ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 338
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθέσεις Αρ.49/2005 και 50/2005)
22 Μαΐου, 2008
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Δ. Παπαδόπουλος, για την Αιτήτρια και στις δύο προσφυγές.
Α. Βασιλειάδης, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην προσφυγή 49/05.
Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην προσφυγή 50/05.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το ιστορικό θα πρέπει να γίνει αναφορά στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Στις 25.8.2000 η καθ' ης η αίτηση αποφάσισε την προαγωγή από 1.9.2000 των δύο ΕΜ, Παναγιώτη Σταυρινίδη και Χριστίνας Βασιλείου-Γιαννάκη, στην πιο πάνω θέση, αντί της Αιτήτριας και της Μαρίας Γεωργιάδη, οι οποίες κρίθηκαν ότι δεν κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η προαγωγή των δύο ΕΜ προσεβλήθη τόσο από την Αιτήτρια με την προσφυγή 1604/00 όσο και από την Μαρία Γεωργιάδη, με τις προσφυγές 1421/00 και 1422/00. Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν.
Οι προσφυγές της Μαρίας Γεωργιάδη, με απόφαση ημερομηνίας 2.9.02, πέτυχαν επειδή κρίθηκε ότι η κρίση της διοίκησης, ότι δεν ήταν προσοντούχος για την επίδικη θέση, ήταν το προϊόν νομικής πλάνης. Ως αποτέλεσμα η προαγωγή των δύο ΕΜ, ακυρώθηκε.
Η προσφυγή της παρούσας Αιτήτριας, Αικατερίνης Λοϊζίδου, (Υπ. Αρ. 1604/00), απέτυχε για το λόγο ότι η κρίση της διοίκησης ότι «η Αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος για την επίδικη θέση ήταν αποτέλεσμα ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων για προαγωγή.» Η Αιτήτρια δεν εφεσίβαλε την απόφαση.
Η απόφαση στο μέρος που αφορούσε τη Μαρία Γεωργιάδη, εφεσιβλήθηκε από τη Δημοκρατία και από ένα άλλο ΕΜ. Η Ολομέλεια στις συνενωμένες Αναθεωρητικές Εφέσεις 3192, 3381 και 3518, Εύη Νεοφύτου και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μαρίας Γεωργιάδη (2004) 3 ΑΑΔ 1, στην απόφαση της ημερομηνίας 15.1.2004 έκρινε τις πρωτόδικες αποφάσεις ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας ορθές και απέρριψε τις εφέσεις.
Η ΕΔΥ στη συνεδρία της 20.7.2004 προχώρησε σε επανεξέταση της πλήρωσης των δύο μόνιμων θέσεων Πρώτου Οδοντιατρικού Λειτουργού, που κενώθηκαν ύστερα από την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Α.Ε. 3518), με την οποία επιβεβαιώθηκε η ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ, ημερομηνίας 25.8.2000 η οποία αφορούσε την προαγωγή του Π. Σταυρινίδη και της Χριστίνας Βασιλείου-Γιαννάκη.
Η ΕΔΥ στη συνεδρία της στις 13.9.2004, αφού επανεξέτασε την πλήρωση των πιο πάνω θέσεων, επαναδιόρισε τον Π. Σταυρινίδη και τη Χρ. Βασιλείου-Γιαννάκη. Έκρινε, όπως και την προηγούμενη φορά, ότι η Μαρία Γεωργιάδη δεν μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφια, διότι δεν διέθετε μεταπτυχιακό δίπλωμα, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας. Για την Αιτήτρια δεν υπήρξε οποιαδήποτε συζήτηση, αφού θεωρήθηκε ότι με την απορριπτική απόφαση στην προσφυγή 1604/2000, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε, επιβεβαιώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν προσοντούχος.
Ο διορισμός των δύο ΕΜ δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 5.11.2004.
Η Αιτήτρια μαζί με την Μαρία Γεωργιάδη προσέβαλαν εκ νέου την απόφαση της ΕΔΥ. Ενώπιον μου υπήρχαν αρχικά τέσσερις συνενωμένες προσφυγές. Οι δύο πρώτες (Υπ. Αρ. 1148/04 και 1149/04), οι οποίες αφορούσαν στη Μαρία Γεωργιάδη, αποσύρθηκαν επειδή η ίδια είχε στο μεταξύ προαχθεί στην προσβαλλόμενη θέση. Ως αποτέλεσμα, παρέμειναν προς εκδίκαση οι δύο προσφυγές της Αιτήτριας οι οποίες είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Η πρώτη, (49/05), αφορά στην ακύρωση του διορισμού της Χριστίνας Βασιλείου-Γιαννάκη (ΕΜ 1) και η δεύτερη, (50/05), αφορά στην προαγωγή του δεύτερου ΕΜ, Παναγιώτη Σταυρινίδη.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την καθ' ης η αίτηση, ήγειρε προδικαστική ένσταση, ότι η Αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να καταχωρήσει τις παρούσες προσφυγές, επειδή κωλύεται λόγω ύπαρξης δεδικασμένου. Τη θέση αυτή ασπάζονται και οι συνήγοροι των δύο ΕΜ. Όπως υποστηρίζουν, το Δικαστήριο στην προσφυγή 1604/2000, έκρινε την Αιτήτρια ως μη προσοντούχο. Εφόσον η Αιτήτρια δεν προσέβαλε εκείνη την απόφαση, αυτή κατέστη τελεσίδικη, με αποτέλεσμα η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση να δεσμεύεται από αυτή.
Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.
Στην προσφυγή Αικατερίνη Λοϊζίδου ν. ΕΔΥ (2002), Υπ. Αρ. 1604/2000, ημερ. 2.9.02 η οποία αφορούσε στην Αιτήτρια, ο Γαβριηλίδης, Δ. ανέφερε τα εξής:-
«Όπως έχω ήδη αναφέρει, η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή αποκλείστηκε από την καθ' ης η αίτηση με το σκεπτικό ότι δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για προαγωγή. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά έχει ως εξής:
«Αναφορικά με την υποψήφια Λοϊζίδου Αικατερίνη, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί υποψήφια διότι δεν κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε οποιοδήποτε κλάδο της Οδοντιατρικής. Η υποψήφια αυτή δεν καλύπτεται ούτε από τη σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας για το λόγο ότι δεν κατέχει το καθοριζόμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης σε οποιοδήποτε κλάδο της Οδοντιατρικής συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους διότι οι δύο σειρές μαθημάτων που παρακολούθησε μέχρι τον ουσιώδη χρόνο δεν αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ήταν δύο διαφορετικές σειρές μαθημάτων που έγιναν σε δύο διαφορετικές περιόδους, σε δύο διαφορετικά ιδρύματα, σε δύο διαφορετικές χώρες και δεν είχαν συνέχεια μεταξύ τους. Συγκεκριμένα οι δύο σειρές μαθημάτων που παρακολούθησε η Λοϊζίδου διάρκειας τριών και έξι μηνών είχαν χρονική απόσταση μεταξύ τους 9½ χρόνια.
Η πρώτη έγινε στο Πανεπιστήμιο του Όσλο στη Νορβηγία και η δεύτερη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.»
Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας η πιο πάνω θέση της καθ' ης η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας είναι προϊόν νομικής πλάνης.
Η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ορθά η αιτήτρια κρίθηκε ότι δεν ήταν προσοντούχος για την επίδικη θέση διότι οι δύο σειρές μαθημάτων ήταν διαφορετικές μεταξύ τους, ήταν, δηλαδή, σε διαφορετικά θέματα. Επομένως, η αιτήτρια δεν είχε μεταπτυχιακή εκπαίδευση «σε κλάδο της Οδοντιατρικής συνολικής διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους», όπως απαιτούσε η Σημείωση στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Τα θέματα στα οποία η αιτήτρια είχε μεταπτυχιακή εκπαίδευση ήταν (α) η παιδοδοντία, και (β) η κοινωνική οδοντιατρική, θέματα τα οποία δεν είχαν καμιά μεταξύ τους σχέση. Η Σημείωση στο σχέδιο υπηρεσίας αναφέρεται ρητά σε «κλάδο της οδοντιατρικής» και όχι σε «κλάδους της οδοντιατρικής».»
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, με το εξής λεκτικό:-
«(β) Η Προσφυγή 1604/2000 αποτυγχάνει και απορρίπτεται για το λόγο ότι η κρίση της καθ' ης η αίτηση ότι η αιτήτρια Αικατερίνη Λοϊζίδου δεν ήταν προσοντούχος για την επίδικη θέση ήταν αποτέλεσμα ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας αναφορικά με τα απαιτούμενα προσόντα των υποψηφίων για προαγωγή. Επιδικάζονται έξοδα εις βάρος της αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.»
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λοΐζου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2003) 3 ΑΑΔ 242 στη σελίδα 246:-
«Η αρχή του δεδικασμένου έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση. Για να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, πέραν των άλλων προϋποθέσεων, απαιτείται όπως ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το αποτέλεσμα. Οποιαδήποτε άλλα σχόλια και παρατηρήσεις ή γνώμη στη δικαστική απόφαση, μη αναγκαία αντικειμενικά για την επίλυση της διαφοράς (obiter dicta) δεν δημιουργεί δεδικασμένο.
Στην υπόθεση Μαυρογένη ν. Βουλής κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 315 (Πλήρης Ολομέλεια) έχουν λεχθεί από τον Πική, Π., τα ακόλουθα:-
«Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο (βλ. Chancery Lane Safe Deposit e.t.c. v. I.R.C. (1966) 1 All E.R. 1 (H.L.), Ελευθερίου-Κάγκα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 494/87 - 13.2.1989).
Δεσμευτική είναι η αρχή δικαίου που στηρίζει άμεσα την απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το αποτέλεσμα, σε αντίθεση με το μέρος του σκεπτικού, η ανάπτυξη του οποίου δεν είναι αντικειμενικά απαραίτητη για την απόφαση.».
Το θέμα του δεδικασμένου επανεξετάστηκε οριστικά από την Πλήρη Ολομέλεια στην υπόθεση Ναζίρης ν. ΡΙΚ, Υπ. Αρ. 810/2004, ημερ. 12.2.2007. Το ερώτημα που τέθηκε ήταν:-
«κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.»
Η Πλήρης Ολομέλεια το απάντησε ως εξής:-
«Έχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέταση, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.»
Κατά την άποψή μου οι πιο πάνω αρχές εφαρμόζονται απόλυτα στην παρούσα περίπτωση. Η Αιτήτρια από τη στιγμή που δεν εφεσίβαλε την κρίση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1604/2000, αναφορικά με τη διαπίστωση ότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα, δεσμεύεται από αυτή, με αποτέλεσμα να στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τις επίδικες προαγωγές.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου, οι δύο προσφυγές αποτυγχάνουν ως μη παραδεχτές και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €1500 συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, υπέρ της καθ' ης η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας και στις δύο προσφυγές. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των ΕΜ.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ