ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1676/2006)

 

29 Σεπτεμβρίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ.,

 

Αιτήτρια,

 

ν. 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ,

 

Καθ' ου η αίτηση.

 

 

Ε. Κολιού, για Α. Νεοκλέους & Σία, για την Αιτήτρια.

 

Α. Ευσταθίου, για το Καθ' ου η αίτηση Συμβούλιο.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η εταιρεία "ΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΩΤΗΣ ΛΤΔ." (αιτήτρια) προσβάλλει την απόφαση του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (το Συμβούλιο) της 7/7/2006, με την οποία αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί στην αιτήτρια ετήσια άδεια            Β΄ Τάξης οικοδομικών έργων.

 

(α) Τα γεγονότα.

Η αιτήτρια διεξάγει εργοληπτικές εργασίες οικοδομικών έργων και προς τούτο το Συμβούλιο της παραχωρούσε ετήσιες άδειες ορισμένης τάξης σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμων του 1973 μέχρι 2004. Οι πιο πάνω Νόμοι καθορίζουν ως προϋπόθεση για την έκδοση ετήσιας άδειας ορισμένης τάξης την εργοδότηση υπαλληλικού προσωπικού συγκεκριμένων ειδικοτήτων. Με τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1992 (αρ. 4/92), τροποποιήθηκε ο Δεύτερος Πίνακας του βασικού νόμου με την εισαγωγή μιας ευνοϊκής ρύθμισης για εγγεγραμμένους εργολήπτες με μακρόχρονη πείρα σε οικοδομικά ή τεχνικά έργα, για την εξασφάλιση ετήσιας άδειας Α΄, Β΄ και Γ΄  Τάξης, με εργοδότηση μειωμένου αριθμού τεχνικού προσωπικού. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15 του Νόμου,

 

"1. Ανεξάρτητα από τις πρόνοιες των Μερών Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV και V του παρόντος Πίνακα που αναφέρονται στο απαιτούμενο μόνιμο υπαλληλικό προσωπικό του εργολήπτη, όσοι εγγεγραμμένοι εργολήπτες είχαν την 1η Ιανουαρίου 1983 πείρα 25 χρόνων σε οικοδομικά ή τεχνικά έργα, από τα οποία 18 ως εργολήπτες, μπορούν να εξασφαλίσουν -

 

(α) Ετήσια άδεια Γ΄ Τάξης, αν εργοδοτούν έναν απόφοιτο του Α.Τ.Ι. ή έναν έμπειρο εργοδηγό∙

(β) ετήσια άδεια Β΄ Τάξης αν εργοδοτούν έναν πολιτικό μηχανικό και έναν απόφοιτο του Α.Τ.Ι. ή έναν έμπειρο εργοδηγό∙

(γ) ετήσια άδεια Α΄ Τάξης αν εργοδοτούν έναν πολιτικό μηχανικό,  έναν απόφοιτο του Α.Τ.Ι. και έναν έμπειρο εργοδηγό."

 

 

Με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες το Συμβούλιο παραχώρησε στην αιτήτρια άδεια για οικοδομικά έργα Β΄ Τάξης στις 4/10/1993. Στις 16/3/2001 δημοσιεύθηκε και τέθηκε σε ισχύ ο περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 2001, Ν. 29(Ι)/2001, με τον οποίο καταργήθηκαν οι περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμοι του 1973 μέχρι 1995.

 

Στις 7/11/2001 το Συμβούλιο πληροφόρησε την αιτήτρια ότι κατόπιν επανεξέτασης των διατάξεων του Νόμου αποφάσισε ότι η πιο πάνω ευνοϊκή ρύθμιση του Ν. 4/92 συνέχιζε να ισχύει για εργολήπτες που είχαν επωφεληθεί της συγκεκριμένης πρόνοιας πριν την έκδοση του νέου Ν. 29(Ι)/2001. Τριάμιση χρόνια αργότερα το Συμβούλιο αποφάσισε στις 9/3/2005 ότι ενόψει της εφαρμογής του Ν. 29(Ι)/2001, το ευεργέτημα της απαλλαγής εργοδότησης ενός πολιτικού μηχανικού, το οποίο είχε παραχωρηθεί σε εργολήπτες που πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 15 του Ν. 4/92, έπαψε να ισχύει και ότι θα έπρεπε να ειδοποιηθούν όλοι οι επηρεαζόμενοι εργολήπτες για να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες της νέας νομοθεσίας και να εργοδοτήσουν το ανάλογο και αντίστοιχο μόνιμο τεχνικό προσωπικό μέχρι την 1/7/2005. Αποφασίστηκε επίσης ότι μετά την πιο πάνω ημερομηνία, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, το Συμβούλιο θα προχωρούσε σε υποβάθμιση των ετήσιων αδειών χωρίς άλλη προειδοποίηση.

 

Η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου γνωστοποιήθηκε εγγράφως στην αιτήτρια στις 23/3/2005 και η αιτήτρια κλήθηκε να εργοδοτήσει το ανάλογο και αντίστοιχο προς την τάξη της ετήσιας άδειας της, μόνιμο τεχνικό προσωπικό. Η αιτήτρια με επιστολή του Διευθυντή της προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 4/5/2005, εξέφραζε την αντίθεση της στην επικείμενη υποβάθμιση της άδειας της, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 55(2)(γ) του Ν. 29(Ι)/2001 και στις 7/2/2006 ζήτησε μέσω του δικηγόρου της από το Συμβούλιο την ανανέωση της ετήσιας άδειας της για το 2006. Το Συμβούλιο δεν απεδέχθη την αίτηση και δεν προχώρησε σε είσπραξη του ετήσιου τέλους, γιατί η αιτήτρια δεν διέθετε το απαραίτητο τεχνικό προσωπικό που αντιστοιχούσε στην άδεια Β΄ Τάξης. Η πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 7/7/2006 προς το δικηγόρο της.

 

(β) Η προσφυγή.

Η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης της 7/7/2006 ισχυριζόμενη ότι θα πρέπει να ακυρωθεί για διάφορους συγκεκριμένους λόγους. Οι καθ'ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προχωρήσει την παρούσα διαδικασία. Και τούτο γιατί εφόσον η αιτήτρια δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις του άρθρου 32(3) και του Δεύτερου Πίνακα του               Ν. 29(Ι)/2001 αναφορικά με τις προϋποθέσεις έκδοσης ετήσιας άδειας οικοδομικών έργων Β΄ Τάξης, σε σχέση με το απαιτούμενο μόνιμο τεχνικό υπαλληλικό προσωπικό και η αίτησή της απορρίφθηκε γι' αυτό το λόγο, δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη σχετική αρνητική απόφαση του Συμβουλίου. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το έννομο συμφέρον της θεμελιώνεται στην υλική βλάβη που υφίσταται από την προσβαλλόμενη απόφαση και επικαλούμενη το άρθρο 55(2) του Ν. 29(Ι)/2001 εισηγείται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η διατήρηση του δικαιώματος εργοδότησης μειωμένου τεχνικού προσωπικού ακόμη και μετά την κατάργηση του Ν. 4/92, γεγονός που επιβεβαιώνει και η συνέχιση χορήγησης στην αιτήτρια ετήσιων αδειών             Β΄ Τάξης μέχρι το 2005.

 

Η προδικαστική ένσταση είναι βάσιμη. Στο άρθρο 32 του Ν. 29(Ι)/2001, το οποίο καθορίζει τις προδιαγραφές έκδοσης ετήσιας άδειας οικοδομικών έργων, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

"32. - (1) Η αναφερόμενη στον παρόντα Νόμο ετήσια άδεια εκδίδεται από το Συμβούλιο στον καθορισμένο τύπο σε εγγεγραμμένους εργολήπτες κατόπιν αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και καταβολής του καθορισμένου τέλους.

 

(2) Για σκοπούς χορήγησης ετήσιας άδειας τα έργα διακρίνονται ανάλογα με την κατηγορία τους σε οικοδομικά και τεχνικά και κατατάσσονται σε πέντε τάξεις, όπως ειδικότερα αναφέρεται στον Πρώτο Πίνακα.

 

(3) Εγγεγραμμένος εργολήπτης δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια Οικοδομικών ή και Τεχνικών έργων αναφορικά με οποιαδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες πέντε τάξεις, νοουμένου ότι ικανοποιεί το Συμβούλιο, με την προσαγωγή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ότι -

 

(α) Πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο Δεύτερο Πίνακα για καθεμία από τις πέντε τάξεις των οικοδομικών ή τεχνικών έργων, και

 

(β) διαθέτει τον απαραίτητο για την αιτούμενη τάξη οικοδομικών ή τεχνικών έργων, μηχανικό εξοπλισμό και μόνιμο τεχνικό υπαλληλικό προσωπικό:

 

Νοείται ότι κάτοχος ισχύουσας ετήσιας άδειας δικαιούται, οποτεδήποτε και εφόσον πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, να αποταθεί για αναβάθμιση της άδειας του κατόπιν γραπτής αίτησης στο καθορισμένο από το Συμβούλιο έντυπο και της καταβολής του καθορισμένου τέλους εξέτασης της αίτησης.

 

(4) Κάθε ετήσια άδεια που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου εκπνέει κανονικά, εκτός αν προηγουμένως αυτή ακυρωθεί ή ανασταλεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34, την                          31η Δεκεμβρίου κάθε έτους για το οποίο έχει εκδοθεί και μπορεί να ανανεώνεται κάτω από τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως και η έκδοση της.

 

(5) Η ανανέωση της ετήσιας άδειας μπορεί να εξασφαλίζεται μέσα σε δύο μήνες πριν από την έναρξη του έτους στο οποίο αφορά ή οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια αυτού, αλλά αν εξασφαλίζεται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού ο αιτητής οφείλει, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε ποινικής ή άλλης ευθύνης του, να καταβάλει στο Συμβούλιο εκτός από το καθορισμένο τέλος ανανέωσης και πρόσθετη επιβάρυνση που υπολογίζεται ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της παράλειψης όπως ειδικότερα θέλει καθοριστεί."

 

 

Το Μέρος IV του Δεύτερου Πίνακα στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 32(3)(α) καθορίζει αναλυτικά τα απαιτούμενα προσόντα, την απαιτούμενη πείρα και το απαιτούμενο μόνιμο τεχνικό υπαλληλικό προσωπικό που απαιτείται για τη χορήγηση ετήσιας άδειας Β΄ Τάξης.

 

Η αιτήτρια απέτυχε να ικανοποιήσει τις πιο πάνω απαιτήσεις του Δεύτερου Πίνακα και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν της παραχωρήθηκε η ετήσια άδεια Β΄ Τάξης για το 2006.

 

Η αιτήτρια επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 55(2) του Ν. 29(Ι)/2001, σύμφωνα με το οποίο ετήσια άδεια που εκδόθηκε δυνάμει των καταργηθέντων νόμων, που ήταν έγκυρη και σε ισχύ αμέσως πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, θα συνεχίσει να είναι έγκυρη και ισχυρή και θα θεωρείται ότι έγινε ή εκδόθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου.

 

Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική ενόψει της ρητής πρόνοιας του ίδιου άρθρου ότι τέτοια άδεια θα είναι έγκυρη "μέχρις ότου ακυρωθεί, ανασταλεί ή λήξει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου". Στο άρθρο 32(4) πιο πάνω καθορίζεται ότι κάθε ετήσια άδεια εκπνέει κανονικά την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους για το οποίο εκδόθηκε. Επομένως, η ετήσια άδεια Β΄ Τάξης που εκδόθηκε στην αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε ισχύ πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2005. Η νέα αίτηση που υποβλήθηκε αφορούσε το 2006 και όπως ήδη επισημάνθηκε απορρίφθηκε γιατί δεν πληρούσε τις αντίστοιχες νόμιμες προϋποθέσεις. Η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε τη σχετική κρίση του Συμβουλίου ότι δεν διέθετε το απαραίτητο τεχνικό υπαλληλικό προσωπικό και δεν νομιμοποιείται στην έγερση της παρούσας προσφυγής. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια στην υπόθεση ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου και άλλοι (2000) 3 Α.Α.Δ. 524, σελ. 529, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

     "Από το περιεχόμενο της αμέσως πιο πάνω επιφύλαξης του άρθρου 25(1Β)(γ) του Νόμου, η οποία, ορθά ερμηνευόμενη, προβλέπει συγκεκριμένα για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο προσώπων τα οποία ευρίσκοντο στη Δημόσια Υπηρεσία, αλλά με την έναρξη της ισχύος του Νόμου δεν διατηρούσαν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, προκύπτει, κατά την άποψή μας, με σαφήνεια, ότι η ιδιωτική απασχόληση του αιτουμένου την εγγραφή, κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, αποτελεί απαραίτητο εκ του νόμου προαπαιτούμενο της εγγραφής. Τούτου δοθέντος ακολουθεί ότι, εφόσον η ιδιωτική απασχόληση, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για εγγραφή στον Ειδικό Κατάλογο, διαγράφεται εκ του νόμου, και δεν ανάγεται απλώς στην, κατά διακριτική ευχέρεια, εκτίμηση της διοικήσεως, εν προκειμένω των εφεσειόντων, τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές νομολογιακές αρχές σύμφωνα με τις οποίες ο αιτούμενος εγγραφή σε επαγγελματικό μητρώο ή κατάλογο δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη σχετική αρνητική απόφαση της διοικήσεως εάν δεν διαθέτει τα εκ του νόμου απαραίτητα προαπαιτούμενα της εγγραφής. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δαυϊδ Γεωργίου ν. ΕΤΕΚ (1995) 4 Α.Α.Δ. 2764, Γιώργος Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ, Πρ. 580/96, 6.6.1999, Γιώργος Μουζουρίδης ν. ΕΤΕΚ (1999) 3 Α.Α.Δ. 189 και Ανδρέας Χριστοδουλίδης ν. ΕΤΕΚ, Πρ. 103/96, 16.12.1999)."

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

                                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

                                                                          Δ.

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο