ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 647/2004)
7 Νοεμβρίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FEREOS LIMITED,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Δημοσθένης Στεφανίδης, για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.
΄Ελενα Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο όπως ακυρώσει απόφαση των καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 7/4/2004, με την οποία τους επιβλήθηκε και/ή απαιτήθηκε από αυτούς, ως φόρος για την πώληση εισαγόμενων οινοπνευματωδών ποτών - (κρασιών και μπυρών) - για συγκεκριμένη περίοδο, το ποσό των ΛΚ101.416,98.
Το Επαρχιακό Γραφείο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, («Φ.Π.Α.»), Λευκωσίας, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους - (Ν. 246/90 και Ν. 95(Ι)/2000) - διενήργησε, μεταξύ 7/1/2004 και 29/3/2004, στα βιβλία των αιτητών, τα οποία αυτοί όφειλαν να τηρούν, έλεγχο για την περίοδο 1/11/1996 - 31/1/2004. Από τον έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι οι αιτητές, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Φ.Π.Α. από την 1/7/1992, με Αρ. Εγγραφής Φ.Π.Α. 10015841Η, λανθασμένα θεώρησαν ότι επιβαρύνονταν με μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α. οι παραδόσεις προς τη NAAFI, εντός των περιοχών των Βρετανικών Βάσεων:-
(α) εισαγόμενων κρασιών για την περίοδο 1/11/1999 - 31/1/2004, αξίας ΛΚ820.841,00· και
(β) εισαγόμενων μπυρών από χώρες μη μέλη της Κοινοπολιτείας, για την περίοδο 1/11/1999 - 24/1/2001, ύψους ΛΚ50.965,00.
Ο ΄Εφορος Φ.Π.Α., ενόψει των διαπιστώσεων του ελέγχου και της απουσίας εγγράφων των Βρετανικών Βάσεων (από τον Fiscal Officer), με τα οποία να εξουσιοδοτείται η επιβολή του μηδενικού συντελεστή Φ.Π.Α. για την παράδοση των συγκεκριμένων αγαθών, έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις των αιτητών για τις περιόδους 1/11/1996 - 31/1/2004 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως αποτέλεσμα, προέβη σε βεβαιώσεις φόρου εκροών και σε βεβαιώσεις φόρου εισροών για τις φορολογικές περιόδους 1/11/1996 - 31/1/2002 - (΄Αρθρο 34(1) και (2) του Ν. 246/90) και για τις φορολογικές περιόδους 1/2/2002 - 31/1/2004 - (΄Αρθρο 49(1) και (2) του Ν. 95(Ι)/2000, αντίστοιχα, και ειδοποίησε τους αιτητές ανάλογα. Σύμφωνα με την επιστολή του Εφόρου Φ.Π.Α., ημερομηνίας 7/4/2004, αυτοί όφειλαν να καταβάλουν ποσό ύψους ΛΚ103.028,12.
Για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι αιτητές προβάλλουν σειρά νομικών σημείων. Υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, οι Βρετανικές Βάσεις δεν αποτελούν έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξαιρούνται από την επιβολή δασμών εισαγωγής. Παραπέμπουν στον Κ. 3(1)(α) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Απαλλαγές με βάση τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας) Κανονισμών του 2001, (Κ.Δ.Π. 321/2001), τονίζοντας ότι, σύμφωνα με το Παράρτημα Γ, Μέρος 11, ΄Αρθρο 4(β) της Συνθήκης, η NAAFI εξαιρείται από την επιβολή δασμών εισαγωγής. Ο πιο πάνω Κανονισμός προβλέπει τα εξής:-
«3. - (1) Επιβαρύνονται με μηδενικό συντελεστή -
(α) ΄Ολες οι φορολογητέες παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται σε πρόσωπα ή οργανισμούς, οι οποίοι δικαιούνται, με βάση τη Συνθήκη, να απαλλάσσονται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών αναφορικά με τα αγαθά αυτά·»
Εισηγούνται ότι, από την ΄Εκθεση Ελέγχου που ετοιμάστηκε από το λειτουργό του Φ.Π.Α., προκύπτει διαφοροποίηση και κατηγοριοποίηση των προϊόντων από τον ΄Εφορο, οι οποίες δεν έχουν έρεισμα το Νόμο. Η ΄Εφορος Φ.Π.Α., με την απόφασή της, διακρίνει μεταξύ των εισαγομένων κρασιών και των εισαγομένων μπυρών, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα. Με αναφορά στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση προς τους ιδίους, ημερομηνίας 8/3/2004, όπου αναφέρεται ρητά ότι η NAAFI περιλαμβάνεται στους οργανισμούς οι οποίοι δικαιούνται απαλλαγής από την καταβολή εισαγωγικών δασμών, καταλήγουν ότι οι παραδόσεις αγαθών που πραγματοποιούνται προς αυτή επιβαρύνονται με μηδενικό συντελεστή Φ.Π.Α. Ταυτόχρονα, επισημαίνουν ότι, στην περίπτωσή τους, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Κ. 3(2)[1] της Κ.Δ.Π. 321/2001, γιατί, ως θέμα πρακτικής, μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδέποτε απαιτήθηκε για τα μη εγχώρια προϊόντα, εκ των προτέρων, η υποβολή οποιουδήποτε εντύπου και, εν πάση περιπτώσει, αρμόδιες για την έκδοσή του είναι οι Βρετανικές Βάσεις, μετά από εξουσιοδότηση του Υπουργού Οικονομικών. Στην παρούσα περίπτωση, οι Βρετανικές Βάσεις δεν εξέδωσαν το σχετικό πιστοποιητικό, κατόπιν σχετικής συμφωνίας και ή υπόδειξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τις πιο πάνω θέσεις των αιτητών, με αναφορά στον Κ. 3 των Κ.Δ.Π. 153/1992 και Κ.Δ.Π. 321/2001 και στα ΄Αρθρα 34(1) του Ν. 246/90 και 49(1) του Ν. 95(Ι)/2000[2]. Ο Υπουργός Οικονομικών, υπέβαλαν, έχει εξουσιοδοτήσει τον αρμόδιο λειτουργό των Βρετανικών Βάσεων να χορηγεί τη σχετική άδεια. Πρόκειται για το ΄Εντυπο V6Α, το οποίο ετοιμάστηκε σε συνεργασία με τις Βρετανικές Βάσεις, και, γι' αυτό, έχει εκδοθεί σχετική Εγκύκλιος ημερομηνίας 22/2/1993. Είναι η θέση τους ότι κριτήριο του Εφόρου Φ.Π.Α. είναι η κατοχή της σχετικής άδειας, την οποία εξουσιοδοτήθηκε να εκδίδει ο αρμόδιος λειτουργός των Βρετανικών Βάσεων, σύμφωνα με τη νομοθεσία, και η οποία εδώ δεν υπάρχει.
Στην απαντητική αγόρευση του συνηγόρου τους, οι αιτητές προβάλλουν ακόμη ένα λόγο ακύρωσης. Υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι υπογεγραμμένη από το πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται, δηλαδή την ΄Εφορο Φ.Π.Α., με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται ανυπόστατη. Παραπέμπουν δε, προς ενίσχυση του ισχυρισμού τους, στη Μαρία Σταυρινίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 250/98, 20/11/98.
Οι καθ' ων η αίτηση, σε σχέση με το λόγο αυτό, δεν ανέφεραν ο,τιδήποτε.
Θεωρώ ορθό να εξετάσω πρώτο το λόγο σε σχέση με το ανυπόστατο της απόφασης.
Στην υπόθεση Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, αναφέρεται ότι:- (σελ. 994-995)
«΄Εχει νομολογηθεί ότι τα διοικητικά όργανα πρέπει να τηρούν έγγραφες καταχωρίσεις (written records) των αποφάσεων τους. Αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της χρηστής διοίκησης (Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, 283, Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, 543, Kyprianou and Others (No. 2) v. Republic (1975) 3 C.L.R. 187).
Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση - καταγράφονται στις παραγ. (1) - (3), πιο πάνω. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων.
Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι η πρόταση για μετάθεση έχει γίνει από αναρμόδιο όργανο.»
΄Εχω διεξέλθει το διοικητικό φάκελο και δεν έχω εντοπίσει σ' αυτόν να υπάρχει οποιαδήποτε απόφαση της Εφόρου Φ.Π.Α., που να αφορά στην επιβληθείσα φορολογία, ή ότι η απόφαση λήφθηκε νομίμως εκ μέρους της. Η επιστολή, η οποία απεστάλη στους αιτητές, δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απλά υπογεγραμμένη από λειτουργό για λογαριασμό της Εφόρου Φ.Π.Α.
Ζήτημα απουσίας απόφασης της Εφόρου Φ.Π.Α., για το χρόνο που ίσχυε ο Ν. 246/90 - (1/11/1996 - 31/1/2002) - εξετάστηκε στην P. Tofinis Estates Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 453/03, 16/9/04. Με τα εκεί αποφασισθέντα συμφωνώ και τα παραθέτω:-
«Βάσει του σχετικού νόμου η αρμοδιότητα για τη λήψη της απόφασης ανήκε σε μόνο τον ΄Εφορο Φ.Π.Α., στον οποίο αναφέροντο τα άρθρα 2 και 3. Δεν περιλαμβανόταν πρόνοια ότι αυτή η εξουσία μπορούσε να ασκηθεί και από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με ρητή πρόνοια στους περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμους: βλ. τον περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμο του 1961 (Ν. 58/1961 όπως τροποποιήθηκε) και τον ομώνυμο Νόμο του 2002, Ν. 118(Ι)/2002 που κατάργησε τον προηγούμενο. ΄Οπως υπέδειξε ο συνήγορος της αιτήτριας, ο νόμος που εδώ ενδιαφέρει παρείχε τη δυνατότητα εξουσιοδότησης μόνο για παραλαβή δειγμάτων, βάσει του άρθρου 41, και για έρευνα σε υποστατικά ή τόπο, βάσει του άρθρου 42. Σημειώνω εξ άλλου πως δεν έχει γίνει εισήγηση ότι υπήρξε εκχώρηση εξουσίας δυνάμει του περί Εκχωρήσεως και Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμο του 1962 (Ν. 23/62), και ούτε εντοπίστηκε ο,τιδήποτε το σχετικό. Καταλήγω λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως.»
Για το μέρος της απόφασης που αφορά τη φορολογική περίοδο 1/2/2002 - 31/1/2004, για την οποία εφαρμογής τυγχάνει το ΄Αρθρο 4(2)[3] του Ν. 95(Ι)/2000, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από 1/2/2002, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε από τα προβλεπόμενα στο πιο πάνω ΄Αρθρο.
Η κατάληξη σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο καθιστά αχρείαστη την ενασχόλησή μυ με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «(2) Οι διατάξεις της παραγράφου (1) δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το πρόσωπο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών έχει εξασφαλίσει προηγουμένως γραπτή άδεια του Υπουργού Οικονομικών ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Οικονομικών με την οποία -
(α) Εξουσιοδοτείται η επιβάρυνση με μηδενικό συντελεστή της εν λόγω παράδοσης ή παροχής· και
(β) καθορίζεται ο σκοπός για τον οποίο τα αγαθά ή οι υπηρεσίες θα χρησιμοποιούνται.»
[2] Ο Ν. 246/90 ίσχυε μέχρι 31/1/2002. Από την 1/2/2002 τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν. 95(Ι)/2000 - (βλ. Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 3572, 1/2/2002).
[3] «(2) Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο ΄Εφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου· και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον ΄Εφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.»