ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1036/2007)
31 Οκτωβρίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΕΣΠΩ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτήτριας,
- ΚΑΙ -
ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ
(ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΦΟΡΕΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ),
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Χ. Χαραλαμπίδης, για την Αιτήτρια.
Τ. Παντελή, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού - καθ΄ ων η αίτηση - κατακύρωσε προσφορά για την εκμετάλλευση του κυλικείου του Λανιτείου Λυκείου Α και Β και του Λανιτείου Γυμνασίου Λεμεσού στο ενδιαφερόμενο μέρος απορρίπτοντες την αντίστοιχη προσφορά της αιτήτριας. Η σχετική ανακοίνωση είχε δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο στις 25.7.07 με την οποία οι καθ΄ ων ζήτησαν την υποβολή προσφορών για την εκμετάλλευση των κυλικείων σε 26 σχολεία. Η αιτήτρια υπέβαλε προσφορά στις 8.6.07 για έξι σχολεία, μεταξύ των οποίων και για τα πιο πάνω προσφέροντας ΛΚ29.00 ανά μαθητή, με συνολική προσφορά στις ΛΚ98.832,00 για την περίοδο 1.9.07-31.8.09. Η προσφορά του ενδιαφερομένου μέρους ήταν για ΛΚ27.50 ανά μαθητή, με συνολικό ποσό τις ΛΚ93.720,00.
Παραπονείται συνεπώς η αιτήτρια της οποίας η προσφορά ήταν υψηλότερη, ότι η απόφαση λήφθηκε κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των όρων που αφορούν την προκήρυξη και κατακύρωση προσφορών, με πλάνη ως προς τα πράγματα, χωρίς επαρκή και δέουσα έρευνα όλων των γεγονότων, άνευ αιτιολογίας και κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των προσφοροδοτών λόγω κατακύρωσης άλλων προσφορών σε κάποιο Νίκο Παπαθεοδούλου κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί αργότερα.
Ηγέρθηκε όμως προδικαστική ένσταση από πλευράς των καθ΄ ων ως προς το έννομο συμφέρον της επί τω ότι αυτή δεν πληρούσε τους όρους της προσφοράς έχοντας υποβάλει μια συνολική εγγύηση για όλες τις προσφορές και όχι χωριστή εγγύηση για κάθε μια από αυτές. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια σε αντίθεση με τους όρους της παραγράφου 5 του Τόμου Α΄ των εγγράφων προσφοράς, προσκόμισε μόνο μια εγγυητική επιστολή για το ποσό των ΛΚ20.000, αντί να υποβάλει χωριστή τραπεζική εγγύηση για κάθε μια από τις προσφορές της για ποσό ίσον με το 10% του συνολικού ποσού της αντίστοιχης προσφοράς. Ακόμη όμως και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια θα μπορούσε να υπέβαλλε μόνο μια τραπεζική εγγύηση και για τις έξι προσφορές και πάλι η εγγυητική θα έπρεπε να ήταν για το ποσό των ΛΚ21.256,44 (εφόσον το συνολικό ποσό της προσφοράς της αιτήτριας για όλα τα σχολεία ήταν ΛΚ212.564,40) και όχι για το ποσό των ΛΚ20.000 που ήταν η εγγυητική.
Οι καθ΄ ων στη σχετική επιστολή τους προς την αιτήτρια για τη μη κατακύρωση της προσφοράς σε αυτή, δεν ανέφεραν οτιδήποτε συγκεκριμένο και απλά επέστρεψαν την τραπεζική εγγύηση και τα άλλα πιστοποιητικά που είχαν κατατεθεί κατά την υποβολή της προσφοράς. Όμως στη συνεδρία τους ημερ. 11.6.07 (Παράρτημα Ι στην ένσταση), οι καθ΄ ων απεφάσισαν ότι η αιτήτρια έπρεπε να απορριφθεί λόγω μη ικανοποιητικής εγγυητικής εφόσον υπέβαλε προσφορές για έξι κυλικεία με σύνολο εγγυητικής ΛΚ20.000 αντί ΛΚ21.256,44. Ο σχετικός όρος που αφορά την υποβολή της εγγυητικής επιστολής από τράπεζα όπως περιέχεται στον Τόμο Α των εγγράφων προσφοράς (Παράρτημα Η στην ένσταση), έχει ως εξής:
«5.1 Οι προσφοροδότες πρέπει να υποβάλουν μαζί με την προσφορά τους εγγύηση συμμετοχής για ποσό ίσο με το 10% του συνολικού ποσού της προσφοράς, σε μορφή Τραπεζικής εγγυητικής επιστολής στο όνομα του Προέδρου της Σχολικής Εφορείας Λεμεσού με ισχύ 90 ημερών από την τελευταία ημερομηνία υποβολής της προσφοράς.»
Όπως και να ιδωθεί το ζήτημα, η αιτήτρια δεν έχει δίκαιο στις θέσεις που προβάλλει. Κατ΄ αρχάς, ακόμη και αν γινόταν δεκτό, ως η βασική θέση του κ. Χαραλαμπίδη, ότι μια εγγυητική θα έπρεπε να υποβληθεί για το σύνολο των προσφορών, τότε είναι πρόδηλο ότι εφόσον η αιτήτρια υπέβαλε 6 προσφορές για 6 διαφορετικά σχολεία για το συνολικό ποσό των ΛΚ212.564,40, θα έπρεπε να υπέβαλλε ταυτόχρονα και εγγύηση για τουλάχιστον ΛΚ21.256. Εφόσον η εγγύηση που παρείχε η αιτήτρια ήταν κατώτερη του 10% του προσφερόμενου από αυτήν συνολικού ποσού, αυτόματα αυτή έπρεπε να αποκλειστεί ενόψει παράβασης του ρητού όρου για την παροχή τραπεζικής εγγύησης που έπρεπε να υποβληθεί μαζί με την προσφορά. Οι καθ΄ ων η αίτηση συνεπώς ορθά έλαβαν την απόφαση αποκλεισμού της αιτήτριας με το σκεπτικό ότι η τραπεζική εγγύηση που δόθηκε δεν ήταν ικανοποιητική ενόψει του ότι ήταν χαμηλότερη της προβλεπόμενης. Μάλιστα, στο δικαιολογητικό τους οι καθ΄ ων φαίνεται να ενήργησαν στη βάση της μιας εγγυητικής για το σύνολο των προσφορών.
Η προβληθείσα από την αιτήτρια θέση ότι η υποβολή της εγγυητικής θα έπρεπε να αφορούσε μόνο το 10% της υψηλότερης εκ μέρους της επιμέρους υποβληθείσας προσφοράς, είναι εντελώς αυθαίρετη και προσκρούει στο σαφές λεκτικό της παρ. 5.1 ανωτέρω. Καμιά απολύτως λογική δεν έχει η αντίληψη ότι η αιτήτρια θα μπορούσε να επιλέξει από μόνη της ότι το 10% θα υπολογιζόταν επί του υψηλότερου προσφερομένου απ΄ αυτήν ποσού σε μια και μοναδική προσφορά. Η προτεινόμενη προς τούτο δικαιολογία στην αγόρευση, σελ. 4, ότι αυτό ήταν απόρροια του όρου στην παρ. 9.4, ότι μια και μόνο προσφορά θα κατακυρωνόταν από τους καθ΄ ων και άρα ήταν επαρκής η παροχή εγγυητικής με αναφορά στο υψηλότερο ποσό από τις διάφορες προσφορές είναι αδόκιμη, καθώς ο όρος 9.4, ουδαμώς αποκλείει τους καθ΄ ων να κατακυρώσουν στον ίδιο προσφοροδότη πέραν της μιας προσφοράς. Ο όρος 9.4 παρέχει δικαίωμα στους καθ΄ ων να κατακυρώσουν προσφορά μόνο για ένα κυλικείο παγκύπρια, όπου ο προσφοροδότης υποβάλλει προσφορές για πολλά κυλικεία, και όχι βέβαια υποχρέωση ή δέσμευση. Ούτε βεβαίως έχει έρεισμα η ταυτόχρονη θέση ότι η κατάθεση εγγύησης υψηλότερης του 10% (δηλαδή για £20.000 αντί για £9.883) είχε στόχο την απόκρυψη του ύψους της προσφοράς. Τα όσα δε αναφέρονται στην αγόρευση της αιτήτριας ότι λέχθηκαν από τους καθ΄ ων προς την αιτήτρια ή ότι αποτέλεσαν την πρακτική αυτών είναι αβάσιμα και δεν στηρίζονται σε κανένα απολύτως υποστηρικτικό στοιχείο. Διερωτάται κανείς γιατί η αιτήτρια να υποβάλει εγγύηση για το διπλάσιο του 10% επί του υψηλότερου ποσού, όταν η παρ. 5.1 επιβάλλει την παροχή εγγύησης «.. για ποσό ίσο με το 10% ...» και όχι κατ΄ ελάχιστον 10%.
Πρόσθετα όμως από τα πιο πάνω, η ερμηνεία που δίνεται από την αιτήτρια μέσω των δικηγόρων της δεν είναι ορθή. Τόσο στην αρχική αγόρευση όσο και στην απαντητική γίνεται λόγος για την δήθεν υποχρέωση των καθ΄ ων να εξέταζαν την κάθε μια προσφορά χωριστά και να κατακύρωναν τις προσφορές εκείνες για τις οποίες η εγγύηση των £20.000 ήταν πέραν του 10% της κάθε προσφοράς. Για να έχει όμως ουσιαστικό νόημα η παρ. 5.1, θα πρέπει να προσφέρεται χωριστή τραπεζική εγγύηση για κάθε χωριστή προσφορά που υποβάλλεται από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ο λόγος γι΄ αυτό είναι σαφής και απορρέει από την ορθή ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στον πιο πάνω όρο αποδίδοντας στη φράση «.. για ποσό ίσο με το 10% του συνολικού ποσού της προσφοράς ...» τη συνήθη γραμματική και φυσική έννοια των λέξεων. Κατ΄ αρχάς, γίνεται αναφορά σε «προσφορά» και όχι σε «προσφορές». Μετέπειτα, εφόσον ο κάθε προσφοροδότης μπορεί να υποβάλει περισσοτέρων της μιας προσφοράς, αυτό σημαίνει ότι η κάθε προσφορά είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη των υπολοίπων προσφορών που μπορεί να υποβάλει, ιδιαίτερα εφόσον οι καθ΄ ων μπορούν να επιλέξουν μια ή περισσότερες των προσφορών που υπέβαλε ο συγκεκριμένος προσφοροδότης, αποκλείοντας έτσι άλλες προσφορές του ιδίου προσφοροδότη για άλλα σχολεία. Αυτό συνάδει και με τους όρους της «Πρόσκλησης για υποβολή προσφοράς», Παράρτημα Α΄ στην ένσταση. Στην παρ. 3 εμπεριέχεται η πρόνοια ότι «ο κάθε ενδιαφερόμενος θα προμηθεύεται ένα σετ εντύπων και μπορεί να πολλαπλασιάσει το σετ, αν θα υποβάλει περισσότερες από μια προσφορές». Είναι επομένως σαφές ότι η κάθε προσφορά είναι αυτοτελής και εφόσον, σύμφωνα με τον όρο 5.1, οι προσφοροδότες «.. πρέπει να υποβάλουν μαζί με την προσφορά τους εγγύηση συμμετοχής ..», αυτό σημαίνει απλά ότι κάθε προσφορά πρέπει να συνοδεύεται και από την αντίστοιχη της εγγυητική.
Αλλά και περαιτέρω είναι φανερό από τα έντυπα προσφοράς που επισυνάπτονται ως Παραρτήμα Β-Ζ στην ένσταση, ότι το ποσό που προσφέρεται για την εκμετάλλευση του κυλικείου κάθε σχολείου θεωρείται ως «... το ολικό ποσό της προσφοράς ..», όπως ακριβώς αναφέρεται στη δεύτερη παράγραφο του εντύπου εφόσον το ποσό της κάθε προσφοράς αποτελεί το γινόμενο του ποσού που ο προσφοροδότης καθορίζει κατά μαθητή ετησίως, επί του αριθμού των μαθητών και τα χρόνια για τα οποία γίνεται η προσφορά. Έτσι είναι φανερό ότι το ολικό ποσό της κάθε προσφοράς είναι διαφορετικό για το κάθε σχολείο, όπως ακριβώς φανερώνεται και από το έντυπο προσφοράς το οποίο και πάλι στη δεύτερη παράγραφο περιέχει δήλωση του προσφοροδότη ότι αυτός έχει αντιληφθεί πλήρως τον τρόπο υπολογισμού του τελικού αριθμού μαθητών με βάση τον οποίο και εξάγεται το τελικό ποσό. Η δήλωση αυτή περί αντίληψης του τρόπου υπολογισμού παραπέμπει στη σελ. 18 των εγγράφων προσφοράς, η οποία τιτλοφορείται «όροι συμβολαίου», στην παρ. 1 των οποίων καταγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του πληρωτέου ποσού, σε συνάρτηση με τον τρόπο εξαγωγής του αριθμού των μαθητών.
Λανθασμένα επομένως είναι που η αιτήτρια ερμηνεύει την παρ. 5.1 ως αναφερόμενη στην ολότητα των προσφορών που η ίδια υπέβαλε με αποτέλεσμα να παράσχει μια και μοναδική τραπεζική εγγύηση για όλες τις προσφορές. Η ερμηνεία που εισηγείται η αιτήτρια είναι πλασματική και αντίθετη προς τη συνήθη γραμματική ερμηνεία των όρων της προσφοράς, όπως έχει εξηγηθεί ανωτέρω και τον τρόπο υπολογισμού του ολικού ποσού της προσφοράς για κάθε σχολείο, η οποία προσφορά βεβαίως καταλήγει σε διαφορετικό ποσό εφόσον το κάθε σχολείο έχει το δικό του αριθμό μαθητών.
Έχει νομολογηθεί ότι προσφοροδότης ο οποίος έχει κριθεί ότι υπέβαλε προσφορά εκτός προδιαγραφών δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της κατακύρωσης της προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η απόφαση στην Ανδρέας Ελευθερίου Επιχειρήσεις Λτδ ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού, υπόθ. αρ. 903/03, ημερ. 14.2.05, είναι σχετική. Σύμφωνα με την υπόθεση Tamassos Tobacco Suppliers and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, οι όροι των προσφορών, ανάλογα με τη σημασία τους, μπορούν να καταταχθούν σε ουσιώδεις ή επουσιώδεις, ουσιώδεις δε είναι εκείνοι η τήρηση των οποίων έχει αποφασιστική σημασία για την ενδεχόμενη κατακύρωση της προσφοράς. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο ένας όρος είναι ή όχι ουσιώδης.
Στην απόφαση Σάββας Ι. Σοφοκλέους ν. Σχολικής Εφορείας του Β΄ Περιφερειακού Γυμνασίου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 992/05, ημερ. 27.11.06, κρίθηκε ότι η παράλειψη του αιτητή να συμπεριλάβει στα έγγραφα της προσφοράς και ιατρικό πιστοποιητικό για μεταδοτικές ασθένειες ήταν ουσιώδης με αποτέλεσμα να στερηθεί ο αιτητής του εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση. Αλλά και στην προαναφερθείσα υπόθεση Ανδρέας Ελευθερίου Επιχειρήσεις Λτδ, κρίθηκε ότι η παροχή εγγύησης 10% για ένα μόνο χρόνο αντί για περίοδο δύο ετών, ως ήταν οι προδιαγραφόμενοι όροι της προσφοράς, ήταν ουσιώδης με αποτέλεσμα η προσφυγή να απορριφθεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Επομένως, η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή. Η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον και ως εκ τούτου η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Εν πάση περιπτώσει όμως, ούτε οι λοιπές αιτιάσεις της αιτήτριας είναι ορθές. Αναμφίβολα η κατακύρωση άλλων προσφορών στο Νίκο Παπαθεοδούλου ως θεμελιούσα άνιση μεταχείριση μεταξύ αυτού και της αιτήτριας, εφόσον και ο ίδιος πρόσφερε μια εγγύηση για όλες τις προσφορές του, δεν μπορεί καν να τύχει εξέτασης εφόσον η θέση αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας και δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης στα υποστηρικτικά της αιτήσεως γεγονότα. Η απλή και αόριστη θέση στην παρ. (θ) του Παραρτήματος Α της αίτησης περί παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης και δυσμενούς διάκρισης, δεν επαρκεί. Ανεξάρτητα όμως απ΄αυτό, είναι φανερό ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα στην παρανομία και ορθά ο κ. Παντελή τόνισε την αρχή αυτή στη δική του αγόρευση με αναφορά και στο άρθρο 39 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99.
Να λεχθεί επίσης ότι η συσχέτιση που παρουσιάζει η αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση για πλάνη περί τα πράγματα επειδή θεώρησαν λανθασμένως ότι ο Νίκος Παπαθεοδούλου ήταν σύζυγος της αιτήτριας και γι΄ αυτό δεν κατακύρωσαν την προσφορά σ΄ αυτή, είναι εξωπραγματική και δεν αντλείται προς τούτο, ούτε κατ΄ ελάχιστον, οποιοδήποτε υποστηρικτικό στοιχείο από το φάκελο της διοίκησης. Αντίθετα, έγινε ανεπίτρεπτη προσπάθεια κατά την αγόρευση να τεθεί μαρτυρικό υλικό που δεν εξάγεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία.
Περαιτέρω, το άρθρο 5 του πιο πάνω Νόμου, δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η παράλειψη των καθ΄ ων να ενημερώσουν την αιτήτρια στην απορριπτική τους επιστολή περί των θεραπειών που δύναται να έχει εναντίον της αρνητικής απόφασης, δεν αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, παρά τον επιτακτικό τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένο το εν λόγω άρθρο, εξ ου και δεν υπάρχει άλλο άρθρο στο Νόμο αρ. 158(Ι)/99, που να προνοεί για τις συνέπειες της παράλειψης αυτής. Πρέπει να υπάρχει επομένως συνδυασμός της παράλειψης ενημέρωσης του διοικούμενου με τις συνέπειες που αυτή η παράλειψη επέφερε. Αν η μη συμμόρφωση με το άρθρο 5, απευκταία βεβαίως από πλευράς της διοίκησης, δεν έχει ποσώς επηρεάσει τον διοικούμενο, διότι αυτός εμπροθέσμως ήγειρε την προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως είναι η περίπτωση και εδώ, τότε δεν μπορεί κάποιος βάσιμα να ομιλεί για ακυρότητα. Στην κατάλληλη περίπτωση πιθανώς το θέμα να δύναται να αντιμετωπιστεί διαφορετικά - όχι όμως εδώ. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Αντωνίου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών, υπόθ. αρ. 1015/00, ημερ. 12.7.02, Γ & Μ Κωνσταντίνου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, υπόθ. αρ. 963/02, ημερ. 24.10.03 και Mudiyanseloge v. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 904/06, ημερ. 21.8.07.
Από την ολότητα των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω, αλλά και από τη μελέτη των στοιχείων του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις, είναι φανερό ότι οι καθ΄ ων προέβηκαν σε πλήρη έρευνα, ορθά εκτίμησαν τα ενώπιον τους γεγονότα και η αιτιολογία τους ήταν επαρκής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η αιτιολογία προκύπτει ευθέως από την απόφαση των καθ΄ ων στη συνεδρία τους, Παράρτημα Ι στην ένσταση, και δεν ανευρίσκεται από το ίδιο το ακυρωτικό Δικαστήριο μέσα από διάσπαρτα στο φάκελο στοιχεία.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., εναντίον της αιτήτιας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ