ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1342/2008)
18 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 31, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΕΖΕΚΙΗΛ Α. ΙΕΖΕΚΙΗΛ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΟΥ ΠΑΦΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Ζερβού (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση με την οποίαν αποφάσισαν ότι έπαυσε, δήθεν αυτοδίκαια, να είναι Κοινοτάρχης και/ή ότι δεν μπορεί να διατελεί και/ή να συνεχίσει να είναι ο Κοινοτάρχης Παναγιάς, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Κατόπιν εισηγήσεως των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων το Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της ένστασης, άκουσε τις αγορεύσεις και την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών προφορικά, εφόσον η υπόθεση κρίθηκε ως επείγουσα ενόψει της φύσεώς της.
Τα μη αμφισβητούμενα ουσιώδη γεγονότα είναι τα εξής:
Ο αιτητής εξελέγη Κοινοτάρχης του χωριού Παναγιά στις Γενικές Εκλογές που διεξήχθηκαν στις 17.12.2006 και ανέλαβε τα καθήκοντα του την 1.1.2007. Την 21.2.2007 συγκεκριμένο άτομο, κάτοικος Παναγιάς, με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών, τον πληροφορούσε πως ο αιτητής δεν είναι κάτοικος Παναγιάς αλλά ότι διαμένει στην πόλη της Πάφου και ζητούσε τη διαγραφή του από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς. Προφανώς το άτομο αυτό δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση πριν τη διεξαγωγή των εκλογών. Στις 12.9.2007 διοικητικός λειτουργός της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου είχε συνάντηση με τον αιτητή στον οποίο ανέφερε ότι υποβλήθηκε καταγγελία εναντίον του πως δεν είναι κάτοικος Παναγιάς οπόταν ο αιτητής απάντησε πως θεωρεί τον εαυτό του κάτοικο Παναγιάς εφόσον εκεί έχει και σπίτι και γραφείο. Μετά τη συμπλήρωση της εξέτασης της καταγγελίας εναντίον του αιτητή ο Έπαρχος Πάφου, με επιστολή του, ενημέρωσε τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (η Διευθύντρια) για τα αποτελέσματα της έρευνας του. Αναφερόταν, στη σχετική επιστολή, ότι ο αιτητής είναι τοπογράφος και διατηρεί γραφείο στη Λεωφ. Ελευθερίου Βενιζέλου στην Πάφο. Είναι νυμφευμένος, η γυναίκα του επίσης κατάγεται από την Παναγιά και έχουν τρία ανήλικα παιδιά τα οποία φοιτούν σε σχολεία της Πάφου. Η οικογένεια διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία στην Πάφο και η σύζυγος εργάζεται στο γραφείο του αιτητή. Στην Παναγιά έχουν ιδιόκτητη οικία στην οποία διαμένει η οικογένεια κυρίως τα Σαββατοκυρίακα. Ο αιτητής επισκέπτεται την Παναγιά συνήθως κάθε Τετάρτη απόγευμα για τις συνεδρίες του Κοινοτικού Συμβουλίου. Το συμπέρασμα του Επάρχου Πάφου ήταν ότι ο αιτητής έχει τη συνήθη διαμονή του στην Πάφο. Η Διευθύντρια, στη συνέχεια, ζήτησε περαιτέρω διερεύνηση του ισχυρισμού του αιτητή ότι λειτουργεί γραφείο στην Παναγιά. Με σκοπό τη διερεύνηση του προαναφερόμενου ισχυρισμού διοικητικός λειτουργός της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου προέβη σε επιτόπια επίσκεψη στην Παναγιά, χωρίς όμως να πληροφορήσει τον αιτητή για την ενέργεια του αυτή. Η επιτόπια επίσκεψη έγινε στην απουσία του αιτητή και σ΄ αυτήν ο διοικητικός λειτουργός ερεύνησε κάποια θέματα αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό λειτουργία γραφείου του αιτητή στην Παναγιά και έλαβε και κάποιες πληροφορίες από κατοίκους του χωριού. Μετά την έρευνα αυτή η Διευθύντρια με επιστολή της ημερ. 14.7.2008 διέγραψε τον αιτητή από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς. Ταυτόχρονα ενημέρωσε τον αιτητή για την απόφαση της αυτή. Στις 28.7.2008 ο Έπαρχος Πάφου πληροφόρησε τον αιτητή πως με τη διαγραφή του από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς έχει παύσει αυτοδίκαια να είναι Κοινοτάρχης σύμφωνα με τα άρθρα 36 (1) (ε) (στ), 16, 14, και 3 του Ν 86(Ι)/99. Εναντίον της απόφασης του Επάρχου για αυτοδίκαιη παύση του αιτητή από τη θέση του Κοινοτάρχη καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Στην ένσταση εγείρονται δυο προδικαστικές ενστάσεις:
(α) Ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθότι στρέφεται εναντίον πράξης πληροφοριακού περιεχομένου η οποία στερείται εκτελεστότητας, και
(β) Ότι ακόμα και σε περίπτωση που η προσβαλλόμενη πράξη κριθεί ως εκτελεστή, η προσφυγή είναι καταχρηστική καθότι με την προγενέστερη προσφυγή του αιτητή με αρ. 1316/08 αυτός πρόσβαλε την ορθότητα και νομιμότητα της προαναφερόμενης απόφασης της Διευθύντριας για διαγραφή του ως εκλογέα από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς.
Επί της ουσίας, είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία και αφού δόθηκε στον αιτητή το δικαίωμα της ακρόασης στην οποία αυτός είχε την ευκαιρία να προβάλει τις δικές του θέσεις και απόψεις. Αντίθετα είναι η θέση του αιτητή πως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τις θέσεις και απόψεις του και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει εξαιτίας ανεπαρκούς έρευνας από τους καθ΄ ων η αίτηση και από τη Διευθύντρια κατά την εξέταση του ζητήματος του κατά πόσον ο αιτητής έχει ή όχι τη συνήθη διαμονή του στην Παναγιά.
Τα πρώτα θέματα που με απασχόλησαν ήταν εκείνα που εγείρονται με τις προδικαστικές ενστάσεις. Ως προς το ζήτημα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης πράξης, είναι θεμελιωμένο ότι μια πράξη που αποτελεί μέρος μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας μπορεί να προσβληθεί μόνη της αν έχει τα στοιχεία της εκτελεστής πράξης. Όμως μετά την έκδοση της διοικητικής πράξης που αποτελεί το τέρμα της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, μόνον αυτή (η τελική πράξη) μπορεί να προσβληθεί καθότι οι προηγούμενες ενδιάμεσες πράξεις έχουν χάσει την εκτελεστότητα τους και συχωνεύτηκαν με την τελική πράξη (Δέστε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 244 και Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, σελ. 253. Δέστε, επίσης, Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η έκδοση, σελ. 133, 134).
Στην υπόθεση Λουκά ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ., 413 επιβεβαιώθηκε η προαναφερόμενη αρχή, ότι δηλαδή στις σύνθετες διοικητικές ενέργειες μόνον η τελική διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί.
Στην προκείμενη περίπτωση οι καθ΄ ων η αίτηση, στην προσβαλλόμενη πράξη τους, ανέφεραν πως ενήργησαν με βάση τα άρθρα 3, 14, 16 και 36 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν 86(Ι)/99). Στο άρθρο 16(1) του ιδίου νόμου προνοείται ότι Κοινοτάρχης μπορεί να εκλεγεί πρόσωπο που έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 16 δεν μπορεί να διατελεί Κοινοτάρχης πρόσωπο το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει διαγραφεί από τον εκλογικό κατάλογο. Στο εδάφιο (3) του άρθρου 16 προνοείται ότι σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της θητείας Κοινοτάρχη, υπάρξει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας ή τα ασυμβίβαστα που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 16, το εν λόγω πρόσωπο παύει να είναι Κοινοτάρχης. Η θέση του κενώνεται και πληρούται σύμφωνα με τη διαδικασία που προνοείται στα άρθρα 36 και 40 του ιδίου Νόμου. Στο άρθρο 36(1) προνοείται ότι η θέση Κοινοτάρχη κενούται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση απώλειας, μετά την εκλογή, της ιδιότητας του μέλους της Κοινότητας και όπου, μετά την εκλογή, υπάρχει οποιοδήποτε από τα κωλύματα εκλογιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 16.
Στην υπόθεση Ιωάννης Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ., 2873 αποφασίστηκε πρωτόδικα ότι «δέσμια» αρμοδιότητα υπάρχει όταν ένα διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το Νόμο πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις εφαρμογής της, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που να περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση προκαθοριζόμενη από τους κανόνες του Νόμου (Δέστε: Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Έκδοση 1977, παρα. 148, σελ. 145). Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι και τέτοια, δηλαδή δέσμια, άσκηση της αρμοδιότητας διοικητικού οργάνου συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Στην απόφαση του Εφετείου εναντίον της προαναφερόμενης πρωτόδικης απόφασης Δημοκρατία κ.α.ν. Αγαθαγγέλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 198 το Εφετείο έκαμε αναφορά στη συζήτηση, πρωτοδίκως, του θέματος της ύπαρξης εκτελεστής διοικητικής πράξης που θα μπορούσε να αναθεωρηθεί δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ζήτημα είχε εγκαταλειφθεί από τους εφεσείοντες στην έφεση, το Εφετείο όμως έκαμε μνεία του γεγονότος ότι στην πρωτόδικη απόφαση επεξηγήθηκε πως η επίδικη πράξη συντελέστηκε δεσμίως μεν, αλλά με εκτελεστή πράξη της Διοίκησης.
Θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση έχουμε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια η οποία συμπληρώθηκε με την απόφαση του Επάρχου Πάφου (την προσβαλλόμενη απόφαση) να θεωρήσει ότι ο αιτητής αυτοδίκαια και σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, έπαυσε να είναι ο Κοινοτάρχης του χωριού Παναγιά εφόσον είχε παύσει να είναι εκλογέας Παναγιάς επειδή η Διευθύντρια τον διέγραψε εξαιτίας του ότι δεν είχε τη συνήθη διαμονή του εκεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση του Επάρχου Πάφου είναι μεν απόφαση που λήφθηκε «δεσμίως», δηλαδή προς εφαρμογή των προνοιών του Νόμου αλλά κατά την κρίση μου και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αυθεντίες συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη με την οποία συμπληρώθηκε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια. Ως εκ τούτου απορρίπτονται και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις.
Εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα όπως είχαν υποχρέωση να πράξουν και επομένως ότι η απόφαση τους υπόκειται σε ακύρωση. Κατέληξα στο προαναφερόμενο συμπέρασμα για τους εξής λόγους:
1. Μετά την πληροφόρηση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν διαμένει στην κοινότητα Παναγιάς έγινε διερεύνηση του θέματος από το γραφείο του Επάρχου Πάφου σε συνεργασία με τη Διευθύντρια. Με την επιστολή ημερ. 27.9.2007 (Παράρτημα ΙΙΙ επί της ενστάσεως) το γραφείο του Επάρχου Πάφου πληροφορούσε τη Διευθύντρια ότι ο αιτητής ισχυρίζεται πως μεταβαίνει, καθημερινά, στην Παναγιά επειδή διατηρεί και εκεί γραφείο και έτσι θεωρεί τον εαυτό του μόνιμο κάτοικο Παναγιάς. Προστίθεται μάλιστα ότι ο αιτητής αντιδρά έντονα στο ενδεχόμενο διαγραφής του από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς. Αξίζει να σημειωθεί πως με την προαναφερόμενη επιστολή η Διευθύντρια πληροφορήθηκε πως ο αιτητής ήταν ο εκλελεγμένος Κοινοτάρχης Παναγιάς.
2. Με την επιστολή της Διευθύντριας προς τον Έπαρχο Πάφου, ημερ. 15.2.2008 (Παράρτημα IV επί της ενστάσεως) η Διευθύντρια ζήτησε από τον Έπαρχο να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της λειτουργίας του γραφείου που ο εκλογέας ισχυρίζεται ότι διατηρεί στην κοινότητα Παναγιάς.
3. Πράγματι έγινε περαιτέρω διερεύνηση του προαναφερόμενου θέματος. Όμως από την επιστολή του Επάρχου Πάφου προς τη Διευθύντρια, ημερ. 10.4.2008 (Παράρτημα V επί της ενστάσεως) είναι προφανές ότι στη νέα επιτόπια επίσκεψη, που έγινε στις 4.3.2008, ο αιτητής δεν ήταν παρών αλλά ούτε και είχε ειδοποιηθεί σχετικά. Αναφέρεται στην προαναφερόμενη επιστολή ότι η οικοδομή στην οποία ισχυρίζεται ο αιτητής ότι διατηρεί γραφείο αποτελείται από ένα ισόγειο διαμέρισμα, ένα διαμέρισμα στον πρώτο όροφο και ένα στο δεύτερο όροφο. Κατά την επιτόπια επίσκεψη όλα τα διαμερίσματα ήταν άδεια ενώ το σταθερό τηλέφωνο επικοινωνίας που ήταν γραμμένο σε αναρτημένο «πανό» όπου διαφημιζόταν η πώληση και ενοικίαση των διαμερισμάτων ήταν το σταθερό τηλέφωνο του γραφείου του αιτητή στην Πάφο «γεγονός που αποδεικνύει ότι το γραφείο του στην Παναγιά δεν λειτουργεί». Επιπρόσθετα αναγράφεται στην προαναφερόμενη επιστολή ότι από πληροφορίες που λήφθηκαν από ομοχώριους του επιβεβαιώνεται πως στο χωριό μεταβαίνει μόνο τα Σαββατοκυρίακα και κάποτε Τετάρτη απόγευμα για λίγες ώρες.
4. Στην απόφαση της Διευθύντριας ημερ. 14.7.2008 για διαγραφή του αιτητή από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς αναφέρεται πως, μεταξύ άλλων, λήφθηκαν υπόψη και οι απόψεις του αιτητή, όπως εκτίθενται στην επιστολή του Επάρχου Πάφου ημερ. 10.4.2008 (που κατά λάθος αναφέρεται ως ημερ. 14.4.2008). Στην πραγματικότητα στην επιστολή του Επάρχου ημερ. 10.4.2008 (Παράρτημα V στην ένσταση) δεν αναφέρονται οποιεσδήποτε απόψεις του ιδίου του αιτητή αλλά αναφέρονται μόνον τα συμπεράσματα του υπαλλήλου της Επαρχικής Διοίκησης Πάφου που διεξήγαγε την επιτόπια επίσκεψη στις 4.3.2008, αναφορικά με τη μη λειτουργία του γραφείου του αιτητή στην Παναγιά, καθώς και πληροφορίες που λήφθηκαν από κάποιους (μη κατονομαζόμενους) ομοχώριούς του. Τόσο τα συμπεράσματα του υπαλλήλου όσο και οι πληροφορίες των ομοχώριων του έρχονται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του ίδιου του αιτητή.
Θεωρώ ότι για ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως αυτό που εγείρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου δηλαδή με τη διαγραφή του αιτητή από τον Εκλογικό Κατάλογο Παναγιάς, εξαιτίας της υποτιθέμενης αλλαγής της συνήθους διαμονής του, αυτός αναγκαστικά και κατ΄ εφαρμογή του Νόμου θα έχανε και τη θέση του εκλελεγμένου Κοινοτάρχη του χωριού, θα έπρεπε οπωσδήποτε οι καθ΄ ων η αίτηση να ήταν ιδιαίτερα και ακόμη θα έλεγα εξαιρετικά προσεκτικοί στη διερεύνηση των γεγονότων της υπόθεσης δίνοντας την ευκαιρία στον αιτητή, σε όλα τα στάδια της έρευνάς τους, να προβάλει και να τεκμηριώσει τις θέσεις του και ακόμα να αντικρούσει αντίθετες θέσεις. Κατά την κρίση μου δηλαδή οι καθ΄ ων η αίτηση και η Διευθύντρια, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, θα έπρεπε να ενεργήσουν «οιωνεί δικαστικά» και οπωσδήποτε να τηρήσουν τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης.
Το ζήτημα της διακρίβωσης της συνήθους διαμονής ενός προσώπου είναι νομικά μάλλον περίπλοκο. Η έννοια της συνήθους διαμονής αντιδιαστέλλεται προς την έκτακτη ή την προσωρινή διαμονή. Το ζήτημα δεν εξαντλείται με την αναζήτηση κάποιου συγκεκριμένου στοιχείου αλλά είναι το αποτέλεσμα του συνυπολογισμού ποιοτικών χαρακτηριστικών ή δεδομένων και εν γένει του τρόπου και των συνηθειών της ζωής του επηρεαζόμενου προσώπου, που δεν είναι δυνατό να προκαθοριστούν κατά τρόπο εξαντλητικό. Πρόκειται για πραγματικά θέματα σε κάθε περίπτωση τα οποία, σε περιπτώσεις διαμονής σε πέραν του ενός τόπου, αφορούν όχι μόνον στην επαγγελματική απασχόληση αλλά και στη συμμετοχή του προσώπου σε πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις και οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα σε σχέση με τα κοινά. Επιπρόσθετα αναγνωρίζεται και η δυνατότητα «τεκμαιρώμενης συνήθους διαμονής» στην περίπτωση «προσωρινής» απομάκρυνσης του προσώπου από ορισμένο τόπο, για κάποιο σκοπό, με πρόθεση την επάνοδο (Δέστε την απόφαση της πλειοψηφίας του Εκλογοδικείου στην υπόθεση Κόρακα ν. Γεωργίου κ.α.(Αρ. 2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ, 1935).
Στην υπόθεση Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1355 τονίστηκε ότι η ορθή εγγραφή ή διαγραφή ενός πολίτη από τους εκλογικούς καταλόγους είναι σοβαρό ζήτημα και σαν τέτοιο αντιμετωπίζεται με την ανάλογη υπευθυνότητα. Σε περίπτωση διϊστάμενων ισχυρισμών και θέσεων θα πρέπει, στην απόφαση των αρμοδίων, να φαίνεται ποιες από τις διϊστάμενες θέσεις δέχτηκαν ως ορθές και γιατί, αλλιώτικα η απόφαση τους δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Στην υπόθεση Σαββίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 934/03, ημερ. 20.4.05 το ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν αυτό της συνήθους διαμονής εκλογέα. Το Δικαστήριο ανέφερε πως αν οι αρμόδιες αρχές είχαν οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με το πόσο συχνά ο εκλογέας διέμενε στην οικία του στο χωριό όπου ήταν εγγεγραμμένος, όφειλαν να ερευνήσουν περαιτέρω το θέμα.
Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 192/06, ημερ. 16.7.2007, το Δικαστήριο έκρινε, σε περίπτωση όπου το ζητούμενο ήταν η συνήθης διαμονή εκλογέα, ότι είχε γίνει δέουσα έρευνα και είχαν ακουστεί επαρκώς οι θέσεις του επηρεαζομένου προσώπου σε έρευνα που έγινε με συνεργασία της Διευθύντριας Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης και του οικείου Επάρχου.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως αναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το αποτέλεσμα σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία περιλαμβάνει και την απόφαση της Διευθύντριας να διαγράψει τον αιτητή από τον κατάλογο εκλογέων του χωριού Παναγιά. Είναι όμως εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον είναι η τελική πράξη με την οποίαν οι καθ΄ ων η αίτηση εφάρμοσαν τις πρόνοιες του σχετικού νόμου. Η έρευνα που διεξήγαναν οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ήταν καθόλου επαρκής. Από τα ενώπιον μου στοιχεία είναι προφανές ότι δεν τους απασχόλησαν καθόλου τα περίπλοκα νομικά θέματα που σχετίζονται με τη διάγνωση του τόπου της συνήθους διαμονής ενός προσώπου και τα οποία περιγράφονται με σαφήνεια στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Κόρακας (ανωτέρω). Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι ο αιτητής απαραίτητα θα έπρεπε να είχε ειδοποιηθεί για τη δεύτερη επιτόπια επίσκεψη του διοικητικού λειτουργού στην Παναγιά ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει και ο ίδιος τις θέσεις και απόψεις του και να αντικρούσει αντίθετες θέσεις, αναφορικά με το κατ΄ ισχυρισμό γραφείο το οποίο λειτουργεί στην Παναγιά. Θα έπρεπε να είχε και την ευκαιρία να πληροφορήσει τον αρμόδιο λειτουργό για τη θέση του σε σχέση με τον τόπο και τον τρόπο λειτουργίας του γραφείου, το τηλέφωνο που αναγραφόταν εκεί κλπ. Ακόμα, εφόσον ο αιτητής ισχυριζόταν ότι διαμένει ή βρίσκεται στο χωριό Παναγιά περισσότερες μέρες από εκείνες που ανέφεραν άλλοι ομοχώριοί του, θα έπρεπε, κατά την κρίση μου, να του είχε δοθεί η ευκαιρία να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του εκείνους, αντικρούοντας αντίθετους ισχυρισμούς.
Ενόψει της καταφανώς μη επαρκούς και ελαττωματικής έρευνας των καθ΄ ων η αίτηση, επειδή οι καθ΄ ων η αίτηση δεν καθοδηγήθηκαν ορθά από τη νομολογία ως προς τους διάφορους παράγοντες και τα στοιχεία που θα έπρεπε να λάβουν υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης τους, ως προς τη συνήθη διαμονή του αιτητή, και ενόψει του ότι δεν δόθηκε στον αιτητή η ευκαιρία να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τις θέσεις του, τουλάχιστον κατά το δεύτερο σκέλος της έρευνας καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομικά μεμπτή και θα πρέπει να ακυρωθεί.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει. Γίνεται δήλωση του Δικαστηρίου ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα υπέρ του αιτητή, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.