ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 930
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1797/2007)
28 Νοεμβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΜΙΤΣΑΣ
2. ΝΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Κ. Μελάς, για τους Αιτητές.
Χρ. Τιμοθέου για Χρ. Πουργουρίδη, για το Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές, ως φυσικά πρόσωπα και ενοικιαστές του ξενοδοχείου Caravel στη Λεμεσό, ιδιοκτησία της Pan Amman Hotels Limited, υπέβαλαν αίτηση στις 15.3.07 για σύνδεση του ξενοδοχείου με την υδατοπρομήθεια της κοινότητας Αγίου Τύχωνα. Το Κοινοτικό Συμβούλιο του Αγίου Τύχωνα (εφεξής «το Συμβούλιο»), απέρριψε το αίτημα στις 29.3.07 ενόψει του ότι η ιδιοκτήτρια εταιρεία όφειλε σε αυτό το ποσό των £9.424,92 ως τέλη υδατοπρομήθειας. Η παροχή νερού ενόψει της πιο πάνω οφειλής είχε αποκοπεί με αφαίρεση του υδρομετρητή από τις 27.6.02.
Οι αιτητές με νέες επιστολές τους ημερ. 12.4.07 και 4.5.07 επέμεναν στην υλοποίηση του αιτήματος για παροχή νερού, αλλά το Συμβούλιο με επιστολή ημερ. 4.5.07 τους πληροφόρησε και πάλι ότι το αίτημα είχε απορριφθεί για το λόγο ότι η ξενοδοχειακή μονάδα όφειλε το προαναφερθέν ποσό κατανάλωσης υδατοπρομήθειας. Οι αιτητές με νέα επιστολή τους ημερ. 10.5.07, ζήτησαν από το Συμβούλιο την επανεξέταση του ζητήματος, διότι οι αιτητές δεν είχαν προσωπική ευθύνη για το χρέος της ιδιοκτήτριας εταιρείας, η οποία βρισκόταν υπό εκκαθάριση και ήταν η οφειλέτρια του ποσού, οποιαδήποτε δε πληρωμή θα έπρεπε να αναζητηθεί από το Συμβούλιο, μέσω του εκκαθαριστή. Το Συμβούλιο δεν απάντησε.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα οι αιτητές επιδιώκουν διάταγμα ότι το Συμβούλιο είναι ένοχο συνεχιζόμενης παράλειψης να απαντήσει, κατά παράβαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος, η παράλειψη δε αυτή είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα και κατά συνέπεια ό,τι παραλήφθηκε να γίνει, θα πρέπει να εκτελεστεί.
Οι αιτητές στη γραπτή τους αγόρευση, μέσω του δικηγόρου τους, διατείνονται ότι το νομικό σημείο στο οποίο διαφωνούν τα μέρη είναι κατά πόσο υπήρχε ή όχι υποχρέωση του Συμβουλίου να απαντήσει στην τελευταία επιστολή. Κατά τους αιτητές, η επιστολή αυτή περιέχει νέα στοιχεία που καθιστούσαν επιβεβλημένη τη διεξαγωγή νέας έρευνας εφόσον αυτή πληροφορούσε το Συμβούλιο ότι το χρέος οφειλόταν από την εταιρεία, η οποία βρισκόταν υπό εκκαθάριση και οι αιτητές ως άτομα δεν είχαν προσωπική ευθύνη. Με βάση τις αρχές που έχει καθορίσει η νομολογία μετά την πάροδο των τριών μηνών από την υποβολή αιτήματος ο αιτούμενος δικαιούται να θεωρήσει την παράλειψη ως άρνηση και να την προσβάλει με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου. Εναλλακτικά, δικαιούται να επιμείνει στην προσβολή της παράλειψης απάντησης δυνάμει του Άρθρου 29, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.
Το Συμβούλιο αντιτείνει ότι οι αιτητές δεν είχαν προσκομίσει οποιοδήποτε νέο στοιχείο με την επιστολή τους ούτως ώστε να χρήζει επανεξέτασης το αίτημα τους και επομένως δεν υπήρχε και υποχρέωση απάντησης εφόσον τα ενώπιον του Συμβουλίου στοιχεία δεν είχαν μεταβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο. Η ενοικίαση από τους αιτητές της ξενοδοχειακής μονάδας ήταν γνωστή στο Συμβούλιο από τις 15.3.07, όταν αυτοί είχαν επισυνάψει στην τότε επιστολή τους και το σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο. Όταν εξετάστηκε η αίτηση, αυτή είχε απορριφθεί με το δικαιολογητικό ότι οφειλόταν το σχετικό ποσό από την εταιρεία και δεν διαφοροποιήθηκε το στοιχείο αυτό με την επιστολή των αιτητών ημερ. 10.5.07.
Έχοντας με προσοχή εξετάσει το όλο ζήτημα, κρίνεται ότι πράγματι δεν δόθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο στο Συμβούλιο για να χρειάζεται απάντηση εντός της εννοίας του Άρθρου 29. Όπως φανερώνεται και από το σχετικό διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «Α», οι αιτητές όταν υπέβαλαν την πρώτη αίτηση τους για να συνδεθεί το ξενοδοχείο με την κοινοτική υδατοπρομήθεια, επισύναψαν το ενοικιαστήριο έγγραφο με το οποίο οι ίδιοι είχαν καταστεί από 1.6.03, ενοικιαστές του ξενοδοχείου. Όπως αναφερόταν στη σχετική συμφωνία ενοικίασης, η ιδιοκτήρια εταιρεία του ξενοδοχείου ήταν η Pan Amman Hotels Limited. Όταν επομένως το Συμβούλιο αρνήθηκε την παροχή της σύνδεσης, γνώριζε την ιδιότητα και των αιτητών, αλλά και ότι η εταιρεία εξακολουθούσε να οφείλει στο Συμβούλιο ποσό χρημάτων ως τέλη υδατοπρομήθειας και αυτός ήταν και ο λόγος απόρριψης του αιτήματος όπως κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο των αιτητών με την επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 4.5.07. Σε αυτή την επιστολή αναφέρθηκε ότι η ξενοδοχειακή μονάδα, ασχέτως ιδιοκτησίας, όφειλε τέλη από προηγούμενη κατανάλωση, την οποία θα έπρεπε οι αιτητές να πληρώσουν, για να μπορέσει το Συμβούλιο να επανασυνδέσει τη μονάδα με την υδατοπρομήθεια της περιοχής. Με την επίμαχη επιστολή τους οι αιτητές ημερ. 10.5.07, δεν έθεσαν οτιδήποτε το νέο, τα δε θεωρούμενα από αυτούς ως νέα στοιχεία, δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η νομική προσέγγιση των αιτητών στο όλο θέμα, με αναφορά στην ατομική τους ευθύνη να πληρώσουν την υδατοπρομήθεια. Στην επιστολή αναφερόταν ότι η εταιρεία Pan Amman Hotels Limited, ήταν η οφειλέτρια του ποσού (κάτι που ήταν ήδη γνωστό στο Συμβούλιο), αλλά βρισκόταν υπό εκκαθάριση και θα έπρεπε να αναζητηθεί πληρωμή μέσω του εκκαθαριστή της εταιρείας. Δεν γίνεται αντιληπτό πώς αυτή η τοποθέτηση των αιτητών αποτελούσε νέο στοιχείο ή διαφοροποιούσε την πραγματική και νομική κατάσταση των αιτητών, οι οποίοι ήταν απλώς οι ενοικιαστές του ξενοδοχείου, δεδομένο γνωστό στο Συμβούλιο, εφόσον η θέση του Συμβουλίου ήταν εξ αρχής ότι η ξενοδοχειακή μονάδα, που ανήκε στην εταιρεία, όφειλε τέλη υδατοπρομήθειας, αυτά δε, έπρεπε να πληρωθούν πριν γίνει επανασύνδεση της υδατοπρομήθειας.
Στην απαντητική τους αγόρευση οι αιτητές θεωρούν ότι η μη προσωπική ευθύνη τους, η ενημέρωση ότι η εταιρεία ήταν η οφειλέτρια, η πληροφόρηση ότι αυτή ήταν υπό εκκαθάριση και η εισήγηση ότι η πληρωμή έπρεπε να γίνει από τον εκκαθαριστή, αποτελούσαν νέα στοιχεία. Όπως προαναφέρθηκε αυτό δεν είναι ορθό. Το γεγονός ότι η οφειλή ανήκε στην εταιρεία ήταν ήδη γνωστό στο Συμβούλιο και συνακόλουθα γνωστό ήταν και ότι δεν ήταν οι αιτητές που όφειλαν το ποσό. Πρόσθετα, το γεγονός ότι η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση, δεν θα μπορούσε να αφορούσε το Συμβούλιο ούτε το αίτημα του να καταβληθούν σ΄ αυτό τα τέλη της υδατοπρομήθειας. Αυτό ήταν θέμα που αφορούσε τους αιτητές και την εταιρεία και τη μεταξύ τους σχέση.
Η υπόθεση Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777, αποτελεί αυθεντία για το ζήτημα ότι το Άρθρο 29 του Συντάγματος δύναται να δώσει το έναυσμα για άσκηση διοικητικής προσφυγής, όταν η διοίκηση αρνείται ή παραλείπει εντός 30 ημερών να γνωστοποιήσει τη θέση της δεόντως αιτιολογημένη σε έγγραφες αιτήσεις ή παράπονα του πολίτη, αλλά η διοίκηση δεν είναι υποχρεωμένη να απαντά σε αιτήματα στα οποία είχε ήδη δοθεί προηγουμένως αιτιολογημένη απάντηση. (Pangyprios Enosis Epistimonon Chιmikon v. Minister of Education (1983) 3 C.L.R. 745). Ορθά επισημαίνουν οι αιτητές ότι στην Πίτσιλλος (ανωτέρω), ο εκεί αιτητής είχε υποβάλει ένα στείρο αίτημα επανεξέτασης της θέσης του, χωρίς την προσκόμιση νέων στοιχείων. Αλλά και εδώ, οι αιτητές δεν προσέφεραν ουσιαστικά νέα στοιχεία. Απλά επένδυσαν το νέο αίτημα τους για επανεξέταση με νομική θεώρηση, χωρίς να υπάρχει αλλαγή των ουσιαστικών δεδομένων. Νέα στοιχεία θεωρούνται εκείνα τα οποία εξ αντικειμένου κρινόμενα έχουν δημιουργηθεί εκ των υστέρων και αλλάζουν τα υπαρκτά δεδομένα, ή, προϋπήρχαν, αλλά αιτιολογημένα, για κάποιο λόγο, δεν ήταν εξ αρχής στη γνώση του διοικούμενου για να τα θέσει ενώπιον της διοίκησης, κατά το πρώτο αίτημα του.
Υπάρχει, όμως και άλλη βάση πάνω στην οποία κρίνεται απορριπτέα η προσφυγή των αιτητών. Και αυτή είναι ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθορίσει ότι οι λέξεις «αιτήσεις ή παράπονα» στο Άρθρο 29.1, έχουν την έννοια του αιτήματος από πλευράς ουσιαστικής προς τη διοίκηση αναφοράς και όχι την έννοια των συνηθισμένων αιτήσεων που κάθε πολίτης είναι υποχρεωμένος να υποβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις μιας ισχύουσας νομοθεσίας, για να τύχει κάποιας άδειας όπως π.χ. άδεια οικοδομής, ανόρρυξης φρέατος, λατόμευσης κλπ. Αυτή η θεώρηση καταγράφηκε το πρώτον στην πρωτόδικη απόφαση Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1167, από τον Αρτεμίδη, Δ., (όπως ήταν τότε), υιοθετήθηκε δε αργότερα στη Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, όπου η Ολομέλεια προέβηκε σε μια εκτεταμένη ανασκόπηση του Άρθρου 29 και του ιστορικού που οδήγησε στην εισαγωγή του με αναφορά στο Ελλαδικό Σύνταγμα. Το Άρθρο 29 δημιούργησε νομικό ατομικό δικαίωμα, το λεγόμενο δικαίωμα του «αναφέρεσθαι προς τας αρχάς», με καταβολές στο Αγγλικό The Bill of Rights Act 1689. Εφαρμόστηκε μετά στην Πρώτη Τροποποίηση του Συντάγματος των Η.Π.Α. καθώς και σε σειρά νομοθετικών κειμένων στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Η ουσία του θέματος είναι ότι το Άρθρο 29, με το δικαίωμα που παραχώρησε σε διοικούμενους να υποβάλουν στις διοικητικές αρχές έγγραφες αναφορές για την επανόρθωση ή αποτροπή ηθικής ή υλικής βλάβης, έχει την έννοια της αναφοράς στη διοίκηση για να ληφθεί απόφαση από αυτή σε σχέση με ενέργεια ή παράλειψη της και όχι απλώς τη συμμόρφωση του διοικούμενου με νομοθετικές επιταγές για να τύχει κάποιας άδειας.
Στην προαναφερθείσα υπόθεση της Ολομέλειας είχαν δοθεί παραδείγματα αδειών όπως οικοδομής, ανόρρυξης φρέατος ή λατόμευσης, στην δε Πρωτοπαπάς (ανωτέρω), αναφέρθηκε και η άδεια για πώληση οινοπνευματωδών ποτών. Αναμφίβολα, όμως, καλύπτονται παντός είδους παρόμοιες αιτήσεις, όπως και η παρούσα, που αφορά την παροχή υδατοπρομήθειας. Η απόφαση στην Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστοφόρου υιοθετήθηκε και στη Δήμος Λεμεσού ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 Α.Α.Δ. 610, όπου και πάλι η Ολομέλεια προέβηκε σε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας με αναφορά και σε πρωτόδικες αποφάσεις, σημειώθηκε δε ότι δεν είχε εγερθεί ζήτημα απόκλισης από αυτήν. Επομένως, η αίτηση των αιτητών που αφορά στη χορήγηση αδείας από τη διοίκηση, η οποία άδεια μπορεί να δοθεί μόνο εφόσον οι αιτητές συμμορφωθούν με την κείμενη νομοθεσία, εκφεύγει της εμβέλειας του Άρθρου 29.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα (περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α.), εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ΄ ου.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ