Ενδιαφερόμενα Μέρη
15. Κ. Λουκαΐδης 35ος 34ος
29. Χ. Τσάππα 69ος 39ος
31. Π. Πολυβίου 49ος 37ος
33. Ι. Γεωργίου 48ος 30ος
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 547/2006
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΟΝΟΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΡΙΣΕΩΣ
Κατάταξη Τελική Τελική
Κατάταξη Βαθμολογία
Αιτητής
Γεώργιος Αγαθοκλέους 56ος 65ος 53.69
Ενδιαφερόμενα Μέρη
1. Φ. Παπαηλία 4ος 2ος 61,56
2. Π. Κουπάτος 6ος 11ος 59,92
3. Μ. Δημητρίου 7ος 8ος 60,33
4. Σ. Σπύρου 22ος 26ος 57,66
5. Κ. Λουκαΐδης 35ος 34ος 56,65
6. Σ. Ταλιώτης 19ος 29ος 57.11
7. Λ. Παπαθεοδότου 30ος 27ος 57,49
8. Σ. Καϊμακλιώτης 28ος 28ος 57,48
9. Κ. Φράγκου 57ος 35ος 56,36
10. Σ. Χρίστου 46ος 32ος 56,83
11. Χ. Τσάπας 69ος 39ος 56,20
12. Ι. Ιωάννου 38ος 31ος 57,01
13. Ι. Γεωργίου 48ος 30ος 57,03
14. Θ. Ευθυμίου 21ος 21ος 58,13
15. Μ. Μαρκίδης 11ος 16ος 58,86