ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 892/2007)
31 Δεκεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ιστορικό της υπόθεσης παραπέμπει σε διαδοχικές Γνωστοποιήσεις Απαλλοτρίωσης και συνακόλουθα Διατάγματα που ανάγονται πίσω στις 14.8.1987, όταν το πρώτον είχε επηρεαστεί το τεμάχιο αρ. 433 με σκοπό την κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Περιστερώνας-Κάτω Μονής (Τμήμα ΙΙ) με ταυτόχρονη πρόνοια για ειδικές προστατευτικές λωρίδες. Από το αρχικό εμβαδό των 11.037 τ.μ. απαλλοτριώθηκαν για το δρόμο 1.737 τ.μ. και για την προστατευτική λωρίδα άλλα 120 τ.μ. Το απαλλοτριωθέν μέρος του τεμαχίου χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση και αφού περιήλθε στην κυριότητα της απαλλοτριούσας αρχής, ενεγράφη ως δημόσιος δρόμος και ως προστατευτική λωρίδα. Οι τότε εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες Κυριακού Χ"Σάββα και Πηνελόπη Χ"Σάββα αποδέχθηκαν την απαλλοτρίωση και έλαβαν τη σχετική αποζημίωση (τα σχετικά έγγραφα είναι μέρος του Παραρτήματος 3 στην ένσταση). Συνακόλουθα, τα δύο εναπομείναντα μέρη του τεμαχίου έλαβαν νέους αριθμούς και εκδόθηκαν νέες εγγραφές, ως τεμάχια υπ΄ αρ. 980 με εμβαδό 3.400 τ.μ. και υπ΄ αρ. 981 με 6.180 τ.μ., είχαν δε πρόσβαση στο νέο και στον παλαιό δρόμο αντίστοιχα, όπως ακριβώς είχε προηγουμένως και το αρχικό τεμάχιο αρ. 433 (δέστε το επίσημο Κτηματικό σχέδιο, μέρος του Παραρτήματος 3 της ένστασης). Τα υπ΄ αρ. 980 και 981 νέα τεμάχια ενεγράφησαν επ΄ ονόματι των ανωτέρω Κυριακούς Χ"Σάββα και Πηνελόπης Χ"Σάββα, δυνάμει αλλαγής και τροποποίησης τίτλου, ανά ½ μερίδιο. Ως περαιτέρω προκύπτει από το πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας το οποίο ο ίδιος ο αιτητής επισύναψε στην προσφυγή του, αυτός είναι υιός της Κυριακούς Χ"Σάββα Φελλά, η οποία δώρισε το μερίδιο της, το ½ δηλαδή και των δύο τεμαχίων, σ΄ αυτόν στις 10.9.99. Από την απαλλοτρίωση προέκυψε επίσης, το νέο τεμάχιο 433C έκτασης 120 τ.μ. που αφορά την προστατευτική λωρίδα (Παράρτημα 2 στην ένσταση).
Από χωρομετρική εργασία που έγινε μετέπειτα στον κατασκευασθέντα δρόμο, διαπιστώθηκε ότι σε κάποια σημεία είχε επηρεαστεί επιπρόσθετη έκταση γης, ενώ άλλα που είχαν απαλλοτριωθεί δεν επηρεάστηκαν. Έγινε επομένως νέα Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης στις 6.11.92, η οποία όμως ατόνισε, αφού δεν δημοσιεύτηκε το σχετικό διάταγμα (Παράρτημα 5 στην ένσταση). Εν τέλει δημοσιεύτηκε στις 6.11.92 νέο Διάταγμα Γνωστοποίησης και Επίταξης με βάση το άρθρο 4 του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου αρ. 21/62, για το οποίο δεν λήφθηκαν οποιεσδήποτε ενστάσεις εντός της προθεσμίας, στη δε επηρεζόμενη ιδιοκτησία περιλαμβανόταν και το τεμάχιο του αιτητή (Παράρτημα 6 στην ένσταση). Μετέπειτα στις 11.5.93 δημοσιεύτηκε και το αναγκαίο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης (Παράρτημα 7). Στις 31.3.94 δημοσιεύθηκε νέα Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης από την οποία και πάλι επηρεάστηκε το τεμάχιο του αιτητή χωρίς να ληφθούν οποιεσδήποτε ενστάσεις (Παράρτημα 8 στην ένσταση). Εκδόθηκε στη συνέχεια στις 18.5.94 Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, (Παράρτημα 9), το οποίο όμως στη συνέχεια διορθώθηκε επειδή διαπιστώθηκε στις 10.6.94, ότι το σχέδιο οδικής ανάπτυξης όπως είχε σχεδιαστεί δεν ταυτιζόταν με την πραγματική κατασκευή του έργου. Στη σχετική δημοσίευση περιλαμβανόταν και το τεμάχιο του αιτητή (Παράρτημα 10). Μετέπειτα στις 8.3.95, 12.12.97 και 11.12.98, δημοσιεύθηκαν διάφορα διατάγματα παρατάσεως της περιόδου του Διατάγματος Επιτάξεως (Παράρτημα 11 στην ένσταση).
Ο αιτητής καταχώρησε και προώθησε την προσφυγή μόνος του επικαλούμενος μάλιστα επιείκεια, συμπάθεια και προστασία από το Δικαστήριο λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι δεν είχε δικηγόρο. Παρουσιάζεται και δεν προκύπτει οτιδήποτε το αντίθετο από τους διοικητικούς φακέλους, ότι ο αιτητής δεν ζήτησε με προηγούμενο αίτημα του την επιστροφή του τεμαχίου από τους καθ΄ ων, κατεχώρησε δε απλώς την προσφυγή στην οποία και δεν αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό. Θεωρείται ότι η προσφυγή ηγέρθηκε στα πλαίσια συνεχιζόμενης παράλειψης της διοίκησης η οποία και ενέχει διαρκή υποχρέωση προς εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης. (Ζήνων Ευθυμιάδης Εστεϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166). Μάλιστα, απορρέει και από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το άρθρο 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, ως τροποποιήθηκε, ότι είναι η διοίκηση που οφείλει να κινήσει τη διαδικασία για επιστροφή της τυχόν αχρησιμοποίητης ιδιοκτησίας στην τιμή κτήσης.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο αιτητής με την αίτηση του ζητά σωρεία θεραπειών επί των οποίων ορθά λαμβάνεται από τους καθ΄ ων προδικαστική ένσταση επί τω ότι αναφέρονται σε πολλαπλές διοικητικές πράξεις. Προφανώς αυτή η πτυχή της ένστασης σχετίζεται με τις διαδοχικές απαλλοτριώσεις που έγιναν ως καταγράφηκαν πιο πάνω, κάθε μια από τις οποίες αποτελούσε νέα διοικητική πράξη. Τα αιτητικά στο επιπρόσθετο Δ(α)-(θ) της αίτησης, έχουν όμως αναφορά στην αρχική διοικητική πράξη, ζητούν δε θεραπείες που δεν είναι δυνατό να δοθούν από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Έτσι δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης οι αιτούμενες θεραπείες που έχουν σχέση με έκδοση εντολής στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας να χωρομετρήσει τον υφιστάμενο δρόμο, να δοθεί η δυνατότητα ανταλλαγής του τεμαχίου με άλλο κτήμα, ίσης τουλάχιστον αξίας και τάξης, να καταβληθούν αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης, να δοθούν αποζημιώσεις για τη μείωση της αξίας του ακινήτου και να δοθούν γενικά άμεσα ικανοποιητικές θεραπείες αποκαθιστώντας όλα τα δικαιώματα κατοχής και χρήσης του τεμαχίου στον αιτητή.
Εκείνο που όντως παραμένει ουσιαστικά προς εξέταση και αναδύεται ως το ουσιώδες αίτημα από τον αιτητή που δεν είναι νομικός, είναι η θεραπεία για επιστροφή του κτήματος που απαλλοτριώθηκε, εφόσον δεν χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο για το δρόμο και την προστατευτική ζώνη παρά τα 20 χρόνια που πέρασαν. Η διοίκηση παρέλειψε κατ΄ ισχυρισμόν να επιστρέψει το τεμάχιο με δεδομένη τη συνεχιζόμενη παράλειψη εκπλήρωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί ότι υπάρχουν ασάφειες ως προς την ιδιοκτησία που καλείται η διοίκηση να επιστρέψει. Όπως θα διαφανεί πιο κάτω, σε ορισμένα μέρη της προσφυγής παρουσιάζεται να ζητείται η επιστροφή ολόκληρου του τεμαχίου αρ. 433 (αιτητικό Δ(α), Δ(δ), Δ(στ), Δ(θ)), ενώ σ΄ άλλα φαίνεται να ζητείται η επιστροφή του μέρους του αρχικού τεμαχίου που δεν χρησιμοποιήθηκε ως δρόμος και ως προστατευτική ζώνη (επιπρόσθετο Ε - νομικά σημεία - Ε(1)(α) και (β) της αίτησης). Όπως θα εξηγηθεί στο σκεπτικό στη συνέχεια, κανένα από τα αιτητικά δεν είναι δυνατόν να επιτύχει.
Επί της νομικής πτυχής, το Άρθρο 23 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, προνοεί δε με την παράγραφο 5 αυτού ότι οποτεδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς για αυτό το σκοπό.
Περαιτέρω, το Άρθρο 23.5 προνοεί ότι αν δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός τριών ετών, η απαλλοτριώσασα αρχή υποχρεώνεται να προσφέρει την ιδιοκτησία επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε. Σε τέτοια περίπτωση το πρόσωπο εκείνο δικαιούται σε τρεις μήνες να γνωστοποιήσει την πρόθεση του κατά πόσο αποδέχεται ή όχι την επιστροφή.
Η υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, στην οποία έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, υπέδειξε ότι η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5, πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας γι΄ αυτό και η απαλλοτριούσα αρχή μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτό», υλοποιήσιμο, δηλαδή, σε εύλογο χρονικό διάστημα. Μέσα από την ανασκόπηση της νομολογίας που έγινε στην Ευθυμιάδης, εξηγήθηκε στη σελ. 183:
«.. ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες ...».
Σύμφωνα, πρόσθετα, και πάλι με την Ευθυμιάδης, το βάρος σε ένα αιτητή που βρίσκεται αντιμέτωπος με άρνηση επιστροφής του ακινήτου του από τη διοίκηση, δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν εύλογα αναγκαίες, στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίπτωσης, για την υλοποίηση του έργου.
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, πρέπει να λεχθεί ότι εδώ, υπάρχει ως δεδομένο μέσα από την αρχική σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ημερ. 12.6.87, ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν «η κατασκευή, βελτίωση, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του δρόμου Περιστερώνας-Κάτω Μονής. Η Γνωστοποίηση αφορούσε ένα μεγάλο αριθμό τεμαχίων, όπως καταγράφονται στον Πίνακα, συνολικής έκτασης 6 εκταρίων, 5 δεκαρίων και περίπου 700 τ.μ. Το σχέδιο έδειχνε και λωρίδες γης που θα αποτελούσαν προστατευτικές οδικές λωρίδες των οποίων ο σκοπός δεν ήταν η παραχώρηση τους για χρήση ως δημόσιου δρόμου. Το έργο εν τέλει κατασκευάστηκε και τα διάφορα τεμάχια γης που απαλλοτριώθηκαν μεταβιβάστηκαν στην κυριότητα της Δημοκρατίας με την καταβολή των διαφόρων αποζημιώσεων ως προσδιορίζεται στα Παραρτήματα 2 και 3 της ένστασης, περιλαμβανομένου και του επιδίκου τεμαχίου. Απορρέει δε από την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων, ότι το απαλλοτριωθέν και χρησιμοποιηθέν πλέον μέρος του τεμαχίου γράφτηκε ως δημόσιος δρόμος και ως προστατευτική λωρίδα με αρ. 1296. Επομένως ο σκοπός έχει επιτευχθεί, το δε απαλλοτριωθέν μέρος χρησιμοποιείται και εξυπηρετεί ταυτόχρονα το λόγο δημόσιας οφελείας για την οποία κρίθηκε αναγκαία απαρχής η απαλλοτρίωση. Μάλιστα και ο ίδιος ο αιτητής σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας και μετά την εκ μέρους του καταχώρισης αίτησης για εξέταση από το ΕΤΕΚ διαφόρων τεχνικών θεμάτων και ειδικά τη χωρομέτρηση του δρόμου, για να διαφανεί, ως έγινε αντιληπτό, ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ολόκληρο το τεμάχιο, δέχθηκε στις 7.7.08, ότι όντως ο δρόμος είχε γίνει, αλλά δεν είχε γίνει η προστατευτική ζώνη. Παρουσίασε μάλιστα και αεροφωτογραφία προς υποστήριξη του ισχυρισμού του. Αν αυτό που εννοείται είναι οι προστατευτικές λωρίδες που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση αρ. 950 ημερ. 12.6.87, υπάρχει περί του αντιθέτου επιστολή του Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερ. 10.10.08, επισυνημμένη στην επιστολή ημερ. 24.11.08 του Κτηματολογίου, που κατέθεσε η κα Πιπερή κατά τις διευκρινίσεις, η οποία σαφώς αναφέρει ότι υπάρχει απομονωτική λωρίδα. Το αυτό βεβαίως φαίνεται και από το Παράρτημα 2, στην ένσταση, όπως αναφέρθηκε και πριν, όπου 120 τ.μ. ενεγράφησαν ως προστατευτική λωρίδα. Άλλωστε, η λωρίδα αυτή δεν είχε ποτέ σκοπό να παραχωρηθεί ως δημόσιος δρόμος, σύμφωνα με την πιο πάνω Γνωστοποίηση, αλλά αποτελούσε δευτερεύον ή επικουρικό έργο στην κατασκευή του δρόμου και άλλωστε ήταν μέρος του σκοπού και στόχου της απαλλοτρίωσης.
Περαιτέρω, όπως ορθά υπέμνησε και η κα Πιπερή, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά θέματα, ούτε σκοπός του αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι η διαπίστωση, αξιολόγηση και επίλυση πρωτογενώς τέτοιων θεμάτων, τα οποία κατ΄ εξοχήν αφορούν τη διοίκηση. Ενασχόληση με τεχνικά θέματα, όπως εδώ, πώς και γιατί επιλέγηκαν τα συγκεκριμένα τεμάχια, περιλαμβανομένων και των επιδίκων, αν και κατά πόσο και σε ποιο βαθμό έπρεπε να επηρεαστούν, αν έπρεπε ο δρόμος να περάσει από εκείνο το σημείο του τεμαχίου αρ. 433 ή όχι, αποτελούν θέματα που κατ΄ εξοχήν ανήκουν στην ευχέρεια της διοίκησης, με δεδομένο ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της πράξης απέχοντας από τον έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 227, και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3878, ημερ. 14.2.08). Το έργο του Δικαστηρίου εξαντλείται στη διαπίστωση αν οι καθ΄ ων διενήργησαν ή όχι την πρέπουσα έρευνα στρέφοντας την προσοχή τους ως προς κάθε τι που θα ήταν δυνατόν να ήταν σχετικό και αντικείμενο δεν είναι η αναθεώρηση των εκτιμήσεων ή της διαπίστωσης των πρωτογενών γεγονότων, αλλά η επάρκεια της έρευνας. (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Constructions Ltd (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835).
Η προσφυγή, εν τέλει, δεν μπορεί να επιτύχει. Ως αναφέρθηκε και πριν ασαφή είναι τα αιτητικά ως προς το τι ζητείται προς επιστροφή. Ο αιτητής ζητά αρχικά την επιστροφή ως αναφέρεται επί λέξει στο αιτητικό Δ(α) του επιπρόσθετου Δ, στην αίτηση, «.. του κτήματος με αριθμό 3141, τεμάχιο 433, Φ/Σχ.29/36 του χωρίου Κάτω Μονή που απαλλοτρίωσε και ενέγραψε ως προστατευτική ζώνη (δεν είναι δρόμος διά του οποίου απαγορεύεται η είσοδος-έξοδος του ιδιοκτήτη (ατόμων και ζώων) στο κτήμα του».
Είναι πρόδηλο ότι ο αιτητής επιδιώκει την επιστροή του αρχικού τεμαχίου 433, διότι και στην παρ. Δ(δ), επιζητά την «.. ανταλλαγή του κτήματος με άλλο κτήμα ίδιας τάξης και ίδιας ή περισσότερης έκτασης ήτοι 8 σκάλες και ένα προστάθι ή 11,037 τ.μ. ...», που παραπέμπει στην αρχική έκταση του τεμαχίου αρ. 433. Τέτοιο τεμάχιο δεν υφίσταται βεβαίως σήμερα, εφόσον αυτό επηρεάστηκε από την απαλλοτρίωση, καταβλήθηκε, χωρίς ένσταση, η σχετική αποζημίωση στις τότε συνιδιοκτήτριες, έγινε νέα εγγραφή υπέρ του δημοσίου του απαλλοτριωθέντος μέρους και έγιναν νέες εγγραφές υπ΄ αρ. 980 και 981 των δύο νέων τεμαχίων, όπως αυτά είχαν προκύψει μετά την απαλλοτρίωση.
Οποιεσδήποτε ενστάσεις όσον αφορά την ίδια τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, σχετικά με την αναγκαιότητα της αλλά και τον τρόπο διέλευσης του νέου δρόμου που περνούσε ουσιαστικά μέσα από το παλαιό τεμάχιο αρ. 433, έπρεπε να είχαν υποβληθεί κατά τον κατάλληλο χρόνο. Έτσι το παράπονο-αιτητικό Δ(θ) που αφορά σε αποζημίωση λόγω «τετραχοτόμησης» του κτήματος, δεν έχει νόημα σ΄ αυτό το στάδιο και γι΄ αυτό το λόγο.
Η επιστροφή του αρχικού τεμαχίου αρ. 433 δεν είναι δυνατή, διότι ο σκοπός δημόσιας ωφελείας που καταγράφηκε στην γνωστοποίηση επιτεύχθηκε και μάλιστα, το τεμάχιο επηρεάστηκε μόνο κατά μέρος, ώστε να ήταν δυνατή η απελευθέρωση του υπόλοιπου και η απόδοση αυτού στους νόμιμους ιδιοκτήτες, τώρα τον αιτητή με άλλα πρόσωπα, στην κυριότητα των οποίων ανήκουν πλέον τα τεμάχια υπ΄ αρ. 980 και 981.
Είναι γεγονός ότι η κατασκευή του δρόμου επέφερε προβλήματα του είδους που καταγράφησαν στην ένσταση, με την διαπίστωση ότι δεν υπήρχε απόλυτη ταύτιση του κατασκευασθέντος δρόμου με τα δεδομένα της απαλλοτρίωσης όπως φάνηκε από τη χωρομετρική εργασία που έγινε. Οι επόμενες απαλλοτριώσεις λοιπόν είχαν στόχο να αποκαταστήσουν την επί εδάφους πραγματικότητα, να απαλλοτριώσουν την έκταση γης που χρειαζόταν επιπρόσθετα ή να αποδώσουν πίσω ως πλεονάζουσα γη, εκείνη που δεν χρησιμοποιήθηκε. Αναδρομή στο διοικητικό φάκελο Τεκμ. Β και ειδικά το μέρος του που περιέχει το φάκελο αρ. 12.1.01.73, αναδεικνύει τις διαδοχικές ενέργειες που έγιναν από τη διοίκηση, στα επίσημα δε σχέδια που επισυνάπτονται, φαίνεται με κόκκινο χρώμα η πρόσθετη αυτή έκταση γης που χρειαζόταν κατά περιόδούς, με πράσινο χρώμα ο χώρος των προστατευτικών λωρίδων και με κίτρινο χρώμα η πλεονάζουσα γη που με ανάκληση των αρχικών γνωστοποιήσεων υπ΄ αρ. 950/87 και 1750/88 επιστράφηκε στους αντίστοιχους ιδιοκτήτες. Το τεμάχιο του αιτητή επηρεάστηκε εκ νέου, αλλά όχι βέβαια στην αρχική μορφή και έκταση του, αλλά υπό τη νέα αρίθμηση. Για παράδειγμα, το υπ΄ αρ. 981 επηρεάστηκε εν μέρει όπως φαίνεται από τα κυανά 5, 6, 8, 9, 10 και 11. Αυτό φαίνεται ότι έδωσε το έναυσμα στον αιτητή για την άλλη διεκδίκηση του που εμφανίζεται στο αιτητικό Ε της προσφυγής και που αφορά πλέον τη χωρομέτρηση του δρόμου όπως κατασκευάσθηκε, την επιστροφή του μέρους του πλάτους αυτού που δεν χρησιμοποιήθηκε, καθώς και την επιστροφή του χώρου για την προστατευτική ζώνη που δεν έγινε.
Ήδη, όμως, έχει εξηγηθεί ανωτέρω το ατυχές του εγχειρήματος αυτού, εφόσον το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τεχνικά θέματα, ούτε και είναι έργο του να διαπιστώσει πρωτογενώς τα επί τόπου γεγονότα. Και όπως αναφέρθηκε παρουσιάζεται ότι έγινε και η προστατευτική λωρίδα και χρησιμοποιήθηκε το μέρος του τεμαχίου που έπρεπε για τη δημιουργία του δρόμου και δεν τίθεται εν πάση περιπτώσει θέμα διεκδίκησης επιστροφής μέρους είτε του τεμαχίου αρ. 980 είτε του υπ΄ αρ. 981. Έτσι και αυτή η πτυχή της προσφυγής δεν μπορεί να επιτύχει πέραν βεβαίως του βασικού για τον αιτητή προβλήματος ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί είτε σ΄ ό,τι αφορούσε το πρώην τεμάχιο αρ. 433 είτε σ΄ ό,τι αφορούσε το μέρος εκείνο στο οποίο κατασκευάστηκε ο δρόμος.
Πρέπει καταληκτικά να λεχθούν και τα ακόλουθα: Ορθά πράττοντας οι καθ΄ ων στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, αλλά και της παρουσίασης μιας ολοκληρωμένης εικόνας στο Δικαστήριο, έγινε επανεξέταση του όλου ζητήματος ακόμη και στο στάδιο προώθησης της προσφυγής. Έτσι η διαδικασία συνεχίστηκε και με τα έγγραφα που κατατέθηκαν κατά τις διευκρινίσεις, φάνηκε ότι είχε απαλλοτριωθεί πρόσθετη έκταση γης 430 τ.μ. μετά τη δημοσίευση του διορθωτικού διατάγματος ημερ. 10.6.94, στάληκε δε προσφορά αποζημίωσης στον αιτητή, ο οποίος όμως δεν την αποδέχθηκε. Περαιτέρω, άρχισε η διαδικασία επιστροφής στον αιτητή της έκτασης γης που δεν χρησιμοποιήθηκε στη δυτική πλευρά του δρόμου, ως πλεονάζουσα ιδιοκτησία. Αυτά προέκυψαν από νέα χωρομετρική μελέτη, της οποίας η ανάγκη ως δικαίως και ορθώς δέχθηκε η κα Πιπερή στις 10.10.08, ανεφάνη μετά την προσφυγή και μετά τη διαπίστωση ότι η μελέτη του 1992, της αρχικής δηλαδή χωρομέτρησης, παρουσίαζε κάποιες ανακρίβειες που έχρηζαν νέας μελέτης. Επομένως, ασχέτως αν ο αιτητής αποδέχθηκε ή όχι την προσφορά και την επιστροφή του πλεονάζοντος μέρους, είναι δυνατή και εφικτή η με ακρίβεια πλέον γνώση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του και εύκολα μπορεί κάποιος να διακριβώσει την έκταση γης και τα σύνορα του τεμαχίου του αιτητή. Αυτά τα οποία ο ίδιος ανέφερε κατά τις διευκρινίσεις περί παλαιού και νέου δρόμου και ότι δεν γνωρίζει ποιο είναι το δικό του τεμάχιο ή την έκταση του, δεν μπορούν να ευσταθήσουν και εν πάση περιπτώσει δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο. Άλλωστε, όπως φαίνεται από τα σχέδια και έτσι καταγράφεται και στα γεγονότα παρ. 3 της ένστασης των καθ΄ ων τα νέα τεμάχια αρ. 980 και 981 έχουν πρόσβαση, όπως αναφέρθηκε και πριν, το μεν πρώτο στο νέο δρόμο, το δε δεύτερο στον παλαιό, όπως προηγουμένως είχε και το τεμάχιο αρ. 433.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ