ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 796
Ήρωα Angela Siomina ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 594/2007)
14 Μαρτίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Σ. Νικολάου (κα) για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη,
για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ΄ ων με επιστολή τους ημερ. 8.3.07 θεώρησαν τον αιτητή ως αυτοτελώς εργαζόμενο με υποχρέωση να καταβάλει εισφορές για την περίοδο από 28.3.96-30.8.06, κατόπιν διερεύνησης παραπόνου του ότι η εταιρεία Σ.Ν. Βουνιώτης & Υιοί Λτδ στην οποία κατ΄ ισχυρισμό εργαζόταν ως μισθωτός, παρέλειψε να του καταβάλει τις αντίστοιχες κοινωνικές ασφαλίσεις.
Προσβάλλεται η απόφαση για σειρά λόγων όπως αναπτύσσονται και στη γραπτή αγόρευση του αιτητή με ιδιαίτερη έμφαση στην παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της αναλογικότητας και της έλλειψης δέουσας έρευνας με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη πράξη να είναι μεροληπτική και αναιτιολόγητη.
Οι καθ΄ ων μετά την υποβολή και καταγραφή του παραπόνου από τον αιτητή (ερυθρό 51 στο διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμ. «Α»), προέβηκαν στη λήψη διαφόρων καταθέσεων τόσο από τον ίδιο όσο και από διευθυντικά στελέχη της εταιρείας. Συγκεκριμένα, λήφθηκε κατάθεση από τον ίδιο τον αιτητή στις 8.9.06 (ερυθρό 49-50) κατά την οποία παρουσιάστηκαν και ορισμένα έγγραφα (ερυθρά 42-48), από τον Ανδρέα Βουνιώτη στις 18.9.06 (ερυθρά 40-41) συνοδευόμενη και πάλι από διάφορα έγγραφα (ερυθρά 1-39), ενώ στις 3.10.06 σε επίσκεψη στις αποθήκες και ψυκτικούς θαλάμους της εταιρείας δόθηκαν προφορικά στοιχεία από την Αλίκη Βουνιώτη γραμματέα και μέτοχο, η οποία δεν ήθελε να δώσει γραπτή κατάθεση λόγω συγγένειας και με τον Ανδρέα Βουνιώτη αλλά και με τον αιτητή. Υπήρξαν μεταγενέστερα και τηλεφωνικές επικοινωνίες και συλλογή εγγράφων. Εν τέλει η Άννα Ηλία, Επιθεωρήτρια Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προέβηκε σε καταγραφή και αξιολόγηση των συλλεγέντων στοιχείων εισηγούμενη σε σχετική επιστολή της ημερ. 16.10.06 προς τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την αναδρομική εγγραφή του αιτητή ως αυτοτελώς εργαζομένου από τον Οκτώβρη του 2003, λόγω του ότι με βάση τα στοιχεία έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν μισθωτός της εταιρείας. Στη συνέχεια λήφθηκε από το Διευθυντή η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την προαναφερθείσα επιστολή.
Οι αιτιάσεις του αιτητή για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι εν πολλοίς ασαφείς και αόριστες. Στις σελ. 1-3 της γραπτής αγόρευσης καταγράφονται απλώς ισχυρισμοί για ανεπάρκεια έρευνας, εσφαλμένη αξιολόγηση, δυσμενή διάκριση, λανθασμένη και πάσχουσα προπαρασκευαστική πράξη και ενέργειες με βάση ανεπαρκή και αυθαίρετα δεδομένα. Οι καθαυτό λεπτομέρειες ακολουθούν στις επόμενες σελίδες όπου καταγράφεται ο ισχυρισμός ότι η έρευνα ήταν ελλιπής και μεροληπτική διότι οι καθ΄ ων δέχθηκαν τα επιχειρήματα των Ανδρέα και Αλίκης Βουνιώτη, απορρίπτοντας τους προς το αντίθετο ισχυρισμούς του αιτητή που συνοδεύονταν από αποδεικτικά στοιχεία. Σε αυτά τα πλαίσια όφειλαν οι καθ΄ ων κατά την εισήγηση, να είχαν ερευνήσει και την εργασιακή κατάσταση του αιτητή για την περίοδο 28.3.96-30.8.98, εφόσον αυτός ισχυρίστηκε στην κατάθεση του ότι άρχισε την εργασία του στην εταιρεία από τις 28.3.96.
Το Δικαστήριο δεν εξετάζει ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα ούτε υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης, αλλά διερευνά κατά πόσο η διοίκηση βασίστηκε σε ορθά δεδομένα χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο α΄ σελ. 101). Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι η έρευνα που έγινε ήταν πλήρης, εφόσον οι καθ΄ ων, μέσω της αρμόδιας λειτουργού τους, προχώρησαν να λάβουν γραπτή κατάθεση και από τον αιτητή και από το διευθυντή Ανδρέα Βουνιώτη, αλλά και πρόσθετα στοιχεία από τη γραμματέα της εταιρείας. Από την επιστολή της Επιθεωρήτριας προς το Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρουσιάζεται ότι πέραν των καταθέσεων έγινε και επίσκεψη στο χώρο εργασίας, αλλά και σε τηλεφωνικές επικοινωνίες τόσο με τον αιτητή όσο και με τον Α. Βουνιώτη, ζητήθηκαν από έκαστον και παρουσιάστηκαν στοιχεία.
Ο αιτητής είχε τη θέση ότι προσελήφθηκε στην εταιρεία στις 28.3.96 ως γενικός υπεύθυνος για την εξυπηρέτηση πελατών, τη διόρθωση ψυκτικών θαλάμων, την επίβλεψη του προσωπικού και γενικά την όλη οργάνωση της βιομηχανίας. Εργοδοτήθηκε, κατά τη θέση του, με μισθό £600 το μήνα ο οποίος από τον Ιανουάριο του 1999 αυξήθηκε σε £800 και από τον Ιανουάριο του 2000 σε £1.200 το μήνα. Πληρωνόταν την άδεια του καθώς και 13ο μισθό, ο μισθός του δε καταβαλόταν είτε με επιταγές της εταιρείας ή πελατών της ή με μετρητά. Δεν έπαιρνε, όπως ο ίδιος δέχεται, εντολές από οποιονδήποτε, εργαζόταν συνεχές ωράριο από τις 7.30 π.μ. μέχρι 7.00 μ.μ., έξι μέρες την εβδομάδα, ενώ μετά την ασθένεια επιθεωρητή της εταιρείας για τις ψυκτικές μηχανές ανέλαβε πρόσθετα καθήκοντα, εργαζόμενος πέραν του συνήθους ωραρίου με επιπλέον αμοιβή £400 το μήνα. Πίστευε ότι η εταιρεία του κατέβαλλε κοινωνικές ασφαλίσεις, αντιλήφθηκε δε το αντίθετο όταν οι ελεγκτές της ανέλαβαν τον έλεγχο της λόγω προβλημάτων φερεγγυότητας.
Η αντίθετη θέση από τον Α. Βουνιώτη ήταν ότι ο αιτητής ανέλαβε από το 1998 εργολαβικά την φορτοεκφόρτωση εμπορευματοκιβωτίων με δικό του συνεργείο όταν και εφόσον υπήρχε εργασία, πληρωνόταν δε επί τη βάσει τιμολογίων κάποτε με επιταγές και κάποτε τοις μετρητοίς. Η Αλίκη Βουνιώτη κατέγραφε τις ποσότητες ώστε να γίνει η ανάλογη χρέωση. Στα πλαίσια αυτά ο αιτητής εξέδιδε τιμολόγια προς την εταιρεία επί τη βάσει των οποίων γινόταν πληρωμή ή εξέδιδε η εταιρεία απόδειξη πληρωμής την οποία ο αιτητής υπέγραφε. Επειδή η εργασία στις παραλαβές με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκε, συμφωνήθηκε η πληρωμή £1.000-£1.200 μηνιαίως, ο δε αιτητής, ο οποίος δεν είχε καθορισμένο ωράριο εργασίας προγραμματίζοντας ο ίδιος τη δουλειά του, έφερνε το συνεργείο του το οποίο ο ίδιος πλήρωνε. Χρησιμοποιούσε μεταφορικό μέσο δικό του και όχι της εταιρείας πληρώνοντας ο ίδιος τα καύσιμα και δεν υπήρχε μεταξύ τους οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία ούτε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Ο ίδιος αποφάσιζε και ειδοποιούσε πότε θα έπαιρνε την καλοκαιρινή του άδεια και αναλάμβανε επίσης και την εκτέλεση δικών του εργασιών για αποκλειστικά δικούς του πελάτες. Για την πιστοποίηση HACCP και μόνο ήταν που η εταιρεία τον δήλωσε ως υπεύθυνο ψυκτικών θαλάμων για τον έλεγχο των θερμοκρασιών.
Η κρίση της Επιθεωρήτριας, όπως καταγράφεται στη σχετική επιστολή της προς το Διευθυντή, ότι ο αιτητής δεν ήταν μισθωτός βασίστηκε στο γεγονός ότι δεν υπήρχε σταθερό ωράριο εργασίας, ούτε έλεγχος ως προς την εργασία που διεξήγαγε, ενώ χρησιμοποιούσε δικό του συνεργείο εκδίδοντας αποδείξεις και τιμολόγια για εκτέλεση γενικών εργασιών. Οι θέσεις αυτές καταγράφηκαν στην καταληκτική της παράγραφο έχοντας προηγουμένως παραθέσει το σύνολο των ενεργειών της, όπως εξηγήθηκαν προηγουμένως, θεωρώντας επίσης ότι η δήλωση του αιτητή ότι εργαζόταν στην εταιρεία μέχρι τις 7.00 μ.μ. αντιστρατευόταν τη θέση του Α. Βουνιώτη ότι οι αποθήκες τις εταιρείας έκλειναν στις 4.30 μ.μ. Σε προφορική διευκρίνιση από τον αιτητή αναφέρθηκε ότι τη φορτοεκφόρτωση εμπορευματοκιβωτίων για πελάτες που δεν είχαν δικό τους συνεργείο, τις έκανε μετά τις 5.00 μ.μ. κάτι που δεν ήταν ορθό εφόσον οι αποθήκες έκλειναν στις 4.30 μ.μ., ενώ έπρεπε να ήταν παρούσες και οι Υγειονομικές Υπηρεσίες. Προστίθεται, ότι η Αλίκη Βουνιώτη ανέφερε ότι ο αιτητής έφερνε δικό του συνεργείο, ενώ όταν δεν εκτελούσε εργασίες της εταιρείας ασχολείτο και με δικές του δουλειές, όπως την κατασκευή υποστέγων, αλουμινίων κ.α., σε χώρο που του είχε παραχωρήσει ο Α. Βουνιώτης, εντός των αποθηκών της εταιρείας για εξυπηρέτηση πελατών του αιτητή και έναντι αμοιβής που εισέπραττε ο ίδιος.
Οι καθ΄ ων με βάση τα πιο πάνω αντικρουόμενα στοιχεία έπρεπε να λάβουν μια απόφαση έχοντας υπόψη ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου και για σκοπούς του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, εξαρτάται και συνδέεται από τα άμεσα και ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη ενδεικτικά στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Τέτοια είναι η τυχόν ύπαρξη συμβολαίου, το δικαίωμα επιλογής των προσφερομένων υπηρεσιών, η ύπαρξη ελέγχου, η προσφορά εργασίας σε συγκεκριμένο χώρο, το ωράριο, η εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη κλπ. (Δέστε Tsapaco Catering Ltd ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796.). Όπως ορθά υπέδειξε ο κ. Χριστοφόρου, η ύπαρξη αντικρουόμενων ισχυρισμών δεν θα πρέπει να μην οδηγήσει τη διοίκηση σε απόφαση. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η απόφαση ήταν εύλογη έχοντας υπόψη όλα τα περιστατικά. Δεν φαίνεται η διοίκηση να έχει ασκήσει πλημμελώς την έρευνα της έχοντας λάβει υπόψη της ό,τι ήταν δυνατό, θεωρώντας από τα στοιχεία που παρατέθηκαν εκατέρωθεν, ότι ήταν εύλογη η θέση της εταιρείας ότι δεν εργοδοτούσε τον αιτητή. Ουδέποτε αυτός τέθηκε στην κατάσταση στοιχείων υπαλλήλων για σκοπούς φορολογικών δηλώσεων, παρόλο που η εταιρεία δήλωνε 9 μέχρι και 11 υπαλλήλους κατά περιόδους (ερυθρά 29-35), ενώ ο αιτητής εξέδιδε τιμολόγια και προσφορές προς τρίτα πρόσωπα αλλά και προς την ίδια την εταιρεία (σχετικά είναι τα ερυθρά 6, 7, 8, 21, 23 και 25). Τα υπόλοιπα τιμολόγια που καλύπτονται από τα ερυθρά 6-28, αφορούν τιμολόγια που είχαν εκδοθεί σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα από τον ίδιο τον αιτητή, στο όνομα Κώστας Τσολάκης, που επίσης είναι το όνομα του. Οι αποδείξεις πληρωμής που κατέθεσε ο ίδιος ο αιτητής ως ερυθρά 47 και 48, καθώς και τα άλλα συναφή στοιχεία, δεν αντιστρατεύονται κατ΄ ανάγκη τα όσα ο Α. Βουνιώτης ανέφερε και θα μπορούσαν κάλλιστα να ενταχθούν στο πλαίσιο της ιδιάζουσας σχέσης που αναφέρθηκε ότι είχαν. Πρόσθετα τα ερυθρά 42 και 43, είναι τιμολόγια που εκδόθηκαν από τον ίδιο τον αιτητή προς την εταιρεία και αποτελούν πληρωμή για επιθεώρηση και συντήρηση μηχανημάτων λόγω ασθενείας του υπευθύνου των ψυκτικών θαλάμων. Ένας εργοδοτούμενος δεν εκδίδει τιμολόγια προς τον εργοδότη του για να πληρωθεί.
Μέσα στο πλέγμα των πιο πάνω δεδομένων η έρευνα που έγινε από τους καθ΄ ων ήταν επαρκής και δεν θα πρόσθετε οτιδήποτε η περαιτέρω εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή, που δεν ήταν εν πάση περιπτώσει δεκτός από την εταιρεία, ότι η εργοδότηση του είχε αρχίσει από το 1996. Σημειώνεται, πρόσθετα, ότι ουδέν έγγραφο στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση έδωσε ο αιτητής. Οι καθ΄ ων είχαν πλείστα όσα δεδομένα ενώπιον τους για να λάβουν την προσβαλλόμενη απόφαση που ήταν μια εύλογη κρίση και δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι υπήρχε μεροληψία έναντι του αιτητή απλά και μόνο επειδή οι καθ΄ ων αποδέχθηκαν τους προς το αντίθετο ισχυρισμούς της εταιρείας και όχι του ιδίου. Αποδεικτικά στοιχεία υπήρχαν και από τις δύο πλευρές. Εύλογα, όμως, οι καθ΄ ων δέχθηκαν τη θέση της εταιρείας και τα δικά της στοιχεία προφορικά και γραπτά, ως πιο πειστικά. Η κρίση τους ήταν καλόπιστη και υπεύθυνη.
Ούτε και αναιτιολόγητη ήταν η κρίση της διοίκησης. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ημερ. 8.3.07 ρητά καταγράφονται οι λόγοι που ο αιτητής θεωρήθηκε αυτοτελώς εργαζόμενος. Δεν υπήρχε καθορισμένο ωράριο εργασίας, δεν υπήρχε καθορισμένος μισθός και δεν υπήρχε άμεση εποπτεία και έλεγχος από τους διευθυντές της εταιρείας. Το κείμενο λοιπόν της απόφασης σαφώς παρέπεμπε σ΄ όλα εκείνα τα στοιχεία που έκλιναν την πλάστιγγα εναντίον του αιτητή. Η αιτιολογία ήταν και εμφανής από την επιστολή αλλά και ως συνοδευτική της απόφασης από το φάκελο (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307).
Εν τέλει δεν διαπιστώνεται ούτε και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή της αρχής της χρηστής διοίκησης, τις οποίες οι συνήγοροι του αιτητή στη γραπτή τους αγόρευση τις ενέταξαν στην ουσία στην ελλιπή έρευνα και μεροληπτική κρίση, χωρίς να προσδιορίσουν οτιδήποτε το ιδιαίτερο για αυτές τις δύο πτυχές του παραπόνου. Δεν υπάρχει ανεπιείκεια στην απόφαση των καθ΄ ων. Η εργασιακή σχέση του αιτητή, όπως ο ίδιος και η εταιρεία την προδιέγραψαν, ήταν έξω από τα συμβατικά δεδομένα μιας εξαρτώμενης σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου. Η κρίση της διοίκησης λήφθηκε εντός της ορθά ασκούμενης διακριτικής της ευχέρειας.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η επίδικη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ