ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 4 ΑΑΔ 215
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1495/2005)
7 Απριλίου, 2008
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ
146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
UREEF MOHD MUROF JUMIL UBDOLH,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Αυγουστίνος Τσάρκατζης, για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Αιτητή.
Ευγενία Παπαγεωργίου - Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, Ιορδανός υπήκοος, ήλθε στην Κύπρο, αρχικά στις 13/9/1997, με το όνομα Arif Muhammad Marouf Jameel ABULLAH. Του παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτη μέχρι 19/9/1997. Δεν ανανέωσε την άδεια παραμονής του και, στις 29/6/1999, συνελήφθη για παράνομη παραμονή. Απελάθη στη χώρα του, ενώ τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Προσώπων (stop-list). Στις 13/9/1999, ήλθε και πάλι στην Κύπρο με το όνομά Aref Mohammed Marouf Jamil ABDALA. Δεν του επετράπη, όμως, η είσοδος, αφού το όνομά του βρισκόταν στο stop - list. Στις 13/8/2000, πέτυχε είσοδο στη Δημοκρατία με το όνομα Aryf Mohd Meroof Jamiel ABDOLEH. Του παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτη μέχρι 13/10/2000, με σκοπό να ιδρύσει υπεράκτια εταιρεία. Αναχώρησε από την Κύπρο στις 12/11/2000. Στις 2/7/2001, πέτυχε ξανά είσοδο στην Κύπρο χωρίς να γίνει αντιληπτός, με το όνομα Ureef Mohd Murof Jumil UBDOLH, ως επισκέπτης. Γνώρισε την Ελληνοκύπρια Χρυστάλλα Παναγιώτου και, στις 30/11/2001, τέλεσε μαζί της πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου.
Ο αιτητής, με την τέλεση του γάμου του, υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για παραχώρηση σ' αυτόν άδειας παραμονής στην Κύπρο. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 6/9/2002, η οποία ανανεώθηκε μέχρι 30/8/2003. Στις 27/11/2002, με επιστολή των συνηγόρων του, ζήτησε όπως του παραχωρηθεί άδεια μετανάστευσης, σύμφωνα με την Κατηγορία Ε του Κ. 5 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972, (Δ.Π. 242/72), (όπως έχουν τροποποιηθεί).
Για σκοπούς εξέτασης της αίτησης, έγιναν από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης εξετάσεις, από τις οποίες προέκυψε ότι ο αιτητής δε διέμενε με τη σύζυγό του, η οποία, σε γραπτή κατάθεσή της στην Αστυνομία, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα μαζί του και ότι ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο την παντρεύτηκε ήταν για να εξασφαλίσει μόνιμη παραμονή στην Κύπρο.
Ακολούθως, στις 7/8/2003, ο αιτητής, ως σύζυγος Κυπρίας υπηκόου, υπέβαλε αίτηση για παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής του. Οι καθ' ων η αίτηση, βασιζόμενοι, μεταξύ άλλων, και σε επιστολή της συζύγου του, ημερομηνίας 19/6/2003, με την οποία αυτή βεβαίωνε ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη σχέση τους ξεπεράστηκαν και ότι συζούσαν αρμονικά ως ζευγάρι, του παραχώρησαν παράταση της άδειας προσωρινής παραμονής του μέχρι 30/11/2004. Το αίτημά του για άδεια μετανάστευσης απορρίφθηκε και αυτός ειδοποιήθηκε ανάλογα, με επιστολή ημερομηνίας 20/1/2004.
Στη συνέχεια και, συγκεκριμένα, το Μάιο του 2004, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με αφορμή επιστολή των δικηγόρων του αιτητή, ημερομηνίας 26/4/2004, με την οποία αυτός ζητούσε επανεξέταση του αιτήματός του για παραχώρηση άδειας μόνιμης παραμονής και απασχόλησης, προχώρησε σε νέες έρευνες, με σκοπό να διαπιστωθεί η γνησιότητα του γάμου του. Προέκυψε το ενδεχόμενο ο γάμος να είναι εικονικός. Αναζητήθηκαν ο αιτητής και η σύζυγός του στη διεύθυνση που δήλωσαν ότι διέμεναν, αλλά δεν ανευρέθηκαν. Κλήθηκε η σύζυγός του, μέσω τηλεφώνου, η οποία, τελικά, επικοινώνησε με την Αστυνομία και δήλωσε ότι μετακινήθηκαν σε νέα διεύθυνση. Στις 14/5/2004, σε έλεγχο που διενεργήθηκε στη διεύθυνση που η σύζυγος δήλωσε ως τη διεύθυνση όπου διέμεναν, βρέθηκε μόνο ο αιτητής, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να απαντήσει πού βρισκόταν η σύζυγός του. Στην οικία διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν κρεβάτια και μόνο ανδρικά ρούχα και υποδήματα. Στα πλαίσια των εξετάσεων, λήφθηκαν από την Αστυνομία καταθέσεις από τον αιτητή και τη σύζυγό του. Και οι δύο παραδέχτηκαν ότι ελάχιστες φορές διέμεναν μαζί. Ο αιτητής, μάλιστα, αγνοούσε στοιχεία σε σχέση με τη σύζυγό του, όπως την ημερομηνία που αυτή γεννήθηκε και τα ονόματα των γονιών της, οι οποίοι, σημειωτέον, δε γνώριζαν για το γάμο. Ακολούθησαν το Νοέμβριο του 2004 νέες έρευνες, από τις οποίες και πάλι προέκυψε ότι ο αιτητής εξακολουθούσε να μη διαμένει πάντα με τη σύζυγό του, η οποία διέμενε με τους γονείς της και τη θυγατέρα της από τον πρώτο της γάμο.
Την 1/2/2005, το θέμα του γάμου του αιτητή εξετάστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, η οποία, σε συνεδρία της, συμφώνησε με την άποψη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ότι υπήρχαν αρκετές ενδείξεις για εικονικότητα του γάμου. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται:-
«... το ζευγάρι δεν διαμένει κάτω από την ίδια στέγη (7Α(3)(α)) και ότι ο αλλοδαπός παρουσίαζε προβλήματα παραμονής στην Δημοκρατία (7Α(3)(ζ).»
Η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, (η «Διευθύντρια»), στις 22/7/2005, αφού έλαβε υπόψη:-
«... τα δεδομένα της υπόθεσης και το ιστορικό του αλλοδαπού καθώς και το εύρημα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι υπάρχουν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο γάμος είναι εικονικός, ...»
απαγόρευσε στον αιτητή να παραμένει στη Δημοκρατία - (΄Αρθρο 7Α(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105, (όπως έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»)). Με επιστολή της, ημερομηνίας 5/8/2005, τον κάλεσε να αναχωρήσει για τη χώρα του, πληροφορώντας τον, ταυτόχρονα, ότι η απόφασή της υπόκειτο σε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών.
Την πιο πάνω απόφαση της Διευθύντριας ο αιτητής προσέβαλε με ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, ο οποίος, μετά από εξέταση εισήγησης αρμόδιας λειτουργού, την απέρριψε και ειδοποίησε ανάλογα τον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 27/10/2005.
Ακολούθως, στις 7/11/2005, εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης. Αυτός συνελήφθη στις 8/2/2006 και, στις 13/2/2006, απελάθη στη χώρα του.
Με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού. Προβάλλει ο συνήγορος του αιτητή, για ακύρωσή της, ότι δεν υπάρχει απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, ως αρμοδίου οργάνου, για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Η λέξη «συμφωνώ» και η μονογραφή του στο Σημείωμα της αρμόδιας διοικητικής λειτουργού προς αυτόν, ημερομηνίας 29/9/2005, δε συνάδουν με τις αρχές της νομολογίας και το ΄Αρθρο 24(1)[1] του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99).
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η θέση του συνηγόρου του αιτητή είναι ορθή, σ' ό,τι αφορά όμως τις περιπτώσεις συλλογικών διοικητικών οργάνων και όχι όταν το διοικητικό όργανο είναι ένα μόνο πρόσωπο, όπως στην παρούσα περίπτωση. Η καταγραφή, στην περίπτωσή μας, από τον Υπουργό Εσωτερικών, ότι συμφωνεί με την εισήγηση, στην οποία παρατίθεται με λεπτομέρεια το ιστορικό της υπόθεσης, και η υπογραφή του στο Σημείωμα το καθιστούν νομότυπη απόφασή του.
Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και ότι στερείται αιτιολογίας. Είναι η εισήγηση του αιτητή ότι στο Σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού γίνεται λόγος σε δηλώσεις της συζύγου του προς λειτουργό του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως, με τις οποίες αυτή παραδέχθηκε ότι ο γάμος της είναι εικονικός, χωρίς όμως οι δηλώσεις αυτές να βρίσκονται οπουδήποτε καταγραμμένες, για να ελεγχθούν από το Δικαστήριο.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. ΄Ολα όσα καταγράφονται στην εισήγηση της λειτουργού προς τον Υπουργό Εσωτερικών βρίσκονται καταγραμμένα σε επιστολή της συζύγου του αιτητή προς την Επίτροπο Διοικήσεως και στις καταθέσεις της στην Αστυνομία. Εάν τα ίδια γεγονότα η σύζυγος του αιτητή τα επανέλαβε προφορικά στη λειτουργό του γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως και αυτή τα ανέφερε στη λειτουργό που συνέταξε την εισήγηση, αυτό δεν επιδρά και ούτε επηρεάζει την έρευνα που έγινε και η οποία είναι πλήρης, όπως δεν επηρεάζει και το νόμιμο της απόφασης.
΄Αλλος λόγος, ο οποίος προβάλλεται, είναι ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης ως προς τα γεγονότα. Απαιτείται, υπέβαλε ο συνήγορος του αιτητή, για να θεωρείται ο γάμος εικονικός, πρόθεση τέλεσης τέτοιου γάμου και από τα δύο μέρη και τέτοια πρόθεση εδώ δεν έχει καταδειχθεί. Και αν ακόμη ο αιτητής τέλεσε γάμο με σκοπό να εξασφαλίσει μόνιμη παραμονή στην Κύπρο, τέτοια πρόθεση δεν έχει καταδειχθεί από πλευράς της συζύγου του, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Οι μετέπειτα διαπιστώσεις, που προέκυψαν μέσα από τις εξετάσεις των καθ' ων η αίτηση σε σχέση με το γάμο, αφορούν σε χρόνο - (2003 - 2004) - πολύ μεταγενέστερο του χρόνου τέλεσης του γάμου - (2001). ΄Ο,τι προκύπτει, από το σύνολο όσων η σύζυγος του αιτητή κατέθεσε στην Αστυνομία και στην Επίτροπο Διοικήσεως, είναι ότι ο γάμος της με τον αιτητή αντιμετώπιζε προβλήματα, γι' αυτό και διέμεναν χωριστά.
Οι καθ' ων η αίτηση, σ' ό,τι αφορά την ερμηνεία της έννοιας «εικονικός γάμος» και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα απαριθμούνται στα εδάφια (3) και (4) του ΄Αρθρου 7Α του Νόμου, υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να αποφασιστεί κατά πόσο γάμος είναι εικονικός ή όχι δεν περιορίζονται στα γεγονότα της περιόδου τέλεσης του γάμου, αλλά επεκτείνονται σε γεγονότα που προηγήθηκαν και άλλα που ακολούθησαν την τέλεση του γάμου.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 2(1) του Νόμου, «εικονικός γάμος» σημαίνει:-
«γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία·»
Το ΄Αρθρο 7Α(1) του Νόμου προβλέπει:-
«7Α. - (1) Αν ο Διευθυντής διαπιστώσει με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και αφού συμβουλευθεί τη Συμβουλευτική Επιτροπή που ιδρύεται με το άρθρο 7Β του παρόντος Νόμου, ότι αλλοδαπός συνήψε εικονικό γάμο, τότε -
(α) Απαγορεύει στον εν λόγω αλλοδαπό να παραμείνει στη Δημοκρατία·
(β) ακυρώνει ή δεν ανανεώνει την άδεια διαμονής που παραχωρήθηκε στον αλλοδαπό και διατάζει την απέλασή του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14.»
Σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, όπου δεν αναγνωρίζεται εικονικότητα του γάμου[2], στον περί Γάμου Νόμο του 2003, (Ν. 104(Ι)/2003), ΄Αρθρο 19, ο εικονικός γάμος αναγνωρίζεται και καθιστά το γάμο ανυπόστατο.
΄Αρθρο 19:-
«19. - (1) Γάμος είναι ανυπόστατος -
(α) ...
(β) ...
(γ) αν είναι εικονικός·
(δ) ...
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, 'εικονικός γάμος' σημαίνει γάμο ο οποίος τελείται μεταξύ πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αλλοδαπού, που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και αλλοδαπό, με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στην Κυπριακή Δημοκρατία.»
Για την τέλεση γάμου απαιτείται, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 9 του περί Γάμου Νόμου του 2003:-
«... ταυτόχρονη δήλωση των προτιθέμενων να συνάψουν γάμο προσώπων ότι συμφωνούν σ' αυτό, και την ανάγνωση από το Λειτουργό Τέλεσης Γάμων προς αυτούς του κειμένου που εκτίθεται στο Δεύτερο Πίνακα. ...»
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω και τα όσα προέκυψαν από τις εξετάσεις που έγιναν, φαίνεται ότι η βούληση των μερών δεν ήταν όπως, με το γάμο, επέλθουν οι συνέπειες της σύμβασης του γάμου αλλά άλλη. Η έλλειψη συμβίωσης, μαζί με τα υπόλοιπα που διαπιστώθηκαν, όπως η άγνοια του αιτητή για το πού βρισκόταν η σύζυγός του, τα οποία εξυπακούονται ως αυτονόητες συνέπειες του γάμου, αποτελούσαν στοιχεία ανατρεπτικά της ύπαρξης βούλησης για σύναψη γάμου. Για τους σκοπούς της παρούσας, δε θεωρώ αναγκαίο και δε θα με απασχολήσει τι η σύζυγος δήλωνε ότι ήταν η πρόθεσή της, κατά το χρόνο σύναψης του γάμου, αλλά εάν τα όσα αποτέλεσαν τη βάση για έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελούν στοιχεία, που εύλογα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο γάμος είναι εικονικός. Με την πρώτη έρευνα, η οποία έγινε με σκοπό να διαπιστωθεί εάν ο αιτητής διέμενε με τη σύζυγό του, διαπιστώθηκε ότι αυτοί δεν έμεναν μαζί και το αίτημα του αιτητή για απόκτηση μόνιμης διαμονής απορρίφθηκε. Η Διευθύντρια - και από αυτό προκύπτει η καλή πίστη των καθ' ων η αίτηση - μετά τη βεβαίωση της συζύγου του αιτητή ότι αυτοί πλέον διέμεναν μαζί, ανανέωσε την άδεια προσωρινής παραμονής του και προχώρησε, μετά από αίτημα του συνηγόρου του, σε επανεξέταση της αίτησής του, για παραχώρηση άδειας μόνιμης διαμονής. ΄Εγιναν εξετάσεις, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν αυτός και η σύζυγός του ζούσαν ως ζευγάρι, αφού είναι δυνατό και μετά την τέλεση ενός εικονικού γάμου, η συμπεριφορά των μερών να μεταβληθεί, να επέλθουν οι συνέπειες της σύμβασης του γάμου και αυτός να καταστεί έγκυρος[3]. Οι διαπιστώσεις, όμως, και πάλι, παρά την προσπάθεια της συζύγου να δώσει την εντύπωση ότι διέμενε με τον αιτητή - σύζυγό της, ήταν αρνητικές. Κριτήριο για τη διαπίστωση στοιχείων της εικονικότητας ενός γάμου, για τους σκοπούς του Νόμου, θεωρώ ότι δεν είναι, από μόνες τους, οι δηλώσεις των μερών αλλά το σύνολο των περιστάσεων, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς και των ενεργειών των μερών, πριν και μετά τη σύναψη του γάμου. Το γεγονός ότι, από την ημέρα σύναψης του γάμου μέχρι την ημέρα που διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής και η σύζυγός του δε διέμεναν μαζί, παρήλθε ένα και πλέον έτος, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης - η αίτηση, στα πλαίσια της οποίας διενεργήθηκαν οι εξετάσεις, έγινε ένα και πλέον έτος μετά το γάμο - δεν αναιρεί το εύλογο της κατάληξης. ΄Αλλωστε, υπάρχει η κατάθεση της συζύγου του αιτητή, λίγους μήνες μετά την τέλεση του γάμου - (31/7/2002), στην οποία δηλώνεται ότι ο σκοπός για τον οποίο ο αιτητής τέλεσε το γάμο ήταν η εξασφάλιση μόνιμης παραμονής στη Δημοκρατία.
Ο ισχυρισμός του αιτητή - ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη - δε βρίσκω να ευσταθεί. Το γεγονός και μόνο ότι στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται απλώς τα άρθρα του Νόμου, στα οποία στηρίχθηκε η απόρριψη του αιτήματός του, δεν οδηγεί, κατ' ανάγκη, στην έλλειψη αιτιολογίας. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης δυνατό να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Στην υπό εξέταση περίπτωση, τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου - αναλυτική ΄Εκθεση της Λειτουργού που διενήργησε τον έλεγχο και τα έγγραφα που επισυνάπτονται σ' αυτή - θεωρώ ότι καθιστούν την αιτιολογία της απόφασης πλήρη. Σύμφωνα, άλλωστε, με την A. Makris Tourist Taxi Serv. Co. Ltd ν. Αναθ. Αρχής Αδειών (2004) 3 Α.Α.Δ. 94, και λακωνική να είναι η αιτιολογία, αυτή είναι επαρκής, από τη στιγμή που μπορεί να υποστεί το δικαστικό έλεγχο και εδώ δεν τον εμποδίζει. - (βλ. Trokkoudes Group Public Limited ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 430/03, 18/8/05).
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[1] «24. - (1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία.»
[2] Οικογενειακό Δίκαιο, Γιώργου Κουμάντου, Τόμος 1, 1988
Οικογενειακό Δίκαιο, ΄Εφης Κουνουγέρη-Μανωλεδάδη, Τόμος 1, Δεύτερη ΄Εκδοση, 1998
Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Βασίλη Αντ. Βαθρακοκοίλη, Αθήνα 1990
[3] Οικογενειακό Δίκαιο, ΄Εφης Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, (πιο πάνω)