ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(Υπόθεση Αρ. 2144/2006)
10 Απριλίου, 2008
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
G. K. S.,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α. Ιωάννου, για τον Αιτητή.
Λ. Χ»Αθανασίου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιρανός και ήρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1999 με τη γυναίκα του ως επισκέπτης. Όταν έληξε η άδεια προσωρινής παραμονής του στην Κύπρο αυτός παρέμεινε στο νησί, κατά παράβαση του σχετικού όρου. Εντοπίστηκε από την Αστυνομία και τον Αύγουστο του 2000 απελάθηκε στη χώρα του. Η σύζυγός του παρέμεινε στην Κύπρο. Αφού πέρασαν 20 περίπου μέρες από την ημερομηνία απέλασής του ο αιτητής ήρθε παράνομα ξανά στην Κύπρο όπου παρέμεινε με τη σύζυγό του για ένα περίπου χρόνο μέχρι που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία. Η σύζυγος του απελάθηκε ενώ ο ίδιος, αφού παρέμεινε υπό κράτηση για τρεις περίπου μήνες σε αστυνομικό κρατητήριο, υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και ενόψει τούτου, αφέθηκε ελεύθερος. Στο μεταξύ, επέστρεψε και η σύζυγός του στην Κύπρο. Η αίτησή του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών και στη συνέχεια υπέβαλε στις 6.5.2004 αίτηση για πολιτικό άσυλο στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας. Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της καταγωγής του μετά το γάμο του επειδή σπατάλησε με τη σύζυγό του πολλά χρήματα και ήθελαν να ξεκινήσουν από το μηδέν μια νέα ζωή. Ισχυρίστηκε επίσης πως όταν ήρθαν και οι δύο στην Κύπρο ενδιαφέρθηκαν για τον χριστιανισμό.
Η Υπηρεσία Ασύλου κάλεσε τον αιτητή σε συνέντευξη στα γραφεία της. Ο αιτητής προσήλθε με τη σύζυγό του στη συνέντευξη κατά τη διάρκεια της οποίας ανέφερε πως δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε προβλήματα στη χώρα του προτού την εγκαταλείψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να επιστρέψει γιατί βαφτίστηκε χριστιανός ενώ βρισκόταν στην Κύπρο. Ανάλογο ισχυρισμό πρόβαλε και η σύζυγός του η οποία ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί επειδή βρισκόταν εδώ και ο σύζυγός της. Ανέφερε επίσης ότι κατά την παραμονή της στη Δημοκρατία βαφτίστηκε και αυτή χριστιανή και στη συνέχεια παντρεύτηκε ξανά το σύζυγό της με χριστιανικό γάμο. Σχετικά πιστοποιητικά παρουσιάστηκαν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση από τον αιτητή.
Μετά τη συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε εισήγηση για απόρριψη της αίτησης. Κατόπιν εξέτασης όλων των στοιχείων, ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε βάσιμος φόβος καταδίωξης του αιτητή για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι επίσης δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου αναγνωρίζεται το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας όταν ο προσφεύγων έχει βάσιμο λόγο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στην εν λόγω διάταξη.
Ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία, κατόπιν εξέτασης και με αναφορά στο περιεχόμενο των συνεντεύξεων του ιδίου και της συζύγου του προς το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και την απόφαση της εν λόγω υπηρεσίας, διαπίστωσε ότι ο αιτητής είχε πράγματι αρκετές γνώσεις για το χριστιανισμό. Ωστόσο, το γεγονός αυτό καθώς και το γεγονός ότι ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία, κρίθηκε ότι δεν συνιστούσαν βάσιμο λόγο για παροχή ασύλου. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι ο αιτητής και η γυναίκα του εγκατέλειψαν το Ιράν για λόγους καθαρά οικονομικούς χωρίς να διατρέχουν οποιοδήποτε κίνδυνο. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η στροφή τους προς το χριστιανισμό είναι περιστασιακή με απώτερο σκοπό την επιτυχία του αιτήματός τους για παροχή ασύλου στην Κύπρο. Αυτή η διαπίστωση ερείδεται σε ισχυρισμό του αιτητή και της συζύγου του ότι πάντοτε ακολουθούσαν οδηγίες τρίτων όσον αφορά την αίτησή τους για άσυλο και την αίτησή τους για παράταση του χρόνου της παραμονής τους στην Κύπρο. Αναφέρεται επίσης ότι η βάπτιση και ο γάμος τους έγιναν μετά την απόρριψη του αιτήματός τους για άσυλο από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών. Στην απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση σημειώνεται με επιδοκιμασία η παρατήρηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ότι από τη στιγμή που ένα άτομο είναι πίσω από κλειστές πόρτες μπορεί να κάνει ότι θέλει. Προστίθεται επίσης στην απόφαση ότι ο αιτητής και η γυναίκα του, χρησιμοποίησαν κανονικά τα διαβατήριά τους όταν εγκατέλειψαν τη χώρα τους, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι για τις αρχές του Ιράν αυτοί δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον.
Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στον αιτητή και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας. Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διενήργησαν ενδελεχή έρευνα και στην προσβαλλόμενη απόφαση σχολαστικά εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση για άσυλο. Το κεντρικό σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ότι ο αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει με τη δέουσα επάρκεια τους ισχυρισμούς του και τα σχετικά επιχειρήματα που προώθησε. Εξηγείται επίσης ικανοποιητικά ότι η περίπτωση του αιτητή δεν εντάσσεται στις περιπτώσεις του πρόσφυγα επί τόπου. Αναφέρεται ακόμη ότι ο αιτητής και η σύζυγός του δεν διατρέχουν οποιοδήποτε κίνδυνο στο Ιράν εξαιτίας του γεγονότος ότι υπέβαλαν αίτηση για άσυλο στην Κύπρο, σε περίπτωση που το γεγονός αυτό περιήλθε ή θα περιέλθει σε γνώση των ιρανικών αρχών.
Οι καθ΄ ων η αίτηση άσκησαν καλόπιστα τη διακριτική τους ευχέρεια και συνεπώς θεωρώ πως δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δική του. Ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται μόνο στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου. Ο αιτητής απέτυχε να κλονίσει το τεκμήριο της καλής πίστης και τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ενόψει τούτου η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €700 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.