ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 770/2007)
18 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΠΑΛΜΑΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
- - - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Μ. Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Καθ΄ου η
Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι κάτοχος πτυχίου Φυσιοθεραπευτή και ή Φυσικής Αποκατάστασης (Physical Rehabilitation) του National University of Physical Education and Sport της Ουκρανίας. Στις 9.10.2006 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο Φυσιοθεραπευτών Κύπρου.
Το Συμβούλιο Εγγραφής Φυσιοθεραπευτών (το Συμβούλιο), σε συνεδρία του ημερομηνίας 21.2.2007, εξέτασε την αίτηση, υπό το φως του άρθρου 6(1) του περί Εγγραφής Φυσιοθεραπευτών Νόμου (Ν.140/89, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.101(Ι)/2005 - ο Νόμος).
Το σχετικό με την εγγραφή άρθρο 6(1)(γ) του Νόμου έχει ως εξής:
"Κάθε πρόσωπο δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Φυσιοθεραπευτών με την καταβολή του καθορισμένου τέλους και αν ικανοποιεί το Συμβούλιο ότι:
(γ) κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα φυσιοθεραπείας που χορηγείται από πανεπιστήμιο ή άλλο ισότιμο εκπαιδευτικό ίδρυμα αναγνωρισμένο από το Συμβούλιο σύμφωνα με τα εκάστοτε κριτήρια του Συμβουλίου που παρατίθενται στο Τρίτο Παράρτημα τα οποία συνάδουν με τις ισχύουσες κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της παγκόσμιας συνομοσπονδίας φυσιοθεραπείας και ειδικότερα του European Physiotherapy Benchmark Statement..."
Όπως αναφέρεται στο πρακτικό της 21.2.2007, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση, με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Το Συμβούλιο αφού μελέτησε προσεκτικά όλα τα στοιχεία στον φάκελο του αιτητή αποφάσισε ομόφωνα ότι απορρίπτεται γιατί δεν πληροί τα υπό του Περί Φυσιοθεραπευτών Νόμου 140/89 - 2005 απαιτούμενα προσόντα σύμφωνα με το άρθρο 6-1 (γ) αφού δεν κατέχει πτυχίο ή δίπλωμα φυσιοθεραπείας από πανεπιστήμιο ή άλλο ισότιμο εκπαιδευτικό ίδρυμα και το πρόγραμμα σπουδών του δεν συνάδει με τα κριτήρια του 3ου παραρτήματος του νόμου αυτού."
Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησής του με επιστολή του Συμβουλίου, ημερομηνίας 22.3.2007.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης τους Συμβουλίου.
Προβάλλεται (στην απαντητική αγόρευση της δικηγόρου του αιτητή) ως λόγος ακυρώσεως ότι, κατά τη συνεδρία της 21.2.2007, οπότε και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν κακή για δύο λόγους. Πρώτον, διότι, αν και κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στο πρακτικό της 21.2.2007, η δικηγόρος του Συμβουλίου προβάλλει τον ισχυρισμό, στη γραπτή της αγόρευση, ότι το μέλος Χριστάκης Τουμαζής, παρόλο που προσκλήθηκε, δεν παρευρέθη επειδή περίμενε να είναι και "τυπικά" μέλος του Συμβουλίου, καθότι, αν και διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο ως μέλος στις 24.1.2007, εν τούτοις, η δημοσίευση του διορισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας έγινε στις 2.3.2007. Και, δεύτερο, διότι η δικηγόρος του Συμβουλίου, αν και ανέφερε, και πάλι στη γραπτή της αγόρευση, ότι τα απόντα μέλη προσκλήθηκαν στη συνεδρία της 21.2.2007, εν τούτοις, δεν παρουσίασε τη σχετική πρόσκληση.
Δεν ευσταθεί ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λόγος. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, στο πρακτικό της 21.2.2007 αναφέρεται απλώς ότι ο Χριστάκης Τουμαζής απουσίαζε από τη συνεδρία "δικαιολογημένα". Τούτου δοθέντος, δεν μπορεί, με την αγόρευση της δικηγόρου του Συμβουλίου, να γίνεται αναφορά σε οτιδήποτε το οποίο δεν αναφέρεται στο πρακτικό. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, με τις αγορεύσεις των δικηγόρων, προβάλλεται μόνο επιχειρηματολογία. Ούτε πρακτικά μπορούν να συμπληρωθούν, ούτε γεγονότα μπορούν να αποδειχθούν. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, εφόσον η δικηγόρος του αιτητή δεν πρόβαλε, με την Αίτηση, τέτοιο λόγο ακυρώσεως, και εφόσον αμφισβητούσε ότι τα δύο απόντα μέλη προσκλήθηκαν στη συνεδρία της 21.2.2007, όφειλε να ζητήσει την παρουσίαση της πρόσκλησης και όχι να περιοριστεί στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα η άλλη πλευρά δεν παρουσίασε την πρόσκληση, αν και δεν της ζητήθηκε.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση της 21.2.2007 πάσχει λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας. Είναι η θέση του αιτητή ότι το Συμβούλιο δεν εξήγησε στο πρακτικό της 21.2.2007 τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την αίτησή του, αλλά περιορίστηκε να αντιγράψει απλώς τη σχετική πρόνοια του άρθρου 6(1)(γ) του Νόμου. Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία, στην αιτιολογία των διοικητικών πράξεων πρέπει να γίνεται αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία στα οποία η διοίκηση στήριξε την ουσιαστική της κρίση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Απλή αναφορά στο Νόμο ή επανάληψη των διατάξεών του, χωρίς τη συσχέτισή τους με τα δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία. Τα ίδια ισχύουν και όταν η αιτιολογία είναι αόριστη και ασαφής. Μπορεί, βέβαια, η αιτιολογία να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του φακέλου της διοίκησης. Τέτοια συμπλήρωση, όμως, μπορεί να γίνει μόνον εφόσον η αιτιολογία προκύπτει ευθέως και αμέσως από το φάκελο, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και ή στάθμιση των στοιχείων του φακέλου. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.000 έξοδα, περιλαμβανομένου ΦΠΑ, εις βάρος του Συμβουλίου.
Η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου ακυρώνεται ως μη επαρκώς αιτιολογημένη.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ