ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 ΑΑΔ 1190
Bαρδιάνος Πάνος Π. ν. Edwin John Thomas Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 439/2008)
28 Νοεμβρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
IVANE TSITSAKISHVILI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ'ων η αίτηση.
Μ. Σαββίδου, για τον Αιτητή.
Δ. Νικολάτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 20/3/2008 επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων της 21/9/2007, με την οποία απορρίφθηκε διοικητική προσφυγή του για παροχή διεθνούς προστασίας.
(α) Τα γεγονότα.
Ο αιτητής, ο οποίος είναι Γεωργιανός, Χριστιανός στο θρήσκευμα, έφθασε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 24/12/2002 ως επισκέπτης και στις 29/11/2004 υπέβαλε αίτημα για άσυλο. Ενώ στην αίτηση ασύλου ο αιτητής είχε ισχυριστεί ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί κινδύνευε η ζωή του λόγω των πολιτικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, κατά τη συνέντευξη ανέφερε στον υπεύθυνο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του λόγω οικονομικών προβλημάτων, των άσχημων συνθηκών διαβίωσης και ότι είχε έρθει στην Κύπρο για να παρευρεθεί στο γάμο της κόρης του.
Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα με αιτιολογημένη απόφαση της στις 30/5/2006, αφού έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως αυτές καθορίζονται στους περί Προσφύγων Νόμους του 2000-2005 και ότι οι λόγοι του αιτήματος ήταν οικονομικοί. Ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην οποία προβλήθηκαν ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί για απειλές που δέχθηκε από οργανωμένη εγκληματική οργάνωση που ασκούσε έλεγχο στην περιοχή όπου ζούσε. Η Αναθεωρητική Αρχή υιοθετώντας την εισήγηση αρμόδιας λειτουργού της εξέδωσε εμπεριστατωμένη απόφαση στις 21/9/2007, με την οποία απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του ως αόριστοι και ανυπόστατοι. Η πιο πάνω απορριπτική απόφαση στάληκε στη διεύθυνση που δόθηκε από τον αιτητή με συστημένη επιστολή ημερομηνίας 26/9/2007, η οποία όμως επεστράφηκε ως αζήτητη. Η απόφαση στάληκε επίσης με τηλεομοιότυπο στους δικηγόρους του αιτητή στις 24/9/2007. Έξι περίπου μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 20/3/2008, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Οι καθ'ων η αίτηση υποβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι η συνταγματική προθεσμία των 75 ημερών έχει εκπνεύσει.
(β) Το εκπρόθεσμο της προσφυγής.
Ο αιτητής στο αιτητικό της προσφυγής του σημειώνει ότι έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 25/2/2008, ενώ στην αγόρευση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης στις 6/6/2008 και αφενός ότι ο ίδιος δεν παρέλαβε τη συστημένη επιστολή και αφετέρου ότι οι δικηγόροι του παρέλειψαν να τον ενημερώσουν. Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ο αιτητής είχε λάβει γνώση της επίδικης απόφασης πολύ πιο πριν από τις 25/2/2008.
Η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη. Ο αιτητής αμφισβητεί τη λήψη του τηλεομοιοτύπου και αν και δεν διευκρινίζει πώς είχε λάβει γνώση της επίδικης απόφασης, εντούτοις παραδέχεται ότι υπήρξε παράλειψη έγκαιρης ενημέρωσης του από τους δικηγόρους του. Η παράταση της προθεσμίας καταχώρισης μιας προσφυγής μπορεί να επεκταθεί όταν αποδειχθεί ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε ανώτερη βία. Στην παρούσα περίπτωση τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δικαιολογούν την υπερβολική καθυστέρηση που παρατηρήθηκε ως προς την καταχώριση της προσφυγής. Ο αιτητής θα μπορούσε εύκολα να πληροφορηθεί για την έκβαση της διοικητικής προσφυγής του, απευθυνόμενος στους δικηγόρους του. Η αμέλεια ή η παράλειψη των δικηγόρων του δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για την παράκαμψη της συνταγματικής προθεσμίας των 75 ημερών. Όπως έχει τονιστεί στην Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698, στη σελ. 704:
"Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:
"The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded."
Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.
Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς την πρόθεση του διαδίκου την απάντηση έδωσε η απόφαση στην Άλκης Χ. Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ. v. Terzian Trading House Ltd. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 102:
"Η απουσία πρόθεσης εκ μέρους του διαδίκου να εγκαταλείψει τη διαδικασία δεν είναι αφεαυτής αποφασιστική για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου."
Συμπερασματικά σημειώνεται ότι δεν έχουν προβληθεί εκ μέρους του αιτητή περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην παράταση της χρονικής προθεσμίας για την καταχώριση της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ