ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 277/2007)
9 Δεκεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Φ. Καμένος για Α. Μαρκίδη, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η μόνιμη θέση Ανώτερου Λέκτορα (Μηχανολογίας), στο Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο (εφεξής «το ΑΤΙ»), αποτέλεσε τη διελκυστίνδα μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους.
Ο αιτητής είχε προαχθεί στην πιο πάνω θέση με απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 6.5.04, η οποία όμως ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 768/04 ημερ. 16.11.05. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 30.3.06 και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα προσφυγή, αποφάσισαν πριν την επανεξέταση να διερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο αποκτάται ο διδακτορικός τίτλος που κατείχαν και τα δύο πρόσωπα και κατά πόσο ο τίτλος του M.Sc. που κατείχε μόνο ο αιτητής ήταν ή όχι ενδιάμεσος τίτλος προς απόκτηση του διδακτορικού στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια. Περαιτέρω, η πρόθεση ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο χρειάζεται ενδιάμεσο πτυχίο για την απόκτηση διδακτορικού και στα Βρεττανικά πανεπιστήμια. Προς τούτο οι καθ΄ ων απηύθυναν σχετικά ερωτήματα τόσο στο Βρεττανικό Συμβούλιο («British Council») όσο και στο Fulbright Commission. Το μεν Βρεττανικό Συμβούλιο δεν ανταποκρίθηκε, το δε Fulbright Commission απάντησε παρέχοντας την πληροφόρηση ότι το πτυχίο M.Sc., το οποίο κατείχε ο αιτητής από το Tennesse Technological University, ήταν προαπαιτούμενο για εισδοχή σε διδακτορικό πρόγραμμα.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα οι καθ΄ ων κατά την επανεξέταση στις 20.11.06, αποφάσισαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους αναδρομικά από την 1.6.04, όταν δηλαδή το πρώτον είχε προαχθεί στη θέση ο αιτητής του οποίου όμως η προαγωγή, όπως προαναφέρθηκε, ακυρώθηκε με την προσφυγή αρ. 768/04. Κατ΄ αυτή την επανεξέταση, οι καθ΄ ων έκριναν ότι σε σχέση με τον αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια και ένα μήνα, είχε δε υπέρ του τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Κεντρικού Ακαδημαϊκού Συμβουλίου του ΑΤΙ. Κατά τα λοιπά ήταν ισοδύναμοι σε αξία, εφόσον και οι δύο κατείχαν διδακτορικό πτυχίο, σημειώνοντας ότι από την επιστολή του Fulbright Commission προέκυπτε ότι το πτυχίο M.Sc. του αιτητή είναι ενδιάμεσος τίτλος η κατοχή του οποίου «. αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση υψηλότερου επιπέδου προσόντος, ήτοι διδακτορικού διπλώματος, το οποίο, εν πάση περιπτώσει και οι δύο υποψήφιοι κατέχουν». Συνέχισαν δε οι καθ΄ ων να καταγράψουν ότι «... η Επιτροπή έκρινε ότι οι δύο υποψήφιοι, ως κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος, το οποίο αποτελεί ανώτατο ακαδημαϊκό προσόν, είναι ισοδύναμοι ως προς τα προσόντα».
Ο αιτητής προβάλλει σειρά λόγων προς ακύρωση της επίδικης απόφασης με ιδιαίτερη έμφαση στο συσχετισμό των προσόντων που είχαν οι δύο υποψήφιοι, θεωρώντας ότι οι καθ΄ ων λανθασμένα παραγνώρισαν το M.Sc. ως δίδον πρόσθετο πλεονέκτημα στον αιτητή εφόσον η επιστολή του Fulbright Commission συμπλήρωνε ρητά, πέραν του ότι η εισαγωγή στο διδακτορικό πρόγραμμα προαπαιτούσε πτυχίο Master's, ότι:
«Master's degrees are however post graduate academic and professional degrees and can stand on their own as excellent qualifications for relevant employment.»
Κατά δεύτερο λόγο, ότι οι καθ΄ ων παραγνώρισαν την καλύτερη βαθμολογία που είχε ο αιτητής κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, ενόψει του ότι, ως ανέφερε και το ακυρωτικό Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 768/04, οι καθ΄ ων είχαν υποβιβάσει κατά ανεπίτρεπτο τρόπο τις πρόσφατες βαθμολογίες των υποψηφίων με την αιτιολογία ότι οι εμπιστευτικές τους εκθέσεις τα τελευταία πέντε χρόνια παρουσίαζαν μια ισοπεδωτική εικόνα, δηλαδή, ήσαν καθόλα ισοδύναμοι.
Κρίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει δίκαιο στα πιο πάνω. Η επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης προαγωγής έλαβε χώραν, ως έπρεπε, στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που ίσχυαν κατά το χρόνο της πρώτης αξιολόγησης. Εφόσον όμως το ακυρωτικό Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι η αρχική εκτίμηση των καθ΄ ων ότι το τότε ενδιαφερόμενο μέρος και νυν αιτητής, υπερείχε σε προσόντα του νυν ενδιαφερομένου μέρους λόγω κατοχής πέραν του διδακτορικού διπλώματος και Master's, επιβαλόταν έρευνα ώστε η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών να μην ήταν απλά επιφανειακή. Αυτό προς συμμόρφωση με τα κριθέντα από την απόφαση και προς αποφυγή επανάληψης της νομικής πλημμέλειας που διαπιστώθηκε. (δέστε Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517 και Θρασυβούλου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 698). Ενόψει αυτών, όπως προαναφέρθηκε, οι καθ΄ ων απέστειλαν σχετικές επιστολές στα αντίστοιχα Βρεττανικά και Αμερικάνικα σώματα, διενεργώντας έτσι την απαραίτητη και επιβαλλόμενη, μετά την ακυρωτική, απόφαση δέουσα έρευνα.
Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ότι αποτελεί πλεονέκτημα η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου που αποκτήθηκε μετά από σπουδές τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους. Κρίνεται ότι η απόφαση των καθ΄ ων να θεωρήσουν ισοδύναμους τους δύο υποψήφιους με την κατοχή διδακτορικού διπλώματος ήταν εντός της διακριτικής τους ευχέρειας, εφόσον το διδακτορικό πτυχίο αποτελεί, όπως αναφέρθηκε από τους καθ΄ ων, την ανώτατη διάκριση, το κατέχουν δε αμφότεροι. Η ύπαρξη μεταπτυχιακού στη βαθμίδα του Master's από τον αιτητή, έστω και αν θεωρείται ως αυτόνομο πτυχίο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσθέτει στα προσόντα του αιτητή κατά τρόπο που να υπερτερεί αυτός του ενδιαφερομένου μέρους, εφόσον στην υψηλότερη βαθμίδα ακαδημαϊκών προσόντων είναι και οι δύο κάτοχοι διδακτορικού. Η ουσία της απόφασης των καθ΄ ων να θεωρήσουν το Master's ως ενδιάμεσο τίτλο, δεν εξυπακούει και τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, δηλαδή, κατέχει πρόσθετο προσόν, εφόσον ο αιτητής δεν παρέμεινε στην κατοχή του Master's και μόνο, αλλά προχώρησε να αποκτήσει το διδακτορικό για την απόκτηση του οποίου στο συγκεκριμένο ακαδημαϊκό πρόγραμμα που ακολούθησε, δεν ήταν δυνατόν να ενταχθεί χωρίς να ήταν κάτοχος του Master's. Με άλλα λόγια, θα είχε την αυτονομία που το Fulbright Commission ανέφερε στην επιστολή του ημερ. 11.5.06, αν ο αιτητής παρέμενε με τον τίτλο αυτό και δεν προχωρούσε σε διδακτορικές σπουδές. Σε τέτοια βέβαια περίπτωση θα είχε υποδεέστερο του ενδιαφερομένου μέρους προσόν. Το γεγονός ότι το Βρεττανικό Συμβούλιο δεν απάντησε το σχετικό ερώτημα των καθ΄ ων, δεν αφαιρεί από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει επίσης διδακτορικό σύμφωνα με το δικό του εκπαιδευτικό και πανεπιστημιακό πρόγραμμα που ακολούθησε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εν τέλει και οι δύο κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο, ισοδύναμης αξίας και άρα πληρούν και οι δυο το σχέδιο υπηρεσίας. Όπως φαίνεται από τον προσωπικό φάκελο του ενδιαφερομένου μέρους Τεκμ. «Β1», ερυθρά 3-6, ήταν δυνατή η απόκτηση του τίτλου «Doctor of Philosophy» από το University of Dundee μετά την απόκτηση του B.Sc. από το ίδιο πανεπιστήμιο. Να σημειωθεί πρόσθετα ότι από τη σύγκριση των προσωπικών φακέλων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, στον αιτητή απονεμήθηκε το διδακτορικό το 1987, ενώ στο ενδιαφερόμενο μέρος το 1986.
Όσον αφορά το ζήτημα της σύγκρισης της αξίας μέσα από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, παρατηρείται ότι η νομολογία έχει καθορίσει ότι οι τελευταίες εμπιστευτικές εκθέσεις έχουν περισσότερη σημασία έχοντας υπόψη την αναμενόμενη πρόοδο που πρέπει να συνοδεύει την πορεία ενός υπαλλήλου. (Μεϊτανή ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 589/04, ημερ. 31.5.05). Περαιτέρω, έχει καθιερωθεί από την Ολομέλεια ότι ολόκληρη η σταδιοδρομία ενός υπαλλήλου πρέπει να εισέρχεται στην εικόνα του αποφασίζοντος οργάνου και είναι εντός της ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του να αποδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο πρόσφατες εμπιστευτικές εκθέσεις, όταν δηλαδή επίκειται η προαγωγή. (δέστε Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145 και Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662). Όπως έχει υποδείξει και το ακυρωτικό Δικαστήριο στην απόφαση του, κατά τα έτη 1998-2003, δηλαδή τα τελευταία έξι έτη και οι δύο είχαν βαθμολογηθεί ως «εξαίρετοι» σε όλα τα στοιχεία. Το 1991 και το 1996 επίσης υπήρχε ισοδυναμία στη βαθμολογία. Διαφορά προέκυπτε μόνο κατά ένα «εξαίρετος» υπέρ του νυν αιτητή κατά τα χρόνια 1992-1995 και το 1997. Είναι εμφανές από την παράθεση αυτών των στοιχείων ότι δεν μπορεί να εντοπιστεί λάθος στην κρίση των καθ΄ ων να λάβουν υπόψη το σύνολο των εμπιστευτικών-υπηρεσιακών εκθέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία έτη.
Όπως έχει αναφερθεί και στην υπόθεση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, ο χαρακτηρισμός «εξαίρετος», οριακή μόνο διαφορά έχει από το χαρακτηρισμό, «πολύ καλός». Κατά παρόμοιο τρόπο έχει αναφερθεί σε άλλες υποθέσεις ότι διαφορά σε κάποια έτη προς όφελος του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου, σε ένα μόνο στοιχείο, αποτελεί μηδαμινή διαφορά. Ιδιαίτερα, ενόψει του ότι είναι το σύνολο της σταδιοδρομίας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πέραν της αναμενόμενης σημασίας που δίνεται στις πρόσφατες εκθέσεις. Αυτό ακριβώς υπέδειξε το ακυρωτικό Δικαστήριο ότι, δηλαδή, ήταν «ανεπίτρεπτος αυτός ο υποβιβασμός της σημασίας των βαθμολογιών, μάλιστα των πιο πρόσφατων στις οποίες η Ε.Δ.Υ. παγίως και ευλόγως, όπως είναι σταθερά νομολογημένο, δίδει περισσότερη έμφαση» (σελ. 4 της απόφασης στην υπόθ. αρ. 768/04). Δεν ισχύει αυτό που εισηγείται στην αγόρευση του ο συνήγορος του αιτητή, σελ. 11-13, ότι οι καθ΄ ων παρερμήνευσαν κατά την επανεξέταση το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων. Δεν ήταν αυτή η κρίση των καθ΄ ων και δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι δεν έλαβαν υπόψη τους το σύνολο των ετών. Ουσιαστικά τα δύο πρόσωπα έχουν ισοδυναμία στην αξία που δεν διαφοροποιεί την εικόνα υπέρ του αιτητή.
Ο αιτητής, εδώ από την άλλη, υστερεί έναντι του ενδιαφερομένου μέρους σε αρχαιότητα κατά δύο και πλέον χρόνια, που αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο που δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί εφόσον κατά τα υπόλοιπα, δηλαδή, σε προσόντα και αξία, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος είναι ισοδύναμοι. Έχει δε αναγνωριστεί κατ΄ επανάληψη (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77 και Δημοκρατία ν. Αγγελή (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), ότι συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια για την ανεύρεση του καταλληλότερου ατόμου για να πληρώσει την εκάστοτε θέση στη δημόσια υπηρεσία. Η αρχαιότητα η οποία από μόνη της δεν είναι ρυμθιστικός παράγων αποκτά τη δική της σημασία όταν τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα, έχοντας υπόψη ότι η πείρα, προερχόμενη εκ της αρχαιότητας, προσδίδει και επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου (δέστε Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915). Η πείρα θεωρείται ότι επαυξάνει τις γνώσεις και την εν γένει απόδοση των υποψηφίων στον τομέα τους, εφόσον είναι βεβαίως σχετική με τα καθήκοντα της θέσης (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329 σελ. 343). Και εδώ το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτήσει τη σχετική πείρα, τόσο στην προηγούμενη θέση, όσο και στο σύνολο της υπηρεσίας. Επομένως, δόθηκε η αναμενόμενη δέουσα βαρύτητα στην αρχαιότητα, των υπόλοιπων κριτηρίων λαμβανομένων υπόψη (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56 και Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403).
Τέλος, δεν ισχύει η θέση ότι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πάσχουσα κατά την αρχική εξέταση της πλήρωσης της θέσης. Η κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 768/04, άφησε ανέπαφη τη σύσταση αυτή και ορθά κατά την επανεξέταση λήφθηκε υπόψη ως είχε. Η αναζήτηση επανασύστασης θα προσέκρουε στο δεδικασμένο (Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 58/06, ημερ. 27.10.08 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2004) 3 Α.Α.Δ. 703). Εν πάση περιπτώσει, η τότε σύσταση που επαναλήφθηκε κατά την επανεξέταση ήταν υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους (δέστε Παράρτημα 3 στην ένσταση σελ. 3-4 και την επισυνημμένη σύσταση ημερ. 5.5.04, που τέθηκε ως αναπόσπαστο μέρος των πρακτικών των καθ΄ ων), ήταν δε σύμφωνη και με τα στοιχεία των φακέλων. Το μοναδικό ζήτημα που θα μπορούσε να ανακύψει, σχετιζόταν με την ισοδυναμία των προσόντων και αυτό καλύφθηκε πλήρως από την αυτόβουλη εξέταση του θέματος από τους καθ΄ ων. Η σύσταση, ως αυτοτελές και πρωτογενές στοιχείο κρίσης, είχε βαρύνουσα θέση στην όλη αξιολόγηση (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ