ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1312/2006)

 

26 Νοεμβρίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ Ξ. ΚΟΥΦΤΕΡΟΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Γ. Χατζημιχαήλ (κα), για τον Αιτητή.

Α. Βασιλειάδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, στο εξής η ΕΔΥ, η οποία του γνωστοποιήθηκε με επιστολή της ημερομηνίας 10.2.2005, προάχθηκε στη θέση Γενικού Διευθυντή, Υπουργικό Συμβούλιο, αναδρομικά από 1.8.1995 μέχρι την ημερομηνία αφυπηρέτησής του, που ήταν η 1.6.1996.

 

Η δικηγόρος του Αιτητή, με επιστολή της ημερομηνίας 13.6.2005 προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ζήτησε για τον πελάτη της: (α) την καταβολή της αποζημίωσης που προκύπτει από την αναδρομική προαγωγή του, πλέον νόμιμο τόκο, (β) καταβολή όλων των επιδομάτων καθώς και χρηματική αποζημίωση για κάθε δημόσιο δικαίωμα το οποίο απολάμβαναν οι κάτοχοι των αντίστοιχων θέσεων κατά τον ουσιώδη χρόνο, πλέον νόμιμο τόκο, και (γ) αναθεώρηση των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων από 1.6.1996 και εντεύθεν.

 

Το λογιστήριο της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά παρέλευση 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της προαγωγής του Αιτητή και αφού είχε αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο και πήρε διαβεβαίωση ότι δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή, προέβη σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς το Γενικό Λογιστήριο, για καταβολή στον Αιτητή της οφειλόμενης αποζημίωσης για την αναδρομική προαγωγή του (διαφορά μισθού και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων - βλ. (α) και (γ) ανωτέρω). 

 

Το Γενικό Λογιστήριο με τη σειρά του προέβη στον διακανονισμό των εν λόγω αποζημιώσεων και συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, όχι όμως και των άλλων επιδομάτων και τόκων, λόγω αμφιβολιών ως προς την υποχρέωση καταβολής τους, με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα της περίπτωσης του Αιτητή.  Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς το οποίο διαβιβάστηκε το όλο θέμα για χειρισμό λόγω αρμοδιότητας, ζήτησε την επί τούτου νομική συμβουλή.

 

Στις 13.2.2006, οι καθ'ων η αίτηση έλαβαν νομική συμβουλή από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ότι δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτό το αίτημα που παρέμεινε, αφού στην Εγκύκλιο με αρ. 1224, ημερομηνίας 2.9.2002, την οποία θεώρησαν ως σχετική, αναφέρεται ότι ωφελήματα δικαιούνται εν ενεργεία υπάλληλοι και παύουν να ισχύουν όταν «.. ο υπάλληλος θα είναι εκτός ενεργού υπηρεσίας, όπως είναι η περίπτωση της έναρξης της προαφυπηρετικής του άδειας».

 

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω νομικής συμβουλής, οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 8.5.2006, ενημέρωσαν σχετικά το δικηγόρο του Αιτητή, ότι το εναπομείναν αίτημα δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό, εφόσον ο Αιτητής μόνο νοερά υπηρέτησε στη θέση, αφού είχε στο μεταξύ αφυπηρετήσει.       

 

Ο Αιτητής με τρεις λόγους ακύρωσης, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση της Διοίκησης. 

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Αιτητή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης. 

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό για πλάνη περί το νόμο, προβλήθηκαν δύο επιχειρήματα.  Πρώτον, ότι το άρθρο 55(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, προβλέπει ότι στις απολαβές υπαλλήλου περιλαμβάνεται ο μισθός του και τα εκάστοτε καθορισμένα επιδόματα.  Περαιτέρω, η δικηγόρος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι στους περί Προϋπολογισμού της Δημοκρατίας Νόμους του 1995 και 1996 περιλαμβάνονταν όλα τα επιδόματα και ωφελήματα για τη συγκεκριμένη θέση, τα οποία οι καθ'ων η αίτηση όφειλαν να υπαγάγουν και στον Αιτητή, και όχι να επικαλούνται, για να στηρίξουν την άρνηση τους, την Εγκύκλιο 1224, ημερ. 2.9.02, η οποία με κανένα τρόπο δεν καταργεί τα δικαιώματα του Αιτητή.  Υποστήριξε επίσης ότι η αποκατάσταση υπαλλήλου συνεπάγεται τη δυναμική και καθολική αποκατάστασή του, τόσο ως προς την εξέλιξη της υπηρεσιακής κατάστασης του, όσον και της αποκατάστασης ως προς τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την υπηρεσιακή του κατάσταση.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι οι Προϋπολογισμοί των ετών 1995 και 1996, με κανένα τρόπο δεν δημιουργούν δικαίωμα για παροχή των δικαιωμάτων που αξιώνει ο Αιτητής.  Το δικαίωμα στα επιδόματα προκύπτει από τις εκάστοτε Εγκυκλίους/Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, τα δε κονδύλια τους, περιλαμβάνονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς του κράτους για όσους Γενικούς Διευθυντές ασκούσαν ενεργά τα καθήκοντά τους.  Ο Αιτητής δεν υπηρέτησε πραγματικά κατά την επίδικη περίοδο ως Γενικός Διευθυντής και κατ' επέκταση δεν είχε υποστεί έξοδα ως εκ της θέσης του.  Περαιτέρω, δεν του καταβλήθηκε επίδομα για χρήση υπηρεσιακού αυτοκινήτου, για το λόγο ότι δεν χρησιμοποιούσε τέτοιο αυτοκίνητο κατά την πιο πάνω περίοδο.  Τέλος, ο Αιτητής υπηρετούσε κατά την επίδικη περίοδο, στη θέση Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και του καταβαλλόταν το προβλεπόμενο για τη θέση αυτή επίδομα φιλοξενίας.

 

Στο στάδιο της μελέτης της υπόθεσης, το Δικαστήριο θεώρησε σκόπιμο να επανανοίξει την υπόθεση.  Πρώτον, γιατί οι καθ'ων η αίτηση δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου την Εγκύκλιο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά την Εγκύκλιο αρ. 1224, ημερ. 2.9.2002, την εφαρμογή της οποίας είχε αμφισβητήσει η πλευρά του Αιτητή.  Δεύτερον, στην συγκεκριμένη Εγκύκλιο του 2002 αναφέρεται στην τελευταία παράγραφο ότι αυτή αντικαθιστούσε άλλη προγενέστερη Εγκύκλιο με αρ. 1150, ημερ. 8.8.1998.  Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο ζήτησε να εφοδιαστεί με αντίγραφα της Εγκυκλίου του 1998 ή και άλλων προγενέστερων αυτής Εγκυκλίων, εφόσον ο ουσιώδης για τον Αιτητή χρόνος, ήταν η περίοδος 1995-1996 και όχι το 2002.

 

Στο στάδιο των περαιτέρω διευκρινήσεων η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ'ων η αίτηση παρουσίασε αντίγραφο της Εγκυκλίου 1150 ημερ. 18.8.1998, δηλώνοντας ότι πριν το 1998 δεν υπήρχαν άλλες Εγκύκλιοι, αλλά το όλο θέμα των συγκεκριμένων ωφελημάτων διέπετο από την εκάστοτε πρακτική του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο ζήτησε να πληροφορηθεί για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 6881, ημερ. 13.3.1986, στην οποία γίνεται αναφορά στη σελίδα 7 των αγορεύσεων των καθ'ων η αίτηση, χωρίς όμως να επισυνάπτεται στην αγόρευση.  Η συνήγορος των καθ'ων η αίτηση τελικά εφοδίασε το Δικαστήριο με σχετικό αντίγραφο της απόφασης.

 

Με βάση τα όσα ανέφερε η κα Καρακάννα, οι καθ'ων η αίτηση δεν φαίνεται να αμφισβητούν ότι τα συγκεκριμένα ωφελήματα, παραχωρούνταν κατά την επίδικη περίοδο ως θέμα πρακτικής και σύμφωνα με τους όρους που τελικά κωδικοποιήθηκαν στις Διατάξεις που επισυνάπτονται στην Εγκύκλιο 1150 του 1998.

 

Με βάση λοιπόν το πιο πάνω καθεστώς, θα προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης.

 

Έχω μελετήσει τις εισηγήσεις της ευπαίδευτης δικηγόρου του Αιτητή.  Κατ' αρχάς δε συμφωνώ ότι οι Προϋπολογισμοί μπορεί να θεωρηθούν, όπως εισηγείται η κα Χατζημιχαήλ, ότι δημιουργούν δικαίωμα για παροχή επιδομάτων, χωρίς να υπάρχει προηγούμενη απόφαση της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το δικαίωμα για παροχή ωφελημάτων, ο Αιτητής το έλκει από την πρακτική του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία εφαρμοζόταν μέχρι το 1998 και η οποία κωδικοποιήθηκε με την Εγκύκλιο 1150. 

 

Αναφορικά με την πλάνη περί τα πράγματα, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η διοίκηση στην απορριπτική επιστολή της ημερομηνίας 8.5.2006, εσφαλμένα αναφέρει ότι ο Αιτητής αφυπηρέτησε την 1.9.1996, αφού στην πραγματικότητα αφυπηρέτησε την 1.6.1996.  Επομένως, κατά το χρόνο της αναδρομικής προαγωγής του, αυτός βρισκόταν σε ενεργό υπηρεσία στη θέση Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, μέχρι που πήρε την προαφυπηρετική του άδεια στις 13.5.1996.  Είναι γεγονός ότι στην επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, στην παράγραφο 2(δ) γίνεται αναφορά στην 1.9.1996, ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του, αντί της 1.6.1996.  Οι δύο πλευρές τελικά συμφωνούν ότι πρόκειται περί λάθους, διαφωνούν όμως ως προς τις συνέπειες. 

 

Είναι γνωστή η αρχή ότι η διαπίστωση πλάνης ως προς το συγκεκριμένο γεγονός, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης.  Η πλάνη πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου (Βλ. Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 43).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η λανθασμένη αναφορά στην περίοδο «από 1.8.95 μέχρι 1.9.96», αντί στην περίοδο 1.8.1995 μέχρι 1.6.1996, δεν επέδρασε στην τελική κρίση, εφόσον το ζητούμενο ήταν κατά πόσο ο Αιτητής ήταν ή όχι σε ενεργό υπηρεσία στη συγκεκριμένη θέση κατά την επίδικη περίοδο, όποιας διάρκειας και να ήταν, ώστε να δικαιούται στα επιδόματα.  Η διάρκεια της περιόδου θα είχε σημασία στον υπολογισμό των επιδομάτων, αν τελικά το αίτημα εγκρινόταν.  Εδώ όμως ο Αιτητής λόγω της αναδρομικότητας του διορισμού του και της αφυπηρέτησης του που μεσολάβησε, δεν κατάφερε να αναλάβει ενεργώς τα καθήκοντά του.  Η τοποθέτηση του στη θέση του Γενικού Διευθυντή ήταν μόνο πλασματική.

 

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, η οποία να έχει επίδραση ουσιωδώς στην απόφαση της διοίκησης.

 

Το τρίτο επιχείρημα που προβλήθηκε από τη δικηγόρο του Αιτητή αφορά στην πλάνη περί το νόμο.  Ισχυρίστηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση εξέτασαν το αίτημα με βάση την Εγκύκλιο 1224 του 2002, η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1.9.02, ενώ το αίτημα του Αιτητή αφορούσε την περίοδο από 1.8.1995-1.6.1996.  Δηλαδή, η διοίκηση προσέδωσε παράνομη αναδρομική ισχύ στην Εγκύκλιο.

 

Το συγκεκριμένο επιχείρημα φαίνεται να ευσταθεί.  Η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση, όπως έχω εξηγήσει, δέχθηκε ότι το θέμα των επιδομάτων και ωφελημάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο, ρυθμιζόταν με πρακτική η οποία τελικά κωδικοποιήθηκε στην Εγκύκλιο του 1998.  Με αυτό τον τρόπο εισηγήθηκε ότι δημιουργείται με βάση το άρθρο 60(2)(δ) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και την απόφαση Δημητριάδης ν. Δημοκρατίας (2005) 720/04, ημερ. 27.10.05, μια εσωτερική νομική δεσμευτικότητα για ένα υπάλληλο.  Όμως οι καθ'ων η αίτηση δεν στηρίχθηκαν στο πιο πάνω καθεστώς, αλλά στο καθεστώς όπως αυτό διατυπωνόταν στην Εγκύκλιο 1224 του 2002, προσδίδοντας της, όπως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος του Αιτητή, αναδρομική ισχύ.

 

Η πλάνη, αν και δεδομένη, εντούτοις είναι κατά την άποψή μου επουσιώδης, εφόσον οι δύο εγκύκλιοι (Αρ. 1224/2002 και Αρ. 1150/1998), παρά τις λεκτικές και συντακτικές τους διαφορές, στην ουσία περιέχουν τις ίδιες ακριβώς πρόνοιες και υπόκεινται στους ίδιους όρους.  Όπως έχω ήδη αναφέρει, η διαπίστωση πλάνης δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ακυρότητα της απόφασης.  Η ακύρωση επέρχεται μετά από διαπίστωση ότι η πλάνη επέδρασε στην τελική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου.  Στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι οι δύο εγκύκλιοι στην ουσία ήταν οι ίδιες, δεν προκύπτει οτιδήποτε άξιο προς περαιτέρω συζήτηση.  Το μόνο που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι και οι δύο εγκύκλιοι προβλέπουν με πανομοιότυπο τρόπο ότι ο υπάλληλος για να δικαιούται στα διάφορα επιδόματα θα πρέπει να βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία.  Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αιτητής δεν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, αφού είχε στο μεταξύ αφυπηρετήσει και η τοποθέτηση του στην επίδικη θέση ήταν πλασματική.

 

Ο δεύτερος και τρίτος λόγος ακύρωσης αφορούν στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.  Το παράπονο του Αιτητή είναι ότι οι καθ' ων η αίτηση αντί να προχωρήσουν σε δέουσα έρευνα για τον εντοπισμό των στοιχείων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν είτε το βάσιμο των διεκδικήσεων του Αιτητή, είτε την δικαιολόγηση της απόφασής τους, προχώρησαν σε απόρριψη του αιτήματος, επικαλούμενοι την Εγκύκλιο με αρ. 1224/2.9.02, την οποία λανθασμένα θεώρησαν ότι εφαρμοζόταν στην περίπτωση του Αιτητή.  Σύμφωνα με τη δικηγόρο του, αν οι καθ'ων η αίτηση διενεργούσαν τη δέουσα έρευνα, θα είχαν εντοπίσει ότι δεν εφαρμοζόταν η Εγκύκλιος του 2002, την οποία χρησιμοποίησαν ως κύρια αιτιολογία για απόρριψη του αιτήματος.

 

Δεν συμφωνώ ότι δεν διεξάχθηκε δέουσα έρευνα.  Όπως προκύπτει από το φάκελο, η ΕΔΥ ερεύνησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, με τη δέουσα προσοχή, γεγονός που αποδεικνύεται και από το ότι ζήτησε  σχετική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, πριν προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής της.

 

Τα δύο θέματα που σχετίζονται με την ημερομηνία αφυπηρέτησης του Αιτητή και με την αναφορά εκ παραδρομής στην πιο πρόσφατη εγκύκλιο, αντί στην εγκύκλιο του 1998, τα έχω ήδη εξετάσει σε σχέση με την πλάνη και δεν χρειάζεται να επανέλθω, εφόσον έκρινα ότι αυτά δεν επέδρασαν στην τελική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της αιτιολογίας, κατά την άποψή μου αυτή ήταν η δέουσα, αφού αφενός μεν από το ίδιο το περιεχόμενο της προκύπτει η νομική και πραγματική βάση στην οποία στηρίχθηκε η διοίκηση για να καταλήξει στην απόφασή της, αφετέρου δε η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα από τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα.

 

Αν παραχωρούνταν τα επίδικα επιδόματα, κατά την άποψή μου ο Αιτητής θα τοποθετείτο σε ευμενέστερη θέση έναντι των εν ενεργεία Γενικών Διευθυντών, εφόσον στην ουσία θα του καταβαλλόταν: (α) επίδομα αυτοκινήτου για τις υπηρεσιακές του διακινήσεις, ενώ ο ίδιος δεν είχε υπηρεσιακές διακινήσεις, αφού δεν ήταν εν ενεργεία και (β) επίδομα φιλοξενίας και παραστάσεως για έξοδα που ποτέ δεν έκανε, υπό τους όρους που θέτει η εγκύκλιος του 1998.  Εδώ, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Αιτητής, ως Διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, κατά τον ουσιώδη χρόνο, έπαιρνε σχετικό επίδομα φιλοξενίας για τη συγκεκριμένη θέση και ως εκ τούτου εάν του παραχωρείτο και επίδομα φιλοξενίας για την πλασματική τοποθέτησή του στη θέση Γενικού Διευθυντή, στην πράξη θα αμειβόταν δύο φορές για το ίδιο πράγμα.

 

Τέλος, προβάλλεται ότι με την έκδοση της επίδικης απόφασής της, η ΕΔΥ παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και εν γένει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, με το οποίο προστατεύεται η αρχή της ισότητας αφού, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής, στους υπόλοιπους Γενικούς Διευθυντές δόθηκαν τα επίδικα ωφελήματα.  Και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού το πιο πάνω άρθρο, ορθά ερμηνευόμενο, δεν προστατεύει μιαν ισοπεδωτική ισότητα, αλλά περιπτώσεις όπου υπάρχει ουσιαστική ομοιογένεια[1], πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, αφού οι Γενικοί Διευθυντές στους οποίους παραχωρήθηκαν τα επίδικα ωφελήματα ήταν εν ενεργεία και ως εκ τούτου τα ωφελήματα αποσκοπούσαν στο να καλύψουν τα αυξημένα έξοδα της άσκησης των καθηκόντων της επίδικης θέσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την άποψή μου εκδόθηκε στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς



[1] Βλ. Ζωή Νικολαΐδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999)  3 ΑΑΔ 7


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο