ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 394

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1920/2006)

 

2 Ιουνίου 2008

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΙΩΑΝΝΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

                   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.                ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ

2.                ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΥΣΤΑΘΕΝΤΟΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 50(Ι) ΤΟΥ 2004,

Καθ΄Ων η αίτηση.

_________

 

 

E. Νικολάου για Μ. Κυπριανού & Σία, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους τους Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:   Ο περί Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση Ελέγχου Περιουσίας) Νόμος του 2004 (Ν. 50(Ι)/2004) στο άρθρο 3 επιβάλλει τις ακόλουθες υποχρεώσεις για υποβολή δήλωσης σε κάθε αξιωματούχο τον οποίο αφορά:

 

«3.-(1)  Κάθε αξιωματούχος έχει υποχρέωση να καταθέτει μέσα σε τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του, και ανά τριετία από το χρόνο που ανέλαβε και καθ΄όσο χρόνο κατέχει την ιδιότητα ή το αξίωμά του, δήλωση στο Συμβούλιο.

 

(2)  Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση, κάθε αξιωματούχος υποχρεούται μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να υποβάλει δήλωση στο Συμβούλιο.

 

............................»

 

 

 

Η Αιτήτρια ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και έτσι ενέπιπτε στις πρόνοιες του Νόμου.  Με τη λήξη της θητείας της, είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση μέχρι 15.4.2005.  Την 15.12.2005 το Τριμελές Συμβούλιο το οποίο καθιδρύει ο Νόμος με αρμοδιότητα να ελέγχει τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής δήλωσης, απέστειλε την ακόλουθη επιστολή στην Αιτήτρια:

 

«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 4 των πιο πάνω νόμων είχατε υποχρέωση, ως αξιωματούχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, να καταθέσετε στο Τριμελές Συμβούλιο, μέχρι τις 15.4.2005, Δήλωση Περιουσιακών Στοιχείων.

 

2.        Το Τριμελές Συμβούλιο διαπίστωσε ότι έχετε παραλείψει να υποβάλετε τη σχετική Δήλωση.  Ως εκ τούτου παρακαλώ όμως, μέχρι τις 15.1.2006, υποβάλετε, γραπτώς, στο Συμβούλιο τους λόγους σχετικά με την πιο πάνω παράλειψή σας.

 

3.        Παρακαλώ σημειώστε ότι σύμφωνα με το άρθρο 9(1) των εν λόγω νόμων, σε περίπτωση κατά την οποία αξιωματούχος παραλείπει να υποβάλει Δήλωση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3, το Συμβούλιο έχει εξουσία να του επιβάλει χρηματικό πρόστιμο ύψους £3.000 και £50 για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης.»

 

 

Η Αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε και την 25.7.2006 το Τριμελές Συμβούλιο απεφάσισε να της επιβάλει πρόστιμο £1.000 και £30 για κάθε μέρα περαιτέρω καθυστέρησης υποβολής δήλωσης από 1.9.2006, πληροφορώντας τη σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 27.7.2006.  Η Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 24.8.2006 ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης «η οποία λήφθηκε στην απουσία μου και χωρίς καν να με ακούσετε», παρατηρώντας περαιτέρω ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και δυσανάλογη.  Πέντε ημέρες μετά υπέβαλε και δήλωση.  Το Τριμελές Συμβούλιο απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 4.10.2006 αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερ. 24.8.2006 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και θα ήθελα κατ΄αρχάς να σας γνωρίσω ότι το Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι δεν όφειλε να σας ενημερώσει για τις πρόνοιες του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, αναφορικά με την υποχρέωσή σας να υποβάλετε Δήλωση Περιουσιακών Στοιχείων, με την επιστολή μας ημερ. 15.12.2005, σας επισημάνθηκε τούτο και σας παρασχέθηκε χρονικό διάστημα ενός περίπου μηνός για υποβολή της καθώς και για να εκθέσετε τους λόγους σχετικά με την εν λόγω παράλειψή σας.

 

2.     Το Συμβούλιο, στην συνεδρία του ημερ. 2.10.2006, αφού εξέτασε τα όσα επικαλείσθε στην προαναφερθείσα επιστολή σας, αποφάσισε ότι δεν συντρέχουν οποιοιδήποτε λόγοι που να δικαιολογούν ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του, που σας κοινοποιήθηκε με την ταυτάριθμη επιστολή μας ημερ. 27.7.2006, .»

 

 

 

Η Αιτήτρια κατεχώρησε τότε την προσφυγή κατά της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 27.7.2006.  Είναι δε η θέση της ότι το άρθρο 3 του Ν. 50(1)/2004 παραβιάζει τα Άρθρα 15, 23(1) και 28(1)(2) του Συντάγματος.  Το θέμα είναι αναγκαίο να αποφασισθεί καθ΄όσον είναι η μόνη ουσιαστικά βάση της προσφυγής (η Αιτήτρια θίγει και θέμα στέρησης του δικαιώματος της να ακουσθεί, το οποίο όμως δεν ευσταθεί εφ΄όσον με την επιστολή της 15.12.2005 της εδόθη η ευκαιρία προς τούτο και δεν ανταποκρίθηκε, όπως και θέμα δυνασάλογου της ποινής, το οποίο και πάλι δεν ευσταθεί αφού δεν καταδεικνύεται ότι τα πλαίσια που θέτει ο νόμος - £3.000 πρόστιμο και £50 για κάθε μέρα συνέχισης της παράλειψης - είναι παράλογα ή ότι η ποινή που επεβλήθη στην Αιτήτρια είναι εκδήλως δυσανάλογη ή εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Τριμελούς Συμβουλίου).

 

Εξετάζοντας το θέμα της συνταγματικότητας, αναφορά βεβαίως πρέπει να γίνει στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3ΑΑΔ 238  στην οποία εκρίθη η τύχη του προηγηθέντος του παρόντος νόμου, αναφερόμενου ως ο περί Αξιωματούχων του Κράτους και Άλλων Προσώπων (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 1999, σε σχέση με το Άρθρο 15 του Συντάγματος.  Το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε εκεί ότι ο εν λόγω νόμος αντίκειτο προς το Άρθρο 15.  Είναι σε αυτή τη γνωμάτευση που η Αιτήτρια βασίζεται, παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα από το σκεπτικό, για να εισηγηθεί ότι τα ίδια ισχύουν και ως προς τον παρόντα νόμο.  Η Δημοκρατία εισηγείται ότι υπάρχουν τέτοιες διαφορές στον παρόντα νόμο που να δικαιολογούν την κατάληξη ότι δεν τίθεται πλέον θέμα παρέμβασης στην ιδιωτική ζωή ή ότι η όποια παρέμβαση υπάρχει δικαιολογείται χάριν του συμφέροντος που καθορίζεται στο Άρθρο 15.2 και της ανάγκης που προκύπτει από αυτό.

 

Δεν είναι ορθή η θέση της Δημοκρατίας ότι ο παρών νόμος δεν συνιστά παρέμβαση με την ιδιωτική ζωή.  Οι πρόνοιες του άρθρου 3 αυτές καθ΄αυτές, όπως και οι παρεπόμενες πρόνοιες και ιδιαίτερα στα άρθρα 4, 7, και 11 σαφώς συνιστούν παρέμβαση με την ιδιωτική ζωή στην ευρύτερη έννοια που έχει εξηγηθεί στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2), αφού αφορούν την αποκάλυψη και έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων του ατόμου ως μέρος της ιδιωτικής του ζωής.  Όπως αναφέρεται στη γνωμάτευση από τον Πική, Π. (σελ. 246):

 

«Η νομολογία του  Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική του Άρθρου 8(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθιστά σαφές ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής δεν περιορίζεται στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου, αλλά εκτείνεται και στις σχέσεις του με τον έξω κόσμο - (Digest of Strasbourg Case-Law relating to the European Convention on Human Rights, βλ. σελ. 5.  The European Commission of Human Rights (First Chamber), Application No. 30128/96, by F.S. against Germany, 27/11/96. Eur. Court HR, Niemietz v. Germany judgment of 16 December 1992, Series A, No. 251-B, pp. 33-34, paras 29-31).  Το δικαίωμα καλύπτει το σύνολο της δραστηριότητας του ανθρώπου στο χώρο που τον περιβάλλει, αδιαπέραστου χάριν της αυτονομίας του στο ατομικό πεδίο.  Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση των κυπριακών δικαστηρίων στον προσδιορισμό της εμβέλειας της έννοιας της ιδιωτικής ζωής.  Στην Police ν. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, επισημαίνεται, ο όρος «ιδιωτική» στο πλαίσιο του Άρθρου 15.1 αντιδιαστέλλεται προς τον όρο «δημόσια», η έννοιά του δεν περιορίζεται σε δραστηριότητες της ζωής, στις  οποίες το άτομο λειτουργεί απομονωμένα - (βλ., επίσης, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).

 

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα - (Άρθρο 23.1).  Η απόκτηση, χρήση και διάθεση της περιουσίας του ατόμου αποτελούν ιδιωτική του υπόθεση.  Τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου συνιστούν μέσα για την εξασφάλιση της ύπαρξης, τη διαμόρφωση του τρόπου ζωής και τον προγραμματισμό της μελλοντικής πορείας του.  Η φύλαξη, χρήση και διάθεση των περιουσιακών στοιχείων του ανθρώπου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ιδιωτικής του ζωής.  Η αποκάλυψή τους και η δημοσιοποίησή τους προσβάλλουν το δικαίωμα, που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος.  Στην άσκηση του δικαιώματος, που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1, δε χωρεί επέμβαση· εκτός ως ορίζεται στην παράγραφο 2 του ιδίου Άρθρου του Συντάγματος.  Επέμβαση χωρεί μόνο, εφόσον εξουσιοδοτείται από το νόμο και είναι αποκλειστικά αναγκαία για ένα ή περισσότερους σκοπούς, που καθορίζονται στην ίδια διάταξη του Συντάγματος.»

 

 

Το καίριο ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσο η παρέμβαση η οποία γίνεται με τον παρόντα νόμο μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια του Άρθρου 15.2.  Η κατάληξή μου είναι ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό.  Στην προαναφερθείσα γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου  αναφέρονται τα ακόλουθα από τον Πική, Π.(σελ. 252):

 

«Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου.  Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας.  Η νομολογία του δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D.J. Harris, M. O´ Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355.  Όμοια, κατ΄ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police ν. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63.  Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει.  Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο.  Στην περίπτωση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι:  (α)  Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε) τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

 

Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου.  Αναγνωρίζεται, κατ΄αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου.  Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος.  Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.»

 

 

 

Στην ίδια βάση είναι και τα αναφερθέντα στη γνωμάτευση που εδόθη από το Νικολάου, Δ. (σελ. 262).

 

Δεν μπορεί να λεχθεί, σε αναφορά με τον παρόντα νόμο, ότι έχει καταδειχθεί τέτοια υπαρκτή και πιεστική κοινωνική ανάγκη η οποία, συναρτώμενη προς την έκταση του περιορισμού του δικαιώματος, να δικαιολογεί την παρέμβαση με αυτό.  Η ανάγκη, όπως τονίζεται στην προαναφερθείσα γνωμάτευση, πρέπει να εξειδικεύεται και να τεκμηριώνεται ώστε να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά και η παρέμβαση και η έκταση της, έστω και αναγνωριζομένων των λογικών περιθωρίων εκτίμησης που ανήκουν στο νομοθετικό σώμα.

 

Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι η προσφυγή πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει 800 ευρώ έξοδα στην Αιτήτρια.

 

 

 

 

 

 

                                                     Δ. Χατζηχαμπής,

                                                                  Δ.

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο