ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Xριστοφή Xριστόφορος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 780
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 212/2007)
22 Δεκεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΖΕΝΙΟΣ ΖΕΝΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ΠΑΘΟΝΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ι. Ιωάννου, για τον Αιτητή.
Ζ. Κυριακίδου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, υπό την ιδιότητα του ως μέλος της Εθνικής Φρουράς, υπέβαλε στις 26.6.06 αίτημα για την παραχώρηση ειδικής μηνιαίας σύνταξης αναπηρίας στην Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων που δημιουργήθηκε με τον περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμο αρ. 114/88 (εφεξής «ο Νόμος»). Η ανάγκη για την υποβολή της αίτησης προέκυψε μετά τον τραυματισμό του από έκρηξη βλήματος κατά τη διατεταγμένη άσκηση του 346 Τάγματος Πεζικού σε στρατόπεδο της Εθνικής Φρουράς στην επαρχία Λάρνακας. Ο αιτητής τραυματίστηκε στο αριστερό χέρι και στα δύο αυτιά.
Οι καθ΄ ων απέρριψαν το αίτημα με την επιστολή τους ημερ. 15.11.06, καθότι οι συνθήκες τραυματισμού του αιτητή δεν ενέπιπταν στις πρόνοιες των περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμων και Κανονισμών και δεν μπορούσε επομένως να χαρακτηριστεί ως «ανάπηρος» δυνάμει της νομοθεσίας αυτής. Ως εκ τούτου ο αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση είναι λανθασμένη ως προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα, λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων, ενώ η απόφαση καταπατά επίσης τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και αποτελεί προϊόν δυσμενούς διάκρισης.
Οι συνθήκες τραυματισμού του αιτητή, ο οποίος φέρει το βαθμό του Ταγματάρχη, δεν αμφισβητούνται και είναι αποδεκτό και από τους καθ΄ ων ότι αυτός τραυματίστηκε καθ΄ όν χρόνο λάμβανε μέρος στην άσκηση που προαναφέρθηκε. Στηρίζεται όμως η άρνηση των καθ΄ ων και κατ΄ επέκταση της συνηγόρου αυτών, στη θέση ότι ο Νόμος εφαρμόζεται μόνο στους κληρωτούς εθνοφρουρούς και όχι στα μόνιμα μέλη της Εθνικής Φρουράς, όπως ήταν στον επίδικο χρόνο και ο αιτητής. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου δίνονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
«Ανάπηρος» σημαίνει τον μερικώς ανάπηρο και τον πλήρως ανάπηρον,
«Μερικώς ανάπηρος» περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, παν μέλος της Δυνάμεως το οποίο κατέστη, προσωρινώς ή μονίμως, ανίκανο προς εργασία εις βαθμό κυμαινόμενο μεταξύ των δεκαέξ και ενενήκοντα εννέα τοις εκατόν, αμφοτέρων περιλαμβανομένων, της τοιαύτης ανικανότητας και του βαθμού αυτής προερχομένων αποκλειστικώς εκ τραυμάτων ή ασθένειας αμέσως οφειλομένων εις την ενεργόν υπηρεσία του εν τη Δυνάμει,
«Ενεργός υπηρεσία» έχει την έννοια την αποδιδομένην εις τον όρον τούτο υπό του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου.»
Από την άλλη, το άρθρο 2 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου αρ. 20/64, όπως τροποποιήθηκε, συναρτά την ενεργό υπηρεσία με την «.. εν τη δυνάμει υπηρεσία από της ημέρας της κατατάξεως μέχρι της συμπληρώσεως υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένης χρονικής διάρκειας υπηρεσίας και περιλαμβάνει υπηρεσία εφέδρου κληθέντος, επί τη βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου προς υπηρεσίαν εν τη δυνάμει». Περαιτέρω, το άρθρο 5(1) του Νόμου αρ. 20/64 καθορίζει ότι κάθε στρατεύσιμος υπόκειται σε υποχρεωτική θητεία, η διάρκεια της οποίας ήταν τότε 25μηνος εκτός εάν το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίσει μικρότερης διάρκειας θητεία αναφορικά με οποιαδήποτε κλάση στρατευσίμων.
Στη Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 780, ερμηνεύθηκαν από την Ολομέλεια ακριβώς οι πιο πάνω διατάξεις. Σε παρόμοιες συνθήκες τραυματισμού του εκεί εφεσείοντα, ο οποίος μάλιστα υποχρεώθηκε να αφυπηρετήσει από τις τάξεις του στρατού λόγω των σοβαρών δυσλειτουργιών που παρέμειναν σ΄ αυτόν ως κατάλοιπα, υπέβλήθη επίσης αίτηση στην Επιτροπή με βάση το Νόμο για παροχή μηνιαίας σύνταξης, αλλά απερρίφθη με το σκεπτικό ότι δεν περιλαμβάνεται στον όρο «ενεργός υπηρεσία», εκείνη των μονίμων μελών του στρατού, έστω και αν ο τραυματισμός έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια διατεταγμένης υπηρεσίας. Η Ολομέλεια έκρινε, αφού παρέθεσε τους διάφορους ορισμούς και αφού τόνισε ότι η φράση κλειδί «ενεργός υπηρεσία», παραπέμπει στον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο του 1964, ότι προέκυπτε αβίαστα ότι οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου δεν έχουν εφαρμογή παρά μόνο στους κληρωτούς εθνοφρουρούς. Σημείωσε δε προς ενδυνάμωση της αποδοθείσας από αυτή ερμηνείας, ότι στην «ενεργό υπηρεσία» περιλαμβάνεται και υπηρεσία εφέδρου.
Το πιο πάνω σκεπτικό βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και το παρόν Δικαστήριο, για το οποίο εν πάση περιπτώσει αποτελεί και προηγούμενη δεσμευτική απόφαση. Η απόφαση της Ολομέλειας ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα από τον Χατζηχαμπή Δ. στην υπόθεση Αργυρού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 652/07, ημερ. 8.2.08. Το Δικαστήριο εκεί θεώρησε ότι η ερμηνεία που υιοθετήθηκε από τους καθ΄ ων ήταν η μόνη ορθή, εφόσον η «ενεργός υπηρεσία» περιορίζεται σε υπηρεσία για τους καταταχθέντες στην Εθνική Φρουρά, διακρινόμενη από το στρατό της Δημοκρατίας, περιλαμβάνοντας έτσι κληρωτούς και εφέδρους, χωρίς να επεκτείνεται στα μόνιμα μέλη του στρατού, ακόμη και αν αυτά αποσπάσθησαν για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά, όπως ακριβώς είναι και η περίπτωση του εδώ αιτητή.
Δεν ισχύουν τα όσα κατά τις διευκρινίσεις εισηγήθηκε ο κ. Ιωάννου εκ μέρους του αιτητή ως προς τη μη εφαρμογή της υπόθεσης Χριστοφή (πιο πάνω), στις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης. Δεν μπορεί να γίνει διάκριση με βάση τις συνθήκες τραυματισμού για τις οποίες ο συνήγορος δεν είδε διαφοροποίηση μεταξύ των δύο περιπτώσεων, εφόσον η ουσία της απόφασης της Ολομέλειας, συναρτά την ιδιότητα του ατόμου με το δικαίωμα στη σύνταξη λόγω αναπηρίας. Άλλωστε, προκύπτει από το σκεπτικό της Ολομέλειας ότι η προσβληθείσα εκεί απόφαση των καθ΄ ων λήφθηκε στη βάση ακριβώς της ιδιότητας του εφεσείοντα και επικυρώθηκε κατά την προσφυγή, αλλά και κατ΄ έφεση. Και εφόσον η ιδιότητα του εδώ αιτητή, καθώς και του εφεσείοντα στη Χριστοφή, είναι ακριβώς η ίδια, δηλαδή και οι δύο είναι μόνιμα μέλη του στρατού, δεν θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε διαφοροποίηση.
Ούτε μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία ότι η λέξη «υπηρεσία» διαφοροποιεί στα πλαίσια του Νόμου την εδώ περίπτωση από την υπηρεσία εθνοφρουρού κληρωτού ή εφέδρου λόγω της λέξης «θητεία» που χρησιμοποιείται στον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο. Η κατάταξη στην Εθνική Φρουρά στην οποία αναφέρεται ο Νόμος παραπέμπει ακριβώς σε υπηρεσία με χρονικούς περιορισμούς και όχι σε υπηρεσία γενικότερης φύσης με την έννοια της μονιμότητας, την οποία είχε ο εφεσείων στην υπόθεση Χριστοφή, καθώς και ο παρών αιτητής.
Ο τίτλος του εντύπου το οποίο ζητήθηκε από τον αιτητή να συμπλήρωσει και που είναι «Οι περί Ανακουφίσεως Παθόντων Νόμος και Κανονισμοί Αίτηση ανάπηρου (μη μέλους της Εθνικής Φρουράς) για σύνταξη», ακριβώς παραπέμπει σε αίτημα ατόμου που δεν είναι μόνιμο μέλος με σκοπό να καλύψει εκείνα τα άτομα που τραυματίστηκαν στα πλαίσια παρασχεθείσας υπηρεσίας λόγω των συνθηκών που επικράτησαν κατά ή μετά την 15.7.74 ή την 20.7.74, ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος ή της Τουρκικής εισβολής. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παρ. 6 στη σελ. 2 του εντύπου, όπου ζητείται να δηλωθεί κατά πόσο ο ανάπηρος ήταν «.. μέλος της αστυνομίας ή της πολιτικής άμυνας ή απλός πολίτης» σε συνάρτηση με τον όρο «παρασχεθείσα υπηρεσία» κατόπιν εντολής από αρμόδιο κρατικό όργανο ή εθελοντική προς βοήθεια του στρατού ή των δυνάμεων ασφαλείας ή των πολιτικών αμυντικών δυνάμεων ή υπηρεσιών. Η κάλυψη αυτών των ατόμων δείχνει ότι εξαιρούνται τα μέλη της Εθνικής Φρουράς, όπως ακριβώς αναφέρει και ο τίτλος.
Αλλά και επί των υπολοίπων παραπόνων του αιτητή κρίνεται ότι αυτός δεν έχει δίκαιο. Η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς δεν στερείται αιτιολογίας εφόσον γίνεται ευθέως παραπομπή στις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών, από τις οποίες και προκύπτει ότι η περίπτωση του αιτητή δεν θα μπορούσε να καταταχθεί στην έννοια του «ανάπηρου». Περαιτέρω, παρόλον που θεωρείται ότι η αναφορά στη συγκεκριμένη νομοθεσία αποτελεί επαρκή αιτιολογία, σίγουρα η αιτιολογία αυτή θα μπορούσε να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του φακέλου σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, καθώς και από τη σχετική νομολογία στην οποία παραπέμπει και η συνήγορος των καθ΄ ων, στις υποθέσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145. Αναδρομή στο διοικητικό φάκελο, Τεκμ. «Α», αποκαλύπτει την άμεση αναφορά των καθ΄ ων στο λόγο απόρριψης της αίτησης, δηλαδή στην ιδιότητα αυτού ως μόνιμου μέλους της Εθνικής Φρουράς (δέστε και Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων).
Ούτε υπάρχει δυσμενής διάκριση κάτι που δεν στοιχειοθετήθηκε εν τέλει εφόσον στην προσφυγή του ο αιτητής δεν ανέφερε καμία σχετική λεπτομέρεια, αίτηση δε που υπέβαλε αργότερα για την προσαγωγή μαρτυρίας και που καταχωρήθηκε στις 8.5.08, απεσύρθη και απερρίφθη μετά την καταχώρηση σχετικής ενστάσεως από τους καθ΄ ων στις 4.9.08. Η ονομαστική αναφορά σε τρίτα πρόσωπα στην απαντητική αγόρευση του αιτητή προς τα οποία κατ΄ ισχυρισμόν δόθηκε σύνταξη, δεν μπορεί βέβαια να αποτελέσει έρεισμα για την έμμεση εισαγωγή μαρτυρίας ή την αποδοχή αυτής, ώστε να στοιχειοθετηθεί δυσμενής διάκριση.
Τέλος, είναι σαφές από το διοικητικό φάκελο ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα με τη συγκρότηση και τη σύνθεση των καθ΄ ων, εφόσον τρία μέλη της Επιτροπής αυτών ήταν παρόντα αποτελούντα έτσι νόμιμη απαρτία. Ούτε και είχαν λάβει μέρος στην απόφαση άτομα τα οποία δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένα. Οι αναφερόμενοι στο πρακτικό ως παρακαθήμενοι διοικητικοί λειτουργοί, είναι φανερό ότι είχαν διοικητικό και υποστηρικτικό ρόλο και δεν είχαν αρμοδιότητα, ούτε έλαβαν απόφαση επί του θέματος. Τα έγγραφα που επισυνάπτονται στα Παραρτήματα Α, Β και Γ της γραπτής αγόρευση των καθ΄ ων είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά για κάθε πτυχή του θέματος, παρουσιάζοντας ανάγλυφα το νομότυπο της όλης διαδικασίας. Άλλωστε, δεν μπορεί ο αιτητής να αποδοκιμάζει και να επιδοκιμάζει ταυτόχρονα, θεωρώντας από τη μια ότι κακώς ερμηνεύθηκε ο Νόμος από την Επιτροπή (αναγνωρίζοντας εμμέσως τη νομιμότητα της) και από την άλλη να βάλλει κατ΄ αυτής.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ