ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργίου Πάμπος ν. Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 46
SEKKIDES ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 2136
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μιχαήλ Σκλάβου (2007) 3 ΑΑΔ 473
Σάββα Διαμαντούλα Kόρδα ν. Πανεπιστημίου Kύπρου (2000) 4 ΑΑΔ 77
Χοτζάκογλου Χαράλαμπος Γ. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2007) 4 ΑΑΔ 291
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
First Elements Euroconsultants Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 936, ECLI:CY:AD:2017:C462
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ ν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 647/2012, 11/2/2015, ECLI:CY:AD:2015:D99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 200/2007)
10 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ ΜΙΛΛΕΡ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
1. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για την Αιτήτρια.
Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) για Γ. Τριανταφυλλίδη,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων (εφεξής «το Πανεπιστήμιο»), προκήρυξαν μια θέση Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή για το Τμήμα Γαλλικών Σπουδών και Σύγχρονων Γλωσσών στην ειδικότητα Γαλλική Φιλολογία και Γαλλικός Πολιτισμός του Μεσαίωνα ή της Αναγέννησης ή του 17ου-19ου Αιώνα, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ημερ. 25.11.05.
Μεταξύ των οκτώ συνολικά υποψηφίων υπέβαλε αίτηση και η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 19.2.06, επισυνάπτοντας συστατικές επιστολές και τα διάφορα ακαδημαϊκά προσόντα της. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου στις 5.10.05 είχε συστήσει Ειδική Επιτροπή για τη θέση αυτή, η οποία μετά από τη διεξαγωγή συνεντεύξεων των υποψηφίων προέκρινε ομόφωνα με απόφαση της ημερ. 10.5.06 την επιλογή της αιτήτριας. Το Εκλεκτορικό Σώμα της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών στη συνεδρία του ημερ. 29.5.06 υιοθέτησε την απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, προτείνοντας την εκλογή της αιτήτριας στη βαθμίδα της Λέκτορος στο πιο πάνω θέμα. Η Σύγκλητος όμως στις 7.6.06 κατόπιν ψηφοφορίας αποφάσισε την αναπομπή της πρότασης πίσω στο Εκλεκτορικό Σώμα για επανεξέταση του ζητήματος. Το τελευταίο στη συνεδρία του ημερ. 28.6.06 απεφάσισε, κατόπιν ψηφοφορίας, να μην υποστηρίξει εν τέλει το διορισμό της αιτήτριας, η δε Σύγκλητος σε δική της μεταγενέστερη συνεδρία ημερ. 6.9.06, κατόπιν ψηφοφορίας, επικύρωσε τη θέση αυτή. Εν τέλει η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου στην 55η συνεδρία της ημερ. 25.9.06, απεφάσισε να επικυρώσει τη θέση της Συγκλήτου και να μην πληρώσει τη θέση του Λέκτορα ή Επίκουρου Καθηγητή στην ειδικότητα της Γαλλικής Λογοτεχνίας.
Παραπονείται κατά συνέπεια η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντιστρατεύεται διάφορα άρθρα του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου αρ. 144/89 (όπως τροποποιήθηκε), καθώς και διάφορους Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 36/96, ενώ η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της πράξης ήταν παράνομη, αναιτιολόγητη με ταυτόχρονη παράλειψη να ληφθούν υπόψη γεγονότα που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη υπέρ της αιτήτριας, ενώ έλαβαν άλλα γεγονότα υπόψη που δεν έπρεπε. Γίνεται επίσης επίκληση της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης διότι το Πανεπιστήμιο επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά, ενώ τέλος, υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο με αναφορά στις δημοσιεύσεις και το ερευνητικό έργο της αιτήτριας, τα εν γένει προσόντα της και τη δυνατότητα της να διδάξει επιτυχώς στο Πανεπιστήμιο.
Το πρόβλημα προέκυψε όταν το Εκλεκτορικό Σώμα κατέγραψε στα πρακτικά του ημερ. 29.5.06 (Παράρτημα Ε στην ένσταση), υιοθετώντας την εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής για εκλογή της αιτήτριας ότι κατά τη συζήτηση είχαν εκφραστεί κάποιες επιφυλάξεις και διατυπώθηκαν παρατηρήσεις σε σχέση με την επιστημονική δραστηριότητα αυτής μετά την απόκτηση το 1988 του διδακτορικού της διπλώματος. Εξ αιτίας αυτής της διατύπωσης, η Σύγκλητος με 21 ψήφους υπέρ και 1 διαφωνία τάχθηκε υπέρ της αναπομπής στο Εκλεκτορικό Σώμα για επανεξέταση (Παράρτημα Στ στην ένσταση). Με την επάνοδο του ζητήματος στο Εκλεκτορικό Σώμα, αυτό μετά τη συζήτηση του θέματος κατέγραψε στα πρακτικά (Παράρτημα Ζ στην ένσταση), ότι πλειοψηφικά με 5 ψήφους υπέρ, 3 ψήφους εναντίον και 3 ψήφους αποχή δεν συστηνόταν ο διορισμός της αιτήτριας. Καταγράφηκε ότι η άποψη των 3 μελών που δεν υποστήριζαν το διορισμό οφειλόταν στο ότι η αιτήτρια από την απόκτηση του διδακτορικού είχε περιορισμένες δημοσιεύσεις, δεν έδειχνε να κατέχει σύγχρονη θεωρητική γνώση και δεν έδειχνε αρκετές ικανότητες για επιστημονική εξέλιξη ώστε να αναγνωρισθεί από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Στην επόμενη συνεδρία επομένως της Συγκλήτου (Παράρτημα Η στην ένσταση), με 20 ψήφους υπέρ, 1 εναντίον και 3 αποχές επικυρώθηκε η μη εκλογή της αιτήτριας στη θέση του Λέκτορα.
Στη γραπτή του αγόρευση το Πανεπιστήμιο εισηγήθηκε ότι καμία παρανομία δεν εμφιλοχώρησε στην όλη διαδικασία, αλλά αντίθετα ήταν εντός της δυνατότητας της Συγκλήτου να εισηγηθεί την αναπομπή της πρότασης του Εκλεκτορικού Σώματος για επανεξέταση. Η αναπομπή έγινε από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου και όχι από τη Σύγκλητο. Από την άλλη, η απόφαση για μη πλήρωση της θέσης ήταν απόλυτα αιτιολογημένη και σε κάθε πρακτικό που τηρείτο υπήρχε και η ανάλογη δικαιολογία και καταγραφή των θέσεων. Το γεγονός ότι η αιτήτρια ήταν η μόνη υποψήφια με ειδικότητα στη Γαλλική Λογοτεχνία δεν την καθιστούσε απαραίτητα ικανή και κατάλληλη υποψήφια. Περαιτέρω, η εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων σε σχέση με το έργο, τα προσόντα, τις δημοσιεύσεις και γενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το Πανεπιστήμιο, ανήκε σε αυτό και δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να εκτιμήσει πρωτογενώς γεγονότα, αλλά μόνο να ελέγξει κατά πόσο υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο.
Το πρώτο παράπονο της αιτήτριας σε σχέση με τη λανθασμένη κατ΄ ισχυρισμόν διαδικασία που ακολουθήθηκε ως προς το ότι η αναπομπή έγινε από τη Σύγκλητο και όχι από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 22(5) του περί Πανεπιστημίου Νόμου, δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται από το διοικητικό φάκελο, αλλά και τα όσα κατατέθηκαν διά των αγορεύσεων ήταν το Συμβούλιο και όχι η Σύγκλητος που ανέπεμψε το θέμα πίσω στο Εκλεκτορικό Σώμα όπως παρουσιάζεται στο Παράρτημα 1 της γραπτής αγόρευσης του Πανεπιστημίου, το οποίο και είναι απόσπασμα των πρακτικών της 136ης συνεδρίας του Συμβουλίου ημερ. 21.6.06 όπου φαίνεται στο στοιχείο 3, η εξέταση των θεμάτων που αφορούσαν τις Επιτροπές. Στην παρ. 3.2.3 (τέταρτη σελίδα των πρακτικών), με αναφορά ειδικά στην εκλογή της αιτήτριας στη θέση του Λέκτορα, αναγράφεται σαφώς ότι το Συμβούλιο απεφάσισε να αναπέμψει στο Εκλεκτορικό Σώμα το ζήτημα αυτό. Η Σύγκλητος το μόνο που έπραξε ήταν να εισηγηθεί στο Συμβούλιο την αναπομπή του θέματος στο Εκλεκτορικό Σώμα, όπως παρουσιάζεται από το Τεκμ. Στ της ένστασης, όπου καταγράφεται στην τελευταία παράγραφο του σχετικού πρακτικού, ότι η σχετική εισήγηση της Συγκλήτου στο Συμβούλιο για αναπομπή τέθηκε σε ψηφοφορία, έλαβε δε 21 ψήφους υπέρ και μια διαφωνία. Η αιτήτρια εισηγείται στη γραπτή της αγόρευση ότι το πρακτικό ημερ. 21.6.06, Παράρτημα 1 στην αγόρευση του Πανεπιστημίου, πρέπει να αγνοηθεί διότι δεν τέθηκε στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση, τα οποία δηλώθηκαν να ήταν τα μόνα που περιέχονταν στο διοικητικό φάκελο. Ο διοικητικός φάκελος που παρουσιάστηκε κατά τις διευκρινίσεις ως Τεκμ. «1», περιέχει όμως το πρακτικό αυτό και επομένως το θέμα λήγει εδώ.
Προωθήθηκε και περαιτέρω εισήγηση ως προς την ύπαρξη διάστασης στις ημερομηνίες. Ο κ. Παναγιώτου κατά τις διευκρινίσεις, υπέδειξε ότι στο πρακτικό της 136ης συνεδρίας του Συμβουλίου γίνεται αναφορά στο θέμα της αιτήτριας όπως αυτό προέκυψε από την 52η συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 5.6.06, ενώ στο Παράρτημα Στ της ένστασης παρουσιάζεται ότι η Σύγκλητος έλαβε την απόφαση να εισηγηθεί στο Συμβούλιο την αναπομπή στις 7.6.06. Βεβαίως, η τελευταία αυτή ημερομηνία, είναι ιδιόχειρη, ενώ τυπωμένη φαίνεται ως ημερομηνία η 11.6.06. Εν πάση περιπτώσει και στην παρ. 8 της ένστασης, το Πανεπιστήμιο καταγράφει τη συνεδρία αυτή ως ημερ. 7.6.06. Είναι εν πάση περιπτώσει, όμως, σαφές ότι το απόσπασμα αυτό είναι μέρος της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερ. 21.6.06 και η αναφορά περί συνεδρίας της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών ημερ. 5.6.07 ως 52η συνεδρία, δεν βρίσκει έρεισμα σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο του διοικητικού φακέλου, αλλά αντίθετα διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή είχε αναμειχθεί μόνο στην 55η συνεδρία της ημερ. 25.9.06, όταν επικύρωσε τη θέση της Συγκλήτου για μη πλήρωση της θέσης του Λέκτορα. Δεν μπορεί επομένως να αντληθεί βάσιμο επιχείρημα από την προφανώς εκ παραδρομής τεθείσα αυτή ημερομηνία.
Την απόφαση αυτή περαιτέρω η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών έλαβε δικαιωματικά εφόσον με βάση το άρθρο 6Α του Νόμου, το Συμβούλιο δικαιούται να καταρτίζει Επιτροπές στις οποίες δύναται να μεταβιβάζει υπό όρους και προϋποθέσεις οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητες του. Αυτό έπραξε στη 117η συνεδρία του ημερ. 19.7.04, όπως αποδεικνύεται από το Παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση του Πανεπιστημίου. Εκεί φαίνεται η σύσταση της Επιτροπής αυτής, οι αρμοδιότητες της και η εξουσιοδότηση της να επικυρώνει ομόφωνες αποφάσεις της Συγκλήτου σχετικά με προσλήψεις και ανελίξεις μελών. Με πρόσθετη απόφαση (Τεκμ. «2» κατά τις διευκρινίσεις), το Συμβούλιο στην 119η συνεδρία του ημερ. 17.11.04, αποφάσισε όπως η Επιτροπή σε περίπτωση μη ομόφωνων αποφάσεων της θα παραπέμπει στο Συμβούλιο το ζήτημα. Όπως παρουσιάζεται από το σχετικό πρακτικό της 55ης συνεδρίας της Επιτροπής, ημερ. 25.9.06, η απόφαση της για μη πλήρωση της επίδικης θέσης ήταν ομόφωνη. (Παράρτημα Θ στην ένσταση και πιο ολοκληρωμένα Παράρτημα 1 στο διοικητικό φάκελο).
Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση για ακύρωση της απόφασης που σχετίζεται με την αξιολόγηση ως προς την κατάρτιση της αιτήτριας παρατηρείται ότι με βάση το άρθρο 23(1), απαιτείται για τη θέση Λέκτορα εκτός του διδακτορικού διπλώματος από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο και η παροχή ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας. Σ΄ αυτό το θέμα παρουσιάζεται πρόβλημα ενόψει του ότι διείσδυσε πλάνη περί τα πράγματα και ανεπαρκής αιτιολογία. Σημειώνεται, κατ΄ αρχάς, ότι τα τρία μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος που δεν υπεστήριξαν το διορισμό στη συνεδρία ημερ. 23.6.06, ανέφεραν ότι θεώρησαν ότι η αιτήτρια (α) είχε περιορισμένες δημοσιεύσεις, (β) το έργο της δεν έδειχνε σύγχρονη θεωρητική γνώση και (γ) δεν έδειχνε να έχει αρκετές ικανότητες για να εξελιχθεί επιστημονικά ώστε να αναγνωρισθεί από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Τα κριτήρια αυτά φαίνεται ότι δεν είχαν προαποφασιστεί ως σταθερά κριτήρια που διείπαν την έννοια «της παροχής ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας», που είναι το έτερο προαπαιτούμενο για διορισμό στη θέση του Λέκτορα με βάση το άρθρο 23(1). Αυτό καθίσταται φανερό και από το τηρηθέν πρακτικό, όπου άλλα τρία μέλη (Ι. Ιωάννου, M. Burston και Γ. Baider), τασσόμενα υπέρ της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για διορισμό ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι για τη θέση του Λέκτορα δεν είναι απαραίτητο ο υποψήφιος να έχει αρκετές δημοσιεύσεις. Η ικανότητα έρευνας στο άρθρο 23(1) συναρτάται με «ενδείξεις» προς τούτο και όχι με αποδείξεις. Υπήρχε λοιπόν διάσταση στις θέσεις των μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να υπάρχει προκαθορισθέν κριτήριο για τον αριθμό των δημοσιεύσεων που θεωρούνται «αρκετές», ή, αντίθετα, «περιορισμένες». Και εν πάση περιπτώσει με αναφορά στις συγκεκριμένες δημοσιεύσεις της αιτήτριας, όπως αυτές αποτυπώνονται στην παρ. 8 της αίτησης και στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου της, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε δικαιολογία ως προς την επάρκεια τους, τόσο από πλευράς αριθμού, όσο και ποιότητας ή επιπέδου.
Πρόσθετα, φαίνεται να μην έτυχε αναφοράς, ως προς την ικανότητα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της αιτήτριας, το γεγονός ότι, πέραν των άλλων θέσεων που κατείχε, είχε διατελέσει και επισκέπτρια λέκτορας στο ίδιο το Πανεπιστήμιο από το 2004-2006, και είχε διδάξει στο Τμήμα Γαλλικών Σπουδών ως Ειδική Επιστήμονας το 2002-2003. Αλλά και η κρίση των φοιτητών, εφόσον δίδεται σ΄ αυτούς το δικαίωμα να αξιολογήσουν τους διδάσκοντες σε έντυπο που δίδει το ίδιο το Πανεπιστήμιο, (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας), θα μπορούσε να τύχει κατάλληλης διερεύνησης ως μέτρο της «ικανότητας πανεπιστημιακής διδασκαλίας». Δεν έγινε αυτό και έπρεπε τουλάχιστον να τύχει της δέουσας εξέτασης.
Εδώ, μετά την ομόφωνη απόφαση της Ειδικής Επιτροπής, αλλά και την ομόφωνη επίσης απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, (οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν δεν οδήγησαν σ΄ αρνητική ψήφο στη συνεδρία ημερ. 29.5.06), έπρεπε να δοθεί ειδική αιτιολογία για απόκλιση. Ιδιαίτερα τη στιγμή που στην επόμενη συνεδρία του Εκλεκτορικού Σώματος ημερ. 28.6.06, η αιτήτρια στην ουσία έλαβε 5 θετικές ψήφους, τρεις αρνητικές, ενώ υπήρχαν και τρεις αποχές. Στο σύνολο των 11 παριστάμενων μελών, η διαφορά εναντίον της εκλογής της αιτήτριας ήταν με μόνο 1 τοποθέτηση, προερχόμενη από αποχή. Ενώ είχε υπέρ της περισσότερες θετικές ψήφους, παρά αρνητικές.
Εκ των πιο πάνω, φανερώνεται ότι σ΄ αντίθεση με τη γενική αρχή που κωδικοποιείται στο άρθρο 46 του Νόμου Αρ. 158(Ι)/99, περί πλάνης περί τα πράγματα, εμφιλοχώρησε «... πλάνη .. στη σειρά των συλλογισμών ή στον 'ειρμό των σκέψεων' της διοικητικής αρχής την ώρα που έκανε την επιλογή». (Παπαϊωάννου ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 713 και Αττάς ν. Ε.Δ.Υ., υπόθ. αρ. 474/05 κ.α. ημερ. 3.6. 08).
Η πλάνη ήταν ουσιώδης με κριτήριο σταθερό και ήταν τέτοια που επηρεάσε την απόφαση του διοικητικού οργάνου. (Sekkides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2136 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 268).
Τα πιο πάνω οδηγούν επίσης σε αναιτιολόγητη πράξη ή απόφαση, εφόσον η δινόμενη αιτιολογία πρέπει «... να τυγχάνη αρκούντως εξειδικευμένη και να ανταποκρίνεται εις τα στοιχεία του φακέλου, άλλως έχομεν παράνομον αιτιολογίαν είτε λόγω αοριστίας και γενικότητος είτε λόγω πλάνης». (Πορίσματα - ανωτέρω - σε. 267). Η δικαιολογία που δόθηκε εδώ και μάλιστα με την οριακή διαφορά που ήδη σημειώθηκε λόγω αποχής, δεν είναι επαρκής και χαρακτηρίζεται από «απλή παράθεση γενικών σκέψεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση ...» (Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαο», τέταρτη Αναθεωρημένη Έκδοση σελ. 299-300 παρ. 646-647). Λόγω του εξειδικευμένου του αντικειμένου, έπρεπε ακριβώς η αιτιολογία της απόκλισης να ήταν σαφής και αναλόγως εξειδικευμένη ώστε να δύναται να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος. (Κόρδα-Σάββα ν. Πανεπιστημίου (2000) 4 Α.Α.Δ. 77). Ιδιαίτερα στην υπό κρίση περίπτωση, όπου το ίδιο Εκλεκτορικό Σώμα με την ίδια ουσιαστικά σύνθεση (απλώς στις 29.5.06 απουσίαζαν τα μέλη Strohmeier και Grohmann, ενώ στις 28.6.06 αυτά ήταν παρόντα αλλά απουσίαζε το μέλος Montgomery- Byles), άλλαξε θέση από θετική σε αρνητική και αυτό μόνο οριακά. Δεν επαρκούσε συνεπώς η καταγραφή γενικοτήτων από τα μέλη που δεν υπεστήριξαν το διορισμό με αναφορά στο περιορισμένο των δημοσιεύσεων, της σύγχρονης θεωρητικής γνώσης και της ικανότητας για επιστημονική εξέλιξη, που εν πάση περιπτώσει, όπως αναλύθηκε πριν, δεν είχε αναφορά και συνάρτηση προς τα δεδομένα της αιτήτριας. Στην Χοτζάκογλου ν. Πανεπιστημίου, υπόθεση αρ. 119/05, ημερ. 18.5.07, στην οποία παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Πανεπιστημίου, κρίθηκε ακριβώς ότι η απόκλιση από την πλειοψηφική θέση της Ειδικής Επιτροπής υπέρ του εκεί αιτητή, έπρεπε να αιτιολογείτο επαρκώς. Πόσο μάλλον εδώ όπου η Ειδική Επιτροπή ήταν ομόφωνα υπέρ της αιτήτριας. Όπως λέχθηκε ήδη, η αιτιολογία των διαφωνούντων εν τέλει μελών του Εκλεκτορικού Σώματος δεν ήταν αρκούντως εξειδικευμένη.
Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 6.9.06 και η επικύρωση αυτής από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών στη συνεδρία της ημερ. 25.9.06 και 5.10.06, αποτελεούσαν απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία. Η διαπιστωτική πράξη και η επικύρωση των διορισμών από το Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 6(1)(γ)(1) του Νόμου, δεν σημαίνει και απλή προσυπογραφή.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας, περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. και εναντίον των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ