ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 568
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 2319/2006)
16 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD JAKIR HOSSAIN,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής υπήκοος της Μπάγκλαντες, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εισήλθε νόμιμα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 17.6.99, υπέβαλε δε αίτηση για πολιτικό άσυλο στις 29.6.04, η οποία όμως απορρίφθηκε στις 28.11.05. Η διοικητική προσφυγή που καταχωρήθηκε στη συνέχεια επίσης απορρίφθηκε στις 29.9.06. Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της τελευταίας αυτής απόφασης.
Η απορριπτική εισήγηση της αρμοδίας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου βασίστηκε στις διαπιστωθείσες αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αιτητή, με συνακόλουθο να κριθεί αυτός αναξιόπιστος με αναφορά στα πραγματικά γεγονότα και λόγους που τον είχαν ωθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα του. Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία, ήταν η θέση του ότι η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος για πολιτικό άσυλο οφειλόταν στο γεγονός ότι υπέβαλε την αίτηση όταν έληξε η φοιτητική του άδεια, ήθελε δε να παραμείνει στην Κύπρο για λόγους οικονομικούς, ενώ σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι ο λόγος της αίτησης για πολιτικό άσυλο ήταν όντως για να δύναται να εργάζεται νόμιμα. Σε άλλη ερώτηση, απάντησε ότι θα ήθελε να παραμείνει στην Κύπρο μέχρι την επίλυση των οικονομικών του προβλημάτων, ενώ κατέστησε σαφές ότι αν επιστρέψει στη χώρα του θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Ανέφερε επίσης ότι αντιμετώπιζε προβλήματα με μέλη του κυβερνώντος κόμματος BNP, αλλά ουδέποτε συνελήφθηκε, ούτε είχε προβλήματα με την αστυνομία. Παρά ταύτα μετακόμισε σε άλλη πόλη όπου παρέμεινε για τρεις μήνες χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. Τέλος, ο αιτητής, ως κάτοχος νομίμου διαβατηρίου, έφυγε κανονικά από το αεροδρόμιο της χώρας του.
Η κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αναγνώρισης του ως πρόσφυγα με βάση το σχετικό Νόμο, ούτε μπορούσε να του αναγνωριστεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, επισφραγίστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία στην 9σέλιδη απόφαση της, μετά από ενδελεχή εξέταση και διερεύνηση του υλικού που περιεχόταν στο φάκελο, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος διαφωνίας με αυτήν. Κρίθηκαν, κατά συνέπεια, ορθοί οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του με αναφορά ιδιαίτερα στους λόγους καθυστέρησης του για την αίτηση ασύλου και τους πραγματικούς λόγους επιδίωξης της προστασίας αυτής. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν είχαν υποβληθεί νέα στοιχεία κατά τη διοικητική προσφυγή και έτσι δεν θεωρήθηκε αναγκαία η προσωπική κλήση του αιτητή προς ακρόαση.
Διατυπώθηκαν διάφοροι λόγοι προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι όμως δεν ευσταθούν. Η γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή έθεσε όλους τους λόγους με γενικότητα και αοριστία. Όσον αφορά τη συγκρότηση τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, οι οποίες εξέδωσαν τις αντίστοιχες αποφάσεις τους με μονομελή σύνθεση, αυτό είναι επιτρεπτό εφόσον η εξέταση μιας αίτησης απαιτεί την παρουσία της ολομέλειας μόνο στις περιπτώσεις που καλύπτονται από το εδάφιο (4) του άρθρου 28Ε του περί Προσφύγων Νόμου αρ. 6(Ι)/00 (εφεξής «ο Νόμος»). Στην υπό κρίση περίπτωση δεν συντρέχουν λόγοι που θα κατέτασσαν την περίπτωση σ΄ εκείνη την κατηγορία, ούτε και έγινε συγκεκριμένη στόχευση περί τούτου. Όπως προνοείται από το άρθρο 28Ε(3), κάθε μέλος της Αρχής δύναται από μόνο του να ασκεί τις δυνάμει του Νόμου αρμοδιότητες αυτής και επομένως ο σχετικός λόγος είναι άνευ ουσίας.
Όσον αφορά την μη κλήση του αιτητή κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, παρατηρείται ότι η προσωπική συνέντευξη κατά τη δευτεροβάθμια διαδικασία, δηλαδή, κατά τη διοικητική προσφυγή είναι μόνο δυνητική και εντός της ευχέρειας της Αναθεωρητικής Αρχής, ιδιαίτερα, όπως εδώ, όπου δεν είχαν τεθεί ενώπιον της νέα ουσιώδη στοιχεία. Υπάρχει σειρά νομολογίας που επιβεβαιώνει τα πιο πάνω, απόρροια των προνοιών του άρθρου 28Ζ (1), (3) και (4) του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, με προεξάρχουσες τις αποφάσεις Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ,. 383 και Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας (δέστε επίσης Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, Sayed Md Abu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2053/06, ημερ. 17.3.08, Mobarak Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/07, ημερ. 4.3.08, Bablu Bablu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 175/06, ημερ. 22.11.06, κ.α.).
Ούτε είναι υποχρεωμένη η Αναθεωρητική Αρχή να διεξάγει νέα έρευνα, εφόσον η διαπίστωση της πρέπει να είναι κατά πόσο η έρευνα που έγινε από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων (Yuriy Polishchuk v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005). Εδώ, είναι φανερό από την ανάγνωση της απόφασης των καθ΄ ων, ότι έγινε πλήρης αξιολόγηση της απορριπτικής εισήγησης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία αξιολόγηση μάλιστα εξέτασε ένα προς ένα τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αναξιόπιστος ο αιτητής, όπως αυτοί παρατίθενται με ευκρίνεια στις σελ. 6-9 της απόφασης καλύπτουν δε εννέα διαφορετικά σημεία. Μάλιστα, σ΄ αντίθεση με τη θέση του κ. Χειμώνα περί μη ουσιαστικής έρευνας, οι καθ΄ ων διεφώνησαν με την Υπηρεσία Ασύλου ότι η μη σύλληψη του από την Αστυνομία αποτελούσε σημείο που κλόνιζε την αξιοπιστία του, όπως και ο ίδιος ο συνήγορος εντοπίζει στο λόγο αρ. 6 της γραπτής αγόρευσης του.
Με βάση τα προλεχθέντα, ήταν εύλογη η κρίση ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να πείσει ως προς τους πραγματικούς λόγους υποβολής του αιτήματος για πολιτικό άσυλο. Ιδιαίτερα τονίζεται ότι η οικονομική πτυχή δεν κατατάσσει τον αιτητή στην κατηγορία του πρόσφυγα. Κατά τη λειτουργό, ο λόγος ή λόγοι που ανάγκασαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα του δεν ενέπιπταν στα κριτήρια του πολιτικού πρόσφυγα και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Νόμου. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτητής ήταν ουσιαστικά οικονομικός μετανάστης και όχι πολιτικός πρόσφυγας με βάση τα άρθρα 3 και 13 του Νόμου, τα οποία και καθορίζουν ότι πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ο αιτητής εκείνο που δήλωσε κατά τη συνέντευξη του ήταν ότι είχε κάποια επιχείρηση, αλλά τρομοκράτες ζητούσαν απ΄ αυτόν χρήματα και στην άρνηση του τον απείλησαν ότι θα τον σκότωναν. Οι τρομοκράτες αυτοί ανήκαν στο κόμμα BNP, κατήγγειλε δε στις αστυνομικές αρχές την υπόθεση, η καταγγελία όμως δεν έγινε δεκτή διότι οι τρομοκράτες ανήκαν στο κυβερνών κόμμα. Μετακόμισε σε άλλη πόλη για τρεις μήνες χωρίς να τύχει περαιτέρω ενόχλησης. Με τα δεδομένα αυτά εύλογα κρίθηκε από τους καθ΄ ων σε συμφωνία με την Υπηρεσία Ασύλου ότι τίθετο σε αμφιβολία η αξιοπιστία του αιτητή, ο οποίος δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του θα υποστεί δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Η αναφορά του περί ανάμειξης του στην πολιτική με το Chantra Leaque, δεν τεκμηριώθηκε ως έχουσα δημιουργήσει σ΄ αυτόν πρόβλημα λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.
Ορθά περαιτέρω η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία και εξέτασε τις θέσεις του αιτητή κατά την προφορική συνέντευξη που έγινε στις 26.1.05, εντόπισε το γεγονός ότι το αίτημα παροχής πολιτικού ασύλου έγινε μετά πάροδο πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος αφότου ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία, ενώ το διαβατήριο του εκδόθηκε νόμιμα από τις αρχές της Μπαγκλατέζ, αλλά και χρησιμοποιήθηκε για το ταξίδι του μέσω του νομίμου αεροδρομίου της χώρας του, χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. (δέστε και την υπόθεση Obaidul Haque v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 και Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.08).
Δεν ευσταθεί βέβαια η θέση του κ. Χειμώνα ότι επειδή ο αιτητής αφίχθηκε το 1999, ο δε Νόμος εισήχθηκε το 2000, δεν θα αναμενόταν εύλογα από ένα αλλοδαπό να γνωρίζει λεπτομέρειες ως προς αυτή τη νομοθεσία. Το ζητούμενο είναι ότι εάν ο αιτητής ήταν όντως γνήσιος αιτητής ασύλου, εντός της έννοιας του Νόμου, θα ενδιαφερόταν να υποβάλει σχετική αίτηση άμεσα και με την πρώτη ευκαιρία, θα αναζητούσε δε και τον μηχανισμό και τη διαδικασία προς έγκαιρη ένταξη του στην κατηγορία αυτή, όπως ακριβώς προνοεί και το άρθρο 11(2) του Νόμου, ότι, δηλαδή, αίτηση μπορεί να υποβληθεί ακόμα και στο σημείο εισόδου στη χώρα ή σε αστυνομικό σταθμό.
Η θέση του κ. Χειμώνα κατά τη διοικητική προσφυγή που δεν αναφέρεται στους λόγους της προσφυγής ότι η απόφαση των καθ΄ ων δόθηκε σε γλώσσα μη κατανοητή από αυτόν, δεν ευσταθεί εφόσον διαπιστώνεται από το φάκελο ότι η ουσία της απόφασης που αποστάληκε σε αυτόν ήταν πλήρης στην Αγγλική γλώσσα, με επισυνημμένο το Ελληνικό κείμενο, ως αιτιολόγηση της απόφασης και με την αναγκαία αναφορά ως προς τα δικαιώματα του για διοικητική ή αναθεωρητική προσφυγή.
Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση των καθ΄ ων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας και της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ