ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υπόθεση Αρ.1502/2005)

19 Ιουνίου, 2008

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΘΕΜΙΣΤΟΥ,

Αιτήτριας,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η

2.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/Η

3.    ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Ε. Γαβριήλ (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Στις 28.8.1999, δημοσιεύθηκε με τη Δ.Π.586 η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης για την κατασκευή διαύλου και κτιριακών εγκαταστάσεων πύργου ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας για την ελαφρά πολιτική αεροπορία στην περιοχή Πέρα Χωρίου - Τσερίου και επικυρώθηκε με το διάταγμα με αρ. 359, ημερομηνίας 26.5.2000, το οποίο παρέπεμπε στους λόγους δημόσιας ωφελείας, όπως αυτοί επεξηγούνταν στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. 

 

Η Αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια των τεμαχίων 235 και 236 στην κοινότητα Τσερίου, τα οποία απαλλοτριώθηκαν με το πιο πάνω διάταγμα.  Της προσφέρθηκε το ποσό της αποζημίωσης των £80.950 πλέον τόκοι και για τα δύο κτήματα.  Μετά από διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε και πληρώθηκε στην Αιτήτρια, το συνολικό ποσό των £111.800,35 σ. συμπεριλαμβανομένων και τόκων.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Υπόθεση Αρ. 1050/2000 η οποία αφορούσε προσφυγή άλλων ιδιοκτητών τεμαχίων γης, ακύρωσε το πιο πάνω διάταγμα απαλλοτρίωσης.  Η δε Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 333, η οποία ασκήθηκε κατά της πιο πάνω απόφασης, στις 26.4.2004 απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η Αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 26.5.2004, επικαλούμενη την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, στην οποία η ίδια δεν ήταν διάδικος, ζήτησε να της επιστραφούν τα κτήματα της.  Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου, ζήτησε σχετική γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος συμβούλεψε ότι η Αιτήτρια εφόσον αποδέχθηκε το ποσό της αποζημίωσης, η απαλλοτρίωση εξακολουθεί να είναι νόμιμη για την ίδια και τα αποτελέσματα της απόφασης της Ολομέλειας δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της.  Στις 14.10.2005 ειδοποιήθηκε ότι το αίτημα της για επιστροφή των κτημάτων της, δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτό.

 

Με την παρούσα προσφυγή της ζητά όπως η πιο πάνω απόφαση κηρυχθεί άκυρη και όπως ό,τι παραλήφθηκε, να διαταχθεί να γίνει.

 

Κατ' αρχάς ο συνήγορος της προβάλλει ως μόνο λόγο ακυρώσεως, ότι εσφαλμένα και κατά παράβαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, απορρίφθηκε το αίτημα της για επιστροφή των επιδίκων οικοπέδων, αφού όπως ισχυρίζεται ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκαν δεν κατέστη εφικτός και το έργο ουδέποτε υλοποιήθηκε.  Περαιτέρω, στον ίδιο λόγο ακυρώσεως προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση και μη συμμόρφωση με το δεδικασμένο της απόφασης της Ολομέλειας.  Μετά την απόφαση αυτή, ανέφερε, το διάταγμα απαλλοτρίωσης εξαφανίστηκε, αφού κηρύχθηκε αντισυνταγματικό έναντι πάντων.  Ως αποτέλεσμα, πρόσθεσε, η διοίκηση, είχε υποχρέωση δυνάμει του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, να συμμορφωθεί ενεργά προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα όταν η Αιτήτρια ζήτησε την επιστροφή των κτημάτων της.

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους καθ'ων η αίτηση, εισηγήθηκε ότι δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου, εφόσον το αποτέλεσμα της απόφασης στην Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, επηρεάζει μόνο τους διαδίκους σε εκείνη την υπόθεση, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί και ούτε εισπράξει τη σχετική αποζημίωση.  Δεν μπορεί, όμως, να επηρεάσει την Αιτήτρια η οποία δεν ήταν διάδικος στην πιο πάνω υπόθεση, αλλά και έχει προ πολλού αποδεχθεί και εισπράξει την αποζημίωση της.  Ήταν η θέση της ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης έχει ακυρωθεί σε σχέση με τα συγκεκριμένα τεμάχια των ιδιοκτητών, που έχουν προσβάλει τη νομιμότητα του διατάγματος απαλλοτρίωσης και τα οποία αποτελούν περίπου 12.5% του συνόλου των κτημάτων, και όχι για όλα τα τεμάχια που απαλλοτριώθηκαν και αποζημιώθηκαν.

 

Σύμφωνα με καλά καθιερωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δημιουργεί απόλυτο δεδικασμένο έναντι πάντων (erga omnes).  Αυτό εξάλλου, έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 59 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)  (Βλ. Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκα Παπαδάκη κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 140).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση και μη συμμόρφωση του δεδικασμένου της απόφασης της Ολομέλειας, δεν ευσταθεί.  Δεν διαφωνώ ότι η απόφαση της Ολομέλειας στην Κωνσταντίνου, ανωτέρω,    δημιουργεί αναφορικά με τους διαδίκους σ' εκείνη την υπόθεση, δεδικασμένο έναντι πάντων (erga omnes).  Όμως η αρχή δεν μπορεί να καλύπτει αναδρομικά και την περίπτωση της Αιτήτριας η οποία, όπως ορθά εισηγήθηκε ο συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, όχι μόνο δεν ήταν διάδικος στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Κωνσταντίνου, ανωτέρω, αλλά έχει αποδεχθεί και πληρωθεί την αποζημίωση για απαλλοτρίωση των κτημάτων της, χωρίς να προσβάλει το επίδικο διάταγμα.  Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια κωλύεται από του να αμφισβητήσει εκ των υστέρων τη νομιμότητα της πράξης την οποία τότε δεν αμφισβήτησε.  Η απόφαση της Ολομέλειας στην  Κωνσταντίνου, ανωτέρω, δημιουργεί δεδικασμένο τόσο έναντι των διαδίκων  σ' εκείνη την υπόθεση όσο και έναντι άλλων διαδίκων οι οποίοι αμφισβήτησαν το διάταγμα απαλλοτρίωσης και οι προσφυγές των οποίων ενδεχομένως να εκκρεμούν ακόμη για την ίδια πράξη (Βλ. Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 884).  Όμως το δεδικασμένο δεν εκτείνεται και σε πρόσωπα τα οποία, ενώ προ πολλού είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν εγκαίρως την πράξη, το εγκατέλειψαν.  Δεν δημιουργείται καμία αντίθεση με το δεδικασμένο στην Κωνσταντίνου, ανωτέρω, αφού ακόμη και στην ίδια την απόφαση της Ολομέλειας, το γεγονός ότι 11 από τους αρχικούς αιτητές αποδέχθηκαν τελικά την αποζημίωση, δεν κρίθηκε ότι δημιουργούσε οποιοδήποτε κώλυμα αναφορικά με το δεδικασμένο, ενόψει της ακύρωσης της διοικητικής πράξης από την Ολομέλεια.

 

Πέραν τούτου, η Αιτήτρια για να νομιμοποιηθεί θα πρέπει σύμφωνα με το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, να έχει ζημιωθεί από την πράξη της διοίκησης.  Στην παρούσα περίπτωση, με την ενέργεια της να δεχθεί να πληρωθεί την αποζημίωση, στην ουσία εξάλειψε την όποια βλάβη η πράξη είχε στα συμφέροντα της.  Υπό αυτές τις συνθήκες, η παρούσα προσφυγή, αποσκοπεί στο να αμφισβητήσει πράξη της διοίκησης η οποία στην ουσία δεν βλάπτει την Αιτήτρια.  Αντίθετα, θα έλεγα, ότι ως εκ της αποδοχής της αποζημίωσης, η ίδια είχε ωφεληθεί και πλήρως ικανοποιηθεί για την βλάβη που είχε υποστεί.

 

Με βάση τα πιο πάνω, η Αιτήτρια δεν μπορεί στη βάση του δεδικασμένου να νομιμοποιηθεί στο αίτημά της για επιστροφή των κτημάτων της.  Παρά ταύτα, διατηρείται ανέπαφο το δικαίωμα που της παρέχεται από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος να αξιώσει επιστροφή των απαλλοτριωθέντων κτημάτων της, εάν μέσα σε τρία χρόνια από την απαλλοτρίωση, ο σκοπός δεν κατέστη εφικτός.  Αυτό με οδηγεί στον κύριο λόγο ακύρωσης.  Το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει καταστεί μη εφικτός ή έχει εγκαταλειφθεί.

 

Η δικηγόρος για τους καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να προβάλει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, καθότι προβλήθηκε για πρώτη φορά στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας.  Δεν συμφωνώ.  Στα νομικά σημεία της αίτησης, γίνεται ρητή αναφορά στην παραβίαση των δικαιωμάτων της Αιτήτριας, τα οποία απορρέουν από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και επομένως είναι φανερό ότι εγείρεται ως νομικό σημείο.

 

Έχω εξετάσει το βασικό ισχυρισμό στην ουσία του, αλλά αυτός δεν ευσταθεί.  Είναι γεγονός ότι το έργο έξι χρόνια μετά το διάταγμα απαλλοτρίωσης, δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί.  Όμως, όπως νομολογήθηκε στην Καλλικά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 177, οι λέξεις «εάν εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση δεν καταστεί εφικτός ο τοιούτος σκοπός» δεν εξυπακούουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσα στην περίοδο των τριών χρόνων, αλλά ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί. (Βλ. επίσης Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι το έργο έχει εγκαταλειφθεί, αλλά ότι προωθείται ενεργά από τη διοίκηση και στο παρών στάδιο φαίνεται να είναι εφικτή η υλοποίησή του.  Υπό τις περιστάσεις, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε νόμιμα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει.  Επιδικάζονται €1200 έξοδα, υπέρ των καθ'ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο