ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1226/2007)

 

7 Μαίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

NAWAF MEFAALANI,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

                    ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

               1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ

               2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΗΣ

3.  ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΘΕΙΣΑΣ ΜΕ ΒΑΣΗ

                    ΤΟ ΕΔΑΦΙΟ (7) ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 113 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΡΧΕΙΟΥ

                    ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2002 (ΕΝ ΤΟΙΣ ΕΦΕΞΗΣ

                    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ),

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.

 

Λ. Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για  τους Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 23/7/2007 με την οποία του αποστερήθηκε η κυπριακή του υπηκοότητα, που του είχε παραχωρηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία το 2000.

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Συρία, έφθασε νόμιμα στην Κύπρο το 1991 και αρχικά εργάστηκε ως εργάτης σε γεωργικές εργασίες. Το 1992 βαπτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος και το 1993 παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Μικέλλη από την Αμμόχωστο, η οποία εργαζόταν στην εταιρεία Ορεινός στη Λευκωσία με μισθό £250 το μήνα. Από τον πιο πάνω γάμο ο αιτητής δεν απέκτησε παιδιά, αλλά ως επακόλουθο της σύναψης του γάμου το 2000 απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα. Δύο χρόνια μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας διέλυσε το γάμο του και παντρεύτηκε με μια γυναίκα που καταγόταν από τη Συρία και αφού παρέμεινε στην Κύπρο άνοιξε ένα δικό του κρεοπωλείο στη Λευκωσία, πάνω από το οποίο λειτουργούσε internet cafe στο οποίο σύχναζαν Άραβες, κυρίως Σύριοι. Η πρόσβαση στο πιο πάνω internet cafe ήταν δύσκολη, αν όχι αδύνατη, για ανεπιθύμητους. Επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είχε πληροφορίες ότι στα πιο πάνω υποστατικά διεξαγόταν μεγάλη εμπορία λαθραίων τσιγάρων και ότι ο αιτητής ενεχόταν ως υπεύθυνος μεγάλου κυκλώματος μεταφοράς λαθρομεταναστών από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές και ως αποτέλεσμα της έκθεσης της Επιτροπής Έρευνας που είχε διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο για να εξετάσει τις πιο πάνω πληροφορίες, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε στις 23/7/2007 να αποστερήσει από τον αιτητή την κυπριακή υπηκοότητα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2003. Ακολούθως το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του ημερομηνίας 3/8/2007 ζήτησε από τον αιτητή να παραδώσει,

 

(i)                 Το πιστοποιητικό πολιτογράφησης,

(ii)               το κυπριακό του διαβατήριο,

(iii)             την κυπριακή του ταυτότητα.

 

Ο αιτητής καταχώρισε εναντίον της πιο πάνω απόφασης την παρούσα προσφυγή με την οποία αμφισβητεί την ορθότητα της αποστέρησης της υπηκοότητάς του.

 

Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι,

 

(i)                 Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου 141(Ι)/2002,

(ii)               έπρεπε να του είχε δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Έρευνας.

 

 

(β) Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Έχουν υποβληθεί εκ μέρους της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση διάφορες προδικαστικές ενστάσεις που αναφέρονται μεταξύ άλλων, στη μη ύπαρξη έννομου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή αφού ζητείται η ακύρωση αόριστης πράξης και στην έλλειψη αναφοράς στην αίτηση στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Έχω μελετήσει τις προδικαστικές ενστάσεις που έχουν προβληθεί και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

 

(γ) Παραβίαση του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου 141(Ι)/2002.

Προς υποστήριξη της εισήγησης ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι ο αιτητής επέδειξε έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένειας προς τη Δημοκρατία, υποβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του ότι υπήρχαν αντιφάσεις στην Έκθεση της Επιτροπής Έρευνας της 19/3/2007 που δεν δικαιολογούσαν την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Το άρθρο 113(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, το οποίο καθορίζει πότε μπορεί η διοίκηση να αποστερήσει την ιδιότητα του πολίτη, προνοεί ότι,

 

"Πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος είναι πολίτης σύμφωνα με εγγραφή ή είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, παύει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας εάν στερηθεί της ιδιότητας του πολίτη με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο αυτό."

 

 

Το άρθρο 113(3)(α) καθορίζει σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα, ως ακολούθως:

 

"Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Διάταγμα να στερήσει από οποιοδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας, το οποίο είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, την ιδιότητα του πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός -

 

(α) Με έργα ή με λόγια επέδειξε, έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία."

 

 

Σύμφωνα με στοιχεία που περιήλθαν στην κατοχή των κρατικών αρχών, ο αιτητής ενεχόταν σε λαθρεμπόριο τσιγάρων από τα κατεχόμενα και σε κύκλωμα λαθρομετανάστευσης μέσω των κατεχομένων, μεταφέροντας λαθρομετανάστες από τη Συρία μέσω των κατεχομένων έναντι αμοιβής 1500-3000 δολαρίων ανά άτομο, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη. Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία η Αστυνομία είχε προβεί σε διεξοδικές έρευνες σχετικά με τις δραστηριότητες του αιτητή. Για την εξέταση των δραστηριοτήτων του αιτητή, το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε προς τούτο Επιτροπή Έρευνας η οποία αφού άκουσε τόσο τους μάρτυρες της Αστυνομίας, όσο και τον αιτητή, ετοίμασε την έκθεση της πάνω στην οποία βασίστηκε και η επίδικη απόφαση. Σύμφωνα με την πιο πάνω έκθεση, οι πληροφορίες εναντίον του αιτητή δεν είχαν κλονισθεί και οι δραστηριότητες του συνιστούσαν πράξεις έλλειψης νομιμοφροσύνης προς το κράτος και δυσμένεια στη Δημοκρατία.

 

 Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι σε περιπτώσεις όπου η Διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας η διακριτική της ευχέρεια να επιτρέψει την παραμονή ενός αλλοδαπού στην Κύπρο είναι αρκετά μεγάλη. Όταν δε δεν επιτρέπει την παραμονή ενός αλλοδαπού στην Κύπρο για λόγους ασφάλειας, δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή της νοουμένου ότι τα περιστατικά της υπόθεσης εξετάζονται καλόπιστα. (Βλ. Mushtaq v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 251/94 της 21/7/94, Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701 και Yuri Kolomoets v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 426/97 της 30/4/99). Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών και των συμπερασμάτων της Επιτροπής Έρευνας δείχνει ότι δεν υπήρξαν αντιφάσεις που θα δικαιολογούσαν τον ισχυρισμό του αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση με τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί η διαπίστωση μου είναι ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα χωρίς την παραβίαση των δικαιωμάτων του αιτητή και η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

(δ) Δεν δόθηκε στον αιτητή το δικαίωμα ακρόασης πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι παρουσιάστηκε μόνο μια φορά ενώπιον της Επιτροπής ΄Ερευνας και απάντησε σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και ότι αίτημα που υπέβαλε όπως παρίσταται στις οποιεσδήποτε επόμενες συνεδρίες απορρίφθηκε από την Επιτροπή. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω άρνηση ισοδυναμεί με παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και του διοικητικού δικαίου, αφού δεν του δόθηκε η ευχέρεια να υποβάλει τους μάρτυρες που κατέθεσαν στη βάσανο της αντεξέτασης.

 

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε στον αιτητή και το δικηγόρο του στα αρχικά στάδια της διεξαγωγής της έρευνας, ότι η έρευνα θα διεξαγόταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44 και ότι αν και η έρευνα προσομοίαζε με δικαστική, είχε το χαρακτήρα διερεύνησης/ανάκρισης (inquisitorial) και όχι της αντιπαράθεσης (adversarial). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο αιτητής πληροφορήθηκε μεταξύ άλλων ότι η έρευνα θα άρχιζε με την κατάθεση του αιτητή ο οποίος μπορούσε να εμφανιστεί με το δικηγόρο του, ότι θα μπορούσε να παραστεί σε οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας που θα επέτρεπε η Επιτροπή και ότι θα ενημερωνόταν για τους ισχυρισμούς που γίνονταν εναντίον του για να του δοθεί η ευχέρεια να απαντήσει.

 

Από τα σχετικά πρακτικά της Επιτροπής Έρευνας φαίνεται ότι είχε δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να παραστεί και να εκφράσει τις απόψεις του και ότι ουδέποτε υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα για να παρίσταται στην εξέταση άλλων μαρτύρων που θα κατέθεταν. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

                                                                   Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο