ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 224
9 Aπριλίου, 2008
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ.,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/ ΄Η ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 168/2007)
Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου ― Πως στοιχειοθετείται ― Κριτήρια από τη νομολογία ― Η διαπίστωση της δημιουργίας της στην κριθείσα περίπτωση θεωρήθηκε εύλογα επιτρεπτή.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία χαρακτηρίστηκε εργοδοτούμενός τους συγκεκριμένος εργάτης, με τον οποίον είχαν συμβληθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Οι καθ' ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ερεύνησαν επισταμένα και δεόντως τα όσα ισχυρίζονταν οι αιτητές, με αφορμή το εναντίον τους υποβαλλόμενο παράπονο από μέρους του εργοδοτουμένου τους.
Η απόφαση κατά πόσο μια απασχόληση δημιουργεί σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου ή απλώς ανάληψη εργασίας ως ανεξάρτητος εργολάβος και/ή υπεργολάβος, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά τής κάθε υπόθεσης. Σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου κατά κύριο λόγο αποδεικνύεται (α) από την υποχρέωση του εργοδοτούμενου να παρέχει τις υπηρεσίες του και (β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτούμενου.
Στην παρούσα περίπτωση με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ότι ο Ανδρέας Νικολάου θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μισθωτός των αιτητών για σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80 ως έχει τροποποιηθεί), ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Οι καθ' ων η αίτηση εκτίμησαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας.
Μπορεί το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης να μην είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά περιέχει τόσο την νομική βάση όσο και τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίστηκαν οι καθ' ων η αίτηση για να προχωρήσουν στην έκδοσή της. Η παραπομπή στα στοιχεία σχετικής έκθεσης, συμπληρώνει την αιτιολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,
Tsapaco Catering Ltd. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796,
Πετεινός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 461,
Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Προσφυγή.
Χρ. Λειβαδιώτου (κα), για τους Aιτητές.
Γ. Πετάση - Κορφιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ:. Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τη ακόλουθη θεραπεία που παραθέτω αυτούσια:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση μέσω του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 30.10.2006, η οποία κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο των Αιτητών κατά την 9.11.2006, δια της οποίας έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 24.1.2006, είναι ορθή και αιτιολογημένη, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή η εν λόγω απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Ανδρέας Νικόλα, υπέβαλε στις 26.11.2004 γραπτό παράπονο εναντίον της αιτήτριας εταιρείας (πιο κάτω οι αιτητές) στο οποίο αναφέρει ότι κατά την περίοδο 16.4.2003 μέχρι 15.9.2004 εργαζόταν ως μισθωτό πρόσωπο και οι αιτητές παρέλειψαν να πληρώσουν προς όφελος του τις οφειλόμενες εισφορές Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Σε γραπτή κατάθεση του ο Ανδρέας Νικόλα αναφέρει ότι εργάστηκε στους αιτητές στο κτίσιμο κάποιων υποστατικών για την περίοδο 15.4.2003 μέχρι 15.9.2004. Συμφώνησε με τον διευθυντή των αιτητών να πληρώνεται ₤£50, την ημέρα και να εργάζεται 40 ώρες εβδομαδιαία. Τα εργαλεία και τα υλικά ανήκαν στην εταιρεία. Εκτός από τον ίδιο δούλευαν στο κτίσιμο των υποστατικών δύο αλλοδαποί και ο συνιδιοκτήτης της εταιρείας Ανδρέας Νικοδήμου. Όταν δεν ήταν σε θέση να πάει δουλειά ενημέρωνε τηλεφωνικά τον Ανδρέα Νικοδήμου.
Σε κατάθεση του ο Αντώνης Νικοδήμου (αδελφός του Ανδρέα Νικοδήμου) επίσης διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας, αναφέρει ότι συμφώνησε με τον Ανδρέα Νικόλα να εκτελέσει κάποιες εργασίες. Άρχισε να εργάζεται τον Απρίλιο του 2003 και σταμάτησε το Σεπτέμβριο του 2004. Η συμφωνία τους ήταν να πληρώνεται με το τετραγωνικό μέτρο ή και με την ποσότητα εργασίας που έκανε. Όταν τελείωνε κάποια δουλειά έπαιρνε και τα ανάλογα λεφτά τα οποία είχαν συμφωνήσει εκ των προτέρων. Αρχικά πρότεινε στον Ανδρέα Νικόλα να τον εργοδοτήσει κανονικά ως υπάλληλο με £200 την εβδομάδα συν τα άλλα ωφελήματα, αλλά ο ίδιος δεν δέχτηκε. Τα MIXER, τα καλούπια και το τραπανάκι που βίδωναν τις βίδες ανήκαν στην εταιρεία αλλά ο Ανδρέας Νικόλα είχε και δικά του εργαλεία.
Αργότερα οι αιτητές απέστειλαν (με τηλεομοιότυπο) κατάσταση στην οποία εμφαίνονται οι ημερομηνίες, αριθμός επιταγών και ποσό που πληρώθηκε ο παραπονούμενος Ανδρέας Νικόλα.
Με βάση την πιο πάνω μαρτυρία στις 24.1.2006 αποφασίστηκε ότι η απασχόληση του Ανδρέα Νικόλα από τους αιτητές ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου και επομένως οι αιτητές έχουν υποχρέωση καταβολής εισφορών για όλα τα Ταμεία τα οποία διαχειρίζονται οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή έχουν την ευθύνη είσπραξης εισφορών. Με επιστολή της δικηγόρου των αιτητών ημερ. 9/3/06 υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή. Στις 10.5.2006 υποβλήθηκαν προς τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τα γεγονότα της υπόθεσης. Ο Υπουργός με επιστολή του ημερ. 21.7.2006 ζήτησε να πληροφορηθεί τις θέσεις του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο προσφεύγων στην ιεραρχική του προσφυγή, οι οποίες δόθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 22.8.2006.
Στις 30.10.2006 ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιστολή του προς τη δικηγόρο των αιτητών Χρύσω Λειβαδιώτου, έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ορθή και δικαιολογημένη με αποτέλεσμα την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος των αιτητών προβάλλει τον ισχυρισμό (α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και (β) δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Αρχίζοντας από τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας, είναι η άποψή μου ότι αυτός δεν ευσταθεί. Όπως προκύπτει μέσα από τα στοιχεία των φακέλων οι καθ' ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ερεύνησαν επισταμένα και δεόντως τα όσα ισχυρίζονταν οι αιτητές με αφορμή το εναντίον τους υποβαλλόμενο παράπονο από μέρους του εργοδοτουμένου τους Ανδρέα Νικόλα. Σχετικά στο σύγγραμμα ''Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας", έκδοση 2002, ο πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Ν. Λοΐζου, αποτυπώνοντας την Κυπριακή Νομολογία σε σχέση με την έννοια της δέουσας έρευνας, αναφέρει στις σελίδες 356-357 τα ακόλουθα:
«(ε) Έλλειψη δέουσας έρευνας: Ο λόγος αυτός ακύρωσης συνδέεται με το λόγο πλάνης περί τα πράγματα αλλά στην Κυπριακή νομολογία έτυχε μεταχείρισης και ως ανεξάρτητου λόγου ακύρωσης. Συνδέεται επίσης και με την αιτιολογία διοικητικής πράξης. Η διοίκηση έχει καθήκον να προβεί στη δέουσα έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, να ερμηνεύσει, όπου τούτο είναι αναγκαίο, τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και να τις εφαρμόσει στα γεγονότα και να αποφασίσει. Η έρευνα μπορεί να διεξαχθεί είτε από το ίδιο το αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε μέσω άλλου προσώπου ή Αρχής ή Οργάνου. Η τελική όμως εκτίμηση των γεγονότων, η εφαρμογή σ' αυτά του νόμου και η λήψη της τελικής απόφασης είναι καθήκον του αρμόδιου οργάνου. Η έκταση της έρευνας είναι σχετική, ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Λόγω ελλιπούς έρευνας διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ως προς την κρινόμενη απόφαση. Το τεκμήριο της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης εξασθενεί αν ο αιτητής επιτύχει να θέσει ως πιθανή την ύπαρξη πλάνης περί τα πράγματα. Αν δημιουργηθούν αμφιβολίες στο Δικαστή, αναφορικά με την ορθότητα των ευρημάτων της διοίκησης, η διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα. Η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας πρέπει να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου. Εξ άλλου, η παρουσίαση στοιχείων από έναν αιτητή τα οποία δεν ήσαν ενώπιον της διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς αντίκρουση του ισχυρισμού του."
Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η απόφαση της Ολομέλειας Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Σε σχέση με την εισήγηση περί απουσίας δέουσας έρευνας οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior and Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. (Βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.»
Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας Tsapaco Catering Ltd. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796 η απόφαση κατά πόσο μια απασχόληση δημιουργεί σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου ή απλώς ανάληψη εργασίας ως ανεξάρτητος εργολάβος και/ή υπεργολάβος, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου κατά κύριο λόγο αποδεικνύεται (α) από την υποχρέωση του εργοδοτούμενου να παρέχει τις υπηρεσίες του και (β) από το δικαίωμα του εργοδότη να ελέγχει την εργασία του εργοδοτούμενου.
Στη δική μας περίπτωση με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως εξηγούνται και σε σχετική έκθεση ημερ. 22/8/06 σελ. 2, φαίνεται ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ότι ο εν λόγω Ανδρέας Νικολάου θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μισθωτός των αιτητών για σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80 ως έχει τροποποιηθεί) ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Επίσης απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης αφού, κατά την άποψη μου, οι καθ' ων η αίτηση εκτίμησαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας.
Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Μπορεί το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης να μην είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά περιέχει τόσο την νομική βάση όσο και τα πραγματικά γεγονότα στα οποία βασίστηκαν οι καθ' ων η αίτηση για να προχωρήσουν στην έκδοση της. Η παραπομπή στα στοιχεία σχετικής έκθεσης, συμπληρώνει την αιτιολογία. Σχετικά στην απόφασή της η Ολομέλεια στην υπόθεση Ράφτης (ανωτέρω), σελ. 365-366, επισημαίνει τα εξής:
«Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο. (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).
Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποίων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476).»
Ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου της διοίκησης προκύπτει και από την απόφαση του Καλλή, Δ. στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 1223/03-1227/03 Χαράλαμπος Πετεινός κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 4 Α.Α.Δ. 461 (με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες, μεταξύ των οποίων και στη Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Στη δική μας περίπτωση ικανοποιούνται οι πιο πάνω απαιτήσεις της νομολογίας.
Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.