ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. ΕπιτροπήςΠροστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314
Tζιονή Xριστόδουλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 609
ΡΕΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ, Υπόθεση Αρ.956/06, 8 Νοεμβρίου 2007
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 64(I)/2001 - Ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμος του 2001
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 957/2006)
7 Οκτωβρίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 23, 25, 26, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Καθ' ης η Αίτηση.
_________________________
Κ. Καλλής, για τον Αιτητή.
Α. Αθανασιάδου (κα.) για Γεωργιάδη και Πελίδη, για την Καθ' ης η Aίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, (η «Επιτροπή»), κρίθηκε υπαίτιος παράβασης του ΄Αρθρου 71 του περί των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) Νόμου του 2002, (Ν. 148(Ι)/2002), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), των Οδηγιών της - Ε.Π.Ε.Υ. 1/2002 και Ε.Π.Ε.Υ. 1/2003 - και του εσωτερικού Κανονισμού λειτουργίας της εταιρείας Suphire Securities & Financial Services Ltd, (η «εταιρεία Suphire»). Του επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ.20.000,00, για την εξόφληση του οποίου δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 5/6/2006. Ο αιτητής αρνήθηκε να το καταβάλει και καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η εταιρεία Suphire ήταν εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λειτουργούσε με βάση άδεια που της δόθηκε από την Επιτροπή, ο δε αιτητής ήταν υπεύθυνος του τμήματος συναλλαγών για ίδιο όφελος, παράλληλα δε ενεργούσε και ως διαχειριστής χαρτοφυλακίων πελατών. Δυνάμει του Νόμου, η Επιτροπή, ως Εποπτική Αρχή των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), μετά από πληροφορίες πελατών της εταιρείας Suphire και, συγκεκριμένα, μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Συντάξεων της Α.Η.Κ. και του Ταμείου Προνοίας των Πιλότων των Κυπριακών Αερογραμμών αλλά και κατόπιν δημοσιευμάτων στον ημερήσιο τύπο για σοβαρές υπόνοιες για παραβάσεις εκ μέρους της εταιρείας Suphire της περί Κεφαλαιαγοράς νομοθεσίας, αποφάσισε να την καλέσει σε προφορικές παραστάσεις ενώπιόν της στις 15/3/2005, με σκοπό να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής εν όλω ή εν μέρει της άδειας λειτουργίας της ως Κυπριακής Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Κ.Ε.Π.Ε.Υ).
Στη συνεδρία της Επιτροπής της 15/3/2005, η εταιρεία Suphire εκπροσωπήθηκε από το νομικό της σύμβουλο. Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα όσα αυτός ανέφερε, αποφάσισε την αναστολή της άδειας παροχής από μέρους της συγκεκριμένων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών για περίοδο έξι εργάσιμων ημερών. Ακολούθησε έρευνα στα γραφεία της και διορισμός ερευνώντων λειτουργών, προκειμένου να διερευνηθούν οι ενδεχόμενες παραβάσεις που εγείρονταν. Ακολούθως, η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 24/3/2005, αποφάσισε την εν όλω αναστολή της άδειας λειτουργίας της εταιρείας Suphire, δίδοντας σ' αυτή προθεσμία τριών μηνών για να συμμορφωθεί με συγκεκριμένα άρθρα του Νόμου και Οδηγίες της.
Στις 16/5/2005, υποβλήθηκε στην Επιτροπή το Πόρισμα των ερευνώντων λειτουργών, το οποίο κατέγραφε σειρά πιθανών παραβάσεων του Νόμου και των Οδηγιών της Επιτροπής, τόσο από μέρους της εταιρείας Suphire όσο και από μέρους του αιτητή. Η Επιτροπή, σε νέα συνεδρία της στις 25/7/2005 και ενόψει του Πορίσματος, αποφάσισε να καλέσει τον αιτητή σε παραστάσεις ενώπιόν της. Τον ενημέρωσε δε σχετικά με επιστολή της ημερομηνίας 22/9/2005. Ο αιτητής αντέδρασε με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12/10/2005. Θεωρούσε μάταιο, ανέφερε, να υποβάλει οποιεσδήποτε παραστάσεις, ενόψει της προκατάληψης της Επιτροπής εναντίον του. Η Επιτροπή, στη συνέχεια, στη συνεδρία της στις 19/12/2005, διαπίστωσε ότι ο αιτητής (όπως και άλλοι υπάλληλοι) ήταν ένοχος παραβάσεων συγκεκριμένων άρθρων του Νόμου και Οδηγιών της, τον κάλεσε δε να υποβάλει τις απόψεις του, πριν από την απόφαση για τον καθορισμό των διοικητικών κυρώσεων. Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 8/2/2006, εισηγήθηκε ότι επρόκειτο για τυπικές παραβάσεις, οι οποίες είχαν διογκωθεί λόγω της μεγάλης δημοσιότητας που είχε δοθεί στην υπόθεση, και, ως εκ τούτου, η ζημιά που είχε ήδη ο ίδιος υποστεί από το γεγονός και μόνο αυτό συνιστούσε επαρκή τιμωρία. Η Επιτροπή, σε συνεδρία της ημερομηνίας 13/3/2006, αποφάσισε, για τους λόγους που εξηγούνται αναλυτικά στα πρακτικά της, να επιβάλει στον αιτητή διοικητικό πρόστιμο ύψους Λ.Κ.20.000.00. Του κοινοποίησε δε την απόφασή της αυτή, με επιστολή της ημερομηνίας 15/5/2006.
Ο αιτητής, με την προσφυγή του, προβάλλει διάφορους λόγους, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς του, δικαιολογούν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στη γραπτή αγόρευση, όμως, του συνηγόρου του, περιλαμβάνεται και ισχυρισμός για κακή σύνθεση της Επιτροπής.
Καίτοι, ο πιο πάνω λόγος δεν εξειδικεύεται στους νομικούς λόγους της αίτησης, ως απαιτεί ο Κ. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, κρίνω ότι αυτός θα πρέπει να εξεταστεί πρώτος. Πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξης, το οποίο εξετάζεται ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο - (βλ., μεταξύ άλλων, Σύνδ. Ασφ. Εταιρειών ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και Τζιονή ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 609).
Είναι η θέση του αιτητή ότι, από συγκεκριμένες συνεδρίες της Επιτροπής, απουσίαζαν μέλη της, χωρίς να φαίνεται αν αυτά προσκλήθηκαν, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το ΄Αρθρο 19(2), (3) και (4) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, (Ν. 64(Ι)/2001), (όπως τροποποιήθηκε)[1], («Ν. 64(Ι)/2001»), όπως και το ΄Αρθρο 21(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99)[2], («Ν. 158(Ι)/99»).
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Στο φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχουν τα πρακτικά οκτώ συνολικά συνεδριών της Επιτροπής. Οι δύο πρώτες έγιναν στις 14/3/2005, μεταξύ των ωρών 19:30 - 20:30 και 20:30 - 21:30, αντίστοιχα. Η τρίτη και τέταρτη έγιναν στις 15/3/2005, μεταξύ των ωρών 10:00 - 11:00 και 15:30 - 17:00, αντίστοιχα. Οι υπόλοιπες έγιναν στις 25/7/2005, 29/8/2005, 19/12/2005 και 13/3/2006, οπόταν λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Από τα πρακτικά, προκύπτει ξεκάθαρα ότι τα απόντα μέλη ειδοποιούνταν για τις συνεδρίες και αυτά ενημέρωναν την Επιτροπή για το λόγο για τον οποίο δε θα παρίσταντο. Συγκεκριμένα, στα πρακτικά των συνεδριών στις 14 και 15/3/2005, για την απουσία των μελών κ.κ. Κόκκινου και Βάκη από αυτές, αναφέρεται:-
(14/3/2005 19:30 - 20:30)
«Οι κκ Κόκκινος και Βάκης δεν προσήλθαν στη συνεδρία, παρόλο που είχαν δεόντως προσκληθεί, αφού η σημερινή ημέρα είναι δημόσια αργία - Δευτέρα της Καθαρής - και απουσίαζαν εκτός Λευκωσίας.»
(15/3/2005 10:00 - 11:00)
«Οι κκ. Σπ. Κόκκινος και Δ. Βάκης, οι οποίοι είχαν δεόντως προσκληθεί, δεν παρευρέθηκαν στη συνεδρία, λόγω άλλων ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων ενώπιον των δικαστικών αρχών σε διαδικασίες που δεν κατέστη δυνατό να αναβάλουν.»
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, οι συνεδρίες της Επιτροπής, από τις οποίες απουσίαζαν τα μέλη Κόκκινος και Βάκης, αφορούσαν αποκλειστικά την εταιρεία Suphire. Σ' αυτές, δε συζητήθηκαν θέματα που σχετίζονταν με τον αιτητή και την έκδοση της επίδικης απόφασης, όπως σαφώς προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα:-
Συνεδρία ημερομηνίας 14/3/2005 (19:30 - 20:30):-
«Η παρούσα συνεδρία έγινε με μοναδικό σκοπό τη συζήτηση αναφορικά με την Κ.Ε.Π.Ε.Υ. 'Suphire Securities and Financial Services Ltd' ('η Εταιρεία') μετά από τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών στον ημερήσιο τύπο σχετικά με τις εργασίες της Εταιρείας.»
Ειδικότερα, κατά την εν λόγω συνεδρία, η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει την εταιρεία να προβεί σε προφορικές παραστάσεις ενώπιόν της, προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο αναστολής εν όλω ή εν μέρει της άδειας λειτουργίας της ως Κ.Ε.Π.Ε.Υ.
Στη συνεδρία ημερομηνίας 15/3/2005 (10:00 - 11:00) αναφέρεται:-
«Η παρούσα συνεδρία έγινε με μοναδικό σκοπό την υποβολή των προφορικών παραστάσεων της Κ.Ε.Π.Ε.Υ. 'Suphire Securities and Financial Services Ltd' ('η Εταιρεία'), δια μέσου του δικηγόρου της, κ. Ντίνου Καλλή μετά από το αίτημα της Επιτροπής ημερομηνίας 15 Μαρτίου 2005, και τη μετέπειτα λήψη σχετικής απόφασης.»
Κατά την πιο πάνω συνεδρία, η Επιτροπή, αφού άκουσε τον νομικό σύμβουλο της εταιρείας, αποφάσισε να αναστείλει την άδεια λειτουργίας της για έξι εργάσιμες ημέρες.
Στα πλαίσια του ισχυρισμού για κακή σύνθεση, προβάλλεται, επίσης, από μέρους του αιτητή, παραβίαση του ΄Αρθρου 22 του (Ν. 158(Ι)/99)[3]. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι, από το πρακτικό της ενημέρωσης των απόντων μελών από τη συνεδρία της 14/3/2005, δεν προκύπτει να επαναλήφθηκε από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε, με αποτέλεσμα οι προϋποθέσεις που θέτει το πιο πάνω άρθρο να μην ικανοποιούνται.
Ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. ΄Οπως έχει λεχθεί, τα μέλη της Επιτροπής κκ. Κόκκινος και Βάκης απουσίαζαν από την πρώτη συνεδρία αυτής, που πραγματοποιήθηκε στις 14/3/2005, μεταξύ των ωρών 19:30 - 20:30. Κατά τη συνεδρία, όμως, που επακολούθησε την ίδια ακριβώς ημερομηνία, ήταν παρόντα. ΄Οπως δε προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, ενημερώθηκαν λεπτομερώς για τα όσα συζητήθηκαν κατά τη συνεδρία που προηγήθηκε και ζήτησαν, μάλιστα, να καταγραφεί ρητά ότι συμφωνούν με τα όσα είχαν συζητηθεί και αποφασιστεί.
Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:-
«Ενημέρωση: Πριν την έναρξη της συνεδρίας τα μέλη της Επιτροπής ενημέρωσαν λεπτομερώς τους κκ. Σπ. Κόκκινος και Δ. Βάκης για την συνεδρία που προηγήθηκε της παρούσης συνεδρίας, τη συζήτηση που έγινε επί του θέματος και τη σχετική απόφαση που λήφθηκε από την Επιτροπή. Οι κκ. Σπ. Κόκκινος και Δ. Βάκης ζήτησαν να καταγραφεί ότι συμφωνούν πλήρως με τα όσα συζητήθηκαν / αποφασίσθηκαν από την Επιτροπή.»
Έχει ήδη αναφερθεί ότι η πρώτη συνεδρία της Επιτροπής αφορούσε αποκλειστικά την εταιρεία Suphire και όχι τον αιτητή. Δε χρειαζόταν, λοιπόν, να επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που έγινε. Θεωρώ πλήρως ικανοποιητικά τα όσα καταγράφηκαν.
Προβάλλεται περαιτέρω, από τον αιτητή, ότι η συνεδρία της Επιτροπής στις 25/3/2005 ήταν παράνομη, για το λόγο ότι από αυτή απουσίαζε ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Από τα ενώπιόν μου τεθέντα, δε φαίνεται να υπάρχει συνεδρία της Επιτροπής στις 25/3/2005. Προφανώς, πρόκειται περί δακτυλογραφικού λάθους στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή. Η συνεδρία της Επιτροπής, από την οποία απουσίαζε ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, έγινε στις 25/7/2005. Σύμφωνα δε με το πρακτικό, σ' αυτή υποβλήθηκε το Πόρισμα των ερευνώντων λειτουργών και η Επιτροπή, αφού το μελέτησε, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, να καλέσει τον αιτητή σε παραστάσεις ενώπιόν της. ΄Οπως προκύπτει, όμως, από το πρακτικό της επόμενης συνεδρίας της 29/8/2005:-
«... τα μέλη της Επιτροπής ενημέρωσαν λεπτομερώς τον κ. Γιάγκο Δημητρίου για τα θέματα που συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν στις συνεδρίες της Επιτροπής ημερομηνίας 18.7.2005, 25.7.2005 και 1.8.2005 από τις οποίες ο κ. Δημητρίου απουσίαζε. Ο κ. Δημητρίου ζήτησε να καταγραφεί ότι συμφωνεί πλήρως με τα όσα συζητήθηκαν / αποφασίστηκαν από την Επιτροπή στις εν λόγω συνεδρίες.»
Συνεπώς, το γεγονός της απουσίας του συγκεκριμένου εκπροσώπου από τη συνεδρία της Επιτροπής στις 25/7/2005 δεν καθιστά τη σύνθεσή της κακή.
Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 12(1) του Ν. 64(Ι)/2001, ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δεν αποτελεί μέλος του Συμβουλίου της Επιτροπής. Η παρουσία του - (΄Αρθρο 12(3[4]) του ιδίου Νόμου) - είναι δυνητική, χωρίς δικαίωμα ψήφου, με αποτέλεσμα η απουσία του από οποιαδήποτε συνεδρία της Επιτροπής να μην επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσής της.
Προχωρώ να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους που προβάλλονται και οι οποίοι, ουσιαστικά, αφορούν σε ισχυριζόμενη μεροληψία του Προέδρου της Επιτροπής έναντι του αιτητή. Η Επιτροπή, εισηγείται ο αιτητής, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, δεν ενήργησε ανεπηρέαστα. Αυτό συνάγεται από δηλώσεις του Προέδρου της στις εφημερίδες και, συγκεκριμένα, στη «Σημερινή» στις 27/3/2005 και το «Φιλελεύθερο» στις 26/3/2005 και 27/3/2005, αντίστοιχα. Συνάγεται, επίσης, από τη συμμετοχή του Προέδρου της σε δύο συσκέψεις στη Νομική Υπηρεσία - (26/3/2005 και 25/3/2005). Η εισήγηση, τονίζεται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, σε σχέση με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, στηρίζεται στην αγγλική υπόθεση Bradford v. Mc Leod (1986) S.L.T. 244. Με τις δηλώσεις του στον ημερήσιο τύπο, διατύπωσε εκ των προτέρων άποψη για την κατάληξη της υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει και για τη συμμετοχή του στις συσκέψεις στη Νομική Υπηρεσία.
Προβάλλεται, τέλος, από μέρους του αιτητή, ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Κρίθηκε υπαίτιος, υποστηρίζει μεταξύ άλλων, παράβασης της Οδηγίας Ε.Π.Ε.Υ. 1/2002, η οποία αποτελείται από 80 σελίδες, χωρίς να εξειδικεύεται το άρθρο της, που έχει παραβιαστεί. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τον αιτητή, και σε σχέση με την κατάληξη ότι αυτός έχει παραβεί τον εσωτερικό Κανονισμό της εταιρείας Suphire.
Πανομοιότυπος ισχυρισμός εξετάστηκε στη Ρέα Ανδρονίκου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθεση Αρ. 956/06, 8/11/07. Με τα αποφασισθέντα σ' αυτή από το Χατζηχαμπή, Δ. συμφωνώ πλήρως. Για πρακτικούς λόγους, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, το οποίο υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας:-
«Δεν με βρίσκουν σύμφωνο οι εισηγήσεις της αιτήτριας. Αντιπαρέρχομαι κατ' αρχάς το ότι αυτές βασίζονται σε γεγονότα που επιδιώκεται να εισαχθούν μέσω της αγόρευσης υπό μορφή συνημμένων σε αυτή φωτοτυπιών τεσσάρων δημοσιευμάτων στον τύπο, που δεν είναι βεβαίως ο ορθός τρόπος παρουσίασης γεγονότων. Ακόμα όμως και έτσι, θεωρώ ότι δεν τεκμηριώνεται από τα δημοσιεύματα αυτά η προκατάληψη την οποία αποδίδει η αιτήτρια στον Πρόεδρο της ΕΚ και κατ' επέκταση στην ΕΚ. Η εν λόγω δήλωση του Προέδρου, που εν πάση περιπτώσει δεν αποδίδεται αυτολεξεί στο σχετικό δημοσίευμα παρά μόνο υπό μορφή σύνοψης εκ μέρους της εφημερίδας, ώστε να μη συνιστά ασφαλή βάση για περαιτέρω διαπίστωση, ουδόλως μπορούσε να δημιουργούσε στον αντικειμενικό λογικό άνθρωπο την εντύπωση ότι ο Πρόεδρος ήταν προκατειλημμένος έναντι της Εταιρείας και κατ' επέκταση και της αιτήτριας. Από το δημοσίευμα προκύπτει απλώς ότι ο Πρόεδρος της ΕΚ, και αν ακόμη οι δηλώσεις του απεδόθησαν ορθώς, ανέφερε ότι η ΕΚ προχωρεί στις δικές της έρευνες συγκεντρώνοντας τα σχετικά στοιχεία με στόχο να καταλήξει σε ένα πόρισμα ανεξάρτητο από τις έρευνες της Αστυνομίας, και ότι σε περίπτωση διαπίστωσης διοικητικής ευθύνης ενδέχετο να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις που περιλάμβαναν αναστολή της άδειας λειτουργίας της Εταιρείας και διοικητικό πρόστιμο μέχρι £100.000. Πληροφόρηση και κάθε άλλο παρά προκατάληψη αποκαλύπτει λοιπόν το εν λόγω δημοσίευμα, και αν ακόμη εκληφθεί ότι απέδωσε ορθά τις οποιεσδήποτε δηλώσεις του Προέδρου.
Αλλά και ως προς τη συμμετοχή του Προέδρου στις δύο συσκέψεις στη Νομική Υπηρεσία δεν τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός για προκατάληψη. Κατ' αρχάς, δεν υπάρχουν στοιχεία ως προς το σκοπό και το περιεχόμενο των συσκέψεων αυτών προερχόμενα από υπεύθυνη πηγή και δη τη Νομική Υπηρεσία η οποία διοργάνωσε τις συσκέψεις, παρά μόνο τα σχετικά δημοσιεύματα τα οποία αναφέρονται στην αντίληψη των εφημερίδων για το σκοπό και το περιεχόμενο τους. Αν προκύπτει δε οτιδήποτε από τα δημοσιεύματα, τούτο είναι ότι οι συσκέψεις αφορούσαν την πορεία των ερευνών για συλλογή των σχετικών στοιχείων με έμφαση στην τεχνολογική πτυχή τους. Να θυμόμαστε ότι το όλο θέμα είχε προκύψει μόλις προ μερικών ημερών και ότι, όπως αναφέρεται και στα δημοσιεύματα, οι ουσιαστικές έρευνες, ποινικές όσο και διοικητικές, τότε μόλις άρχιζαν. Η ίδια δε η ΕΚ είχε μόλις διορίσει τους ερευνώντες λειτουργούς που θα διενεργούσαν τη σχετική έρευνα της, το πόρισμα των οποίων και ετοιμάστηκε δύο μήνες μετά. Ουδόλως μπορούσε από τα δημοσιεύματα να δημιουργηθεί εντύπωση στον αντικειμενικό λογικό άνθρωπο ότι ο Πρόεδρος της ΕΚ ήταν προκατειλημμένος ως εκ της συμμετοχής του στις συσκέψεις αυτές και μάλιστα, όπως είναι η επακριβής εισήγηση της αιτήτριας, ότι ο Πρόεδρος της ΕΚ θα επηρεάζετο ή και επηρεάστηκε στην κρίση του από τη γνώση του στις συσκέψεις αυτές για τις σοβαρές ποινικές υποθέσεις που θα αντιμετώπιζε η Εταιρεία και η αιτήτρια.»
Ούτε η εισήγηση για έλλειψη αιτιολογίας ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση, όπως καταγράφεται, είναι, κατά την άποψή μου, επαρκώς αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της καθ' ης η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΕΑΠ, ΜΠ
[1] «19(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται προς όλα τα μέλη του Συμβουλίου και τον εκπρόσωπο του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(3) Κατ' εξαίρεση σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, συνεδρία του Συμβουλίου συγκαλείται μετά από πρόσκληση που επιδίδεται στα μέλη σε εύλογο χρόνο πριν την καθορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία.
(4) Η πρόσκληση σε συνεδρία δύναται να γίνει με επιστολή, τηλεγράφημα, τηλεμήνυμα, φωτομήνυμα ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.»
[2] «21(3) Για να συνεδριάσει νόμιμα ένα συλλογικό όργανο πρέπει να κληθούν νομότυπα και εμπρόθεσμα όλα τα μέλη του στη συνεδρία, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που το συλλογικό όργανο συνεδριάζει σε τακτές ημέρες και ώρες.»
[3] «22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
[4] «(3) Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου υποδεικνύει έναν εκπρόσωπο του, ο οποίος δύναται να μετέχει σε οποιαδήποτε συνεδρία του Συμβουλίου ή της Ειδικής Επιτροπής χωρίς δικαίωμα ψήφου, αλλά με το δικαίωμα να εγγράφει στην ημερήσια διάταξη θέματα, να μετέχει στις συζητήσεις και να εκφράζει απόψεις:
Νοείται ότι οι διατάξεις των εδαφίων (4) και (5) εφαρμόζονται και στην περίπτωση της υπόδειξης του εκπροσώπου του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.»