ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 463/2006)

 

27 Μαρτίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ  146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΙΩΑΝΝΗΣ  ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.      ΑΡΧΗΓΟΥ  ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Α Γιωρκάτζης, για τον Αιτητή.

Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους  Καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως καταγράφονται στην Ένσταση ο αιτητής έχει προαχθεί σε Ανώτερο Υπαστυνόμο στις 31.12.2005.

 

Στις 20 Οκτωβρίου 2005 το Ανώτατο Δικαστήριο, στις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 932/2003 και 11312003, είχε ακυρώσει τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου που ίσχυαν από 22.9.2003 και 1.11.2003.

 

Ο Αρχηγός Αστυνομίας αφού μελέτησε την απόφαση του Aνωτάτου Δικαστηρίου διαπίστωσε ότι ο λόγος ακύρωσης των προαγωγών αναγόταν στη σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως, ένεκα της συμμετοχής του Aνώτερου Αστυνόμου κ. Θεοδωρίδη στο Συμβούλιο, ο οποίος ήταν πρώτος εξάδελφος αξιολογούμενου υποψηφίου και ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διαδικασία προαγωγής.

 

Ενόψει των πιο πάνω και κατόπιν σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 11 Ιουνίου 2004, ο Αρχηγός Αστυνομίας όρισε το νέο  Συμβούλιο Κρίσεως να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να προβεί σε  επανεξέταση, με βάση την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επειδή όμως ο τότε Υπαρχηγός Αστυνομίας και Πρόεδρος του νέου Συμβουλίου Κρίσεως κος Χ. Κουλέντης, κατά την αρχική διαδικασία ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης και επομένως  δεν μπορούσε να συμμετέχει με διπλή ιδιότητα στις διαδικασίες επανεξέτασης των επίδικων προαγωγών που ακυρώθηκαν (σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004)), κατόπιν διαβουλεύσεων του Αρχηγού με τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως διορίστηκε ο Βοηθός Αρχηγός κος Ν. Στέλικος, σε αντικατάσταση του κου Χ. Κουλέντη, ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως, για σκοπούς και μόνο επανεξέτασης των πιο πάνω ακυρωθεισών προαγωγών.

 

Τόσον ο Πρόεδρος όσο και τα μέλη του νέου Συμβουλίου Κρίσεως δήλωσαν ότι δεν κωλύονταν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να συμμετάσχουν στη διαδικασία επανεξέτασης, σύμφωνα με το Άρθρο 42(2) του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Προτού κληθούν οι υποψήφιοι σε συνέντευξη συζητήθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεως η διαδικασία που θα ακολουθείτο  για την προφορική εξέταση και αξιολόγηση των υποψηφίων και τηρήθηκε σχετικό πρακτικό, στο οποίο σημειώθηκαν  οι αποφάσεις του Συμβουλίου.

 

Στις 28.11.2005  το Συμβούλιο Κρίσεως κάλεσε ενώπιον του τους υποψηφίους και προέβηκε σε προσωπική συνέντευξη πάνω σε θέματα αστυνομικής πρακτικής εφαρμογής και γενικών γνώσεων για επίκαιρα διεθνή γεγονότα που αφορούσαν την Κύπρο. Η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προσωπική συνέντευξη καταγράφηκε σε σχετικό πρακτικό.

 

Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας έλαβε υπόψη τις σχετικές εκθέσεις-αξιολογήσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης,  την αξιολόγηση και βαθμολογία του νέου Συμβουλίου Κρίσεως και μελέτησε τους προσωπικούς Φακέλους/Ατομικά Δελτία των υποψηφίων. Αξιολόγησε και συνεκτίμησε όλα αυτά στο σύνολο τους  με κριτήρια την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα, λαμβάνοντας υπόψη το  επιπρόσθετο προσόν πάντοτε μέσα στο πνεύμα και το γράμμα του Κανονισμού 3 των Περί Αστυνομίας (προαγωγές) Κανονισμών του 1989, νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (κατά τις αρχικές πράξεις προαγωγών). Μετά από τα πιο πάνω, ο Αρχηγός Αστυνομίας κατέταξε τους συστηθέντες σε πίνακα, κατά σειρά βαθμολογίας.

 

Μετά το πέρας της αξιολόγησης και σύμφωνα με την εξουσία που παρέχεται δυνάμει του  εδαφίου  1 του άρθρου 17 του περί Αστυνομίας Νόμου Ν 73(Ι)/2004, ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε να προάξει αναδρομικά τα Ενδιαφερόμενα Μέρη από 22.9.2003 και 1.11.2003 αφού έκρινε ότι αυτά υπερείχαν των άλλων υποψηφίων σε αξία και προσόντα, αποστέλλοντας επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης  και Δημόσιας Τάξεως ημερομηνίας 15.12.2005 μαζί με όλα τα σχετικά  για κάθε υποψήφιο έγγραφα, ζητώντας την  κατά νόμο έγκρισή τους.

 

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης  στη συνέχεια, με επιστολή του ημερομηνίας 16.12.2005 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, τον πληροφόρησε  ότι ενέκρινε τις προαγωγές στις οποίες είχε  προβεί.

 

Ο αιτητής με την καταχώρηση της προσφυγής αυτής ζητά συγκεκριμένα:

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή Απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με τις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομίας κατά ή περί την 19/12/05 και με την οποία προάχθηκαν στον Βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου από 22/09/03 ή 01/11/03 αντί του Αιτητή τα ενδιαφερόμενα μέρη και/ή οποιοδήποτε από αυτά, ως ο επισυνημμένος κατάλογος στην Αίτηση Ακυρώσεως είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

 

Eίναι η θέση του αιτητή ότι οι καθών η αίτηση λανθασμένα εφάρμοσαν το νέο νομικό καθεστώς των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004) που ίσχυε κατά την επανεξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης. Υποβάλλει ότι η επανεξέταση δεν θα έπρεπε να είχε γίνει από το νέο Συμβούλιο Κρίσεως (στο οποίο μόνο ένα από τα μέλη του προηγούμενου Συμβουλίου μετείχε στην επανεξέταση) αλλά θα έπρεπε να είχε γίνει  από το προηγούμενο Συμβούλιο Κρίσεως που προέβη στις ακυρωθείσες προαγωγές χωρίς όμως τη συμμετοχή του  κ. Θεόδωρου Θεοδωρίδη.

Διαζευκτικά, είναι η θέση του αιτητή ότι, εφόσον ο ex officio Πρόεδρος του νέου Συμβουλίου Κρίσεως υπήρξε Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης, η διαδικασία επανεξέτασης θα έπρεπε να είχε αρχίσει από το στάδιο της Επιτροπής Αξιολόγησης  με σύσταση νέας Επιτροπής (Αξιολόγησης), με Πρόεδρο της άλλον από τον κ. Χ. Κουλέντη έτσι που να διασωθεί η συμμετοχή του κ. Χ. Κουλέντη στο Συμβούλιο Κρίσεως.

 

Οι  καθ΄ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι οι πιο πάνω  ισχυρισμοί του αιτητή για εσφαλμένη διενέργεια επανεξέτασης είναι ασαφείς και δεν μπορούν να πλήξουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Είναι  καθαρό, από την ακυρωτική απόφαση, ότι  θεμέλιο της επανεξέτασης αποτέλεσε  το ελάττωμα που διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου Κρίσεως (η σύνθεση έπασχε καθώς συμμετείχε  στο Συμβούλιο Κρίσεως ο  Ανώτερος Αστυνόμος  Θ. Θεοδωρίδης, ο οποίος ήταν πρώτος εξάδελφος αξιολογούμενου υποψηφίου και ενδιαφερόμενου μέρους της αρχικής διαδικασίας).

 

Κατά την επανεξέταση το Συμβούλιο υιοθέτησε τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία, στις περιπτώσεις επανεξέτασης όταν επέλθει αλλαγή  στη σύνθεση  του συλλογικού οργάνου  που εξέδωσε την αρχική πράξη, το αρμόδιο συλλογικό όργανο θα πρέπει να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφαση με τη νέα του σύνθεση και η επανεξέταση θα πρέπει να γίνει με αναφορά στα δεδομένα της πρώτης εξέτασης, χωρίς να εισαχθούν νέα στοιχεία.

 

Υπό το φως της πάγιας νομολογίας αναφορικά με τις  βασικές αρχές που διέπουν το θέμα της επανεξέτασης  κρίνω ότι ορθά το νέο Συμβούλιο Κρίσεως, το οποίο είχε συσταθεί στις 26 Ιουλίου 2005 δυνάμει της νέας νομοθεσίας (Καν. 8 των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004)) επιλήφθηκε  της επανεξέτασης των πιο πάνω ακυρωθεισών προαγωγών, επειδή ο διορισθείς Υπαρχηγός Αστυνομίας και Πρόεδρος του νέου Συμβουλίου Κρίσεως που ήταν ο κος Χ. Κουλέντης, ο οποίος κατά την αρχική  διαδικασία ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Αξιολόγησης, ορθά αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε να συμμετέχει, με διπλή ιδιότητα, στις διαδικασίες επανεξέτασης των επίδικων προαγωγών που ακυρώθηκαν.

 

Ο Κανονισμός 8, των Περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/2004), όπως έχουν τροποποιηθεί,  προνοεί ρητά ότι τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης δεν δύνανται να διοριστούν ως μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως.

 

Ο ίδιος κανονισμός προνοεί ότι σε περιπτώσεις που ο Υπαρχηγός της Αστυνομίας κωλύεται να συμμετέχει ως πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως:

 

 

 «. ο Υπουργός δύναται κατόπιν διαβουλεύσεων του με τον Αρχηγό να διορίσει ένα από τους Βοηθούς αρχηγούς της Αστυνομίας ως πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσης.»

 

Ως εκ τούτου νόμιμα διορίστηκε,  ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Κρίσεως, ο Βοηθός Αρχηγός  κος  Ν. Στέλικος, σε αντικατάσταση του Υπαρχηγού Αστυνομίας κου Χ. Κουλέντη,  για σκοπούς και μόνο επανεξέτασης των ακυρωθεισών προαγωγών.

 

Τόσον ο Πρόεδρος όσο και τα μέλη του Συμβούλιου Κρίσεως δήλωσαν ότι δεν κωλύονταν καθοιονδήποτε τρόπο να συμμετάσχουν στο Συμβούλιο, σύμφωνα με το Άρθρο 42(2) του Νόμου 158(Ι)/1999.

 

Το νέο Συμβούλιο Κρίσεως, αφού παρέλαβε τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήθηκαν για προαγωγή κατά τον ουσιώδη χρόνο και τα έντυπα αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης, κάλεσε τους  υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.

 

 Η πορεία επανεξέτασης που ακολουθήθηκε ήταν, κατά την κρίση μου, καθόλα ορθή και νόμιμη.

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω  πλάνη περί τα πράγματα. Διατείνεται ότι η Αξιολόγηση και βαθμολογία του Συμβουλίου κρίσεως δεν λαμβάνει υπόψη το επιπρόσθετο προσόν του ήτοι το Μετάλλιο Αντίστασης που του απονεμήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο (Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου  με αριθμό 61.174 και ημερομηνίας 16.11.2004), για τη δράση του στην προάσπιση της Δημοκρατίας και της νομιμότητας, αντιτασσόμενος στο πραξικόπημα της 15ης  Ιουλίου 1974.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι κατά την άποψη μου γενικός και αόριστος. Ο αιτητής δεν  αναφέρει στη βάση ποιού  κριτηρίου επιβαλλόταν, σύμφωνα με τη θέση του, η αξιολόγηση και επιμέτρηση μονάδων για το μετάλλιο αντίστασης που του είχε απονεμηθεί για τη δράση του το 1974.

 

Το Συμβούλιο αξιολόγησε και βαθμολόγησε κάθε υποψήφιο στη βάση του ειδικού εντύπου αξιολόγησης και βαθμολόγησης των υποψηφίων το οποίο είχε καθοριστεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, δυνάμει του κανονισμού 8(4) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 52/89). Με βάση λοιπόν το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο τής ακυρωθείσας απόφασης, παραχωρήθηκαν  από το Συμβούλιο Κρίσεως 12 βαθμοί για την προφορική εξέταση, 9 βαθμοί για την προσωπική συνέντευξη, 8 βαθμοί για τα ακαδημαϊκά προσόντα, 12 βαθμοί για την αρχαιότητα και 14 βαθμοί για τον προσωπικό φάκελο και ατομικό δελτίο των υποψηφίων (55 μονάδες σύνολο).

 

Στη βάση των πιο πάνω στοιχείων αξιολόγησης ετοιμάστηκε από το νέο Συμβούλιο Κρίσεως  τελικός κατάλογος των συστηθέντων που συγκέντρωναν την πιο ψηλή βαθμολογία, ο οποίος κατάλογος υποβλήθηκε μαζί με την έκθεση του Συμβουλίου στον Αρχηγό Αστυνομίας. Ο αιτητής είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των συστηθέντων, με χαμηλότερη όμως βαθμολογία από τα ενδιαφερόμενα μέρη και δεν προάχθηκε.

 

Ο αιτητής προβάλλει περαιτέρω ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης διότι σύμφωνα με το επιχείρημά του , τα   μέλη της Αστυνομίας των οποίων ακυρώθηκε η προαγωγή, θα παρουσιάζονταν στην προφορική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου με πολιτική περιβολή ενώ ο αιτητής και οι άλλοι υποψήφιοι θα παρουσιάζονταν με την αστυνομική τους στολή, όπως όριζε η επιστολή πρόσκλησης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις (όπως σημειώνεται στο πρακτικό του Συμβουλίου Κρίσεως).

 

Συμφωνώ με τη θέση του αιτητή ότι η ειδοποίηση όπως διατυπώθηκε στην επιστολή πρόσκλησης για τις συνεντεύξεις στις 28.11.2005, συνεπαγόταν διάκριση στην εμφάνιση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις και δεν δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Όμως, αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσο αυτό το γεγονός συνιστά υπό τις περιστάσεις παραβίαση των αρχών της αμεροληψίας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.

 

Με το  ίδιο θέμα ασχολήθηκε ο αδελφός Δικαστής Κραμβής στην Υπόθεση Αρ. 797/2006, Ανδρέας Ανδριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ 19.12.2007.  Τα όσα ανέφερε στην προαναφερόμενη απόφαση ισχύουν και εδώ και τα υιοθετώ ως το σκεπτικό και της δικής μου κατάληξης επί του ζητήματος :

 

 «......., έστω και αν η διάκριση αυτή δεν αιτιολογήθηκε δεόντως ούτε φαίνεται ότι έχει αντικειμενικό υπόβαθρο, δεν μπορεί να πλήξει την αμεροληψία και το αδιάβλητο της κρίσης της Διοίκησης ή να τεκμηριώσει προκατάληψη. Τα μέλη του Συμβουλίου, είχαν ενώπιον τους σε κατάλογο τα ονόματα των υποψηφίων των οποίων η προαγωγή ακυρώθηκε. Συνεπώς δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε ενδυματολογική επισήμανση προκειμένου να λειτουργήσουν μεροληπτικά στην αξιολόγηση τους κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων. Από την άλλη, η οδηγία για εμφάνιση με πολιτική ενδυμασία δεν αφορούσε μόνο στα ενδ. μέρη των οποίων η προαγωγή είχε ακυρωθεί αλλά και σε υποψηφίους που εργάζονταν με πολιτική περιβολή. Εξάλλου, τόσο η διαδικασία των συνεντεύξεων και τα σχετικά κριτήρια όσο και ο τρόπος της βαθμολόγησης, είχαν προκαθορισθεί και ήταν ενιαία για όλους τους υποψηφίους. Συνεπώς δεν υπήρχε πρόσφορο έδαφος για μεροληπτική στάση υπέρ των ενδ. μερών έστω και αν ήταν ως υποψήφιοι διακριτοί λόγω της εμφάνισης τους στις συνεντεύξεις.

 

 Η εκδοχή των αιτητών αποτελεί ερμηνεία της συγκεκριμένης ενέργειας του Συμβουλίου που δίνει η πλευρά τους. Σύμφωνα με τη νομολογία όμως, η έλλειψη αντικειμενικότητας και η μεροληψία πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα και όχι με απλούς ισχυρισμούς. Το θέμα της αμεροληψίας και προκατάληψης εξετάστηκε στην υπόθεση Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 176 όπου ο Δικαστής Νικολαΐδης αναφέρει,

 

'Βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι τα όργανα που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία θα πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν με αμεροληψία. ΄Εχει επίσης λεχθεί ότι η έλλειψη αμεροληψίας θα πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που παρουσιάζονται σε σχετικούς διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. Η προκατάληψη από ένα ή περισσότερα των προσώπων που συμμετέχουν στη λήψη απόφασης, ή που επηρεάζουν το αποτέλεσμα επί του οποίου βασίζεται η απόφαση, καθιστά την απόφαση τρωτή λόγω άδικης μεταχείρισης. Αν αποδειχθεί ότι ο αξιολογών λειτουργός είχε προσωπική έχθρα ή ότι κινήθηκε από εξωγενείς παράγοντες, τότε αναλόγως των περιστάσεων, εξετάζεται κατά πόσο έχει αποδειχθεί προκατάληψη (Soteriadou and Others v. The Republic (1983) 3 CLR 921, 944, 945)'

 

Δέστε επίσης (Φλωρεντία Πετρίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636, Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 28). Στην παρούσα υπόθεση οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν στοιχειοθετούν λόγους παραβίασης των αρχών της αμεροληψίας και της ισότητας.»

 

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €700.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                  Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο